Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Το έλατο που ήθελε να γίνει χριστουγεννιάτικο δένδρο


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στη κορυφή ενός βουνού ένα έλατο που ήθελε να γίνει χριστουγεννιάτικο δένδρο. Κάθε λοιπόν που πλησίαζαν τα Χριστούγεννα παρακαλούσε να ανέβει σιμά του ένα ξυλοκόπος, να το κόψει και να πουληθεί σ’ ένα σπίτι. Να στολιστεί με τα ομορφότερα στολίδια και λαμπιόνια. Από τα καταπράσινα κλαδιά του να κρέμονται τα δώρα των μικρών παιδιών. Μα του κάκου, οι ξυλοκόποι δεν ανέβαιναν ποτέ. Έκοβαν τα δένδρα που βρίσκονταν στους πρόποδες του βουνού και έφευγαν. Αυτό συνεχίστηκε χρόνια ολόκληρα. Το μικρό έλατο από παιδάκι, έγινε έφηβος, ανδρώθηκε και τώρα μοιραία πλησίαζε τα βαθιά γεράματά του.
Κι έφτασε ο χρόνος που ο θεός το λυπήθηκε και στα φετινά Χριστούγεννα τύλιξε το έλατό μας, μ΄ ένα τεράστιο σύννεφο, στόλισε τα κλαδιά του με κατάλευκο χιόνι, έστειλε την Πούλια με τα επτά άστρα της να φωλιάσει στο κεφάλι του και παρήγγειλε στους δώδεκα αστερισμούς να φωτίζουν πολύχρωμα κάθε κουκουνάρι του. Κάλεσε δε όλα τα ζώα του βουνού να κουρνιάσουν στις ρίζες του. Το έλατο έλαμψε από χαρά, ξανάνιωσε και τίναξε τα κλαδιά του από ευγνωμοσύνη προς τον πλάστη του. Τα φετινά Χριστούγεννα θα είναι τόσο διαφορετικά και τόσο χαρούμενα. Πιο ανθρώπινα, πιο θεϊκά!

Τα 12 αγγελάκια /Δημήτριος Γκόγκας



Πάλι τα 12 αγγελάκια Στη σειρά με τσακισμένα τα άσπρα τους φτερά. Και πάντα μπροστά του η ίδια δικαιολογία. Έσπασαν στη μεταφορά.
Άναψε τον οξυγονοκολλητή κι άρχισε δουλειά. Τ΄ αγαπούσε αυτά τα αγγελάκια. Από μικρό παιδί, στόλιζαν, τις παραμονές των εορτών του δωδεκαήμερου την πλατεία του χωριού και δενόταν μαζί τους, με την εικόνα τους. Μετά τα Θεοφάνια τα μάζευαν χτυπημένα, λερωμένα, βανδαλισμένα. Δεν σέβονταν όλοι την παρουσία τους.    
Οι σκέψεις και οι τύψεις σπινθήριζαν στο μυαλό του. Ζήτησε συγνώμη σιωπηλά, καθώς κολλούσε φτερά, πρόσωπα, σώματα και καθάριζε ότι λερώθηκε από την ασχήμια των συγχωριανών του. Τα φύσηξε στο στόμα, τα κοίταξε στα μάτια. Κάνοντας μια ευχή, τα χτύπησε στους ώμους και είπε: πετάξτε. Εκείνα υπάκουσαν κι ανεβήκανε ψηλά στον ουρανό.



Σημείωση : η φωτογραφία είναι από τη σελίδα: https://sentra.com.gr/kastoria-ekptwtoi-aggeloi-1-000-evrw-thliveroi-dhmotikoi-stolismoi/

Παραιτήσου ‘Αι Βασίλη / Δημήτριος Γκόγκας




Αγαπητέ Αι Βασίλη. Σε είδα σήμερα σε διαφήμιση. ‘Ήσουν ανάμεσα σε φτωχά παιδιά της Αφρικής, να καμαρώνεις, σαν εκφράζανε τις ευχές τους. «Να έχω νερό» έλεγε ένα, «να τρώω κάθε μέρα, να μην φοβάται η μητέρα μου το άλλο, να έχει δουλειά ο πατέρας μου. Δεν ζήτησαν ούτε μπάλα, ούτε τρενάκι. Κι ύστερα χάθηκες τρέχοντας στην έρημο τη στιγμή που ένας ήλιος ανέτειλε ή έδυε. Δεν ξεχώρισα καλά…
Εκεί να μείνεις Άι Βασίλη. Να παραιτηθείς και να μείνεις στην Έρημο. Γιατί δεν λες την απλή αλήθεια; Πως κάθε χρόνο, δώρο δίνουν και παίρνουν όσοι έχουν χρήματα και πως κάποιοι φροντίζουν τα παιδιά εκείνα να ξυπνούν και να βλέπουν τους ίδιους καλικάντζαρους να πριονίζουν ακατάπαυστα το δένδρο της γης και της ζωής.

Το σκυλάκι που έγινε άγγελος




Μύριζε στον αέρα την ανυπαρξία της ζωής. Καταλάβαινε, ο χρόνος τελείωνε για τον κύρη του. Ανησυχούσε και για τους δύο. Που θα πήγαινε; Είχε ακούσει πολλές ιστορίες και είδε ακόμα περισσότερες εικόνες. Μελετούσε τις νύχτες τα αστέρια καθώς ξάπλωνε στα αδύναμα πόδια του. «Εκεί πάνω πάνε όλοι» σκέφτηκε. «Γίνονται κάτι σαν άγγελοι» Ένιωθε το αίμα να κρυώνει και έγλυφε με τη γλώσσα το δέρμα του. Να ζεσταθεί, μην τον χάσει αυτή τη νύχτα. Ας αργούσε λιγάκι ο αποχωρισμός. Γύρισε το βλέμμα  κι έπεσε μ ΄έναν αναστεναγμό μέσα στο δικό του.

Μια μέρα βρέθηκε μόνος στην αυλή. Τα δένδρα έχασαν τα φύλλα τους. Ένα αεράκι σκόρπισε εικόνες. Ένιωσε να φυτρώνουν φτερούγες στη πλάτη του. Γάβγισε από τη χαρά. Πήγαινε στον άνθρωπό του.

Ο Άι Βασίλης, τα άλλα ζώα και το παράτολμο σχέδιο τους.




Ένα παραμύθι από τον Δημήτριο Γκόγκα



Όπως και κάθε χρόνο έτσι και φέτος ο Άγιος Βασίλης ετοιμάστηκε να μοιράσει τα δώρα στους μικρούς του φίλους σε ολόκληρο τον κόσμο. Λίγες ημέρες πριν έρθει ο καινούργιος χρόνος όλα είχαν τακτοποιηθεί και μόνο κάποιες μικρές εκκρεμότητες έπρεπε να διευθετηθούν. Οι τάρανδοι καθαρίστηκαν, σκουπίστηκαν τα κέρατά τους, το έλκηθρο βάφτηκε εκ νέου, μπήκαν μέσα σε μεγάλους σάκους όλα τα δώρα, ανά Ήπειρο, χώρα, πόλη και χωριό. Το μόνο που απέμεινε ήταν να έρθουν τα μεσάνυχτα της τελευταίας ημέρας του χρόνου, για να ξεχυθεί στους δρόμους του ουρανού, οδηγώντας το πανέμορφο κόκκινο άρμα του και να μοιράζει δώρα, όχι μόνο στα παιδάκια που του έστειλαν γράμματα αλλά και σε όλα εκείνα που ικετεύουν να τους δώσει ένα χαμόγελό του.

Όμως το προαίσθημα πως κάτι δεν θα πήγαινε φέτος καλά, του ασπρογένη γέροντα, βγήκε αληθινό. Την ημέρα των Χριστουγέννων, την ημέρα που γεννήθηκε ο Χριστός, τη φωτεινή εκείνη μέρα της αγάπης και της χαράς, παρουσιάστηκε στον Αι Βασίλη, αντιπροσωπεία ζώων από διάφορα σημεία του πλανήτη. Επικεφαλής ήταν το λιοντάρι από την Αφρική, δίπλα του στεκότανε ένα τεράστιο Καγκουρό από την Αυστραλία μαζί με ένα Κοάλα.  Λίγο πιο πίσω χλιμίντριζε ένα άλογο από την Αμερική, ενώ το συνόδευε ένα γιγαντόσωμος Βίσωνας. Η Ευρώπη έστειλε ένα πανέμορφο Ελάφι και η Ασία έναν Ελέφαντα. Ο Αι Βασίλης ταράχτηκε. Ποτέ του δεν είχε δεχτεί τέτοια επίσκεψη. Μαζί με τα ξωτικά, τους οδήγησαν στη μεγάλη φωταγωγημένη σάλα, με τα πελώρια στολισμένα δένδρα και τα αμέτρητα δώρα.

Πρώτο μίλησε το λιοντάρι, ο βασιλιάς των ζώων: «Αγαπητέ μας Αι Βασίλη. Κάθε χρόνο παρατηρούμε την προσπάθειά σου να δώσεις δώρα σε όλα τα παιδιά του κόσμου. Και κάθε χρόνο αποτυγχάνεις, διότι δεν προλαβαίνεις. Όχι γιατί δεν θέλεις αλλά γιατί δεν μπορείς. Είναι η πικρή αλήθεια. Όλα τα ζώα αποφασίσαμε να σε βοηθήσουμε σε αυτή την προσπάθεια φέτος και εάν πετύχει να συνεχίσουμε και τα επόμενα χρόνια. Εξάλλου θα ξεκουραστούν και οι αγαπημένοι σου Τάρανδοι. Τι προτείνουμε. Θα μεταφέρεις τα δώρα με το έλκηθρο σου μέχρι την Ήπειρο, τη χώρα που επιθυμείς και σε συγκεκριμένο σημείο. Από εκεί και πέρα θα υπάρχουν δεκάδες άλλα έλκηθρα με άλλα ζώα, όπως άλογα, ελέφαντες, λαγοί, ελάφια, γάτες, σκύλους, λιοντάρια, βίσωνες, καγκουρό που θα αναλάβουν το μοίρασμα των ζώων. Τα βραδυκίνητα ζώα όπως οι χελώνες, τα σαλιγκάρια, τα Κοάλα, οι Βραδύποδες, θα αναλάβουν τη διανομή δώρων σε μικρά χωριουδάκια.»

Ο Αι Βασίλης άκουγε σκεφτικός όπως και τα ξωτικά. Κάτι τέτοιο θα ανέτρεπε την χιλιόχρονη παράδοση. Όχι δεν μπορούσε να δεχτεί κάτι τέτοιο, αλλά αναγνώριζε τις δυσκολίες που συναντούσε κάθε χρόνο και κυρίως το αποτέλεσμα που δεν ήταν ιδιαίτερα θετικό. Εκατομμύρια παιδιά χωρίς δώρο. Πόλεμοι, ασιτία, ανεργία, φυσικές καταστροφές, δυστυχία. Και από την άλλη η παράδοση. Κάθε αλλαγή θα καταργούσε, θα διασάλευε την επίγεια και ουράνια τάξη. Δεν μπορούσε να το επιτρέψει αυτό. Πριν όμως προλάβει να πει το όχι, το λιοντάρι συνέχισε: «Μεγάλε και τρανέ Αι Βασίλη. Εάν δεν αποφασίσετε θετικά, όλα τα ζώα δεν θα σας επιτρέψουμε να στήσετε και την φετινή τραγωδία. Δεν μπορεί να φέρνετε ευτυχία και να δίνετε δώρα, μόνο σε παιδιά που έχουν την δυνατότητα να σας δεχτούν. Θα κλείσουμε όλες τις καμινάδες και δεν θα σας επιτρέψουμε να μπείτε σε κανένα σπίτι. Τουλάχιστον να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους! » Όλα τα ζώα που τον συνόδευαν έγνεψαν θετικά.
Τα ξωτικά κοίταξαν με απορία τον Άγιο τους και εκείνος χάιδεψε την άσπρη του γενειάδα. Ας γίνει λοιπόν έτσι, δέχομαι την πρότασή σας. «Εμπρός λοιπόν. Δώρα σε όλα τα παιδιά του κόσμου» είπε.

Η επιχείρηση ξεκίνησε κανονικά από το χωριό του Αι Βασίλη και σύμφωνα με το σχέδιο των ζώων. Έλκηθρα με λιοντάρια, ύαινες, καμηλοπαρδάλεις, τίγρεις στήθηκαν στην έρημο της Αφρικής και παραλάμβαναν τα δώρα που έριχνε από τον ουρανό ο Αι Βασίλης και τα μοίραζαν ταχύτατα σε όλες τις πόλεις και τα χωριά. Το ίδιο συνέβη και στην Αυστραλία με τα καγκουρό, στην Ευρώπη με τα ελάφια, τις αρκούδες, τα γαϊδουράκια, στην Αμερική με τα γεροδεμένα άλογα και τους βίσωνες, στην Ασία με τους ελέφαντες, τις αγελάδες στην απομακρυσμένη Σιβηρία με τις πολικές αρκούσες.

Πριν ξημερώσει κάθε παιδί σε κάθε γωνιά του κόσμου είχε το δώρο του. Ο Άγιος Βασίλης γελούσε από ευτυχία και έτριβε τα πελώρια χέρια του από χαρά. Τα ζώα του κόσμου αγκαλιάστηκαν από άκρη σε άκρη και άφησαν μια τεράστια κραυγή από ικανοποίηση. Το σχέδιο τους πέτυχε απόλυτα και αποφασίστηκε κάθε χρόνο έτσι να γίνεται. Για την ειρήνη και την αγάπη των παιδιών, για το καλό όλου του κόσμου.

Ο χειμώνας και το απατηλό σχέδιο του / Δημήτριος Γκόγκας





4 μικρές ιστορίες με 121 λέξεις
για την προσπάθεια του Χειμώνα
να είναι ...Χειμώνας όλος ο χρόνος!





[1]

Είχε  αρχίσει να γίνεται εκνευριστική η κατάσταση. Κάθε χρόνο περί τα τέλη Οκτωβρίου κοιλοπονούσε ο χρόνος, γεννιόταν και πέθαινε συνήθως στα τέλη του Φλεβάρη. Όσες φορές η ζωή του παρατείνονταν μέχρι και τον Μάρτη δοξολογούσε τον Θεό που του είχε δώσει κάποιες μέρες παραπάνω. Διέκρινε στα μάτια των ανθρώπων σεβασμό. Η ακολουθία όμως της γέννησης μιας εποχής, μέσα από την μήτρα της άλλης, του έδωσε το δικαίωμα της αμφισβήτησης τούτης της τάξης. Δεν άντεχε η Άνοιξη να γεννά το Καλοκαίρι, εκείνο το χλωμό Φθινόπωρο και να βηματίζει ο ίδιο ως Χειμώνας στο τέλος. Μέχρι να ανδρωθεί, πέθαινε! Ήθελε να είναι η αρχή και το τέλος. Ήθελε να είναι ο χρόνος όλος! Γνώριζε ότι αυτό ήταν δύσκολο, αλλά εκπόνησε ένα φιλόδοξο σχέδιο.

[2]
Ήξερε τις συνήθειες των ανθρώπων κατά τις μέρες της βασιλείας του. Γιορτές, Χριστούγεννα, ο ερχομός του Νέου Έτους, τα Θεοφάνια, οι Απόκριες, έδιναν στην εποχή του μια φανταστική λάμψη. Ο ίδιος σκέπαζε την πλάση με κατάλευκο χιόνι, στόλιζε με νιφάδες όλα τα δένδρα, μοίραζε δώρα με τον απεσταλμένο του, φρόντιζε να υπάρχει ένας χιονάνθρωπος σε κάθε αυλή, χτυπούσε με τους αέρηδες τις καμπάνες σαν έφτανε ο νέος χρόνος. Όμως η ευτυχία και η χαρά αυτή ήθελε να υπάρχει και στις τέσσερις εποχές. Έτσι βάζοντας τα δυνατά του, άρχισε να παγώνει σιγά-σιγά όλες τις ημέρες του χρόνου. Οι άλλες εποχές εξαφανίστηκαν. Η Άνοιξη μετανάστευσε. Κρύφτηκε στα βάθη του Αυγούστου και το Φθινόπωρο αφομοιώθηκε στο τέλος του Νοέμβρη. Έγινε ένας παγωμένος κρύσταλλος.
[3]
Οι άνθρωποι άρχισαν να κρυώνουν ολοένα και περισσότερο. Κλείνονταν μέσα στα σπίτια τους για να ζεσταθούν,  τα σχολεία δεν λειτουργούσαν ποτέ, τα παιδιά δεν έπαιζαν στις αυλές, οι παραλίες άδειαζαν, οι λίμνες και τα ποτάμια πάγωναν, τα πουλιά προσπαθούσαν να βρούνε φωλιές για να κρυφτούν, τα ζώα δεν ξυπνούσαν από την χειμέρια νάρκη τους, τα λουλούδια δεν άνθιζαν και ο ολόχρονος Χειμώνας άρχισε να δυσφορεί μέσα σε αυτή την πρωτόγνωρη αλλαγή. Να είναι δυστυχισμένος.
Κουκουλώθηκε στην άσπρη κουβέρτα του για να μην κρυώνει. Ήταν παντοδύναμος μα του έλειπε τώρα η αναμονή των εορτών, του νέου έτους. Απουσίαζε η λαχτάρα του αγιασμού των Υδάτων. Η προσμονή των Αποκριών. Όλες οι γιορτές του χρόνου είχαν άσπρο χρώμα. Αυτό τον κούραζε και του προκαλούσε θλίψη.

[4]

Αποφάσισε να αλλάξει. Μαλάκωσε. Άρχισε να ζεσταίνεται και να λιώνει. Είχε νικήσει αλλά δεν αισθανότανε νικητής. Ο κόσμος υπέφερε και αυτό του δημιουργούσε τύψεις. Αργοκίνητα στην αρχή και ύστερα γοργά, έδιωξε τα σύννεφα και την ομίχλη. Άφησε τον ήλιο να απλωθεί από την Ανατολή ως την Δύση, να λιώσουν οι πάγοι από τις λίμνες, τα ποτάμια. Ξύπνησαν όλα τα ζωντανά της γης.
Οι άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους, τα σχολεία άνοιξαν πάλι και τα παιδιά γέλαγαν την άνοιξη, τραγούδαγαν το καλοκαίρι και μαγεύονταν από τον χορό των κιτρινισμένων φύλλων του Φθινοπώρου, αναμένοντας τη μαγεία του Χειμώνα, με τις γιορτές των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους, με τα δώρα. Ο Χειμώνας βρήκε τον εαυτό του. Χαμογέλασε και κάθισε στον θρόνο του.

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Οι γυναίκες* που αγκάλιαζαν Κολόνες


Στις σκοτεινές γωνιές των ήχων και των λέξεων
Αισθάνονταν την ανία της ύπαρξής τους
Κάτω και πιο κάτω από τις γδαρμένες φτέρνες
πεζοδρομούσανε οι πικρίες μέσα στις γιομάτες κατράμι αυλακώσεις
Όσα χαμόγελα κι αν σκάζανε,
κόκκινα- κόκκινα μπουμπούκια στα ποτήρια
που δίναν τη θέση τους στα βάζα των ανθρώπων
οι πληρωμές άλλοτε αργούσαν κι άλλοτε κατατίθεντο μικρότερες από ποτέ.
Έτσι πορεύονταν, κάτω και πιο κάτω από τις πισσωμένες κολόνες
Το νερό στο ποτήρι έπαιρνε χρώμα από τη σήψη, από την σήψη τους.
Το καντηλάκι έσβηνε και άναβε μηχανικά με διαλλείματα
Μικρά και μεγάλα διαλλείματα κι αυτές επέμεναν
Αγκάλιαζαν την κούραση σαν το τρίτο στοιχείο στη ζωή τους.
Αποκούμπι η κούραση και η κολόνα.
Στους ήχους και τις λέξεις κραυγές
καθώς καθάριζαν, έπλυναν, τίναζαν
Καθώς μαγείρευαν, τραγουδούσαν
Καθώς δούλευαν κρύβοντας το πρόσωπο με το τσεμπέρι
έπιαναν τη μέση με το ‘ να χέρι
και η κούραση έδερνε σαν καμουτσίκι την ανία,
έκαμε και την πανώρια εμφάνιση η κατάρα.
Το βράδυ, έπρεπε να είναι και σύντροφοι.
*Για τις γυναίκες του Στρυμονικού Σερρών εκείνων των δύσκολων δεκαετιών 70-80

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Γκόγκας Δημήτριος: Τι είναι ποίηση

Η Ποίηση πρέπει να είναι μια κάποια ασθένεια. Όπου αυτή δεν υπάρχει γιατρειά. Ο Ποιητής εγκλωβίζεται στους στίχους και αιχμαλωτίζεται από τις λέξεις. Ίσως μια μεγαλειώδης ανάδυση να είναι η λύτρωση.  Αλλά και τούτο ίσως  δεν είναι το επιθυμητό. Η σταδιακή εναπόθεση των δυνάμεων, δημιουργεί μια διαρκή επώδυνη κατάσταση. Ο ποιητής γεννιέται από το κενό, δημιουργεί την ποίηση εκ του μηδενός και μετά την γέννηση, εναποθέτει το σαρκίο του στην άβυσσο με κιβωτό το ποίημα.

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Δημήτριος Γκόγκας: 1η Ομαδική Ποιητική Συλλογή Εκδόσεων ΔΙΑΝΥΣΜΑ

μπορείτε να διαβάσετε τη Ποιητική Ομαδική Συλλογή πατώντας στον παρακάτω σύνδεσμο: 



Συμμετοχή του Δημητρίου Γκόγκα  με τα ποιήματα:

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΘΑΝΑΤΟ

Με το μολύβι σβήνει ένα φως.
Έρχεται θάνατος
και σε τυλίγει σαν ένα πελώριο δένδρο με κίτρινα φύλλα.
Δεν στοχάζεται πλην των άλλων
που θα φωνάξουν με δύναμη
και θα πούνε: Αθάνατος
καθώς ένα μικρός λεμονανθός θα σβήνει.

Είναι ο Χειμώνας που λιώνει στην ζωή,
κι ανθίζει η Άνοιξη.
Η προσμονή σέρνεται με το φίδι
ανάμεσα στους στίχους του ευαγγελίου.
Είναι το ίδιο φίδι που μας έδωσε την ζωή να την ζήσουμε
και εάν προλάβουμε να ρωτήσουμε λέμε: την ζήσαμε;

Κι εσύ ζήτησες για μαξιλάρι το μπράτσο μου
και μέσα στο στρατσόχαρτο το όνειρο σου
σύννεφο να στάζει.

Η κραυγή σου πορεύεται
καθώς το ατσάλι σπάει την σιωπή
και το μαύρο την γεύεται.

Το μάτι μου κλείνει σαν πόρτα
Σαν παραθύρι με πόμολο μια πένα
Κι απλώνεται στις λιάστρες να το ξεράνει ο άνεμος.

Μέσα στο μέτρο σκάλισες την καμαρούλα σου
σε διάφανο βάζο η στάχτη κι ένα γαρύφαλλο
στην κεφαλή.

Τότε δεν μπορείς να αποφύγεις τον μέλλοντα.
Ναυαγός στη γραμμή του θανάτου.
Μ΄ ένα μολύβι κουπί ως που να φτάσεις;

*****
Λίγο πριν κοιμηθεί ένας καλός άνθρωπος

Όταν πλαγιάζει και κρυώνει
βάζει τα χέρια κάτω απ΄ το πάπλωμα
μην τ΄ αγγίξει η παγωνιά και τα σπάσει
Μερικές φορές κοιτά
με την άκρη του ματιού του την γυναίκα
που κοιμάται δίπλα του
και πιάνει την καρδιά του
Δεν θέλει να πεθάνει πρώτος
Θέλει να είναι δεύτερος όπως πάντα

Κάτω απ΄ την σκιά των σκεπασμάτων
μπορεί να δει πιο καθαρά
τους δικούς του που έφυγαν,
τους άλλους που κοιμούνται
και κείνους που έρχονται
για να γεράσουν μαζί του.
Όταν τον παίρνει ο ύπνος
είναι σίγουρος ότι έκανε το σωστό
αλλά πάντα στο βαθύ της ψυχής του
πεταρίζει ένα μικρό πουλί
έτοιμο να του κλείσει τα χείλη
να του αρπάξει με το ράμφος
την άκρη του σκεπάσματος.

Φοβάται πολύ
τρέμει μην πεθάνει πρώτος.

Δημήτριος Γκόγκας

Τα 8 παιδιά της γιαγιάς Σοφίας (της Πανικάβας) / Δημήτριος Γκόγκας




Η γιαγιά Σοφία σήκωσε το ποτηράκι με τη μέντα και το ήπιε μονορούφι, καθώς ήταν ξαπλωμένη. «Θες και συ λίγο; Πιες καλό κάνει.»
Μου έβαλε και έβρεξα τα χείλη μου.

«Μας έφεραν στο Κρωμνικό. Πριν από μας το κατοικούσαν οι Τούρκοι, το λέγανε Σαρνίτς. Έρημα σπίτια από ανθρώπους που έφυγαν, σαν και μας. Δεν τα υπολόγισαν σωστά οι μεγάλοι και τα σπίτια δεν έφταναν για όλους. Μέχρι να δουν τι να κάνουν μένανε και δυο οικογένειες μαζί. Αργότερα βρήκαν για όλους σπίτια. Εμάς μας έδωσαν ένα σπίτι στην άκρη του χωριού και μερικά μικρά χωραφάκια. Ίσα- ίσα να βάζουμε λίγο καπνό και να φτιάχνουμε μπαξέδες. Ο Παναγιώτης το έκανε παλάτι «για σένα» μου έλεγε. Έπιαναν τα χέρια του. Δουλευταράς σε όλα. Με λίγα χρήματα που είχε στη τσέπη του, αγόρασε ένα άλογο, αργότερα γελάδα, κότες, βρήκαμε κι ένα σκύλο. Δεν μας έλειψε τίποτα. Φτωχοί στην αρχή, τα πρώτα χρόνια μα είχαμε τα πάντα. Στον πρώτο χρόνο έμεινα και έγκυος. Γεννήθηκε το δεύτερο παιδί.

     Για στάσου όμως, να σου πω για το πρώτο. Όταν φύγαμε από το χωριό στον Πόντο κυνηγημένοι στο βουνό, είχαμε ήδη ένα παιδί, αβάπτιστο. Από την ώρα που γεννήθηκε ήταν άρρωστο. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρούνε τι είχε. Παρ΄ όλα αυτά το προσέχαμε όσο μπορούσαμε. Του δίναμε σιρόπια, έλεγαν θα γιαίνει, αλλά αυτό κάθε μέρα ήταν όπως και τα χθες. Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στο χωριό και εμείς βιαστικά φύγαμε χωρίς τίποτα στα χέρια να κρατούμε, δώσαμε το παιδί στους γείτονες. Μουσουλμάνοι, χωρίς παιδιά, τουλάχιστον να σωθεί το παιδί. Πριν αποφασίσουμε να φύγουμε για την Ελλάδα, πήραμε την απόφαση να κατέβουμε από του βουνό, ναι, ναι πριν μπούμε στα καράβια και να δούμε για τελευταία φορά το παιδί μας. Όσο πλησιάζαμε στο χωριό και στο σπίτι που αφήσαμε, ακούγαμε από περαστικούς, ότι είχε κηδεία ενός παιδιού. «Λες ρε γυναίκα να είναι το δικό μας;» μου είχε πει ο Παναγιώτης. Τρέξαμε, σαν τρελοί τρέξαμε, ξωπίσω της κηδείας. Ήταν το παιδί μας, το πρώτο μου παιδί. Δεν άντεξε στον κόσμο τούτο. Μας άφησε όπως το αφήσαμε και μεις. Και έφυγε χωρίς όνομα. Σαν να μην ήρθε ποτέ στον κόσμο. Έκλαψα, έκλαψα, ποια μάνα δεν θα έκλαιγε για το πρώτο της παιδί. Ξεκόλλησε ένα κομμάτι από μέσα μου. Έσπασε η καρδιά μου. Όμως ο Παναγιώτης εκεί δίπλα μου. «Μην βαλαντώνεις κορίτσι μου» θα κάνουμε άλλα! Και κάναμε άλλα επτά παιδιά. Γέμισε η αυλή από παιδάκια. Γέμισε η αγκαλιά μου.

Όμως ας σου πω μια ιστορία με το δεύτερό μου μου παιδί τον Κωνσταντή. Το πρώτο στην Ελλάδα. Μεγάλωνε μια χαρά. Αρρώστησε όμως και αυτός. Είπα αυτό δεν θα το έχανα. Ο Παναγιώτης από πολύ πρωί, έλειπε στα χωράφια με το άλογο. Ήμουνα νηστική εκείνη τη μέρα, δεν είχα φάει τίποτα. Φόρτωσα το παιδί τυλιγμένο με μια κουβέρτα στον ώμο και κατηφόρισα προς τη Γαλάνη. Από εκεί θα πήγαινα στους Τοξότες και μετά στη δημοσιά για τη Ξάνθη. Έπρεπε να το δει γιατρός. Υπολόγισα ότι σε 4 με 5 ώρες θα έφτανα. Τέτοια θέληση είχα και τέτοια πίστη. Αν έβρισκα και κανένα κάρο στο δρόμο ακόμα καλύτερα. Όμως εξαντλήθηκα. Όταν έφτασα στο μονοπάτι δίπλα από το ποτάμι, τον Νέστο ντε, δεν είχα άλλες δυνάμεις. Ζαλίστηκα, έπεσα κάτω, τα μούτρα μου γέμισαν χώμα. Το φόρεμα γέμισε λάσπη. Έχανα το φως μου, νόμιζα πως θα πεθάνω. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα σε κείνη τη στάση. Μπορεί και να με πήρα ο ύπνος. Δεν θυμάμαι καλά. Ξύπνησα από το κλάμα του Κωστή. Είπα: Παναγία μου σώσε εμένα και το παιδί μου. Μην αφήσεις να πεθάνει και τούτο.

Άρχισα να κόβω χόρτα, να σκάβω με τα χέρια μου και να βγάζω ρίζες από μικρά δένδρα και θάμνους και να τα μασάω. Άλλα έφτυνα άλλα έτρωγα. Πόνεσε το στομάχι μου. Κατέβηκα πιο κάτω στο ποτάμι, έπλυνα το πρόσωπο του παιδιού, το δικό μου, ήπιαμε νερό, ξεδιψάσαμε, φούσκωσε η κοιλιά μας και φτάσαμε στους Τοξότες. Η Παναγιά έκανε το θαύμα της. Βρήκαμε έναν χωρικό που πήγαινε Ξάνθη, μας κατέβασε στο νοσοκομείο. Ιλαρά είχε το παιδί, υψηλό πυρετό. Το κάμανε καλά. Δεν είχε την τύχη του πρώτου. Μα είχε κακή τύχη αργότερα. Θα σου πω παρακάτω.

Γράψε τώρα ότι γέννησα συνολικά οκτώ παιδιά. Ένα που άφησα πίσω στο Πόντο και πέθανε, χωρίς όνομα, τον Κωνσταντή, τη Σοφία, τον Χρήστο, τον Αχιλλέα, τον Γιώργο, τη Μαρία και τη Βασιλική. Και για όλους έχω να σου πω και μια ιστορία, όχι όμως σήμερα, μα όταν ξανάρθεις, έτσι γιε μου;»

Κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι, πήρα το μπλοκάκι και το στυλό, της φίλησα το χέρι και το μέτωπο και την σκέπασα.
«Καλό απόγευμα γιαγιά Σοφία. Θα ξανάρθω αύριο»



Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Μην τουφεκίζετε την γλώσσα / Δημήτριος Γκόγκας

Είναι η ταυτότητα ενός λαού
Είναι το όνομα και το επίθετο του
Είναι το όνομα του πατέρα του,
της μάνας του
Είναι οι χρόνοι που γεννήθηκε
Ο τόπος που μεγάλωσε
Το ύψος της μεγαλοσύνης του
Το αποτύπωμά του πάνω στη γη. 

Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Επισκεπτήριο Αγνοούμενου / Δημήτριος Γκόγκας



Ετοίμασαν από πολύ νωρίς το τραπέζι, χαράματα.  
Έβαλαν τα καλά τους μην του βρει μέρα που είναι άπλυτους και αστόλιστους.
Γιορτή θα έχουν.
Εκείνος αγνοούμενος σαράντα και πλέον έτη.
Θα ήταν αν θυμάμαι στα είκοσι
και τώρα συνταξιούχος εν ελευθερία με παιδιά και εγγόνια,
ίσως να ήταν μελισσουργός, πάντα του άρεσε το μέλι
και στον σιωπηλό χρόνο ποιητής όχι σπουδαίος,
ίσως λίγο πιο κάτω
μα και ακόμα πιο κάτω δεν θα τον πείραζε
όχι, όχι δεν θα τον πείραζε
τόσα που είδε,
τόσα που έκανε
και κυρίως τόσα που του έκαναν.
Θα είχε χρόνο άραγε να τους τα πει;

Φάνηκε από το βάθος του δρόμου,
σκελετωμένος και αγνώριστος.
Φορούσε ακόμα το χακί του παντελόνι,
στον ώμο του είχε το τουφέκι – μα του αφήσανε να έχει το τουφέκι;-
Πρώτη έτρεξε η αδελφή, η μάνα δεν πρόλαβε είχε αποθάνει πριν από λίγα χρόνια
κι ακολούθησε και ο πατέρας,
οι λοιποί συγγενείς, όλοι ανοίξανε την αγκαλιά τους.
Πιάνανε μονάχα κόκκαλα.
«Μη με πονάτε , μη με σφίγγετε, σας παρακαλώ με πονάτε».
Η αδελφή είχε δεθεί πάνω του.
Πότε χαμογελούσε, πότε τον φιλούσε, πότε τον παρακαλούσε κάτι να φάει.

«Οι νεκροί δεν τρώνε» τους είπε.
«Σαράντα χρόνια τώρα κάτω από το χώμα ήμουνα νηστικός και διψασμένος».
 Και εκείνοι γέλασαν.

Θυμήθηκε το τελευταίο του τσιγάρο.
Τον ήχο της σφαίρας στο κεφάλι του.
Το γδούπο του σώματός του μέσα στο πηγάδι.
Το κρύο της φιλόξενης γης.
Τα βήματα των πολιτικών πάνω από τον τάφο του.
Τις χειραψίες και τις συναλλαγές.

«Θα περάσουμε» αδελφέ. «Γύρισες κοντά μας»
Και καθώς τον αγκάλιασε, σπάσανε τα κόκκαλα
και μύρισαν « των ελλήνων τα ιερά*» πάνω από το νεκροσέντονο.
Μνημόσυνο ήτανε η επίσκεψη. Σαράντα και πλέον χρόνια.  

*Στίχος από τον Εθνικό Ύμνο των Ελλήνων

Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

Η μετάβαση της Πανικάβας (η γυναίκα του Πανίκου) στην Ελλάδα / Ιστορία δεύτερη από τον Δημήτριο Γκόγκα



  
Η γιαγιά Σοφία με το μαύρο τσεμπέρι και την ξύλινη μαγκούρα καθότανε στο πεζούλι του μικρού της σπιτιού. Μόλις μας αντίκρισε να ανηφορίζουμε τον δρόμο και να την πλησιάζουμε, σηκώθηκε λες από σεβασμό προς τους επισκέπτες της, θες πάλι για να ετοιμαστεί η ίδια ή να ετοιμάσει το τρατάρισμα Καλώς τους μας είπε με εκείνο το αληθινό χαμόγελο του γέροντα που δεν έχει να χάσει πλέον τίποτα πλην της ζωής του. Και δεν θα λυπηθεί καθόλου για αυτό. Τι δουλειά ανθρώπινη και τούτη. Να περιμένεις τον θάνατο σαν κάτι απολύτως φυσιολογικό!
    «Έτρεχε σαν δαιμονισμένος ο νέος ανάμεσα στα σοκάκια του χωριού. Φύγετε, φύγετε έρχονται οι Τούρκοι. Ούτε που καταλάβαμε οι περισσότεροι πότε ακριβώς μπήκαν οι Τούρκοι, κακό χρόνο να έχουν, στο χωριό. Οι φωνές από τους πρώτους χωριανούς που χάνονταν άρχισαν να ακούγονται και να μας κυνηγούν σας ερινύες. Ένας εφιάλτης απλωνότανε και ένας τρόμος διέγραφε τις ματιές μας. Ήμουνα μόνη στο σπίτι, οι άλλοι δεν ήξερα. Στα χωράφια υποθέτω. Βγήκα με φόβο από την πίσω πόρτα του σπιτιού, δεν πρόλαβα να φορέσω ούτε παπούτσια, όταν αισθάνθηκα να με πιάνει το χέρι ο Παναγιώτης. Ευτυχώς σε βρήκα μου φώναξε, έλα πάμε από δω. Αρχίσαμε να τρέχουμε σαν δαιμονισμένοι, προς το βουνό και ξωπίσω μας αφηνιασμένοι τούρκοι καβαλάρηδες να πυροβολούν. Η πλαγιά του βουνού απόκρημνη, κάθετη και μεις με την δύναμη να σωθούμε, να ζήσουμε, τραβούσαμε προς την κορφή. Οι σφαίρες βούιζαν σαν μέλισσες γύρω μας, χτυπούσαν πέτρες και δένδρα, σκύβαμε, τρέχαμε, ούτε που κατάλαβα πως μία είχε καρφωθεί στη φτέρνα. Τόση δύναμη για ζωή είχαμε. Κάποια στιγμή μας χάσανε, γύρισαν και ο Παναγιώτης με πήρε στην αγκαλιά του»
     Γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο, δεν ήθελε να φανεί το δάκρυ.
   «Άφησα πίσω όλη μου τη ζωή. Το σπίτι, που πήγαν τα αδέλφια μου, τους αγαπημένους μου. Άφησα τα πάντα. Σαν στάχυα σκορπίστηκαν όλοι και όλα στους ανέμους.
     Τις πρώτες μέρες τρώγαμε ότι βρίσκαμε. Κατεβήκαμε από την άλλη πλευρά και φτάσαμε στη θάλασσα. Καράβια περίμεναν, να σωθεί ο κόσμος. Και εκεί έλεγαν θα φτάνανε οι Τούρκοι. Τόσο τρομαγμένο κόσμο δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Μην ρωτάτε πως, Βρωμούσαμε. Στο λιμάνι μας χώριζαν. Από δω για την Μακεδονία, από κει για την Θράκη. Εμένα με στέλνανε στη Ξάνθη. Τον παππού κατά Φλώρινα, Βέροια, ούτε που θυμάμαι. Το μόνο που ξέρω είναι πως είδα τον Παναγιώτη, να πηδά από τα στρατιωτικό φορτηγό, και να ανεβαίνει με ένα σάλτο στο δικό μου. Τόσο με αγαπούσε! Με αγκάλιασε και πάλι. Κοιμήθηκα μέσα του, στην δική του ασφαλή φυλακή. Φτάσαμε σούρουπο στην Ξάνθη. Μας δώσανε λίγη γαλέτα, τυρί, μια κονσέρβα. Κοιμηθήκαμε άλλος εδώ, άλλος εκεί, σε αποθήκες και στα φορτηγά μέσα. Κακό μεγάλο. Και την άλλη μέρα, δυό ώρες ποδαρόδρομο για το νέα μας Πατρίδα, το Κρωμνικό κοντά στη Γαλάνη»

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Ένας από τους φόβους

είναι η αδυναμία της Πολιτείας να αφουγκραστεί την οργή και τον θυμό του πολίτη. Έτσι μη μπορώντας να δώσει λύσεις σε ότι προκαλεί την αγανάκτηση, την οργή και δεν είναι άλλες από τις δικές της αποφάσεις που περιορίζουν τον πολίτη, δημιουργεί, ψηφίζει, κατασκευάζει νόμους εμπόδια σε κάθε δράση του πολίτη. Τον σακουλιάζει, τον χαστουκίζει, τον ραπίζει του στείνη τείζη και οδοφράγματα σε κάθε του βήμα. Και εκείνος ζει μέσα σε μια συνεχή εξάντληση. 

Εξελισσόμαστε

ως κοινωνικά όντα μέσα σε μια αυταρχική Δημοκρατία. Σχεδόν ανίκανοι να αντιδράσουμε σε ότι επιτάσει η δικαιοσύνη καθώς αυτή εκφράζεται ως το δίκαιο του πλούτου και μιας άρχουσας τάξης που δεν προβλέπεται από τους σοφούς αυτού του κόσμου αλλά από την μη σοφία των λαών. 

Δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο ... Δημήτριος Γκόγκας

Δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο τώρα, αυτή τη στιγμή, σήμερα, λίγο πριν... Ύστερα όμως, μετά από αυτό το βήμα, αν διαβάσω δυο στίχους, αν γράψω άλλους τρεις, ίσως κάτι μπορεί να γίνει...

Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Σημεία Στίξης του Δημητρίου Γκόγκα : Έπαινος (στην 4η με αξιολογική σειρά) του 5ου διαγωνισμού ποίησης Bonsaistories /2019



Προσπάθησε να θυμηθεί τις τελευταίες συμβουλές του.
Να ασφαλίσει το ποίημα και προπάντων τις λέξεις.
Εάν χαθούν τι θα απομείνει;
Μια κάτασπρη, κενή σελίδα τετραδίου με δείκτη το αόρατο κι ένας σταυρός στο χέρι.
Τη μοναξιά να στραγγίζεται από τη κορυφή, στις παρυφές του ανθρώπου.


Όπου χρειαζότανε στήριξε τις λέξεις και τις προτάσεις με τελεία.
Να σώσει με ανάπαυλα, τη φωνή της ψυχής και τη δύναμη του πόνου.
Να εδραιώσει τη βάση του δίκαιου και του αδίκου, με την αλήθεια.
Κάπου – κάπου κάρφωνε την τελεία άνω, εντόνως.
Άνω δεξιά και άνω αριστερά.
Να χωρίσει τους παράδρομους, τα καλντερίμια και τα σοκάκια της σκέψης.
Χρησιμοποίησε διστακτικά το κόμμα,
για να προκαλέσει αιφνιδίως την προσδοκία πως κάτι θα συμβεί,
χωρίς πίεση αλλά με κάποιο αβέβαιο λόγο.
Κι ας επαναστατούσαν -έστω και- προσωρινά,
οι δευτερεύουσες προτάσεις, οι ερωτηματικές εξάρσεις,
οι συμπερασματικές απόπειρες, οι διαζευκτικές της αβεβαιότητας,
οι παντογνώστες χωρισμοί και τα παραστρατήματα του έντεχνου λόγου.
Όταν απαιτούνταν να δώσει περισσότερες εξηγήσεις, έσπερνε δύο τελείες.
Έτσι απλά, δίδασκε τα αποφθέγματα και τα σοφά λόγια των προκατόχων.
Την παύλα την απέφευγε και το υποστήριζε με παρρησία, λέγοντας: «δεν ωφελεί,
ούτε στον προσδιορισμό των προσώπων σε ένα τυπικό διάλογο.»
Πιότερο προκαλεί σύγχυση, σαν ένα σπαθί χωρίς σταυρό.
Σαν ένα βέλος χωρίς την άκριά του.


Τις παρενθέσεις, τις αγκύλες και τα εισαγωγικά, όλα τα αγάπησε στην φυλακή.
Καρφωμένα στα παράθυρα και στις πόρτες, έκλειναν όλα όσα ένιωθε κατάστηθα,
μα πιο πολύ την ελευθερία.
Κι όταν έκανε την εμφάνισή του το θαυμαστικό, απορούσε σιωπηλός
και σημείωνε με κόκκινη μελάνι ένα τεράστιο ερωτηματικό για την πορεία του ποιήματός
του. Σκήνωμα το βάφτιζε, λείψανο μέχρι να το αναστήσει.
Απέφευγε τους αστερίσκους.
Είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση στην ειλικρινή παράθεση των λέξεων.
Να μιλά με το όνομά της η λέξη, κι όχι με διφορούμενα.
Στο τέλος ξεβοτάνιζε τα αποσιωπητικά.
Πάντα ήθελε να πει περισσότερα,
μα τον σταματούσε το φεγγάρι της Άνοιξης και η αύρα του Αυγούστου.

Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Τουρκική Εισβολή/ Δημήτριος Γκόγκας




Εγώ την τουρκική εισβολή τη γνώρισα μικρός
Από δεύτερο χέρι
Άπλυτη και ξεθωριασμένη
Σαν κείνα τα ρούχα που πουλάνε στα παλιομάγαζα
Και τους πάγκους της λαϊκής


Μα όταν μας χαιρετούσαν
Μα όταν μας κάλεσαν
Έβγαλα το ξεφτισμένο πουκάμισο
Και το έστειλα πακέτο
Μαζί κι ένα γράμμα
Καλή αντάμωση.


Ποίημα με το οποίο συμμετείχα στο Λογοτεχνικό Ημερολόγιο 2019 του περιοδικού "Κέφαλος'

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

...ρατσισμός

Δεν μπορεί παρά να δεχτείς ότι ζεις σε μια ρατσιστική κοινωνία. Δεν μπορεί παρά να δεχτείς πως ότι και να κάνεις το μικρόβιο, ο ιός του ρατσισμού δεν μπορεί να καταπολεμηθεί με επαρκείς τρόπους, με θεραπείες που θα θέσουν τέλος στην καταστροφική πορεία του, στο σώμα του ανθρώπου, της κοινωνίας, της πολιτείας. Πάντα θα κρατείται μυστικά στα συρτάρια του νου και της ψυχής μας, το χρυσό χάπι. Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν, διότι η παιδεία που τους χορηγείται είναι ανεπαρκέστατη, να συμπεριφέρονται απαξιωτικά και υπεροπτικά απέναντι σε ότι είναι διάφορο της μέσης οδού, που έχουν ορίσει κάποια διευθυντικά μέσα, να καλουπώνουν μια στυγερή καθημερινότητα. Μια αντιδημοκρατική σκέψη, μια λανθασμένη αντίληψη των πραγμάτων. Ακόμα και στην λέξη ρατσισμός ή αντιρατσιστικός, υπάρχει ο ρατσισμός. Το μόνο που μπορείς είναι να συνεχίσεις μια καταδικασμένη σε αποτυχία προσπάθεια, με την ελπίδα ότι η ελπίδα σου να δεις ένα άσπρο φως, ζει, υπάρχει και μπορείς να κρατηθείς ζωντανός ανάμεσα σε όλα όσα θεωρείς ότι αξίζουν. Και αξίζουν όλα...