Είχε γίνει η προέκταση του χεριού του. Με εκείνο ζούσε. Έτρωγε, έπινε,
δούλευε, οδηγούσε. Η μητέρα του, φώναζε κάθε μέρα. Να το αφήνει που και που, να
ξεκολλήσει. Να ασχοληθεί με τα μαθήματά του, να φροντίσει τον εαυτό του. Είχε
πάρει κιλά, το καταλάβαινε, αλλά οι φίλοι του δεν το έβλεπαν τούτο. Όλοι από τη
μέση και πάνω ζούσανε μέσα από αυτό σε ένα τεράστιο γήπεδο, σε μια παιδική
αλάνα. Τα κάτω άκρα ακίνητα. Τρέχανε οι ήρωες για εκείνους.
Μια μέρα, πριν το δουλειά, εξαφανίστηκε από το δωμάτιό του. Το κινητό
τηλέφωνο στο γραφείο. Η μητέρα του ανήσυχη έτρεξε να τηλεφωνήσει… μα που; Την
σταμάτησε μια φωνή από τα βάθη του κινητού τηλεφώνου. «Μάνα μου εδώ» κι αυτή αγκάλιασε
το τηλέφωνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου