Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Η Πανικάβα (η γυναίκα του Πανίκου) / Ιστορία πρώτη από τον Δημήτριο Γκόγκα




   
Πότε ακριβώς την γνώρισα ούτε που θυμάμαι! Ήταν φυσικά μετά τον αρραβώνα με την εγγονή της. Ένα λιπόσαρκο κορμί, που περπατούσε στηριζόμενη σε ένα ξύλινο μπαστούνι. Τα βασανισμένα χρόνια της ζωής της, είχαν δημιουργήσει ένα ανυπόφορο φορτίο, που πότε έγερνε προς τα δεξιά και πότε στην αντίπερα πλευρά. Μετά και τον θάνατο του άνδρα της, ο μεγάλος της γιος, την είχε περιορίσει σε ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη της αυλής. Το μεγάλο, το είχε κρατήσει για αυτόν. Έτσι έγραφε και η διαθήκη του άνδρα της. Την σημείωση, «μετά τον θάνατο της γυναικός μου» δεν την έλαβε ποτέ υπ΄ όψη.
   Σε κείνη την μικρή καμαρούλα, ένα μικρό ντιβάνι, μια ξυλόσομπα και ένα σαραβαλιασμένο μικρό ψυγείο ήταν πλέον τα υπάρχοντά της. Ούτε λόγος για τηλεόραση. Ένα ραδιόφωνο μόνο, στον ίδιο σταθμό πρωί, μεσημέρι και κάποτε ξεχασμένο και το βράδυ. Ούτε που καταλάβαινε τι έλεγαν στις ειδήσεις, αφουγκραζόταν ευχάριστα τις μουσικές. Με συμπάθησε, την συμπάθησα και γω από την πρώτη στιγμή. Όποτε εύρισκα ευκαιρία πήγαινα στο δωματιάκι της, κατέβαζα τις κατσαρόλες από την μία και μοναδική καρέκλα και άκουγα τις ιστορίες που μου έλεγε από τον Πόντο και την προσφυγιά της στην Ελλάδα. Δεν παρέλειπε ποτέ να με κεράσει. Συνήθως κάποιο γλυκό του κουταλιού, κανένα σοκολατάκι με γέμιση κεράσι. Και πάντα με την πλάτη κυρτή. Ευλάβεια!
    Έπαιρνα μαζί μου ένα μικρό μπλοκάκι και μόλις με έβλεπε έλεγε: « Ήρθε ο ζουρναλίστ!» Έγραφα, έγραφα και της είχα υποσχεθεί θυμάμαι, ότι κάποια στιγμή, ακόμα και εάν έχανα το μπλοκάκι, οι ιστορίες της θα ρίζωναν στο μυαλό μου και θα άπλωναν κλώνους σαν έφτανε ο χρόνος, στα χρόνια μου. Γελούσε, γελούσε δυνατά κι ύστερα έβηχε, σαν να ήθελε να διώξει το κακό της μέρας. Βαθιά γεράματα!
     Κάποια στιγμή την ρώτησα πως κατάφερε να ζήσει ως τότε. Πιο ήταν το μυστικό της; Τι ηλίθια ερώτηση εκ μέρους μου. Ποιο μυστικό από μια καθάρια γυναίκα; Από μια γυναίκα που έτρεχε πάντα στη ζωή της, που φρόντιζε πάντα αυτήν, τον άνδρα της τον Πανίκο και τα παιδιά της. Ίσως το τρέξιμο να ήταν το μυστικό της, ίσως πάλι το γλυκόπιοτο με γεύση μέντας που είχε πάντα στο μικρό παραθύρι της. «Πιες και συ γιόκα μου» Δεν ήπια ποτέ τη μέντα της, αλλά πάντα της έβαζα εγώ στο ποτηράκι και την κατέβαζε μονορούφι. Εμένα έλεγε να ανοίξω μια λεμονάδα. Τόσο γλυκιά, όσο και η συντροφιά της.
     Οι μεταθέσεις ανά την Ελλάδα, με απομάκρυναν από σιμά της. Λιγόστεψαν οι επισκέψεις, οι ακροάσεις, μέχρι που η πένθιμη καμπάνα μας  μήνυσε ότι ταξίδεψε για την τελευταία της κατοικία. Είμαι σίγουρος ότι πήρε μαζί της και το καραφάκι της μέντας.

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Ημέρα γιορτής, ημέρα πένθους… στο διαδίκτυο / Δημήτριος Γκόγκας



Ανήμερα της γιορτής του πέθανε.

Από πολύ πρωί, το κοινό τους προφίλ, απόδειξη εμπιστοσύνης, αγάπης, γέμιζε με χαρούμενα μηνύματα, ευχές. Τον άφησε να κοιμηθεί λίγο περισσότερο, το δικαιούνταν, ήταν η μέρα του. Δεν άκουσε την τελευταία του πνοή. Όταν το κατάλαβε, το διαδίκτυο αντέδρασε μαζί της. Μετά τα «Χρόνια πολλά», ακολούθησαν τα συλλυπητήρια, «λυπάμαι πολύ». Στη στιγμή η χαρά αναμίχθηκε με το πένθος.

Το δάκρυ αιχμαλώτισε την οργή, την αγανάκτηση. Άρπαξε το τηλέφωνο, το πέταξε με μίσος. Γκρεμίστηκε ο μεσότοιχος. Πέταξε τον υπολογιστή στο δρόμο, φάνηκε μια ρωγμή. Τα έσπασε σε μικρά κομματάκια. Κατάπιε. Το πρόσωπό της έγινε οθόνη, τα χέρια πληκτρολόγιο, το σώμα της μονάδα, τα πόδια καλώδια. Τέλος, άκουσε έντρομη τον εαυτό της να ψελλίζει: «Χρόνια πολλά», «καλό ταξίδι».

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Μακαρόνια με κιμά: Μονόλογος για τους αγρίους της ενδοχώρας


 Κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι σαν μην υπάρχει ένα διαφορετικό μέλλον μέσα στα όνειρά σου. Η μεγάλη τσέπη, η τεράστια κοιλιά, ένα φαλαινοειδές στόμα, μακριά χέρια  για να θωπεύουν κακόμοιρες κυρίες έτοιμες να λογοδοτήσουν μόνο σε ότι υπάρχει ανάμεσα στα πόδια τους και μακριά από την ενασχόληση με τα κοινά με ένα σωρό δικαιολογίες. Τη μια ο αιώνιος καναπές και την άλλη η τεράστια κοιλιά (το είπαμε και πιο πάνω) που απόκτησες με τη βοήθεια φίλων που ασχολούνται με τα κοινά. 
   Ούτε λόγος για τα πεινασμένα παιδιά του πολέμου, για την ρύπανση του πλανήτη, για την εγκληματικότητα, ούτε λόγος για τίποτα, πάνω  στα καρκινώματα που ραπίζουν την κοινωνία. Συνήθισες να βλέπεις τους άλλους με καρκίνο και δεν καταλαβαίνεις ότι καρκίνος είσαι εσύ. Η φαλάκρα που απέκτησες δεν σε πειράζει. Κάνεις χωρίστρα τις σκέψεις σου. Από δω εσύ και από την άλλη όλοι οι άλλοι, οι βλάκες.  Συνήθης φράση σου: ας πρόσεχαν όλοι αυτοί. Το πόσταρες (έτσι σου αρέσει και σε όποιον αρέσει) και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπας και πιάσεις καμιά γκόμενα. Όχι πως έχεις ανάγκη. Καλά να είναι η μεγάλη τσέπη και κείνο το φαλαινοειδές στόμα. Πόσα χωράει το άτιμο! Η ζωή σου κυλά κατά πως τη σκέφτηκες. Τελικά σου έκαναν καλό οι φιλίες με τον δάσκαλο, τον παπά και τον δήμαρχο, όχι πως θα τους άφηνες στην ησυχία. Δεν παίρνεις καμιά απόφαση κι είσαι ο τέταρτος της παρέας. Πατρίς, θρησκεία, παιδεία και συ το τούβλο κρατάς ρο μυστρί και ράβεις και δένεις. Ρε μεγάλε, φτου σου και πάλι φτου. Ομορφάντρα μου εσύ. Κοιτά το καθρέφτη, μετράς το μπόι σου και δεν βλέπεις ούτε ένα ψεγάδι. Η καθαρότητα της φυλής όλη πάνω σου. 
   Για το μέλλον;
  Δεν ανησυχείς καθόλου ....το μάτι σου αστράφτει όπως και το πιρούνι στη θέα μιας μακαρονάδας με κιμά. 


Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Ανταμοιβή! / Δημήτριος Γκόγκας



     
 Τον εαυτό της σκεφτόταν. Παρακάλεσε τον θεό, να της δώσει το δικαίωμα, λίγους μήνες πριν εκπνεύσει, η προθεσμία των γιατρών, να τιμωρήσει όλους όσους την πρόδωσαν στη ζωή. Κάποιες δεκάδες έκαμαν την εμφάνισή τους με τη συνοδεία αγγέλων στη σάλα της, μαστιγώθηκαν, μάζευε τα δάκρυά τους κι ύστερα τα έπινε στην υγεία της. Συχνά την άκουγαν να ουρλιάζει από έντονη συναισθηματική φόρτιση.
      Ένα μήνα πριν λυτρωθεί, της κοινοποιήθηκε το λάθος των γιατρών. Θα ζούσε. Της αφαιρέθηκε το δικαίωμα της τιμωρίας. Λυπήθηκε, είχε συνηθίσει στη θέα του αίματος και των δακρύων. Ένα πρωινό χτύπησε και η δική της πόρτα. Άγγελος Κυρίου την παρέδωσε φορώντας μισοφόρι στην άπληστη συκοφάντισσα. Την είχε βρίσει κάποτε και τώρα εκείνη πεθαίνοντας ζήτησε την τιμωρία της. Θεία δίκη!

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

121 λέξεις σε έναν αποχαιρετισμό




Όταν κλείνεις τα μάτια για  τον αιώνιο ύπνο, δεν μπορεί να δεις τα έδρανα της εκκλησιάς που έχουν κατακλυσθεί από ανθρώπινη αγάπη. Την αγάπη που πιθανόν να μη σου έδειξαν οι άνθρωποι σαν είχες ανοικτά. Παραλύουν και νεκρώνονται οι αισθήσεις σου. Δεν μπορείς να διαβάσεις τα χείλη τους. Εκείνα τα χείλη που μπορεί και να ξεστόμισαν άλογες λέξεις, δριμύτατες αναφορές και τώρα σου λένε το ύστατο αντίο. Δεν μπορείς να ακούσεις τους συγκινητικούς επικήδειους, τα όμορφα λόγια των συγγενών σου, το γλυκό ψιθύρισμα στο νεκρικό αντίο, τους ύμνους, την θαυμάσια εξόδιο ακολουθία, το στερνό τραγούδι των χορωδών.
Δεν μπορείς να γευτείς το δάκρυ των αγαπημένων σου, που πέφτει σαν στάλα βροχής στο μάγουλό σου. Γίνεσαι μνήμη πίσω από τα κλειστά βλέφαρα.

Ο αλήτης του χωριού / Δημήτριος Γκόγκας



Ήταν ατίθασο παιδί και απροσάρμοστο. Αλήτη τον φώναζαν στις γειτονιές. Το δάκτυλο τους πάντα σημάδευε στην καρδιά του. Τον ακολουθούσε η φήμη ότι μιλούσε με αγριομέλισσες. Λάτρευε τον χωματόδρομο που οδηγούσε στο ξωκλήσι του Αγίου Χαράλαμπου. Μάζευε κάλυκες, τους έλιωνε και έφτιαχνε καλάι.  

Τα βράδια στο χωριό, ήταν μοναχικά. Καθότανε παράμερα, πάνω στο πετρόχτιστο περίβολο του Δημοτικού Σχολείου και παρατηρούσε τους χωριανούς να πηγαινοέρχονται στη μεγάλη βόλτα της πλατείας. Πάντα του σφυρίζανε και κείνος κρυβόταν πίσω από τα πεύκα.

Ένα καλοκαιρινό μεσονύχτι, παρατεταμένο φρενάρισμα σταμάτησε τους παλμούς του χωριού. Η δημοσιά γέμισε με αίμα. Οι επί του καθήκοντος κούνησαν υποτιμητικά το κεφάλι. «Ο αλήτης είναι» είπαν. Από τις τσέπες κύλησαν κάλυκες και λιγοστό καλάι. Τα πήραν για τεκμήρια και αποδεικτικά στοιχεία.