Σελίδες
- Αρχική σελίδα
- Δημήτριος Γκόγκας (βιογραφικό σημείωμα)
- ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ
- «16 αριθμοί και 24 γράμματα» / Β΄Μέρος
- «16 αριθμοί και 24 γράμματα» / Α΄Μέρος
- Δέκα [10] μικρά ταξίδια
- Ξέρω ένα Τόπο / Α΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Β΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Γ΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Δ΄
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Α΄μέρος
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Β΄μέρος
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Γ΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Α΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Β΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Γ΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Δ΄ μέρος
- Κάμπος μιας Νιότης (απόσπασμα)
- Σημείο Συνάντησης [Δ.Γκόγκας/Ρ.Τριανταφύλλου]
- Απανθίσματα [Δ.Γκόγκας/Ρ.Τριανταφύλλου/Χ.Γαλιάνδρα]
- Ταξίδια Πολύτιμα του Νου[Δ.Γκόγκας, Σ.Σκουλίκα, Α.Βλαχιώτης, Ε. Δράτσελος],
- 199 χρόνια Ελεύθερης Ζωής +1 (αφιέρωμα στην Ελληνική Επανάσταση του 1821)
Δευτέρα 4 Απριλίου 2022
ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ * / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
* Γ΄Βραβείο στον 10ο λογοτεχνικό διαγωνισμό
του ΕΠΟΚ στην κατηγορία: Μουσικός Στίχος
Είναι ένας μύθος που κραδαίνει χίλια χρόνια και αναβλύζει μία αύρα μυθική.
Κάποιο καράβι με τρεις- τέσσερις εμπόρους, πρωί σαλπάρισε
με τ΄ άσπρα του πανιά.
Τριακόσιοι αμφορείς γεμάτοι σπόρους, στ΄ αμπάρι του γλυκόπιοτα κρασιά.
Κακή του τύχη λίγο έξω απ΄ το λιμάνι, ο Ποσειδώνας με την
τρίαινα χτυπά.
Η μαύρη θάλασσα την ψυχραιμία χάνει και καταπίνει ότι στη
ράχη της πετά.
Δέκα αιώνες σ΄ ένα ύπνο βυθισμένο, από το σκότος λίγο
ήλιο πεθυμά.
Το ξύλινο κορμί μονάχο, σαπισμένο και το κατάρτι σε
κομμάτια ξεψυχά.
Ένας τενόρος βουτηχτής μ΄ ένα αγκίστρι, σε χρόνο διάφορο
το βρήκε μιαν αυγή.
Δένει την πρύμνη και την πλώρη μ΄ ένα δίχτυ και τ΄
ανασταίνει η φωνή του ν΄ ακουστεί.
Οι ναυτικοί που χάθηκαν μαζί του, φαντάσματα στου κάστρου
τις ρωγμές.
Μικρά αστέρια στην βαριά αναπνοή του, σαν ζωντανεύουν στο
κατάστρωμα ψυχές.
Κι ο Ανδρέας* που το βρήκε να κοιμάται, με τη μάσκα του,
του έδωσε πνοή.
Γι αυτή την πόλη που το δένει να λυπάσαι, γιατί βρίσκεται
σε μαύρη κατοχή.
Το καράβι σου Κερύνεια θυμίζει, μια ειρήνη που βυθίστηκε
νωρίς.
Μια ειρήνη που τη χώρα σου χωρίζει. Δυο κομμάτια που
αιωρούνται επί γης.
*Ανδρέας
Καριόγλου: Ανακάλυψε το ναυάγιο το Νοέμβριο του 1965 σε μια κατάδυσή του.Όταν
αναδύθηκε δεν άφησε κάποια σημαδούρα με αποτέλεσμα να χάσει τα ίχνη του. Με το
χρόνο βούτηξε πολλές φορές ώσπου κατάφερε να το ξαναβρεί το 1968.
Κυριακή 3 Απριλίου 2022
Οι γυναίκες που αγκάλιαζαν κολόνες του Δημητρίου Γκόγκα
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΑΓΚΑΛΙΑΖΑΝ ΚΟΛΟΝΕΣ
Στις σκοτεινές γωνιές των ήχων και των άηχων λέξεων
αισθάνονταν την ανία της ύπαρξής τους.
Κάτω από σεμνότητα και πιο κάτω από τις γδαρμένες φτέρνες
πεζοδρομούσανε οι πικρίες μέσα στις γιομάτες κατράμι αυλακώσεις.
Όσα σκιερά χαμόγελα κι αν σκάζανε,
κόκκινα- κόκκινα μπουμπούκια στα κοινά ποτήρια
δίναν πρόχειρα τη θέση τους στα γυάλινα βάζα των ανθρώπων,
οι πληρωμές άλλοτε αργούσαν κι άλλοτε κατατίθεντο μικρότερες από ποτέ.
Έτσι πορεύονταν, σκυφτές, κυρτωμένες,
κάτω από το λιγοστό φεγγάρι και από τις πισσωμένες κολόνες.
Το γλαυκό νερό στο ποτήρι, έπαιρνε χρώμα από τη αλύτρωτη σήψη,
από την ανοικτή πληγή της σήψης τους.
Το ξεθωριασμένο καντηλάκι έσβηνε και άναβε μηχανικά με διαλλείματα.
Μικρά ανήλιαγα και σκόρπια μεγάλα διαλλείματα κι η επιμονή μεσουράνημα.
Αγκάλιαζαν ζεστά την κούραση σαν το τρίτο αποδεκτό στοιχείο στη ζωή τους.
Αποκούμπι η ακάματη κούραση και το κυπαρίσσι κολόνα.
Στους κενούς ήχους και τις λέξεις κραυγές, καθώς καθάριζαν,
έπλυναν το άσπρο κάτασπρο, τίναζαν τις εκκωφαντικές έννοιες.
Καθώς μαγείρευαν, τραγουδούσαν σιωπηλά, με το δασύ φρύδι ανασηκωμένο.
Καθώς,ως το κρυφτό του φεγγαριού,
δούλευαν κρύβοντας το πρόσωπο με το μαύρο τσεμπέρι
έπιαναν τη σφαδάζουσα μέση με το ‘να χέρι
και ο μακάριος κάματος έδερνε σαν καμουτσίκι την μεθυσμένη ανία,
έκαμε,ηλιοκαμένη, την πανώρια εμφάνιση της, η κατάρα.
Το βράδυ, οι γυναίκες που αγκάλιαζαν κολόνες,
έπρεπε να είναι και πιστοί σύντροφοι.
ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ, γ΄έπαινος στον διαγωνισμό ποίησης που προκήρυξαν για το 2018 ο Πειραϊκός Σύνδεσμος, και το λογοτεχνικό περιοδικό για την Τέχνη και τη Ζωή, Μανδραγόρας.
Στον διαγωνισμό ποίησης που προκήρυξαν για το 2018
ο Πειραϊκός Σύνδεσμος,
και το λογοτεχνικό περιοδικό για την Τέχνη και τη Ζωή:
Μανδραγόρας.
το ποίημά : ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ
έλαβε τον γ΄έπαινο.
ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ
Προσπαθώ να συγκρατήσω την ορμή των εικόνων.
Μία αργά, ύστερα άλλη.
Μην τις λαθέψω
και μαζί τα χρώματα, τις μυρωδιές,
τις λέξεις μην αλλάξω, τις λεζάντες του χρόνου.
Μία αργά, ύστερα άλλη.
Μην τις λαθέψω
και μαζί τα χρώματα, τις μυρωδιές,
τις λέξεις μην αλλάξω, τις λεζάντες του χρόνου.
Το τσεκούρι στον ώμο κι ένα τραγούδι στη πλαγιά.
Το σχοινί στο χέρι κι ύστερα μια θηλιά στο λαιμό.
Το παγούρι στη ζώνη κι ύστερα η λειψυδρία στο σπίτι.
Το ψωμί στη πετσέτα κι η μυρωδιά της ζωής μέχρι την άβυσσο.
Το σχοινί στο χέρι κι ύστερα μια θηλιά στο λαιμό.
Το παγούρι στη ζώνη κι ύστερα η λειψυδρία στο σπίτι.
Το ψωμί στη πετσέτα κι η μυρωδιά της ζωής μέχρι την άβυσσο.
Δεν θέλω τώρα να παρακαλέσω
στην αναπηρία ποιος θα μου κόψει τα ξύλα,
ποιος θα τα ζυγιάσει
κι ύστερα τα στοιβάξει
κάτω από τη σόμπα.
στην αναπηρία ποιος θα μου κόψει τα ξύλα,
ποιος θα τα ζυγιάσει
κι ύστερα τα στοιβάξει
κάτω από τη σόμπα.
Πυροτεχνήματα τα χρώματα,
οι μυρωδιές προσανάμματα,
οι λέξεις σπίθες.
οι μυρωδιές προσανάμματα,
οι λέξεις σπίθες.
Κι ένα ποίημα πελεκητό
ανάμεσα στα πευκόξυλα,
τις κομμένες οξιές
και τις τσακισμένες γλώσσες.
ανάμεσα στα πευκόξυλα,
τις κομμένες οξιές
και τις τσακισμένες γλώσσες.
Η ΚΥΡΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΠ΄ΤΟ ΒΑΡΩΣΙ / Δημήτριος Γκόγκας
Η ΚΥΡΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΠ΄ΤΟ ΒΑΡΩΣΙ
Η κυρία Αφροδίτη απ΄ το Βαρώσι,
ξημερώνει μ΄ εφιάλτες τις αυγές.
Είχε ανοίξει το παράθυρο και πόσοι,
φεύγανε πριν καν αχνίσει ο καφές.
ξημερώνει μ΄ εφιάλτες τις αυγές.
Είχε ανοίξει το παράθυρο και πόσοι,
φεύγανε πριν καν αχνίσει ο καφές.
Απ΄ το βάθος ακουγότανε μπαρούτι.
Των γειτόνων οι φωνές ακόμα ζουν.
Είχε αφήσει στα σεντούκια της τα πλούτη.
«Τα ψαράκια λες στην γυάλα θα πνιγούν;»
Των γειτόνων οι φωνές ακόμα ζουν.
Είχε αφήσει στα σεντούκια της τα πλούτη.
«Τα ψαράκια λες στην γυάλα θα πνιγούν;»
Την ποδιά, μόλις που πρόλαβε να βγάλει.
Άρπαξε όπως – όπως τα παιδιά.
Είχε ανάψει το καντήλι, «αχ θα σβήσει»
Ο εχθρός κρατάει τώρα τα κλειδιά.
Άρπαξε όπως – όπως τα παιδιά.
Είχε ανάψει το καντήλι, «αχ θα σβήσει»
Ο εχθρός κρατάει τώρα τα κλειδιά.
Τόσα χρόνια μια καρδιά θρυμματισμένη.
Το ζουμπούλι της θυμάται και πονά.
Είν΄ ορθή, μα στέκει φοβισμένη
για το μέλλον που ο χρόνος της κεντά.
Το ζουμπούλι της θυμάται και πονά.
Είν΄ ορθή, μα στέκει φοβισμένη
για το μέλλον που ο χρόνος της κεντά.
Η κυρία Αφροδίτη απ΄ το Βαρώσι,
ασπρισμένα έχει τα ξανθά μαλλιά.
Ρούχα του ανδρός της να διπλώσει,
που αγνοείτο απ΄ την πρώτη τουφεκιά.
ασπρισμένα έχει τα ξανθά μαλλιά.
Ρούχα του ανδρός της να διπλώσει,
που αγνοείτο απ΄ την πρώτη τουφεκιά.
Μες στη ζύμη ένα δάκρυ έχει πέσει.
Ένας ίλιγγος της είπε: γεια χαρά!
«Το γλυκό μέσα στο φούρνο έχει δέσει;»
Της ρωτάνε όσοι απόμειναν σιμά.
Ένας ίλιγγος της είπε: γεια χαρά!
«Το γλυκό μέσα στο φούρνο έχει δέσει;»
Της ρωτάνε όσοι απόμειναν σιμά.
Με το χέρι της το σύννεφο σκορπάει,
που της σκέπασε το βλέμμα σαν σκιά.
Ένας ήχος μες στο στήθος σπαρταράει,
σαν το θρόισμα των φύλλων στον βοριά.
που της σκέπασε το βλέμμα σαν σκιά.
Ένας ήχος μες στο στήθος σπαρταράει,
σαν το θρόισμα των φύλλων στον βοριά.
Του ανδρός της το μετάλλιο σκουπίζει,
σαν το σώμα που ζητάει να πλυθεί.
Όλοι οι χρόνοι ένα βάρος και λυγίζει.
Δεν γιατρεύεται με άχνη η πληγή.
σαν το σώμα που ζητάει να πλυθεί.
Όλοι οι χρόνοι ένα βάρος και λυγίζει.
Δεν γιατρεύεται με άχνη η πληγή.
Γέρνει στην καρέκλα, συλλογιέται
Ας γυρνούσε προς τα πίσω ο τροχός.
Αγκαλιάζει το μαχαίρι και κοιτιέται
έτσι τα ΄φερε η μοίρα κι όχι αλλιώς
Ας γυρνούσε προς τα πίσω ο τροχός.
Αγκαλιάζει το μαχαίρι και κοιτιέται
έτσι τα ΄φερε η μοίρα κι όχι αλλιώς
Τρίτη 29 Μαρτίου 2022
ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ * και Ωράριο Εργασίας Δημήτριος Γκόγκας
Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα
να δει τις χώρες πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους
-μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσες-
Κι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή
κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι
ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής.
Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου.
Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις
Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο
απ΄ την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε.
Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις,
τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη
και ιδού
αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθος-
με τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές,
δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε
κι έλεγες περιγελώντας,
ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε
στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.
**
ΩΡΑΡΙΟ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Δίπλωναν απ΄ την
ασίγαστη κούραση
τα γόνατά του.
Τα πρωινά για την
δουλειά
στην γιομάτη από
εργάτες στάση του λεωφορείου
τρία στενά πιο κάτω
άφηνε στις πέντε τα
ξημερώματα
από νωρίς, τον κρύο
ιδρώτα να κυλήσει στον υπόνομο.
Τώρα ήταν σίγουρος
Η συγκατάβαση στον
θάνατο
υποταγή στη ζωή του
χρέωνε.
Έξι με δύο – μείον τις
υπερωρίες-
Κατέβαλε τον φόρο
εργασίας που του αναλογούσε
Από τις συχνές
υποκλίσεις, καλό μπαστούνι έγινε!
* Τα παραπάνω ποιήματα συμπεριλήφθηκαν και στο Καλιτεχνικό Ημερολόγιο 2021
Προσφύγων Νόστος
Κυκλοφόρησε το Βιβλίο "Προσφύγων Νόστος" του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου. Είναι μια ανθολογία Ποίησης Κυπρίων Λογοτεχνών με εικαστικά έργα Κυπρίων Καλλιτεχνών, με αφορμή τα 100 χρόνια μνήμης τυ Προσφυγικού Μικρασιαστικού Ελληνισμού. Ανάμεσα στους εξαίρετους Κύπριους Ποιητές είναι τιμή που συμπεριλαμβάνεται και το δικό μου όνομα και η δική μου συμμετοχή [δύο ποιήματα]
ΤΟ
ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ
Θυμάται ακόμα τη μάνα
να σπάει ένα σταρένιο ψωμί στο κεφάλι της νύφης.
«Να στεριώσετε» φώναξε να τ΄ ακούσουν όλοι.
Προ πάντων να τ΄ ακούσουν οι εχθροί της.
Στις γιορτές το ίδιο.
Σταύρωνε τα χριστόψωμο, μοίραζε στους γειτόνους.
«Να μπολιάσουν τα τραύματα» μονολογούσε.
«Να σιάξουν οι χρόνοι»
μέχρι την επόμενη στάση της ζωής, στο ψήσιμο της αλμυροκουλούρας.
Ύστερα
με μια λαγάνα αποχαιρετούσε
το μπάρκα της ζωής της για να γευτεί τη λαμπρόπιτα.
Μα η μάνα έγινε άνεμος και σαν άνεμος πάει.
Παίρνει πότε πότε τα μαλλιά και τα χτενίζει με τον τρόπο της.
Ευθύς ανοίγουν τα μάτια του,
καμπάνες τον καλούν.
Ψάχνει να βρω, λίγο αλεύρι, νερό, μαγιά, κι αγίασμα να ζυμώσει,
να θέσει σε μια πινακωτή τη ζωή του.
Ν΄ αγγίξει τη φωτιά του.
Να μυρίσει ο δρόμος του ψημένη κόρα
να θρυμματιστεί ο αχνός της ψίχας του.
Έτσι να πορεύεται, το σκέφτεται, το θέλει
ζυμωτός σε σταρένιο κάμπο,
με το ψωμί παραμάσχαλα,
πότε κομμένο στα δύο, πότε μοιρασμένο
και πότε στον κόσμο ολάκερο.
Για «να σιάξουν οι χρόνοι» ακούστηκε ξανά η φωνή από την
άβυσσο.
**
ΒΥΘΙΣΜΕΝΗ
ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ…
Λησμονημένος ο κάμπος είναι το μικρό σπίτι που χάσαμε.
Στα δύο κόπηκε ο αέρας.
Καταβυθίζεται άδοξα πικρός.
Τα δένδρα, τούτα στα βουνά είναι άνδρες που χάθηκαν.
Στο πρόσωπο ηρώων αισχύνη μιας αδιαίρετης πατρίδας.
Ουτοπία εκτός.
Οι θάμνοι που φύτρωσαν, αγριάδες θαρρώ, είναι παιδιά μας.
Δικά τους, δικά μας ,στο πράσινο σύνορο,
είναι παιδιά μας.
Το μέλλον τυφλό δεν θα δούμε.
Ενωμένο μέλλον με απειλές, λιβέλους, αίματα και αγχόνες.
Οι ευκάλυπτοι και τα ζυγόφυλλα, γεννιόνται στις αγριωπές ξερολιθιές
κι είναι όρθιες γυναίκες.
Οι γυναίκες μας,
Μαυροντυμένες, σκληρές, πνιγμένες σε μια αγνοούμενη σιωπή
Μια ελπίδα ανέλπιδη ξεπηδά από τα μάτια του ήλιου Οδυσσέα
Τσακίζεται στα λιθάρια και στ ΄αμπέλια της νήσου αλλόφρονη
Συνθλίβει το φως που ηρωικά ξεμυτίζει
μέσα από τα καταπράσινα φύλλα
της πορτοκαλιάς, της λεμονιάς, της ελιάς,
της βυθισμένης στην άμμο πολιτείας.
Αρσινόη, Κωνστάντια, Αμμόχωστος.
να σπάει ένα σταρένιο ψωμί στο κεφάλι της νύφης.
«Να στεριώσετε» φώναξε να τ΄ ακούσουν όλοι.
Προ πάντων να τ΄ ακούσουν οι εχθροί της.
Σταύρωνε τα χριστόψωμο, μοίραζε στους γειτόνους.
«Να μπολιάσουν τα τραύματα» μονολογούσε.
«Να σιάξουν οι χρόνοι»
μέχρι την επόμενη στάση της ζωής, στο ψήσιμο της αλμυροκουλούρας.
Ύστερα
με μια λαγάνα αποχαιρετούσε
το μπάρκα της ζωής της για να γευτεί τη λαμπρόπιτα.
Παίρνει πότε πότε τα μαλλιά και τα χτενίζει με τον τρόπο της.
Ευθύς ανοίγουν τα μάτια του,
καμπάνες τον καλούν.
Ψάχνει να βρω, λίγο αλεύρι, νερό, μαγιά, κι αγίασμα να ζυμώσει,
να θέσει σε μια πινακωτή τη ζωή του.
Ν΄ αγγίξει τη φωτιά του.
Να μυρίσει ο δρόμος του ψημένη κόρα
να θρυμματιστεί ο αχνός της ψίχας του.
ζυμωτός σε σταρένιο κάμπο,
με το ψωμί παραμάσχαλα,
πότε κομμένο στα δύο, πότε μοιρασμένο
και πότε στον κόσμο ολάκερο.
Της
Κύπρου και της Αμμοχώστου
Στα δύο κόπηκε ο αέρας.
Καταβυθίζεται άδοξα πικρός.
Τα δένδρα, τούτα στα βουνά είναι άνδρες που χάθηκαν.
Στο πρόσωπο ηρώων αισχύνη μιας αδιαίρετης πατρίδας.
Ουτοπία εκτός.
Οι θάμνοι που φύτρωσαν, αγριάδες θαρρώ, είναι παιδιά μας.
Δικά τους, δικά μας ,στο πράσινο σύνορο,
είναι παιδιά μας.
Το μέλλον τυφλό δεν θα δούμε.
Ενωμένο μέλλον με απειλές, λιβέλους, αίματα και αγχόνες.
Οι ευκάλυπτοι και τα ζυγόφυλλα, γεννιόνται στις αγριωπές ξερολιθιές
κι είναι όρθιες γυναίκες.
Οι γυναίκες μας,
Μαυροντυμένες, σκληρές, πνιγμένες σε μια αγνοούμενη σιωπή
Μια ελπίδα ανέλπιδη ξεπηδά από τα μάτια του ήλιου Οδυσσέα
Τσακίζεται στα λιθάρια και στ ΄αμπέλια της νήσου αλλόφρονη
Συνθλίβει το φως που ηρωικά ξεμυτίζει
μέσα από τα καταπράσινα φύλλα
της πορτοκαλιάς, της λεμονιάς, της ελιάς,
της βυθισμένης στην άμμο πολιτείας.
Αρσινόη, Κωνστάντια, Αμμόχωστος.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)