Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

12 Μονόστιχα για τους Μήνες / Δημήτριος Γκόγκας




Των χρόνων μας η αρχή, αιώνια με τέλος μοιάζει
*
Φλεβάρη ο έρωτας χτύπησε, έμεινε μισός κι απέκτησε άλλοθι
*
Μοιραία τον Μάρτη ή πολύβουη άνοιξη ανασταίνει Χειμώνα
*
Πελεκητοί σταυροί, αίμα στα δάκτυλα κι ο Απρίλης ανασαίνει
*
Ήλιος τρανός καημούς ευτυχεί και των ερώτων του Μάη
*
Κρυφοκοιτάζουν τα όνειρα στου πύρινο εφιάλτη του Ιούνη
*
Ένα μικρό κυκλάμινο φυτεύτηκε στη ξέρα του Ιούλη
*
Ένας ο μήνας Αύγουστος κι η Παναγιά μας ταίρι
*
Έτσι ζούσε στον ένατο, μ΄ ένα ποτήρι κρασί υψωμένο στην υγειά όλου του κόσμου
*
Στης ρότα του χρόνου λέγοντας όχι κρατούσε σημαία τη θέση του
*
Ένα βήμα πριν το τέλος δοκίμαζε τις αντοχές του
*
Σαν μια νιφάδα έλιωνε το φωτεινό άστρο του χρόνου.

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

Έχω τα νεύρα μου… του Δημητρίου Γκόγκα





Γαυγίζω. Σκύλος και κυνηγάω τους συμπολίτες με περίστροφο.
Χαμογελάω, καθώς πεθαίνουν σ αυτόν τον κόσμο τον ανάστροφο.
Τα βράδια πίνω ότι έχει λήξει και μου σερβίρουν στα κωλάδικα.
Φάλτσα κραυγάζω με κάποιον τύπο που είχε υμνήσει τα λαδάδικα.

Έχω τα νεύρα μου, μη με φορτίζεις άλλο,
βολέψου στον τριθέσιό μας καναπέ.
Κάνε ένα μπάνιο να χαλαρώσεις,
τυλίξου ύστερα σ΄ ένα σεντόνι εμπριμέ.

Τα ωραία λόγια έχουν πετρώσει,
καθώς πληρώνω φόρους συνεχώς.
Κι όταν δακρύζω για το νεκρό μπαμπά μου
μου λεν, αν έφυγε, στάθηκε τυχερός.

Χτυπώ τα πλήκτρα, μα τρέμω κιόλας καθώς κολλάει το «ποντίκι» μου.
Καλώ τους φίλους και βγάζω πρώτος το κινητό μες απ΄ τη θήκη μου.
Κάποια «τσουτσέκια» του δημοσίου, μας έχουν κόψει τον αέρα δυστυχώς.
Μπουρδέλα – κράτος, μία πορεία που τη μετράμε με δυο μέτρα διαρκώς.

Πίνω τα χάπια μου, μη με τσαντίζεις άλλο,
πάνε μια βόλτα ν΄ αγοράσεις τον σεμέ.
Μην σου τον πάρει κάποια άλλη στερημένη
που της αρέσουνε τα φούξια τα λαμέ.

Δεν σε δεσμεύομαι, πώς να σε ζήσω;
Με τρεις και εξήντα που πληρώνει ο θεός.
Κι όταν δακρύζω για το νεκρό μπαμπά μου,
μου λεν αν έφυγε στάθηκε τυχερός.

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Ωδή για τους χαμένους ποιητές* / Δημήτριος Γκόγκας






Αγάπησα τους ποιητές που κείτονται θαμμένοι.
Για ζωντανούς - μη με ρωτάς- καμιά τιμή δεν μένει!
Αγάπησα κι αυτούς, που δεν γεννήθηκαν ακόμα
κι εγκυμονούν στα όνειρα των γυναικών σε κώμα.

Αγάπησα κι αυτούς που πνίγηκαν στο Αιγαίο.
Θαρρώ πως το ξανάβαψαν, το ΄κάμαν πιο ωραίο!
Αγάπησα τους ποιητές τους πρόσφυγες,  που στρώνουν
τους ουρανούς της προσφυγιάς και στο θεό σιμώνουν.

Αγάπησα τους ποιητές που χάθηκαν στις μάχες
και οι φωνές τους αντηχούν στα πέρατα μονάχες.
Ψάχνοντας κάποια σώματα, φτωχές ψυχές να μπούνε
και απ’ των αιώνων τις ρωγμές να μας γλυκολαλούνε.

Αγάπησα τους ποιητές που ΄ναι καταραμένοι
και στη κατάρα τους πιστοί. Και καταδικασμένοι
να περπατούν στα σύννεφα και πίσω απ’ τις σκιές τους, 
να σέρνονται ανδρείκελα οι μαύρες συλλογές τους.

Αγάπησα τους ποιητές που κλείδωσαν τους χρόνους
κι  αγάπησαν και δόξασαν  στη γη, όλους τους πόνους
των ανθρώπων. Και πιθανόν,  αγάπησαν της νύχτας τη γαλήνη
κι ένα κερί στον τάφο τους που πάντα αναβοσβήνει.

Τέλος αγάπησα πολύ τους ποιητές εκείνους
που γέμισαν τους στίχους μας μ΄ αμέτρητους καρκίνους.
Και δεν μπορεί ποτέ κανείς, όσο και αν προσπαθήσει
κείνους τους στίχους που γερνούν, να τους γεροκομήσει.


Τιμητική διάκριση στον 2ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης (κατηγορία έμετρου στίχου) του περιοδικού ΚΕΦΑΛΟΣ 


Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

[Πουλί που αποδημεί η αγάπη μας] / Δημήτριος Γκόγκας




Στην Στρατούλα

Πουλί που αποδημεί η αγάπη μας
Φωτιά, αέρας, θάλασσα,
Ράμφισμα και άχρωμο αίμα στα στήθη μας.
Του Προμηθέα εικόνα αιώνια.
Στον υγρό βράχο ένας ο κρίνος που φύτεψες!

Ασκόπως αναμένουμε το ύστερο βέλος
Να φέρει τη λύτρωση
Ένα θυμίαμα το υπέρλαμπρο φως στα μάτια σου
Ένα νάμα ο σπόρος που χορεύει στον κτύπο του ράμφους
Ένας καπνός από κερί δέσμιος στην οροφή του εικονοστασίου.

Μία η λύτρωση!
Μα… λέμε σιμά κι αντάμα στα χείλη
Έτσι είναι η ζωή, μια μαύρη ευθεία
Στην αρχή το μολύβι και στο τέλος η γόμα

Αγάπη μου, ιδού η αγάπη μας
Τρεμάμενη ζεστή σκέψη
Ανεκπλήρωτα όνειρα
Ανεφάρμοστο στο σώμα σκήνωμα
Άσημος σεμνός ήχος
Αδύναμη και σθεναρή μνήμη
Άσβεστος πόθος το συναπάντημα
Άγγιγμα των δακτύλων
Χώμα και νερό
Ποίηση εγώ για σένα
Να σε ταξιδεύω στις οάσεις του κόσμου.
Είθε!

Αποδημητικό πουλί η αγάπη μας
Κοιτάμε πίσω
Βλέπουμε μπροστά
Ξέρα και βροχή
Στη φωλιά που χτίσαμε
Χώμα και νερό
Στην αυλή ένα το τριαντάφυλλο που φύτεψες

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

16 αριθμοί και 24 γράμματα : Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Α. Γκόγκα εκδοθείσα το έτος 2019 (Β΄μέρος)







24 γράμματα



Ισούνται με την προσευχή της ζωής








α .

Το δέρμα των βουνών
                      είναι το πράσινο.
Το δικό μου ενός μύδρου που δεν λιώνει
ή το φίδι.


β.

Βραδιάζει
ξημερώνει
το τριαντάφυλλο ανθίζει
όπως  και η ψυχή μου.

 Στο σκέλεθρο η πνοή
ασθμαίνει.


γ.

Το κλάμα του ανθρώπου
χωρίς γιατί,
είναι παράδεισος.
Αν απαντήσεις,
συναντάς φωτιά !

Πως γίνεται να μην ρωτήσεις!













δ.

Όταν μιλάς μονάχος
είσαι σπασμένος καθρέφτης.
Βλέπεις
την αλήθεια
απ΄ τα ραγίσματα.

Δεν τον κρατάς.
Αγοράζεις καινούργιο
και πετάς την αλήθεια.


ε.

Μια θάλασσα που λείπει
όπως η παρουσία σου,
είναι μια θάλασσα
η αυλή που γεννήθηκα.

Οι ευχές μου, νησιά ακατοίκητα.

ζ.

Κι όταν ανέστησες τη μήτρα
 -ήρθανε πρώτες οι μοίρες-
Αναρωτήθηκα,
που είναι ο Θεός;

Είδα δεξιά,
έστρεψα ψηλά
κι  αντίκρισα εμένα. 

Όλοι φωνάξανε με μιας: Ντροπή
Δεν γνωρίζουν ότι ο καθένας μας είναι Θεός.





η.

Φορτώθηκαν τα γέλια
με τόσα περιττά,
που βούλιαξαν
στη θλίψη.

Χαμογέλασες λιγότερο
και σηκώθηκες.


θ.

Πόσο πονούν
 οι άνθρωποι,
 που πήρε ο πόνος
 τ΄ όνομά τους;


ι.

Πόσο πονούν,
που ο Ιούδας
κρεμάστηκε
κι άλλοι φορέσανε
το  φωτοστέφανο;

Είναι πρακτικό το πρόβλημα.
Αν κρεμαστείς,
τα πόδια δεν φτάνουνε στο έδαφος.
Και πώς θα περπατήσεις;










κ.

Το αίμα φουσκώνει
 και η φλέβα σπάει.
Η λύπη γίνεται χαρά
και η χαρά αγκάθι.

Κι αναρωτιόμαστε:
τι είναι παράπλευρες απώλειες;
Να κλαις εσύ
και να γελώ εγώ;

λ.

Ζωή είναι ότι ζύμωσες
και πρόσφερες στους άλλους.
Θάνατος είναι: ότι δεν έδωσες ενώ μπορούσες,
στο τραπέζι της Κυριακής.

μ.

Γι αυτό πρέπει να βγεις!
Ζωντάνεψε το δέρμα
που μάζωξε
τη ζωή μέσα
σε μια σιδερόφρακτη
               μάντρα από σύννεφα.
ν.

Και αν μου πεις πως
δεν λογαριάζεις 
που θα πας,
πρέπει να πας
εκεί που λογαριάζεις.

Λίγο πριν
ράγισε το σώμα σου.




ξ.

Πάλι  δεν βγάζεις νόημα.
Είμαι εδώ
να πάρω χρώμα
από τον ήλιο και να
στήσω βουνά και  θάλασσες.

ο.

Και δεν είναι παράξενο;
Ρίχνεις τα δίχτυα,
πλησιάζουν τα  ψάρια.
Μα πιάνεις όνειρα
με τρύπια πανέρια;
Με τα  νερά να ξεγλιστρούν,
να βρέχουνε τα πόδια σου.

π.

Κλείνω τα μάτια
μήπως και σφαλιστεί η καρδιά.
Μα δεν μπορεί
στο σκοτάδι να ζει η καρδιά σου.

Με την καρδιά σου λυχνάρι,
φώτισε το σώμα σου.

ρ.

Κι έτσι γλυκιά μου,
γύρε το κεφάλι
στο στήθος.
Άκου
την καρδιά που ακουμπά
στα βράχια των πνευμόνων.
Μην φοβηθείς να πέσεις στις λάμες τους. 




σ.

Μόνο ως καημός,
μόνο ως δάκρυ
κύλησε ανάμεσα
στις ρίζες
του ασημένιου στήθους μου.
Μικρά κλαδιά
που κρατούν το είναι σου.

τ.

Στην αυλή της μάνας
υπάρχει μια μυλόπετρα.
Μέσα στο χώμα.
Μισή μέρα και μισή νύχτα.

υ.

Τη μέρα
 οι λέξεις
γίνονται ακτίνες,
το βράδυ άστρα.
Τη μέρα
τα λόγια μας πονάνε,
το βράδυ ακονίζονται.

φ.

Το πρωί που ξυπνάς
ένα ποτήρι γάλα,
ψωμί και βούτυρο,
Η αγάπη μου
επάνω στο τραπέζι.








χ.

Κάθε μέρα
θέλω να βραδιάζει.
Κάθε βράδυ,
να ξημερώνει.
Πότε σαν ακτίνα,
πότε σαν άστρο.
Μες στη καρδιά μου
σκοτάδι και φως.


ψ.

Φθινόπωρο
Άνοιξη
Χειμώνας
Καλοκαίρι
Τετράφυλλη η καρδιά μου.
Ποιό φύλλο να βαστάξω;


ω.

Το μόνο που με σώνει:
 γεννιέμαι
ξανά και ξανά
μες στην αγκαλιά σου.

Ποτέ μην χαλάσεις τη φωλιά μου!