Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

ΔΕΙΠΝΟ ΜΕ ΕΝΑ ΝΕΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 

Σήμερα θα δειπνήσω μ΄ ένα νέο άγνωστο στρατιώτη.
Θα καθίσουμε απέναντι,  σ΄ ένα καλό εστιατόριο,
σαν αυτά που σερβίρουν με ευγένεια τη ακρίβεια,
κι΄  αλλοίμονο  θ΄ ανεχτούμε την υπεροπτική ματιά, 
του τελευταίου τραπεζοκόμου.
 
Θα παραγγείλουμε όλα εκείνα που μας αναγκάζουν
να καθόμαστε αμέριμνοι,  σαν τις καλαμιές
έτοιμες να καούν στους κάμπους της υπαίθρου
και μας καθιστούν ώρες- ώρες δειλινές, 
όμορφα αγάλματα στα σαλόνια των φυλακών μας.
 
Θα πιούμε ένα γλυκύ ηδύποτο,  κοιτάζοντας
ο ένας στα μάτια του άλλου,
μέχρι ότου κουραστεί κάποιος και
κατεβάσει σιγανά τα βλέφαρα.
 
Ο ήλιος θ΄ αρμενίζει στις καρδιές
και θα ξεκουράζεται στις αγκαλιές των νέων
που πέφτουν αμαχητί στα χαρακώματα της ραστώνης
και υποκλίνονται στις συνήθειες των σοφών.
Πατρίς, αγκαλιά με τη  Θρησκεία και λίγη οικογένεια.
Μην ταραχτεί η χρόνια τάξη.
Μην λησμονηθούν και οι άγνωστοι στρατιώτες, 
εκείνων των χρόνων που δεν θέλει να θυμάται κανείς.
Μα είναι τόσο καλά δομημένες οι παρελάσεις, 
της λεβεντιάς και της υπερηφάνειας.
 
Δεν θα τον πιέσω με οχλήσεις του κοινού νου.
Δεν θα σκιάσω αυτή την έξοδο
από τις σκοτεινές πύλες της πολιορκίας.
Έτσι τα βλέφαρα κάποιος θα τα σηκώσει.
Θ΄ αντικρύσουμε και πάλι ο ένας τα μάτια του άλλου
βαθειά για να βρούμε καθαρό νερό στο βυθό της ίριδας.
Και πριν υπογραφή το συμβόλαιο του.
Θα τον ρωτήσω: Γιατί κινήθηκε από την πολυθρόνα του;
Ήρωας θέλει να γίνει;

ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ:από την ποιητική συλλογή :Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 

Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
 
Έτσι έρχονταν και οι γείτονες
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη, 
χρέη φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας .
 
Ποιος τα θυμάται πια;
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και τα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
ξωπίσω του έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και εργάτριες
σκυφτές  από τους πόνους της μέσης
λίγες μπροστά στα τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της Παναγιάς.
Ύφαιναν την λύπη
κένταγαν το χρέος
βελόνιαζαν τις πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
 
Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της,
Στην τύχη της,
Στον χρόνο της,
Στην ζωή της.
 
Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει  την νύχτα
να δώσει το φιλί της.
Και   οι γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας
το πιατάκι με το γλυκό
πάλι πίσω.
Tο πιατάκι της Κυριακής με τ  ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.

 

ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ: από την ποιητική συλλογή :Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 

Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
 
Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανά μετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
 
Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
 
Η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές.
 
Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
 
Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: «ήταν το θέλημά της…»
 
Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους,
 
ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
 
Τον πήρε και κείνο ο ύπνος.
 

 

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024

ΕΞΕΤΑΣΗ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 


Το κεφάλι του βούιξε απ΄ τον αχό της απεργίας.
Οι παλμοί του αυξήθηκαν στην διάρκεια της ανάβασης.
«Ήρθε ο καιρός της εξέτασης»  είπε.
Σκούπισε την σανίδα σωτηρίας, σκούπισε δηλαδή το χέρι του αντιπάλου.
Κι ύστερα,
σκούπισε και το δικό του μην μολυνθεί.
Το κεφάλι του βούιζε ακόμα.
 
Στο απέναντι πεζοδρόμιο, κάποιοι ήδη είχαν βγει από τις σπηλιές τους
και κάπνιζαν την λήθη ρίχνοντας επιμελώς στο έδαφος.
Οι κυρίες ίδιοι οι άνδρες πλέον. Άγουρες.
Την ψυχή του,  πήρε και την έκλεισε μέσα στον κύκλο του φεγγαριού.
Και κείνο χάρηκε.
Τώρα βούιζε και το δικό του κεφάλι.
 
Κοίταξε την τσέπη του βαθειά και απόρησε.
Ομίχλη βγήκε μαζί με το χέρι του
και μια τεράστια μαργαρίτα πάνω στην κάνη που κάπνιζε.
 
Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει.
Οδός Δημοκρατίας , πρώτο στρίψιμο αριστερά, μονολόγησε.
Εκεί το γραφείο του Ιατρού για μια δόση υγείας.
 
 
 

ΠΟΝΟΥΣΕ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)



Πονούσε
και περίμενε
-κρατώντας την υπομονή με το ασθενικό χεράκι-
τον θάνατο
να επουλώσει τις πληγές της.

ΑΚΡΟΑΣΗ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)



 
Και τώρα στον πεθαμένο κόσμο που  ζούμε
ήρθε η ώρα να το παραδεχτούμε πως ο θάνατος είναι μια λύτρωση.
Θα πάρω μόνος το βαθύ μονοπάτι για να ξεθάψω τις ποταμίσιες ρίζες,
αποκαλύπτοντας ότι απόμεινε πάνω στην σκουριά των κοκκάλων.
Το νερό θα καλεί σε ακροάσεις τους βατράχους .
 
Στο γυρισμό
θα σταματήσω να πιω ένα καφέ στη μνήμη μου
δίπλα στη γέφυρα της λύτρωσης και του θανάτου.
 
Η Μυρσίνη στο ραδιόφωνο ακόμα τ΄ άσπρα θα βάζει!
 
 
 
 
* Η Μυρσίνη βάζει τ’ άσπρα :
Στίχος του στιχουργού:
Λευτέρη Παπαδόπουλου