Ο κόσμος του παντέρημος.
Βαθύ μαύρο η νύχτα, πλημμυρισμένη από θλίψη.
Οι αγκάλες σφιχτές, οι πέτρινοι τοίχοι αμίλητοι. Ποτέ
άλλοτε.
Οι γέρικες πόρτες
ακόμα πιο σφαλιστές. Εξέλειπε το φως των κεριών.
Η μυρωδιά της πείνας,
το απάνεμα της λύπης, μια στεναχώρια.
Το χρώμα ενός ξεχασμένου ψίχουλου στην άκρη του δωματίου
Και κείνος σβολιασμένος μέσα στις συλλαβές της ανέχειας.
Άνοιγε το ντουλάπι της ψυχής, δεν έβρισκε τίποτα.
Έκλεινε τις χούφτες με δύναμη,
ίσα να ματώσει των δακτύλων του το σύνορο
κι ύστερα, βυθιζόταν άπλυτος στο βούρκο των δακρύων.
Πήρε ο καθρέφτης το πρόσωπο, άνεργο το μαράζωσε.
Γιόμισαν οι βαθιές αυλακιές ερωτήματα.
Στα έγκατά τους, χάνονταν
άνυδρες οι λέξεις κι οι εναπομείναντες ελπίδες.
Πώς να τις μιλήσει! Τις αποχαιρετά εραστής του ελάχιστου.
Φόβος. Αόρατη λύτρωση και σκόνη στο γύρω του.
Φόβος και βρεγμένη σκόνη λύτρωναν τη πείνα.
Ρούχο η ανέχεια, ουράνιος αδιέξοδος δρόμος.
Αστραπή τ΄ ουρανού, σκότος, λειψυδρία της ζήσης.
Θεέ μου.
Βρέξε αντάμα με τη στείρα μου ποίηση. Βρέξε ελπίδα.
Κάμε το τέλος κλωνάρι να μυρίσουν οι χρόνοι του,
βασιλικό και μέντα.
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΛΑΙΝΩ 2016
Β΄ Βραβείο Κατηγορία Σύγχρονης Ποίησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου