μ΄ ένα γεράκι συντροφιά και τα γκρίζα σύννεφα πάνω του ν΄ αργοσαλεύουν.
Ένα ταξιδιάρικο όνειρο, παιδικό γνώριμο από τη γύμνια του,
να επιπλέει μέσα στις πρώτες σταγόνες της Άνοιξης.
Αγέρας ήταν δροσερός ή κραυγές που ήρθαν απ΄ τον Άδη
-ερώτημα στον αόριστο-
με τα θροΐσματα των φύλλων και τις προσευχές των αγρίων ζώντων;
προσπαθώντας να μπει στο ανάμεσο των δακτύλων.
Μα, μια ο δείκτης κι άλλοτε ο παράμεσος, πύκνωναν τα όχι
κι οι νεκροί μεγάλωναν σαν αριθμός και τα παιδιά μίκραιναν τον πόλεμο.
Και η ειρήνη ήταν στη στάση , μέχρι να φυσήξει το επόμενο αγέρι.
Κι έλεγε Κείνος, «αυτό θ αργήσει»
και αργούσε όπως η τελευταία μπουκιά στο στόμα των προσφύγων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου