Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

Υπόθεση Ελλατωματικων Αερόσακων Τακάτα στην Κύπρο / Δημήτριος Γκόγκας


1. Οι υπεύθυνες υπηρεσίες γνώριζαν το πρόβλημα από το 2017. Άρα δεν ήσαν και τόσο υπεύθυνες. Λάθος της εκάστοτε κυβέρνησης, από τότε μέχρι και σήμερα.
2. Έπρεπε να χαθούν ψυχές για να αναδυθεί από τα συρτάρια των υπηρεσιών το θέμα. Πολύ αργή αντίδραση των κυβερνήσεων.
3. Έστειλαν λέει, οι αρμόδιες εταιρείες ειδοποιήσεις στους κατόχους αυτοκινήτων με το πρόβλημα. Κάποιοι δεν τις έλαβαν. Ίσως λόγω αλλαγής διεύθυνσης, ίσως γιατί απουσίαζαν, ίσως ....Αυτοί λόγω μη ανταπόκρισης (360 πολίτες) διατάχθηκαν να ακινητοποιήσουν τα αυτοκίνητα τους, χωρίς να έχουν το δικαίωμα της απολογίας. Μάλιστα τους κατάργησαν την άδεια κυκλοφορίας και της καταλληλότητας. Ουσιαστικά τιμωρούνται. Λάθος της κυβέρνησης.
4. Αυτοί που έλαβαν τις ειδοποιήσεις, τους δόθηκε χρονικό περιθώριο 8 μηνών για την αλλαγή του ελαττωματικού αερόσακου. Κυκλοφορούν με κίνδυνο της ζωής τους. Ενώ έχουν ελαττωματικούς αερόσακους δεν κατάργησαν την καταλληλότητα τους. Λάθος της Κυβέρνησης.
...ειδοποιήσεις στάλθηκαν και στις οικογένειες που έχασαν ανθρώπους. Φυσικά μετά ζήτησαν ειλικρινή συγνώμη, ως συνήθως. Εδώ ταιριάζει η λέξη ντροπή.
5. Οι εταιρείες πάσης φύσεως που θα αναλάβουν την αντικατάσταση , τώρα άρχισαν να παραγγέλνουν τους νέους αερόσακους που θα έρθουν το λιγότερο σε δύο μήνες. Λάθος των εταιρειών. Κάποιες έχουν δηλώσει ότι θα χρεώσουν εργατικά μέχρι και... 150 ευρώ.
6. Η κυβέρνηση δημιούργησε γραφείο με συγκεκριμένο αριθμό για λήψη οδηγιών. Αν και άργησε σωστή κίνηση.
7. Η Κυβέρνηση ενέκρινε δωρεάν μετακίνηση με τις δημόσιες συγκοινωνίες για όσους έχουν ακινητοποιηθεί το όχημα τους. Σε μια χώρα με ελλειπεστατη δημόσια συγκοινωνία είναι να γελά κανείς. Και δεν ανακοινώθηκε το πώς. Πχ πως θα πιστοποιείται η ακινησία ; Ποιος θα δώσει μια βεβαίωση.
8. Συζητά η κυβέρνηση την μίσθωση αυτοκινήτων με μειωμένη ημερήσια τιμή , με εταιρείες ενοικίασης αυτοκινήτων. Πολύ αργά. Σωστό μεν , λάθος χρονικά.
9. Μιλούν για πολιτικό κόστος. Σιγά τα λάχανα! Σιγά τα αμπελοπουλια!
10. Δεν γνωρίζω εάν υπάρχουν και άλλοι παράμετροι. Αυτό που γνωρίζω είναι πως υπήρχε απαράδεκτη κρατική ολιγορία, ανευθυνότητα από Δημόσιους Λειτουργούς και ιδιώτες, και πως κάποιοι μάλλον θα βρουν και πάλι την ευκαιρία να τα κερδίσουμε.
Όλες οι αντιδράσεις

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

Οι ποιητές Παύλος Ανδρέου και ο Δημήτριος Γκόγκας στην εκδήλωση : Στη πανσέληνο του Αυγούστου (19 Αυγ 2024)

 


19 Αυγ 2024. Κάτω από την πανσέληνο του Αυγούστου πραγματοποιήθηκε σε κεντρικό πολυχώρο της Λάρνακας μουσικο - ποιητική βραδιά με θέμα -τι άλλο- το φεγγάρι. Πολύς ο κόσμος, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα των διοργανωτών και απόλαυσε ποιητές και ποιήτριες να απαγγέλουν όμορφες δημιουργίες. Ανάμεσα σε αυτούς και εγώ με το ποίημά μου: Ένα φεγγάρι στο κεφάλι μου! και ο νεαρός ποιητής  Παύλος Ανδρέου με το ποίημά του: ΚΟΥΝΟΥΠΙ ΤΙΓΡΗΣ. 




ΚΟΥΝΟΥΠΙ ΤΙΓΡΗΣ / Παύλος Ανδρέου 
 
Σε ανήλιαγο σοκάκι
βουίζει ένα κουνούπι
παγιδευμένο
σταγόνες αγωνίας στα φτερά του.
«Προσοχή στο φως.
Είναι αναξιόπιστο.
Θάνατος εξασφαλισμένος.
Θανάσιμη παγίδα χωρίς έλεος.»
Ο εξολοθρευτής με βλέμμα έκπληκτο ρωτά:
«Μιλούν και τα κουνούπια;»
Το έντομο εξοργισμένο στροβιλίζεται.
«Απαιτώ εκεχειρία.
Απόδραση από το τεχνητό μαρτύριο
των LED.
Μη με εγκλωβίζετε στη δίψα των αισθήσεων…»
Τα βράδια της υπομονής
μεταμορφώνεται σε τίγρη ανελέητη.
Ρουφά το αίμα μας αχόρταγα
μέσα από αντανακλάσεις προβολέων
των διερχόμενων ασθενοφόρων.
Αποκτά διαστάσεις γιγαντιαίες
υπαγορεύοντας μεθοδικά τις τύψεις μας.

**



Ένα φεγγάρι στο κεφάλι μου! / Δημήτριος Γκόγκας
 
Ονειρεύομαι ένα ολόκληρο φεγγάρι.
Μα μέχρι σήμερα, μισό και κείνο, 
στερημένο από χρώμα.
Κι ύστερα, είναι και η μνήμη!
Μια μνήμη κομμένη στα δύο, 
όπως και η πατρίδα μου.
Σ αυτή τη μνήμη, 
θα ΄θελα ένα ολόκληρο φεγγάρι 
και μια πατρίδα.
Στα δύο, δυο μισοφέγγαρα, 
μόνο στα περασμένα.
 
Βλέπω τις ματιές των ανθρώπων 
στα σφραγιστά σύνορα ενός απομεσήμερου
Ακούω τις κραυγές τους, σαν κραυγές ενός ρολογιού που δεν σταματά,
παρά μόνο σαν το βόλι συναντήσει τον θάνατο.
Όταν νυχτώνει,
βγαίνει ο ήλιος.
Κι όταν ξημερώνει,
δηλώνεται η απουσία του φεγγαριού.
 

Συνηθίζω να κυκλοφορώ ακέφαλος!
Με περιγελούν εχθροί και φίλοι, 
στους δρόμους, στα σοκάκια 
και στη πράσινη γραμμή.
Μαύρη τη σταυρώνω εγώ, 
πιο μαύρη από ποτέ.
Βαθιά νυχτιά.
Και κάπου – κάπου σηκώνω τα χέρια 
και πιάνω το φεγγάρι.
Το βάζω επιμελώς στους ώμους.
Δεν μου ταιριάζει ακριβώς.
Μα ονειρεύομαι πως έχω ένα κεφάλι.
Ένα φεγγάρι, ένα πρόσωπο!

Χαιρετισμός ...


Δεν κράτησα επαρκείς σημειώσεις
ώστε τώρα που ξέφυγα από τη χλεύη εκείνων που
με περιέπαιζαν στο άκουσμα πως ξεσκόνιζα στίχους,
να γνωρίζω με απόλυτη ακρίβεια πότε έγραψα το πρώτο ποίημα.
Κι ίσως τούτο να είναι μία ασημαντότητα
όμως πόσες ασημαντότητες κάνουν τη ζωή πιο όμορφη και πιο τρυφερή;
Κι όσο πλησιάζει ο καιρός που θα διαβούμε
τα κατώφλια της ένδοξης αιωνιότητας και θα μακαριζόμαστε
για μία- δύο γενιές,
δεν γνωρίζω (ίσως όσο αντέξουν τα ήθη και τα έθιμα) να σας πω και
τούτο με ακρίβεια.
Οι μακαρισμοί πολλές φορές κουβαλούν επάνω τους ένα βαρύ φορτίο συμφερόντων, σφιχταγκαλιές και ασπασμούς που μετά την αποδήμηση λαμβάνουν ακόμα μεγαλύτερη αξία.
Πως ένα λερωμένο εσώρουχο αποκτά αμύθητη αξία επειδή είχε τη τιμή
να περιβάλλει επιδέξιους κώλους.
Στον δρόμο αυτό που επέλεξα να προχωρήσω, δεν ήλπιζα ποτέ,
ότι θα χαρακτηριστώ μονομάχος σε μια αρένα.
Αλήθεια πόση φαυλότητα, πόσος στόμφος μα κυρίως πόση έπαρση επιστρατεύονται στις προσωπικές και απρόσωπες συναναστροφές των ποιητών, ώστε να δειχθεί κάποιος καλύτερος και
να σκοτώσει τα ποιήματα των άλλων. Τις ζωές των άλλων.
Διότι το κάθε ποίημα είναι ένα κύτταρο, είναι κομμάτι του σώματος από τη ζωή ενός ποιητή.
Και εμείς γινόμαστε φονιάδες.
Αν το ποίημα είναι πέτρα, κρατάμε σφυρί
Αν το ποίημα είναι φωτιά, ρίχνουμε νερό
Αν το ποίημα είναι αέρας, κλειδωνόμαστε έσω μας
Αν το ποίημα είναι νερό, το πίνουμε
Αν το ποίημα είναι κρασί, το χύνουμε
Αν το ποίημα είμαστε εμείς, το θυσιάζουμε
Αν το ποίημα είναι ξύλο, το καίμε…

Αλήθεια γιατί τόσο λίγο κρατά το ποιητικό αεράκι
που έστω γλυκά και ακυβέρνητα σκουντά το καραβάκι στα πελάγη και τις θάλασσες. Πόσο μας ενοχλεί, που στο βάθος του ορίζοντα θαρρούμε πως είναι γκρεμός και παρακαλούμε να πέσει;
Τέλος – τέλος όταν πλησιάζει το φεγγάρι στη μέση και βγαίνουν οι βρικόλακες και οι πόρνες στα θαμπόγυαλα,
όλοι μα όλοι γελούν ακατάπαυστα
(υποτασσόμενοι σε μια παγκόσμια θεωρεία πως το γέλιο κάνει καλό στην υγεία)
γιατί πιστεύουν ακράδαντα πως όλα σε τούτη την τεντωμένη σε μια μικρούλα κλωστή ζωή, ακόμα και η ποίηση είναι ένας ασκός γεμάτος αστεία.
Αγαπητέ μου Ποιητή, μην πεις ότι δεν σε προειδοποίησα!

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Της Λάρνακας / του Δημητρίου Γκόγκα


 

Στις νύχτες μας, η Λάρνακα, γοργόνα μου θυμίζει!
Χτυπά -θεριό- τη θάλασσα, το κύμα της αφρίζει.
Μες στις παρόδους τριγυρνούν, από τη μάννα μας φαντάροι.
Μετρούν στις μέρες τους, κρυφά, καημός ποιος θα τους πάρει!
 
Οι νυχτοβάτες , χωρίς αιδώ, τοίχους μουντζουρώνουν
κι οι προύχοντες απ΄ τη γωνιά, θαρρώ τους καμαρώνουν.
Δεν είναι άχτι και  θυμός για τη κακή γραφή τους,
μα που της Σκάλας η καρδιά, δεν είναι στο κορμί τους.
 
Περνούν τα χρόνια και οι μοίρες της ασθμαίνουν.  
Στο κάστρο γλυκό- πίνουν και γιομίζουν τα κανόνια.  
Από τα χείλια τους βγαίνουν ευχές, που δεν σημαίνουν
τίποτα πλέον και ας ζουν ψυχές κι αυτές αιώνια.
 
Κι ο βιολιτζής, ο ποιητής από την πύλη Αμμοχώστου,
εκλιπαρεί για επιστροφή, μα αυτή αργεί ακόμα.
Πλάθει στιχάκια μαζί με νότες για του αγνώστου
Στρατιώτη τη ψυχή, που ζει  έξω απ΄ το σώμα
 
Λάρνακα, πόλη του φωτός, πόλη μας των Αγίων
των περισσών Ειλώτων, των κομπάρσων των Πληβείων.
Των φοινικιών, των πεύκων, των δακρύων
των εργατών και των ανθρώπινων θηρίων.
 
Για σε, τα βήματα μας, παν΄ στην άμμο που ζεσταίνει!
Για σε, το βλέμμα του θεού που μας βαραίνει!
Για σε, το χθες, το σήμερα, το πέρα
Για σε, των ουρανών η πλατυτέρα!