Πόσο ασήμαντος θάνατος μπορεί να είναι, το τέλος ενός ασήμαντου ζευγολάτη, ενός δουλευτή της γης, παρά όσο ένα ψίθυρος στο αυτί ενός δάσους, ένα θρόισμα ανέμου την ώρα που μάζευε τα στάχυα στο χωράφι και η τσουγκράνα υψωνόταν με θυμό προς τα ουράνια.
Από μικρό παιδί
πότε τρυπούσε τη γη μ΄ ένα ξύλινο σουβλί και έριχνε το σπόρο μέσα της και πότε
κρατούσε μια γκλίτσα στο χέρι παρέα μ΄ ένα κοπάδι προβάτων δίπλα από το
Στρυμόνα. Πάντα εκεί οδηγούσε το μονοπάτι του ξεροπόταμου.
Η μοίρα του όμως, ήταν προδιαγραμμένη σε κάποιο περίεργο κιτάπι,
σαν εκείνα των μπακάληδων που πλούτιζαν με τις υπερτιμολογήσεις. Η ζωή του τέθηκε
στα χέρια του θεού, ένα δροσερό απόγευμα,
καθώς ο πόνος δίπλωνε τις άκρες των
δακτύλων. Λες και τα δάκτυλα, του έδειχναν τον δρόμο του αιώνιου αποχωρισμού.
Την εξόδιο ακολουθία τίμησαν οι ψίθυροι που
πλήγωναν, τα θρο-ί-σματα που ρίγωναν κι όλες οι αγαπημένες του ασημαντότητες.
Τα ζώα που σιώπησαν, οι χωμάτινοι σβόλοι που διέλυε, η αυλή του που λάσπωνε.
Κι όσο περπατά κανείς, χρόνια τώρα σε κείνο το
μονοπάτι, αν είναι κι αυτός ασήμαντος –έτσι τουλάχιστον λένε οι σοφοί- μπορεί να ακούσει τη κραυγή ενός σπόρου που
σαν ψάρι ψάχνει στη στεριά τη δική του λίμνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου