«Ανάθεμα την πόρνη γρίπη» μονολόγησε με φόβο. Ρούφηξε με λαχτάρα μια γουλιά από το τσάι χαμομήλι που του ετοίμασε η σπιτονοικοκυρά του και τυλίχτηκε με την κουβέρτα καλύτερα. Μια δυνατή γρίπη δεν τον άφηνε να ξεμυτίσει μέρες τώρα και η απουσία από το πανεπιστήμιο μόνο χαρά δεν τον γέμιζε. Οι καθημερινές επισκέψεις από τους φίλους και συμφοιτητές αραίωσαν από τον φόβο της μετάδοσης. Το μικρό δωμάτιο επί της οδού Ποτιδαίας 6, μικρό και ανήλιαγο γεμάτο από αφόρητη υγρασία δεν ήταν και η καλύτερη λύση που έπρεπε να μένει αλλά με την κρίση στην εύρεση κατοικίας, αλλά δεδομένων των συνθηκών που βίωνε με την ταχεία αναχώρηση των δικών του για το εξωτερικό ελέω εργασίας, συμβιβάστηκε. Δεν παραπονιόταν σχεδόν ποτέ. Οι γονείς του είχαν φροντίσει να το επιπλώσουν όσο καλύτερα μπορούσαν, ενώ δεν του έλειπε τίποτα από ηλεκτρικές συσκευές. Ως φοιτητής ζούσε καλά, πολύ καλύτερα από πολλούς συμμαθητές του αν και ο πατέρας του πάντα του υπενθύμιζε με εύσχημο τρόπο ότι ανήκανε στη μεσαία τάξη! Γι αυτό και δεν περνούσε μέρα που να μην ευχαριστήσει τον θεό, αν και κάποιες αριστερίζουσες ιδέες τον κρατούσαν μακριά από την εκκλησία. «Θεέ μου βοήθα» ήταν η φράση που πρώτη ξεστόμιζε στις ακραίες καταστάσεις.
Η γρίπη δεν υποχωρούσε. Τα λιγοστά παυσίπονα που
βρήκε στα συρτάρια του, είχαν πάρει μόνιμη θέση στο κομοδίνο όπως και τα
χαρτομάντιλα. Η σπιτονοικοκυρά, μέρα παρά μέρα τον επισκεπτότανε και του άφηνε
ένα ζεστό πιάτο φαγητό. «Καλά να είναι» σκέφτηκε, σαν παιδί της τον είχε. Η
μητέρα του τηλεφωνούσε σχεδόν κάθε μέρα και αυτός την καθησύχαζε ότι όλα
βαίνουν καλώς. Πώς να την κουβαλούσε από το εξωτερικό στην Αθήνα και που να την
φιλοξενούσε. Το δωμάτιο μετά βίας χωρούσε αυτόν. Οι μέρες περνούσαν, ο πυρετός
τον έφερνε ζάλη, αφόρητη ζέστη, ιδρώτας έλουζε όλο του το κορμί και τα
σκεπάσματα μούλιαζαν. Ήταν στιγμές που παραμιλούσε, θόλωνε το μυαλό και τα
μάτια του έβλεπαν έναν άλλο στον καθρέφτη. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ζούσε μια
παρωδία τραγωδίας, λίγη ώρα πριν από τα μεσάνυχτα, η αϋπνία του προκαλούσε
αφόρητη ναυτία και έπεφτε ουσιαστικά νεκρός στο κρεβάτι του. «Ψυχραιμία-
ψυχραιμία» έλεγε. «Θα περάσει και τούτο»
Σαπούνισε
και έπλυνε με επιμέλεια το πρόσωπό του. Απ΄ έξω ακούγονταν φωνές, βρισιές και
συνθήματα. Πάλι κάποιοι διαμαρτύρονταν και τα έβαζαν με τις δυνάμεις ασφαλείας.
Πάλι οι κάδοι θα έπαιρναν φωτιά, ξανά θα έσπαγαν βιτρίνες, κάποιος θα έχανε τη
ζωή του, οι πολιτικοί θα συμπονούσαν τους οικείους, θα υπόσχονταν τη λήψη
μέτρων και πάλι όλα αυτά θα τον έκαναν να γελάσει και να αισθανθεί απογοήτευση.
Συνηθισμένα πράγματα σε μια χώρα που μόνο θαύματα δεν περίμενε κανείς να
συμβεί. Μα τι θαύματα να περιμένει κανείς ότι η δυσωδία από τη σήψη κάλυπτε όλη
τη μέρα την ατμόσφαιρα; Δεν ήταν αυτός ο κόσμος του, δεν ήταν η όμορφη ζωή στη
δική του πατρίδα που ονειρευόταν, δεν ήταν η γη του. Ήταν η γη που κάποιοι
άλλοι όρισαν και δεν τους το συγχωρούσε ποτέ.
Ήθελε ξύρισμα. Θυμάται ακόμα τον πατέρα του να παραπονιέται για
αυτό. Με το κεφάλι γεμάτο σκέψεις στάθηκε μπροστά από τον καθρέφτη του μπάνιου
και διέκρινε στο βάθος τα βλέφαρα να πάλλονται και τα χείλη του ακίνητα να του
μιλούν. Την ώρα που έπεφτε χάμω, κατάλαβε πως η ψυχή του περιδιάβαινε το
δωμάτιο και συνέλεγε αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών, βιβλίων και
ιστοσελίδων, με διάφορα είδη ζώων, φυτών, δένδρων. «Είσαι ο μοναδικός επιζών,
θα είσαι ο μοναδικός επιζών» του φώναξε. «Είσαι αυτός που επέλεξα να βρίσκεται
στη ζωή εις τους αιώνας των αιώνων, ως πιστό αντίγραφο μου. Γι αυτό και η ψυχή σου
αποστέλλεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του διαδικτύου να συγκεντρώσει όλα
εκείνα που θα σου υποδειχθούν και όλα
όσα εσύ θα πιστέψεις ότι αρκούν για ένα καλύτερο κόσμο, για μια ιδανικότερη
μελλοντική γη και πατρίδα». Κάθε μέρα η τρομαγμένη ψυχή του εκτελούσε με
στρατιωτική πειθαρχία το σχέδιο της φωνής. Κάθε φορά που κοίταζε τον καθρέφτη
έπεφτε άψυχος στο πάτωμα, έβγαινε από το ίδιο του το αδύναμο σώμα και γύριζε
τον κόσμο για να συγκεντρώσει όλα όσα του ανατέθηκαν στην αποστολή. Τα
συλλεχθέντα στοιχεία αποθηκεύονταν με τάξη και επιμέλεια εντός του σε μια νοητή
κιβωτό που κατασκεύαζε δίπλα από την καρδιά, δίπλα από τους πνεύμονες και πίσω
από τον θώρακα. Βρήκαν αποκούμπι εκεί όλα τα ευγενή ζώα του κόσμου, τα
πετούμενα, τα βότανα και τα καλλωπιστικά φυτά.
Οι αγνές θεωρίες των επιστημόνων τοποθετήθηκαν σε μια σκαλιστή
βιβλιοθήκη, εξοστρακίστηκαν οι αιμοδιψείς ηγέτες και δυνάστες, οι τακτικές των
πολέμων και των μαχών, οι ανθρώπινες δουλείες και ανισότητες και πήραν τη θέση που τους
αξίζει οι λέξεις: αγάπη, θυσία, μάνα, αξιοσύνη, αξιοπρέπεια, ευθύνη,
αλτρουισμός, συμπαράσταση και όλες οι συναφείς λέξεις και τα ρήματα και λάμβανε
χρίσμα να ηγεμονεύσει ο άνθρωπος ως άνθρωπος.
Με τον καιρό η νοητή κιβωτός έπαιρνε
σχήμα, γινόταν στέρεα κοκάλινη κατασκευή και κατόπιν στέρεα γη, οι λέξεις και
τα ρήματα σάρκα και οστά κι όλα αυτά εντός του. Τα ζώα ζωντάνευσαν κατά ένα
περίεργο τρόπο. Άμωμος Πανάγια γέννηση για όλους και για όλα. Τα φυτά και τα
δένδρα ανδρώνονταν μέσα του και η κιβωτός μοσχομύριζε μέντα και ρίγανη.
Ο πυρετός είχε αρχίσει να υποχωρεί το ίδιο
και ο πονοκέφαλος. Η σπιτονοικοκυρά συνέχιζε να τον προσέχει σαν το παιδί της
και αυτός έδειχνε ιδιαίτερα ικανοποιημένος από την πορεία της ασθένειά του.
Πίστευε ότι ζούσε μέσα σε ένα όνειρο όπου όλα θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν
και κυρίως να αλλάξει η ζωή του καθώς πάντα πίστευε ότι φοιτούσε σε κάποια άλλη
εποχή ή τουλάχιστον ότι προσπαθούσε να ζήσει σε κάποια άλλη εποχή. Κάθε φορά
που η ψυχή του έμπαινε ξανά μέσα στο σώμα η μνήμη του τρανταζόταν από δεκάδες
νευρικές σεισμικές δονήσεις και προσπαθούσε μάταια να καταλάβει τι του
συνέβαινε. Όταν όμως έβγαινε από το όνειρο και έπιανε το στήθος τα χέρια του
ψηλάφιζαν το ανάγλυφο μιας κιβωτού.
Ξημέρωνε πρώτη του Δεκέμβρη. Ο πυρετός
είχε υποχωρήσει τελείως και αγόρασε εισιτήρια για να ταξιδέψει στους δικούς του.
Θα περνούσε τις γιορτές των Χριστουγέννων μαζί τους. Πάντα τον γοήτευαν οι γιορτές
του χειμώνα, καθώς έντυνε το σύμπαν του με παιδικά όνειρα και νιφάδες.
Αγουροξυπνημένος κατευθύνθηκε προς το μπάνιο και η φωνή επανήλθε πολύ πιο
σίγουρη και πολύ πιο επιτακτική. «Πλησιάζει η μέρα που θα μείνεις μόνος στον
κόσμο. Έφτασε η μέρα που ο κόσμος θα πληρώσει βαρύ τίμημα για όλες τις συμφορές
που προκάλεσε, προξένησε στη γη που δανείστηκε για να ζήσει. Κανείς δεν θα
καταλάβει τίποτα. Θα είναι μια χειμέρια νάρκη που απλώς θα διαρκέσει μέσα σε
έναν αιώνιο χειμώνα. Μόνο εσύ ως εκλεκτός μου θα εκπληρώσεις την θέλησή μου,
την επιθυμία μου να μεταβείς σε άλλη γη και να δημιουργήσεις ένα νέο πολιτισμό
βασισμένο στις πραγματικά ανθρώπινες αξίες και ιδανικά. Σου δίνω το δικαίωμα να
βάλεις μέσα σου συγκεκριμένα πράγματα από τη ζωή σου και να τα αρχειοθετήσεις
στη βιβλιοθήκη της κιβωτού ως μνήμες. Αυτό θα σε βοηθήσει να κατανοήσεις εκεί
που θα φτάσεις ποιος είναι ο προορισμός και ποιοι οι στόχοι σου. Θα μηδενιστείς
και θα πολλαπλασιαστείς. Έχεις στη διάθεσή σου άλλες έντεκα ημέρες.
Προετοιμάσου» Έπεσε νεκρός στο πάτωμα. Η ψυχή του έβλεπε το κουλουριασμένο σώμα
και αγνοούσε το εγώ της. Έπρεπε να υπακούσει στην εντολή. Κάποια συλλογή
γραμματοσήμων, τα παιχνίδια του στον υπολογιστή, οι φωτογραφίες των γονιών του,
τα εισιτήρια των αγώνων της αγαπημένης του ομάδας, τα βιβλία με τους παιδικούς
του ήρωες, κάτι κάρτες με αγαπημένα σχέδια, ότι σκεφτότανε αυθόρμητα μάζευε,
μάζευε και δεν κατάλαβε ότι είχε ξεπεράσει κατά πολύ τον αριθμό των αγαπημένων
του πραγμάτων που θα έπρεπε να πάρει μαζί του. Η χαραυγή πλησίαζε και μπήκε
άρον- άρον στο κορμί του. Ξύπνησε έκανε μπάνιο
και βγήκε μια βόλτα να ξεσκάσει. Ο κόσμος του δεν είχε αλλάξει.
Οι
άνθρωποι αγχώδεις έτρεχαν να προλάβουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τις δουλειές
τους, τις συνεχείς υποχρεώσεις τους, κουρέλια και πτώματα πεταμένα μαζί στις
λεωφόρους, τρακαρισμένα αυτοκίνητα, επιβολή προστίμων, αυστηρές
προειδοποιήσεις, ξυλοδαρμοί, αστυνομικές ανεξέλεγκτες σκληρές συμπεριφορές,
κάλπικα λόγια από παρωδίες πολιτικές, όλα στο δρόμο του και όλα μέσα του. Θα τα
άλλαζε κάποια στιγμή η φωνή; Αυτό ήλπιζε. Οι λιγοστές μέρες μέχρι και την 12η
Δεκεμβρίου – ύστερα έκανε τον συνειρμό – 12 μέρες του 12ου μήνα, όχι
– όχι μάλλον θα έκανε και πάλι λάθος, άνθρωπος ήταν, πέρασαν πολύ γρήγορα. Όπως
του είχε υποσχεθεί σήμερα δεν θα έπρεπε να βγει από το σώμα του, δεν θα το
εγκατέλειπε κάπου στο μπάνιο. Θα έπρεπε να
πάει στην πλησιέστερη παραλία. Να ορίσει τις συντεταγμένες και τις
παράλληλους του. Να επισημάνει το ακριβές σημείο. Ύστερα θα έκανε αυτό που θα
κινούσε τη μηχανή του μυαλού του μια αόρατη δύναμη. Η φωνή.
Πήρε τηλέφωνο τους δικούς του, του είπε πόσο
πολύ τους αγαπά, η μαμά του τον κορόιδεψε « Βρε, σε λίγες μέρες εδώ θα είσαι
και εγώ σε αγαπώ μωρό μου» Έπιασε το βρεγμένο πρόσωπό του, χαιρέτησε την
σπιτονοικοκυρά – καλά να είναι- τον φρόντιζε σαν πραγματικό γιό της, έδωσε τα
φιλιά του στην γειτόνισσα, γριούλα έτοιμη και εκείνη να μεταναστεύσει στην άλλη
γη που η ιεροσύνη υπόσχονταν έναν απατηλό πιθανόν παράδεισο ή μια εξοργισμένη
κόλαση, έστειλε αποχαιρετιστήρια μηνύματα αγάπης στους φίλους του. «Δεν θα
είχαν σε λίγο σκέφτηκε καμιά απολύτως αξία» μα συνέχισε ίσως με την ελπίδα ότι
δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα. Δεν κατάλαβε πότε έφτασε στην προκυμαία. «Μα
πέρασαν κιόλας οι έντεκα μέρες;» Περπάτησε ακόμα λίγο και αντιλήφθηκε ότι
παράλληλα με αυτόν περπατούσαν και άλλοι έντεκα άνθρωποι. Μαζί με αυτόν δώδεκα.
Λίγο πιο πίσω κάποιοι σαν να δέχονταν την υπεροχή του. Χαμογέλασε. Είχε αρχίσει
και ήταν εκτός προγράμματος.
Παρατάχθηκαν σε αποστάσεις ακανόνιστες. Η
θάλασσα μπροστά τους πιο ήρεμη και πιο γαλήνια από ποτέ. Μια ζάλη και μια
εσωτερική ένταση άρχισε να κυριεύει το κορμί και το μυαλό του. Με την άκρη των
ματιών του είδε την ένταση και στους
διπλανούς του κι ύστερα αυτό που θα κρατούσε, ήλπιζε ότι θα
κρατούσε, η έξοδος της ψυχής τους και η
είσοδός τους στη θάλασσα. Μετά οι εικόνες τους χάθηκαν. Υπήρχε μόνο αυτός.
Το κορμί του είχε αρχίσει να παραμορφώνεται
και να παίρνει τη μορφή μιας κιβωτού. Το δέρμα του έβγαινε και η ξύλινη κιβωτός ένα ολοκληρωμένο καράβι
διάσωσης, είχε αρχίσει να πλέει κάτω από την επιφάνεια του νερού και η ψυχή του είχε γίνει ο καπετάνιος του. Το
μόνο που σταδιακά απόμεινε από το δύσμοιρο κορμί, ήταν η καρδιά του. Φώτιζε
μέσα στην κιβωτό σαν ένα ανέσπερο φως και ταξίδευε με όλα τα ζώα, τα φυτά, τα
δένδρα, τα βιβλία και τα αποκόμματα της ζωής του, της ανθρώπινης ζωής, βαθύτερα
μέσα στη θάλασσα. Ο κόσμος πάνω κατέρρεε, κάθε τι παλιό μέχρι και χθες, έως και
πριν από λίγο, γκρεμιζόταν.
Στο πάτο της θάλασσας συναντήθηκαν όλες οι
κιβωτοί, όλες οι δώδεκα καρδιές. Απομακρύνθηκε δια μαγείας το θαλασσινό νερό σε
μια τεράστια έκταση και φάνηκε πεντακάθαρος ο βυθός. Η φωνή ήρθε και πάλι
μπροστά του, μπροστά τους και τους κάλεσε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί.
«Φίλοι μου είστε οι μοναδικοί επιζώντες του νέου κατακλυσμού, της ολικής
καταστροφής που συντελείτε αυτή τη στιγμή στην επιφάνεια της γης και σε
λιγότερο από δύο ημέρες θα ολοκληρωθεί με την παντελή καταστροφή της. Έχετε
επιλεγεί για την νέα εποχή του ανθρώπου δώδεκα. Έξι αγόρια και έξι κορίτσια,
όλοι λόγο μετά την ενηλικίωσή σας. Έχετε χωριστεί ήδη σε ζευγάρια με μέριμνα
των συμβούλων μου και με την βοήθεια των αγγέλων θα μεταφερθείτε στο βάρος του
σύμπαντος σε έξι πλανήτες που έχουν επιλεγεί. Οι πλανήτες θα είναι ήδη στην
ώριμη κατάστασή τους και δεν θα χρειαστούν παρεμβάσεις από εσάς. Τα ζώα, τα
φυτά θα αφεθούν και θα φυτευτούν σε ειδικά πάρκα με μνεία στον πλανήτη προέλευσής
τους. Στη γη σας. Σε σας έχω φροντίσει με ειδικές διαδικασίες που δεν είναι
απαραίτητο να γνωρίζετε να αποκτήσετε ένα νέο σώμα, άφθαρτο. Θα καταστείτε
απέθαντοι. Το ίδιο και τα παιδιά σας, οι απόγονοί σας. Το δικαίωμα αυτό θα
χαθεί εάν παραβείτε τις ανθρώπινες αξίες και τα ιδανικά όπως αυτά θα σας δοθούν
ως εντολές σε μια διαθήκη που θα κληθείτε να την τηρήσετε με ευλάβεια. Όλες οι
υπόλοιπες πληροφορίες αλλά και οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που θα έχετε θα σας
δοθούν κατά την διάρκεια της νέας σας ζωής και η εποπτεία θα διαρκέσει
συγκεκριμένο χρόνο. Ύστερα και πάλι θα σταθείτε απέναντι στους εαυτούς σας. Σας
χαιρετώ, σας εύχομαι καλό ταξίδι.»
Έξι άγγελοι στάθηκαν απέναντι από το κάθε
ζευγάρι. Η δίδυμη καρδιά που επιλέγει για αυτόν, χτυπούσε το ίδιο δυνατά με τη
δική του. Πανέμορφη! Είχε αρχίσει η διαδικασία ενσωμάτωσης των κιβωτών μέσα σε
ειδικές διαμορφωμένες ακτίνες φωτός που θα λειτουργούσαν ως κάψουλες μεταφοράς.
Οι άγγελοι τοποθέτησαν στα φτερά τους τις κιβωτούς και τις καρδιές τους και
αισθάνθηκαν απλώς πανέτοιμοι ταξιδιώτες.
Απομακρύνονταν από τη γη χωρίς να κοιτάξουν
πίσω. Ο κόσμος όπως τον ήξερε είχε τελειώσει. Μπροστά του απλωνόταν το σύμπαν
και η πρόκληση ήταν για αυτόν και την δεύτερη καρδιά για την οποία ήταν πλέον
υπεύθυνος. Ρούφηξε το κενό, έπιασε το χέρι… (το χέρι;). Είχε αρχίσει παράλληλα
και η μεταμόρφωση στο απέθαντο σώμα. Από το βάθος ενός νεφελώματος τους καλούσε
και πάλι η φωνή. Να δούνε ακόμα πιο μακριά, αλλά κυρίως να δούνε μέσα στη
καρδιά τους. Εκεί που όλα έγιναν και γίνονται ένα. Εκεί που υπάρχει η νέα γη, η
νιόφερτη πατρίδα, η γη μέσα του, η ελευθερία του.
ΓΚΟΓΚΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου