Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΑ: Ποίημα του Δημητρίου Γκόγκα από το συλλογικό έργο : Τέσσερα Τέταρτα

 



 

Σκυφτοί με τις άσπρες ποδιές, τα αξύριστα πρόσωπα.

Έπλαθαν το ζυμάρι και την ακυβέρνητη  ζωή τους.

Στο βάθος η πινακωτή.

Οι ώρες τους σιωπηλές.

Οίκτος τις περιέλουζε,  χολή και ξύδι. 

Οι μέρες καημένες και σιωπηλές,

βηματίζουν  μέσα στα φορτισμένα χρόνια,

θωρώντας δεξιά και αριστερά τις στέρφες σταγόνες ζωής.

Αλευρωμένες, ξεσκόνιστες.

Θλιβερές, κυρτωμένες από κούραση.

Τα χέρια στραγγαλίζουν τη μαγιά

αναπηδά κι ανεμίζει η κόρα, 

έτοιμη να ξυπνήσει ένα όνειρο,

τυχαία σωσμένο απ΄ το μεθύσι

που σκορπά το άρωμα του φρέσκου.

Στη καλημέρα η κούραση.

Στη ρυτίδα ο σπόρος.

 

Ο άνθρωπος βρε συ,

 σαν μπει μες στη φωτιά, καίγεται.

Το ψωμί φουσκώνει.

 

ΚΡΥΦΟ ΚΟΙΤΑΓΜΑ: Ποίημα του Δημητρίου Γκόγκα από το συλλογικό έργο : Τέσσερα Τέταρτα

 


 


Έκαμε διαρκώς τον αδιάφορο στο σφύριγμα.

Αγόραζε χαρούπια στο πάρκο με τις καμήλες.

Είχε μεγάλη πείρα σε τούτο.

Πάντα ήταν εκεί για να δει τη φυλακισμένη  Πηνελόπη

όχι τα μοντέλα ζώα. 

Πίσω από την ταμειακή μηχανή, μόλις που ξεχώριζε.

Κοντή όπως όλοι οι κοντοί άνθρωποι στις φωτογραφίες.

Φόντο το πάρκο. 

Τα πόδια της ασπρουλιάρικα, ξυρισμένα άκομψα, τ΄ άπλωνε

κάτω από το γραφείο να ξεμουδιάσουν.

Ανώφελο καθώς η σκέψη τρεμούλιαζε στα φιλιά των κυμάτων.

Όταν δεν είχε άλλους πελάτες

αυτός άφηνε με επιμέλεια να πέσει κάποιο χαρούπι.

Το αετίσιο μάτι του ταξίδευε μέσα απ΄ τη σχισμάδα του βράχου. 

Η ανέραστη Πηνελόπη το κατάλαβε εγκαίρως.

Χαζή δεν ήταν. Της έλειπε το ύψος.

Είχε τελειώσει και λογιστικά. 

Από τότε, του κερνούσε τα χαλασμένα χαρούπια.

 

ΣΤΑΣΕΙΣ: Ποίημα του Δημητρίου Γκόγκα από το συλλογικό έργο : Τέσσερα Τέταρτα

 



 

Κίνησαν από μέρη όπου ανέτειλε ο ήλιος.

Νέοι και γέροι τολμηροί.

«Στη Δύση θέλουμε να πάμε» λέγανε

και δεν περίμεναν ποτέ τον ήλιο να σιωπήσει.

Στο πρώτο ποταμό, 

έπλυναν τα πόδια τους.

Οι γυναίκες τα σκούπιζαν με τα μακριά μαλλιά τους.

Στη λίμνη που συνάντησαν

λούστηκαν στην απόγνωση,

χτενίστηκαν με δυο τσάκνα της γης.

Κρύωσαν λιγάκι τα παιδιά.

Στη πρώτη νοικιαζόμενη θάλασσα

χάσανε τη ζωή τους.

Τους έλειψε η μοίρα.

 

Εμείς πάλι,  απωλέσαμε το αρνητικότερο προσόν.

Το μεταχειρισμένο προσωπείο.

Συνθήκη Ζωής, συνθήκη Θανάτου.

 

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

ΕΝΕΡΓΕΙΑ: Ποίημα του Δημητρίου Γκόγκα από το συλλογικό έργο : Τέσσερα Τέταρτα

 


 


Ξήλωσε όπως - όπως τα πορτοπαράθυρα της καρδιάς.

Πέταξε τα περιττά όργανα από την ακανόνιστη κοιλία.

Την άφησε επιμελώς ανοικτή να τσιμπολογούν τα όρνια.

Αφαίρεσε σταδιακά και την ανάσα, τη ψυχή αμπάρωσε.

Χωρίς πνοή καλύτερα στα παράγωγα της απλής διαίρεσης.

Τόσο από τόσο, τόσο. Με πλήρη διαφάνεια.

Δεν μπορούσε να πληρώνει χρόνιους τόκους.

Τουλάχιστον να γίνει μια ενέργεια.

Κάτι χρήσιμο στη ζωή.

 

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ: Ποίημα του Δημητρίου Γκόγκα από το συλλογικό έργο : Τέσσερα Τέταρτα

 


 


Συνήθιζα να της φέρνω λουλούδια.

Χρόνια τώρα το πουλί του παραδείσου.

Κι αν,  εξέλειψε αυτή η τραγική συνήθεια,

κι αν μερικώς αποσιωπήθηκε από τη βαθύτατη εκτίμηση,

είναι γιατί πλην των θεατρικού τίτλου: «Ο έρωτας που έγινε αγάπη»

ο χρόνος γέμισε και υποχρεώσεις, αποχρώσεις δύσμορφες και αναιμικές.

Κάθε υποχρέωση και ένα λουλούδι, πιθανόν του πουλιού του παραδείσου.

 

ΣΤΟΧΟΣ : Ποίημα του Δημητρίου Γκόγκα από το συλλογικό έργο : Τέσσερα Τέταρτα

 


 


Το πήρα απόφαση!

Δεν θα ταφώ με έξοδα της πατρίδας

μηδέ θα τεθώ προσκύνημα δημοσία θέα

από άφωνα χείλη γλυκοφιλούμενος στο κρύο μου μέτωπο.

Θα προτιμήσω την άσημη ταφή.

Έχω κάνει ήδη σχετική αίτηση.

Έχω ενημερώσει τους οικείους.

Κι ύστερα, καθώς η εικόνα ενός φτυαριού

θα ξεμακραίνει σε μια αναλαμπή,

θα ευφρανθώ τη  χωματοποίηση της σαρκός μου.

Λέω,

ίσως και ριζώσει κανένα δένδρο και αγιοποιηθώ,

ίσως και πάλι να δακρύσει η εικόνα μου στο τάφο.

Είναι κι αυτός ένα στόχος!