Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Το έλατο που ήθελε να γίνει χριστουγεννιάτικο δένδρο


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στη κορυφή ενός βουνού ένα έλατο που ήθελε να γίνει χριστουγεννιάτικο δένδρο. Κάθε λοιπόν που πλησίαζαν τα Χριστούγεννα παρακαλούσε να ανέβει σιμά του ένα ξυλοκόπος, να το κόψει και να πουληθεί σ’ ένα σπίτι. Να στολιστεί με τα ομορφότερα στολίδια και λαμπιόνια. Από τα καταπράσινα κλαδιά του να κρέμονται τα δώρα των μικρών παιδιών. Μα του κάκου, οι ξυλοκόποι δεν ανέβαιναν ποτέ. Έκοβαν τα δένδρα που βρίσκονταν στους πρόποδες του βουνού και έφευγαν. Αυτό συνεχίστηκε χρόνια ολόκληρα. Το μικρό έλατο από παιδάκι, έγινε έφηβος, ανδρώθηκε και τώρα μοιραία πλησίαζε τα βαθιά γεράματά του.
Κι έφτασε ο χρόνος που ο θεός το λυπήθηκε και στα φετινά Χριστούγεννα τύλιξε το έλατό μας, μ΄ ένα τεράστιο σύννεφο, στόλισε τα κλαδιά του με κατάλευκο χιόνι, έστειλε την Πούλια με τα επτά άστρα της να φωλιάσει στο κεφάλι του και παρήγγειλε στους δώδεκα αστερισμούς να φωτίζουν πολύχρωμα κάθε κουκουνάρι του. Κάλεσε δε όλα τα ζώα του βουνού να κουρνιάσουν στις ρίζες του. Το έλατο έλαμψε από χαρά, ξανάνιωσε και τίναξε τα κλαδιά του από ευγνωμοσύνη προς τον πλάστη του. Τα φετινά Χριστούγεννα θα είναι τόσο διαφορετικά και τόσο χαρούμενα. Πιο ανθρώπινα, πιο θεϊκά!

Τα 12 αγγελάκια /Δημήτριος Γκόγκας



Πάλι τα 12 αγγελάκια Στη σειρά με τσακισμένα τα άσπρα τους φτερά. Και πάντα μπροστά του η ίδια δικαιολογία. Έσπασαν στη μεταφορά.
Άναψε τον οξυγονοκολλητή κι άρχισε δουλειά. Τ΄ αγαπούσε αυτά τα αγγελάκια. Από μικρό παιδί, στόλιζαν, τις παραμονές των εορτών του δωδεκαήμερου την πλατεία του χωριού και δενόταν μαζί τους, με την εικόνα τους. Μετά τα Θεοφάνια τα μάζευαν χτυπημένα, λερωμένα, βανδαλισμένα. Δεν σέβονταν όλοι την παρουσία τους.    
Οι σκέψεις και οι τύψεις σπινθήριζαν στο μυαλό του. Ζήτησε συγνώμη σιωπηλά, καθώς κολλούσε φτερά, πρόσωπα, σώματα και καθάριζε ότι λερώθηκε από την ασχήμια των συγχωριανών του. Τα φύσηξε στο στόμα, τα κοίταξε στα μάτια. Κάνοντας μια ευχή, τα χτύπησε στους ώμους και είπε: πετάξτε. Εκείνα υπάκουσαν κι ανεβήκανε ψηλά στον ουρανό.



Σημείωση : η φωτογραφία είναι από τη σελίδα: https://sentra.com.gr/kastoria-ekptwtoi-aggeloi-1-000-evrw-thliveroi-dhmotikoi-stolismoi/

Παραιτήσου ‘Αι Βασίλη / Δημήτριος Γκόγκας




Αγαπητέ Αι Βασίλη. Σε είδα σήμερα σε διαφήμιση. ‘Ήσουν ανάμεσα σε φτωχά παιδιά της Αφρικής, να καμαρώνεις, σαν εκφράζανε τις ευχές τους. «Να έχω νερό» έλεγε ένα, «να τρώω κάθε μέρα, να μην φοβάται η μητέρα μου το άλλο, να έχει δουλειά ο πατέρας μου. Δεν ζήτησαν ούτε μπάλα, ούτε τρενάκι. Κι ύστερα χάθηκες τρέχοντας στην έρημο τη στιγμή που ένας ήλιος ανέτειλε ή έδυε. Δεν ξεχώρισα καλά…
Εκεί να μείνεις Άι Βασίλη. Να παραιτηθείς και να μείνεις στην Έρημο. Γιατί δεν λες την απλή αλήθεια; Πως κάθε χρόνο, δώρο δίνουν και παίρνουν όσοι έχουν χρήματα και πως κάποιοι φροντίζουν τα παιδιά εκείνα να ξυπνούν και να βλέπουν τους ίδιους καλικάντζαρους να πριονίζουν ακατάπαυστα το δένδρο της γης και της ζωής.

Το σκυλάκι που έγινε άγγελος




Μύριζε στον αέρα την ανυπαρξία της ζωής. Καταλάβαινε, ο χρόνος τελείωνε για τον κύρη του. Ανησυχούσε και για τους δύο. Που θα πήγαινε; Είχε ακούσει πολλές ιστορίες και είδε ακόμα περισσότερες εικόνες. Μελετούσε τις νύχτες τα αστέρια καθώς ξάπλωνε στα αδύναμα πόδια του. «Εκεί πάνω πάνε όλοι» σκέφτηκε. «Γίνονται κάτι σαν άγγελοι» Ένιωθε το αίμα να κρυώνει και έγλυφε με τη γλώσσα το δέρμα του. Να ζεσταθεί, μην τον χάσει αυτή τη νύχτα. Ας αργούσε λιγάκι ο αποχωρισμός. Γύρισε το βλέμμα  κι έπεσε μ ΄έναν αναστεναγμό μέσα στο δικό του.

Μια μέρα βρέθηκε μόνος στην αυλή. Τα δένδρα έχασαν τα φύλλα τους. Ένα αεράκι σκόρπισε εικόνες. Ένιωσε να φυτρώνουν φτερούγες στη πλάτη του. Γάβγισε από τη χαρά. Πήγαινε στον άνθρωπό του.

Ο Άι Βασίλης, τα άλλα ζώα και το παράτολμο σχέδιο τους.




Ένα παραμύθι από τον Δημήτριο Γκόγκα



Όπως και κάθε χρόνο έτσι και φέτος ο Άγιος Βασίλης ετοιμάστηκε να μοιράσει τα δώρα στους μικρούς του φίλους σε ολόκληρο τον κόσμο. Λίγες ημέρες πριν έρθει ο καινούργιος χρόνος όλα είχαν τακτοποιηθεί και μόνο κάποιες μικρές εκκρεμότητες έπρεπε να διευθετηθούν. Οι τάρανδοι καθαρίστηκαν, σκουπίστηκαν τα κέρατά τους, το έλκηθρο βάφτηκε εκ νέου, μπήκαν μέσα σε μεγάλους σάκους όλα τα δώρα, ανά Ήπειρο, χώρα, πόλη και χωριό. Το μόνο που απέμεινε ήταν να έρθουν τα μεσάνυχτα της τελευταίας ημέρας του χρόνου, για να ξεχυθεί στους δρόμους του ουρανού, οδηγώντας το πανέμορφο κόκκινο άρμα του και να μοιράζει δώρα, όχι μόνο στα παιδάκια που του έστειλαν γράμματα αλλά και σε όλα εκείνα που ικετεύουν να τους δώσει ένα χαμόγελό του.

Όμως το προαίσθημα πως κάτι δεν θα πήγαινε φέτος καλά, του ασπρογένη γέροντα, βγήκε αληθινό. Την ημέρα των Χριστουγέννων, την ημέρα που γεννήθηκε ο Χριστός, τη φωτεινή εκείνη μέρα της αγάπης και της χαράς, παρουσιάστηκε στον Αι Βασίλη, αντιπροσωπεία ζώων από διάφορα σημεία του πλανήτη. Επικεφαλής ήταν το λιοντάρι από την Αφρική, δίπλα του στεκότανε ένα τεράστιο Καγκουρό από την Αυστραλία μαζί με ένα Κοάλα.  Λίγο πιο πίσω χλιμίντριζε ένα άλογο από την Αμερική, ενώ το συνόδευε ένα γιγαντόσωμος Βίσωνας. Η Ευρώπη έστειλε ένα πανέμορφο Ελάφι και η Ασία έναν Ελέφαντα. Ο Αι Βασίλης ταράχτηκε. Ποτέ του δεν είχε δεχτεί τέτοια επίσκεψη. Μαζί με τα ξωτικά, τους οδήγησαν στη μεγάλη φωταγωγημένη σάλα, με τα πελώρια στολισμένα δένδρα και τα αμέτρητα δώρα.

Πρώτο μίλησε το λιοντάρι, ο βασιλιάς των ζώων: «Αγαπητέ μας Αι Βασίλη. Κάθε χρόνο παρατηρούμε την προσπάθειά σου να δώσεις δώρα σε όλα τα παιδιά του κόσμου. Και κάθε χρόνο αποτυγχάνεις, διότι δεν προλαβαίνεις. Όχι γιατί δεν θέλεις αλλά γιατί δεν μπορείς. Είναι η πικρή αλήθεια. Όλα τα ζώα αποφασίσαμε να σε βοηθήσουμε σε αυτή την προσπάθεια φέτος και εάν πετύχει να συνεχίσουμε και τα επόμενα χρόνια. Εξάλλου θα ξεκουραστούν και οι αγαπημένοι σου Τάρανδοι. Τι προτείνουμε. Θα μεταφέρεις τα δώρα με το έλκηθρο σου μέχρι την Ήπειρο, τη χώρα που επιθυμείς και σε συγκεκριμένο σημείο. Από εκεί και πέρα θα υπάρχουν δεκάδες άλλα έλκηθρα με άλλα ζώα, όπως άλογα, ελέφαντες, λαγοί, ελάφια, γάτες, σκύλους, λιοντάρια, βίσωνες, καγκουρό που θα αναλάβουν το μοίρασμα των ζώων. Τα βραδυκίνητα ζώα όπως οι χελώνες, τα σαλιγκάρια, τα Κοάλα, οι Βραδύποδες, θα αναλάβουν τη διανομή δώρων σε μικρά χωριουδάκια.»

Ο Αι Βασίλης άκουγε σκεφτικός όπως και τα ξωτικά. Κάτι τέτοιο θα ανέτρεπε την χιλιόχρονη παράδοση. Όχι δεν μπορούσε να δεχτεί κάτι τέτοιο, αλλά αναγνώριζε τις δυσκολίες που συναντούσε κάθε χρόνο και κυρίως το αποτέλεσμα που δεν ήταν ιδιαίτερα θετικό. Εκατομμύρια παιδιά χωρίς δώρο. Πόλεμοι, ασιτία, ανεργία, φυσικές καταστροφές, δυστυχία. Και από την άλλη η παράδοση. Κάθε αλλαγή θα καταργούσε, θα διασάλευε την επίγεια και ουράνια τάξη. Δεν μπορούσε να το επιτρέψει αυτό. Πριν όμως προλάβει να πει το όχι, το λιοντάρι συνέχισε: «Μεγάλε και τρανέ Αι Βασίλη. Εάν δεν αποφασίσετε θετικά, όλα τα ζώα δεν θα σας επιτρέψουμε να στήσετε και την φετινή τραγωδία. Δεν μπορεί να φέρνετε ευτυχία και να δίνετε δώρα, μόνο σε παιδιά που έχουν την δυνατότητα να σας δεχτούν. Θα κλείσουμε όλες τις καμινάδες και δεν θα σας επιτρέψουμε να μπείτε σε κανένα σπίτι. Τουλάχιστον να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους! » Όλα τα ζώα που τον συνόδευαν έγνεψαν θετικά.
Τα ξωτικά κοίταξαν με απορία τον Άγιο τους και εκείνος χάιδεψε την άσπρη του γενειάδα. Ας γίνει λοιπόν έτσι, δέχομαι την πρότασή σας. «Εμπρός λοιπόν. Δώρα σε όλα τα παιδιά του κόσμου» είπε.

Η επιχείρηση ξεκίνησε κανονικά από το χωριό του Αι Βασίλη και σύμφωνα με το σχέδιο των ζώων. Έλκηθρα με λιοντάρια, ύαινες, καμηλοπαρδάλεις, τίγρεις στήθηκαν στην έρημο της Αφρικής και παραλάμβαναν τα δώρα που έριχνε από τον ουρανό ο Αι Βασίλης και τα μοίραζαν ταχύτατα σε όλες τις πόλεις και τα χωριά. Το ίδιο συνέβη και στην Αυστραλία με τα καγκουρό, στην Ευρώπη με τα ελάφια, τις αρκούδες, τα γαϊδουράκια, στην Αμερική με τα γεροδεμένα άλογα και τους βίσωνες, στην Ασία με τους ελέφαντες, τις αγελάδες στην απομακρυσμένη Σιβηρία με τις πολικές αρκούσες.

Πριν ξημερώσει κάθε παιδί σε κάθε γωνιά του κόσμου είχε το δώρο του. Ο Άγιος Βασίλης γελούσε από ευτυχία και έτριβε τα πελώρια χέρια του από χαρά. Τα ζώα του κόσμου αγκαλιάστηκαν από άκρη σε άκρη και άφησαν μια τεράστια κραυγή από ικανοποίηση. Το σχέδιο τους πέτυχε απόλυτα και αποφασίστηκε κάθε χρόνο έτσι να γίνεται. Για την ειρήνη και την αγάπη των παιδιών, για το καλό όλου του κόσμου.

Ο χειμώνας και το απατηλό σχέδιο του / Δημήτριος Γκόγκας





4 μικρές ιστορίες με 121 λέξεις
για την προσπάθεια του Χειμώνα
να είναι ...Χειμώνας όλος ο χρόνος!





[1]

Είχε  αρχίσει να γίνεται εκνευριστική η κατάσταση. Κάθε χρόνο περί τα τέλη Οκτωβρίου κοιλοπονούσε ο χρόνος, γεννιόταν και πέθαινε συνήθως στα τέλη του Φλεβάρη. Όσες φορές η ζωή του παρατείνονταν μέχρι και τον Μάρτη δοξολογούσε τον Θεό που του είχε δώσει κάποιες μέρες παραπάνω. Διέκρινε στα μάτια των ανθρώπων σεβασμό. Η ακολουθία όμως της γέννησης μιας εποχής, μέσα από την μήτρα της άλλης, του έδωσε το δικαίωμα της αμφισβήτησης τούτης της τάξης. Δεν άντεχε η Άνοιξη να γεννά το Καλοκαίρι, εκείνο το χλωμό Φθινόπωρο και να βηματίζει ο ίδιο ως Χειμώνας στο τέλος. Μέχρι να ανδρωθεί, πέθαινε! Ήθελε να είναι η αρχή και το τέλος. Ήθελε να είναι ο χρόνος όλος! Γνώριζε ότι αυτό ήταν δύσκολο, αλλά εκπόνησε ένα φιλόδοξο σχέδιο.

[2]
Ήξερε τις συνήθειες των ανθρώπων κατά τις μέρες της βασιλείας του. Γιορτές, Χριστούγεννα, ο ερχομός του Νέου Έτους, τα Θεοφάνια, οι Απόκριες, έδιναν στην εποχή του μια φανταστική λάμψη. Ο ίδιος σκέπαζε την πλάση με κατάλευκο χιόνι, στόλιζε με νιφάδες όλα τα δένδρα, μοίραζε δώρα με τον απεσταλμένο του, φρόντιζε να υπάρχει ένας χιονάνθρωπος σε κάθε αυλή, χτυπούσε με τους αέρηδες τις καμπάνες σαν έφτανε ο νέος χρόνος. Όμως η ευτυχία και η χαρά αυτή ήθελε να υπάρχει και στις τέσσερις εποχές. Έτσι βάζοντας τα δυνατά του, άρχισε να παγώνει σιγά-σιγά όλες τις ημέρες του χρόνου. Οι άλλες εποχές εξαφανίστηκαν. Η Άνοιξη μετανάστευσε. Κρύφτηκε στα βάθη του Αυγούστου και το Φθινόπωρο αφομοιώθηκε στο τέλος του Νοέμβρη. Έγινε ένας παγωμένος κρύσταλλος.
[3]
Οι άνθρωποι άρχισαν να κρυώνουν ολοένα και περισσότερο. Κλείνονταν μέσα στα σπίτια τους για να ζεσταθούν,  τα σχολεία δεν λειτουργούσαν ποτέ, τα παιδιά δεν έπαιζαν στις αυλές, οι παραλίες άδειαζαν, οι λίμνες και τα ποτάμια πάγωναν, τα πουλιά προσπαθούσαν να βρούνε φωλιές για να κρυφτούν, τα ζώα δεν ξυπνούσαν από την χειμέρια νάρκη τους, τα λουλούδια δεν άνθιζαν και ο ολόχρονος Χειμώνας άρχισε να δυσφορεί μέσα σε αυτή την πρωτόγνωρη αλλαγή. Να είναι δυστυχισμένος.
Κουκουλώθηκε στην άσπρη κουβέρτα του για να μην κρυώνει. Ήταν παντοδύναμος μα του έλειπε τώρα η αναμονή των εορτών, του νέου έτους. Απουσίαζε η λαχτάρα του αγιασμού των Υδάτων. Η προσμονή των Αποκριών. Όλες οι γιορτές του χρόνου είχαν άσπρο χρώμα. Αυτό τον κούραζε και του προκαλούσε θλίψη.

[4]

Αποφάσισε να αλλάξει. Μαλάκωσε. Άρχισε να ζεσταίνεται και να λιώνει. Είχε νικήσει αλλά δεν αισθανότανε νικητής. Ο κόσμος υπέφερε και αυτό του δημιουργούσε τύψεις. Αργοκίνητα στην αρχή και ύστερα γοργά, έδιωξε τα σύννεφα και την ομίχλη. Άφησε τον ήλιο να απλωθεί από την Ανατολή ως την Δύση, να λιώσουν οι πάγοι από τις λίμνες, τα ποτάμια. Ξύπνησαν όλα τα ζωντανά της γης.
Οι άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους, τα σχολεία άνοιξαν πάλι και τα παιδιά γέλαγαν την άνοιξη, τραγούδαγαν το καλοκαίρι και μαγεύονταν από τον χορό των κιτρινισμένων φύλλων του Φθινοπώρου, αναμένοντας τη μαγεία του Χειμώνα, με τις γιορτές των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους, με τα δώρα. Ο Χειμώνας βρήκε τον εαυτό του. Χαμογέλασε και κάθισε στον θρόνο του.