Σκυφτοί με τις άσπρες ποδιές, τα αξύριστα
πρόσωπα.
Έπλαθαν το ζυμάρι και την ακυβέρνητη ζωή τους.
Στο βάθος η πινακωτή.
Οι ώρες τους σιωπηλές.
Οίκτος τις περιέλουζε, χολή και ξύδι.
Οι μέρες καημένες και σιωπηλές,
βηματίζουν
μέσα στα φορτισμένα χρόνια,
θωρώντας δεξιά και αριστερά τις στέρφες
σταγόνες ζωής.
Αλευρωμένες, ξεσκόνιστες.
Θλιβερές, κυρτωμένες από κούραση.
Τα χέρια στραγγαλίζουν τη μαγιά
αναπηδά κι ανεμίζει η κόρα,
έτοιμη να ξυπνήσει ένα όνειρο,
τυχαία σωσμένο απ΄ το μεθύσι
που σκορπά το άρωμα του φρέσκου.
Στη καλημέρα η κούραση.
Στη ρυτίδα ο σπόρος.
Ο άνθρωπος βρε συ,
σαν μπει
μες στη φωτιά, καίγεται.
Το ψωμί φουσκώνει.