Παρασκευή 2 Απριλίου 2021

Ειδικό Βραβείο ΑΛΕΚΟΣ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ποίησης έτους 2020


 
ΠΡΩΙΝΕΣ ΔΑΝΕΙΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΛΟΓΟΥ

 
1.    
Ένιωθε μια πίκρα ατελείωτη στο στόμα.
Από την καρδιά της θα είχε αφετηρία, το δίχως άλλο.
Μόλις άνοιγε τα μάτια βιαζότανε να κλάψει.
Στον πρωινό καφέ αποτέλειωνε τη σκέψη της.,
«Το κλάμα έτσι είναι. Νερό που παρασέρνει τη πίκρα»
 
2.    
 
Υποσκέλισε το φόβο και βρήκε γυμνή τη λεπίδα του να λιάζεται.
«Μην τρομάξεις» του είπε.
Στον ενικό πάντα με τον εαυτό του.
Ο φόβος μια χαμένη χειμωνιάτικη ιστορία που τον ταλαιπωρούσε.
Αρρώστια του δειλινού.
Με ήλιο οι μέρες, αφύσικα ζεστές, ίσως να ήταν οι Αλκυονίδες.
Ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με το ημερολόγιο.
Τότε ήταν που η λεπίδα γυάλιζε ακόμα πιο πολύ,  
σαν ένα σημάδι απολύτου άμυνας. 
 
3.
 
Πελέκησε τη συκοφαντία ως κορμό δένδρου.
Χωρίς τους επιθετικούς προσδιορισμούς τι θα απομείνει άραγε;
Δυο στραβά πόδια.
Μια ασύλληπτη και αδίκαστη κακομοιριά.
Ένα φτηνιάρικο κακό - βαμμένο πρόσωπο,
με αιμάτινο κραγιόν το μίσος και τον φθόνο
και στο διαθέσιμο βάθος
μια θάλασσα ραγισμένη και άτεκνη.
 
Τροφή για τη ψυχή του διαόλου
κι ούτε μια προσωπική θυσία. 

**

ΑΦΥΔΑΤΩΣΕΙΣ
 
1.
 
Άπλωσε με θέρμη την αγάπη στο πρόσωπό της.
Εκείνο έλαμψε σαν παρθένο
κάτω από το ηλιοκαμένο σώμα της μέρας.
Δεν πέρασε χρόνος πολύς, ποτέ άλλωστε δεν περνούσε
κι αφέθηκε μεθυστικά στη λήθη.
Όταν ξεχνάς συνειδητά, δεν ξεχνάς ποτέ.
Άνυδρη στέγνωσε  από ενοχές 
κι αφυδατώθηκε η ζωή της.
 
2.
 
«Τι είναι τούτο και πάλι;»
Ο πόνος στο στήθος καθώς ξάπλωνε
ολοένα και μεγάλωνε σαν φάντασμα σε πρωινούς εφιάλτες.
Η αγωνία της παγώνι που φούσκωνε την ουρά του
και τον χειμώνα που πέρασε ζώο σε χειμέρια νάρκη.
Σαν πλησιάζει το αναπόφευκτο
τα ευχολόγια σαπισμένα πέταλα στα πρησμένα χείλη της. 
Στο μεσονύχτι άναψε το καντήλι και πάλι.
 
3.
 
Είχε σκάσει το δέρμα του.
Λίμνη που αποξηράθηκε με συνοπτικά διατάγματα.
Ανυπόγραφα τα μισά, τα πλείστα διαπλεκόμενα και παράτυπα.
Κανείς δεν έδινε σημασία για το κορμί του.
Κούτσουρο πεταμένο.
Πονούσε.
Στο σπίτι, στο καφενείο, στα χωράφια.
Πονούσε
«Ανάθεμά με» μα ο σταυρός μπροστά από το εικόνισμα, κανονικός.
Άνοιγε τη κάνουλα κι έβρεχε τακτικά το εγώ του.
Μούσκεμα κι ούτε που τον ένοιαζε.
«Βλέπεις» φώναζε, «η γη καταπίνει το νερό κι ήλιος το διαλύει»
Ο ίδιος ξεφλούδιζε το δέρμα του,
να μεταλάβει στο αίμα του, να βρει τη πληγή της ξεχασμένης ανάσας

***
ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
 
1.
 
Ο καφές πάντοτε σκέτος.
Έτσι κι οι σκέψεις μου για την αγάπη.
Η αγάπη είναι αγάπη.
Το ρήμα ισούται με το αγαπώ στο πηλίκο.
Η΄ αγαπώ λοιπόν ή δεν αγαπώ.
Δεν αγαπώ λίγο.
Δεν αγαπώ πολύ.
Δεν περιμένω να δύσει η ανατολή.
Στεναχωριέμαι να βλέπω τη μέρα πεθαμένη.
Δεν ματαιοδοξώ με κλώνο την αγάπη.
Γι αυτό και πάντα αφαιρώ το εγώ αλλά και το ωμέγα.
 
2.
 
Δεν γνώρισα ποτέ τον εαυτό μου.
Ποταμός που ξεράθηκε.
 
3.
 
Προσπάθησα να λιποτακτήσω
από τη γέννηση,
από τη βάπτιση,
από τη στράτευση,
από την εστία,
από την υποταγή,
από τον εξευτελισμό
και τη σταύρωση.
Απέτυχα μα αναστήθηκα.
Κάθε εμπόδιο σε καλό τελικά.
 
 
 
 
 
4.
 
Μπατάρισα.
Ο φόβος μου κύκλωσε το δικό της φόβο.
Κι έτσι καθώς ο κόσμος μίκραινε
σύσσωμο το σκοτάδι άπλωνε τα δίχτυα.
Αράχνη σε τριανταφυλλιές.
Κι ούτε ένα πέταλο στους ώμους!


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου