Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Το παράπονο ενός … ποιητή / Δημήτριος Γκόγκας





Παρουσίαζε για δεύτερη φορά μία ποιητική συλλογή. Σπουδαίος ποιητής, του πρότεινε ξανά την ανάλυση της συλλογής του. Του είχε εμπιστοσύνη και την έδειχνε. Εξάλλου, είχε πάει πολύ καλά η πρώτη παρουσίαση. Το κοινό αποδέχτηκε τον λόγο του.
Από μέρες προετοιμάστηκε κατάλληλα. Άδειαζε και γέμιζε σελίδες.  Ήθελε και πάλι, η παρουσίαση να χτυπά στους παλμούς του. Ψυχή και Σώμα. Έστειλε την πρόσκληση για την εκδήλωση σε όλους όσους γνώριζε. Συγγενείς, φίλους, γνωστούς, συναδέλφους στην δουλειά. Κανείς δεν ήρθε. Όλοι βρήκανε μία δικαιολογία.
Ο λόγος τώρα ήταν άνευρος. Έβγαινε από στεγνά χείλη . Άχρωμες οι λέξεις παιχνίδιζαν στην αίθουσα, σαν να προσπαθούσαν να βρούνε φιλικό έδαφος Μάταια. Δεν σήκωσε τα μάτια του από τις σελίδες. Σαν μαχαιριά η απουσία όλων, μετά το χειροκρότημα!

Τα γουρούνια του Δημητρίου Γκόγκα




Δεν θυμάται από πότε κυβερνούσαν τα γουρούνια. Από τότε που γεννήθηκε σίγουρα. Καρεκλοκένταυροι. Αποφασισμένοι το στυγνό καθεστώς που είχαν εγκαθιδρύσει, την «Δημογουρονοκρατία» να υπάρξει αιωνίως στη χρεωκοπημένη χώρα. Και το είχαν κατορθώσει.
Τσαλαβουτώντας μέσα στη λάσπη των βούρκων, λερωμένα, λιγδιασμένα, με άσεμνη συμπεριφορά τόσο ανάμεσά τους, όσο και προς την υπνωτισμένη κοινωνία, γραμμένη επιμελώς στις παλαιότερες των οπλών του, κυριαρχούσαν, αποφάσισαν, επέβαλαν, δίκαζαν, εξόντωναν κάθε αντίσταση. Σε αυτή τους την προσπάθεια είχαν βρει ανεπάντεχους συμμάχους, τους γαϊδάρους, τις αλεπούδες, τις οχιές, τις ύαινες και τα ποντίκια. Λαίμαργα, άπληστα, βρωμερά ελεεινά και τρισάθλια, παχύδερμα με άκρατο εγωισμό, όρισαν την 25η Δεκεμβρίου παγκόσμια ημέρα σφαγής των προβάτων ως ένδειξη πλήρους περιφρόνησης του ανθρωπίνου γένους.
Χαιρέκακα, με την ίδια μούρη, αλληλοσπαράζονταν στον θρόνο τους.

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

Ο πνιγμός της





Δεν άντεχε. Έχρισε πέτρα τη καρδιά της. Έκανε δυο βήματα φοβισμένη στα λασπωμένα νερά του ξεροπόταμου. Άρχισε να βυθίζεται Το άρωμα του θανάτου κλωθογύριζε στα σωθικά της και η ματιά της ορθάνοικτη κοιτούσε τις πνιγμένες στιγμές του βίου της.



Κατρακύλησε με άλλες πέτρες, παρασέρνοντας στο διάβα της τον κόσμο της. Τι κόστιζε η ζωή της; Τι άξιζε; Μια διαδρομή υδάτινη προς του καινού την πύλη.

Έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια. Τρομοκρατημένη. Δεν ήταν όνειρο. Τράβηξε κουπί. Μα την κατάπινε ο Ποσειδώνας. Λειχήνες και αγριόχορτα μπλέχτηκαν στο κορμί της. Ένα δάκτυλο της έλεγε να σιωπήσει.

Λίγο πριν ανοίξει η γης σταμάτησε στη γούρνα που αγιαζόταν τα νερά και ο σταυρός των Θεοφανίων. Ένιωσε ένα απόκοσμο ρίγος να την κυριεύει. Επέστρεφε δυνατή ως αναστάσιμη.

Η προέκταση




Είχε γίνει η προέκταση του χεριού του. Με εκείνο ζούσε. Έτρωγε, έπινε, δούλευε, οδηγούσε. Η μητέρα του, φώναζε κάθε μέρα. Να το αφήνει που και που, να ξεκολλήσει. Να ασχοληθεί με τα μαθήματά του, να φροντίσει τον εαυτό του. Είχε πάρει κιλά, το καταλάβαινε, αλλά οι φίλοι του δεν το έβλεπαν τούτο. Όλοι από τη μέση και πάνω ζούσανε μέσα από αυτό σε ένα τεράστιο γήπεδο, σε μια παιδική αλάνα. Τα κάτω άκρα ακίνητα. Τρέχανε οι ήρωες για εκείνους.

Μια μέρα, πριν το δουλειά, εξαφανίστηκε από το δωμάτιό του. Το κινητό τηλέφωνο στο γραφείο. Η μητέρα του ανήσυχη έτρεξε να τηλεφωνήσει… μα που; Την σταμάτησε μια φωνή από τα βάθη του κινητού τηλεφώνου. «Μάνα μου εδώ» κι αυτή αγκάλιασε το τηλέφωνο.

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Το αστέρι της Βηθλεέμ




Μικρό και κατατρεγμένο γύριζε στους δρόμους και τις πλατείες του σύμπαντος το μικρό αστέρι. Είχε γεννηθεί άσχημο, του έλειπε το φως του και όλοι το απέφευγαν καθώς το μόνο που δημιουργούσε ήταν ζημιές και οχληρία.  Κανένας πλανήτης δεν του έδινε σημασία και οι ήλιοι κρατούσαν σκοτεινές τις γωνιές που σύχναζε.

Ο καλός θεός το βρήκε να περιμένει σε μια στάση, αφυδατωμένο και νηστικό από ζωή. Δεν ήθελε να μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο αστεριών. Δεν είχε και πολύ χρόνο. Σε λίγες ημέρες θα γεννιόταν ο υιός του ο μονογενής και θα έπρεπε να δείξει τον δρόμο στους τρεις μάγους. Και τότε έδωσε φως υπέρλαμπρο στο μικρό αστέρι. Του έδειξε την ομορφιά του κόσμου και το όρισε να γίνει το αιώνιο αστέρι της Βηθλεέμ.


Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2018

Η βαλσαμωμένη κυρία / Δημήτριος Γκόγκας




 Αποφάσισε να ακολουθήσει την ευτυχία με τον ορισμό που αυτή της έδωσε. Ποιος ζει, ποιος πεθαίνει μέχρι αύριο. Ο κόσμος της μια ουτοπική διαδρομή στην αλόγιστη σπατάλη συναισθημάτων  και την άνευ όρων παράδοσή, στην πλευρά των περιθωρίων της ζωής. Ανείπωτη η ευδαιμονία καθώς περιδιαβαίνει τους διαδρόμους με περιττά,  που φέρουν την σφραγίδα του πρόσκαιρου αγαθού. Δικαίωμά της. Σε κανέναν δεν έχει άλλη υποχρέωση.


Η καρδιά ραγισμένη, χτυπά ρυθμικά και αναστάσιμα, παρελαύνοντας ανάμεσα σε πολύχρωμα ρούχα, συσκευασίες παιχνιδιών, ζαχαρωτά, πολυτελή και φτηνά σκεπάσματα, εργαλεία, μουσικά είδη, πράγματα πρώτης και δεύτερης ανάγκης, κωδικούς που γοητεύουν, αριθμούς που λατρεύει.

Η ευχή της, μια ολάκερη ζωή σ΄ ένα σύμπλεγμα πολυκαταστημάτων.

Την επομένη μέρα, με το ξύπνημα της αυγής, τη βρήκανε βαλσαμωμένη πίσω από μια βιτρίνα.