Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Κάμπος μιας Νιότης : Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα / Οκτώβριος 2018 (Απόσπασμα με 4 ποιήματα)

Αφιερωμένη στους συμμαθητές του Δημοτικού Σχολείου Στρυμονικού


Ήμασταν φτωχοί πάντα
έλεγε ο παππούς στο χαγιάτι
και έβαζε την στάμνα με το κρύο
καθαρό νερό
στο γόνατο.
Γέμιζε το ποτήρι.
Από το ίδιο ποτήρι πίναμε όλοι.
Όταν ακούγαμε πως έφυγε κάποιος
φωνάζαμε όλοι πως
«τον αγάπησε ο θεός»
Οι φράκτες στην αυλή μας
ήταν δένδρα.
Οι πιο νέοι έσκουζαν να πάρουμε
περισσότερα ποτήρια.
Στο παζάρι της Τρίτης
αγοράσαμε δώδεκα γυάλινα.
Ο καθένας να έχει το δικό του.
Γέμιζε ο πέτρινος νεροχύτης άπλυτα ποτήρια.
Φώναζε η μαμά.
Γκρίνιαζε ο παππούς.
Δεν μπορούσε πια,
να δίνει νερό από το ίδιο ποτήρι.
Αυτός κράτησε την παλιά συνήθεια
για τον ίδιο.
Σήκωνε την στάμνα
γέμιζε πάλι το ποτήρι
ρουφούσε το νερό
από τον πάτο του πηγαδιού!

**

Την τελευταία χρονιά ήμουν μικρός,
ο κόσμος μεγάλος.
Κουφόβραση στον κάμπο.

Ειδοποιηθήκαμε,
-εδώ θα πρέπει να το πω-
η κοινότητα και ο αστυνόμος
- νάναι καλά- οι θεσμοί
άριστοι στο έργο τους,
η πρώτη με το μεγάφωνο στα χείλη
κι ό άλλος με το μπεγλέρι στα χέρια.

Στην δημοσιά-που ήθελε επειγόντως επιδιόρθωση-
το έλεγε και το επείγον τηλεγράφημα
(με κόκκινα γράμματα
 η λέξη επείγον: εγκυμονεί κινδύνους  για το έθνος)
θα σταματούσε ο Παττακός και ο Μακαρέζος,
στον δρόμο για την πόλη των Σερρών.

Σε δυο ώρες γέμισαν τις λακκούβες
σε δυο ώρες
πλέναμε τα χέρια (για το χειροκρότημα)
χτενίσαμε τα μαλλιά μας
ποδιές στο χρώμα του ουρανού και της Θάλασσας
(αγόρια και κορίτσια)
σημαιούλες
στο μυαλό
σε δυο ώρες, η κυρία Δασκάλα (πιο κυρία από ποτέ)
εν δυο.

Το αμάξι πέρασε
-τι ωραίο μαύρο χρώμα-
….κυρία. (κόμπιασε η λέξη στο λαιμό)

Οι σημαίες χρόνια τώρα κυματίζουν μέσα μου.
Δεν γνώρισαν ποτέ τους άπνοια.

**


Χρεωμένος θα φύγω στην ζωή και στον θάνατο.
Χρεωμένος σε σένα.

Πρώτες σκέψεις.
Μόλις υπέγραψα συμβόλαιο ζωής και θανάτου.

Σαν καταβόδωσα την ζωή 
ήρθε ο θάνατος.
Ήρθαν μαζί  οι  χάριτες,
κουνάμενη κι η μοίρα.

Τρεις ευχές.
Μια στεγνή πατρίδα που ανάσανε μέσα μου.
Ένας σταυρός που καρφώθηκε στη πλάτη μου.
Μια μάνα που όρισε τη τύχη μου.

Μου χρωστάει λοιπόν η ζωή
μου χρωστά και ο θάνατος.
Ένα αιχμάλωτο πατέρα.
-χάθηκε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα από τα μάτια μας-
ένα μικρό σπιτάκι στην θάλασσα, μια χαμένη Ιθάκη
( ας μην μιλάμε πια για την Ιθάκη, ίσως να ήταν μόνο μία)

Μου χρωστάει λοιπόν η ζωή,
μου χρωστά επιστροφές ο θάνατος.

Αν ισχύουν αυτά
γιατί το συμβόλαιο
κάτω από την καλλιγραφημένη ένδειξη:  ο δανειζόμενος
φέρει την υπογραφή μου;

**

 ΟΤΑΝ ΕΒΗΣΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Όταν  έσβησε ο πατέρας,
έπεσε στο έδαφος,
ένα δένδρο στην αυλή
που γεννήθηκα.
Κοίταζα το ταβάνι,
πατούσα το πάτωμα,
λείψανε τα κλαδιά,
λείψανε
ο κορμός και τα φύλλα,
οι ρίζες μου.
Ήρθαν συγγενείς, φίλοι
ξενιτεμένα αδέλφια,
μοιρολογίστρες, 
από τον πέρα μαχαλά,
ήρθαν οι μοίρες.
«Θα γίνεις εσύ ένα δένδρο
θ΄ απλώσεις τις δικές σου ρίζες»
Εγώ όμως το ήξερα,
βαθιά μέσα στην γη μου,
ένα δένδρο έπεσε
και χάθηκε το δάσος.


Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα / Νοέμβριος 2018 /Ολοκληρώνεται έτσι μια τριλογία για την ιδιαίτερη πατρίδα του το Στρυμονικό Σερρών: Οι άλλοι δύο λόγοι ήταν: Κάμπος μιας Νιότης και Ξέρω έναν τόπο. (Απόσπασμα με ανάρτηση του Β΄μέρους / έμμετρα ποιήματα))




ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ


Για μια  Πατρίδα, τον αέρα αγκαλιάζω
στον ουρανό της τραγουδάνε τα πουλιά.
Μέσα στον πόνο της καρδιάς,  αργά  βουλιάζω
για να ξανά βρω στην αυλή μου μια γωνιά.

Να κλείσω μέσα, ότι αγαπούσα.
Κι ότι αγάπησα πολύ,  ψηλά να τα κρατούσα.
Κι ο λογισμός μου απ΄τα ξένα
Αχ να ξεβράσει της ζωής,
τα ξεχασμένα.

Για μια πατρίδα, το ψωμί λιώνει στο στόμα.
Αγέρας, γη και νερό γίνονται σώμα.
Φύλλο που τρέμει στις βολές ενός ανέμου.
Σφαίρα χαμένη σε μια μάχη ενός πολέμου.

Μες στη ζωή μου, ότι αγαπούσα
για ότι νοστάλγησα  ξανά και πάλι να  διψούσα.
Κι απ΄ τις πληγές μου πάντα θα βγαίνει
Ένα παράπονο πικρό,
από ψυχή κλεμμένη. 

Τώρα στον κάμπο, ένα λούλουδο ανθίζει.
Πετώ το όπλο και την χλαίνη καταγής.
Αυτή η λάβρα που με καίει ξαναρχίζει,
να κάνει στάχτη τα συντρίμμια της οργής.

Για μια πατρίδα, η σάρκα λιώνει
κι η Άνοιξη που ένιωσα στα στήθη μου παγώνει.
Θα γίνω αέρας, νερό και χώμα.
Και μια πατρίδα μέσα μου…
Θα χτίσω ακόμα!



**


ΧΕΙΜΩΝΑ ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

Ρωτώ σιγά ποιον δρόμο θα διαλέξεις
κι εσύ κοιτάς ψηλά τον ουρανό.
Γυμνά τα πόδια σου και πως τρέξεις,
κρεμιέται τ΄ όνειρο σ΄ ένα γκρεμό.

Στης γης σ΄ ένα δωμάτιο, πεθαίνεις.
Ο ήλιος πώς να φτάσει να σε δει.
Τη μέρα δεν μιλάς κι όλο σωπαίνεις,
τη νύχτα φεγγαράκι σε κλουβί.

Ρωτώ ξανά: μπορώ να περιμένω;
Και βάζω στο ποτήρι μου νερό.
Στους ουρανούς σε έχουν πεθαμένο.
Μια μάνα κελαηδάει σ΄ αγαπώ.

Φοβάσαι μα ελπίζω να πετάξεις,
γεμίζω τα ποιήματα μ΄ ευχές.
Ελπίζω το Φθινόπωρο ν΄ αλλάξεις,
Χειμώνα να βρεθούμε στις γιορτές.


**


Η ΦΟΝΙΣΣΑ

Έβγαλα ένα αχ και μία φόνισσα
πρόβαλλε. Mια ζοφερή γερόντισσα.
«Δεν έφταιγε που έκανε το τάμα της!»
που κάπνιζε την νύχτα η καμινάδα της.

Ονόματα στο κίτρινο τεφτέρι της,
της τ΄ άρπαξα με μιας από το χέρι της,
της είπα: πως τελειώνει το κερί της
αγέλαστη φροντίζει την φυγή της.

Τσεμπέρι μαύρο, άφησε στην πλάτη της,
πάτησε το αχ στο σκαλοπάτι της,
παράδεισους την είδα να σκουπίζει,
ανέμους με μια σκούπα να σκορπίζει!

Προσπάθησε να φύγει για τον Άδη,
κατηφορίζοντας  σ΄ ένα πηγάδι,
εκεί που πίστευε πως οι Αγγέλοι,
με ζάχαρη ζούνε και άγριο μέλι!

Και μια Αυγούλα, μια κακή γειτόνισσα,
της είπε με οργή πως: «είσαι φόνισσα»
Τα βήματα την πήγανε στην θάλασσα,
εκεί που τις φτερούγες της τις άπλωσα.

Τις πήρα υγρές, στεγνώσαν και σου χάρισα
αυτό το αχ, που πάτησε μια μάγισσα.
Στα σύννεφα  σαν άγγελοι ανθίσανε
και μυρωδιές στον κόσμο μας σκορπίσανε.


**

 ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ


Θα βρεθούμε στην γη που μας γέννησε.
Ωχ αδέλφια η ώρα μας φτάνει.
Κάποιον χρόνο το μάτι ατένιζε
μια γροθιά υψωμένη, στεφάνι.

Θα βρεθούμε στις γούβες που πίναμε,
το καθάριο νερό που κυλούσε,
με τις χούφτες εμείς σας  το δίναμε,
με ψιθύρους σε μας τραγουδούσε.

Στις αυλές θα βρεθούμε που ζήσαμε,
στα σοκάκια που οι μνήμες χορεύουν,
στους χωμάτινους πύργους που στήσαμε
και οι θρόνοι, αδειανοί μας γυρεύουν.


**




ΕΨΑΧΝΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ

Διάλογος.....

Πατέρα

Έψαχνα μια πατρίδα, στο μέσο  του ανέμου,
σε μίσχους ηλιαχτίδας, πατρίδα είδα καλέ μου!
Ανοίγω πόρτα και πατώ, το μουχλιασμένο χώμα.
Είναι πατρίδα; Ή θαρρώ, ένα κορμί σε κώμα;

Γιέ μου

Άνοιξε το παράθυρο, ένα κρινάκι ανθίζει,
κι ένα μικρό αετόπουλο, δίπλα σου πεταρίζει.
Με πόνο όλα τα μάζεψα, σε μια αγκαλιά. Ελπίζω.
Βουνά, πεδιάδες και νερά, Πατρίδα είναι νομίζω.

Πατέρα

Δες στο μυστρί ξεράθηκε, όλο το βιός που χτίζω,
μπήγω το όνειρο στην γη, πατρίδα δεν καρπίζω.
Και το κορμί που λύγισε, απ΄ τα όπλα μου στον ώμο,
φωνή όμως μάνας σίγησε, μα μ΄ οδηγεί στον δρόμο.

Κάθε τριγύρω που πατώ, ήλιος και καταιγίδα,
ξένη πατρίδα π΄ αγαπώ, η πέτρινη πατρίδα.

Γιε μου

Όλοι οι ανθοί που φύτεψες, σαν άνοιγες θεμέλια,
ρίζες οι λέξεις π΄ αγαπάς, φυτρώνουν Ευαγγέλια!
Σ΄ αφήνω γη κι έναν  θεό, εκτός αυτών ουκ είδα,
όπου ανάσες για να ζεις, είναι μικρή πατρίδα.

Όμως αυτή που άφησες, χρίζει το ριζικό σου,
κάθε σου δάκρυ και καημός, στον αναστεναγμό σου!



Πατέρα

Πήρα την γη που μου δωκες, την έπλασα προζύμι
και στην καρδιάς την πυροστιά, άπλωσα μια γαλήνη.
Ένωσα δρόμους, ποταμούς, μπόλιασα την ελπίδα,
βήμα στο βήμα έλιωσα μα βρήκα την πατρίδα!

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα, αφιερωμένη στην πατρίδα του το Στρυμονικό Σερρών


ΟΣΟ ΔΙΑΡΚΟΥΣΕ Η ΞΕΝΙΤΕΙΑ

Την έσυραν χιλιόμετρα μακριά
αιχμάλωτη της ξενιτιάς
και μιας Άνοιξης που την περίμενε χρόνια.
Από το γκρίζο πέτρινο σπίτι,
το μάτι του παιδιού έβλεπε τα χελιδόνια.
Δεν ήθελε να ξανάρθουν καμία Άνοιξη.

Την βάλανε γυμνή μπροστά στους δικαστές,
με τις άσπρες ρόμπες.
Θόλωσε για μια στιγμή
(τόσες δεκάδες παιδάκια σαν δικαστές)
Της κοίταξαν τα δόντια,
τα πόδια
και (αλλοίμονο) τα χέρια.
Ποιος θα έπαιρνε εργάτη χωρίς χέρια.

Το μόνο που δεν ζήτησαν ήταν να μιλήσει.
Την φωνή της δεν την άκουσε κανείς.
Την έκλεισε μέσα στα γράμματα της Άνοιξης
κι απλώθηκε στους χρόνους της ένα χειμώνας,
σαν σημαία στο πέτρινο σπίτι.

Τα χελιδόνια δεν ήρθαν όσο διαρκούσε η ξενιτιά.
Η Άνοιξη φευγαλέα,
μια ηλιαχτίδα
κι ύστερα ανάσα της
μέσα στην ανάσα του κόσμου.
Λίγο νερό, λίγο χώμα,
αυτό ήταν το τραπέζι της.
Λίγο νερό και λίγο χώμα.

Το χέρι του παιδιού που ζητούσε,
μ΄ ένα σπαθί το έκοψαν.
Ήταν άσκεφτο αυτό που πίστευε είπαν.
Ζητιάνευε την Άνοιξη.

Κι οι δικαστές;
Αχ αυτοί οι δικαστές
άλλαξαν τις ρόμπες τους
και χρόνια τώρα φορούν τα μαύρα
και κρατούν τα γρανάζια των εποχών.
«Πότε θα αλλάξει τούτο;
Δεν θα το μάθει ποτέ της » ψέλλισε.



**


ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ


Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.

Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανάμετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.

Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού,
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»

(η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές)

Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του,
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.

Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: ήταν το θέλημά της.

Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους.

Ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.

Τον πήρε και κείνον ο ύπνος.




**


ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΑΝΟΙΞΗΣ


Δεν ξέρω ποιο λόγο να γράψω πρώτα, αλλά σίγουρα γνωρίζω την κερασιά στο περιβόλι και το βουητό το ψάλτη από την εκκλησιά του Αγίου Αντωνίου. Μια κερασιά που γράφει.

Ακόμα και τώρα πριν από την πρόταση, η καμπάνα της Εκκλησιάς οδηγεί τα βήματα ενός μολυβιού, σ΄ ένα ξεχασμένο τετράδιο. Το σεντούκι φούσκωσε από μνήμες. 

Η μάνα πάντα κοιτάζει από το παράθυρο την κατηφόρα του Τσάλτεπε, μην δεν φανεί ο πατέρας. Ο φόβος την κρατά στην ζωή και την απομακρύνει.

Κοντά στον τοίχο και στην βρύση που στάζει έχουν σύναξη οι βάτραχοι του ξεροπόταμου και οι μέλισσες του κάμπου. Μπουχτίσαμε από μέλισσες που δεν τσιμπάνε.

Και με παίρνει ο ύπνος με το μολύβι στο χέρι, την κερασιά να γελάει, το σεντούκι ν΄ ανοίγει, να κοάζουν οι βάτραχοι κι μέλισσες και πάλι δεν τσιμπάνε.

Ο ήχος από την σκουριασμένη ρόδα του κάρου ακούστηκε. Ο πατέρας φάνηκε και ένας αέρας μυριστικός φύσηξε και άνοιξε το παράθυρο. Η μάνα χαμογελά. Σαν γυναίκα.


το βιβλίο κυκλοφορεί δωρεάν στην διεύθυνση: https://www.ebooks4greeks.gr/kserw-ena-topo

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Εμείς και τα σκυλιά στο Στρυμονικό

 


 

γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

 

   


Εμείς που βρισκόμαστε στην ηλικία των 55 και άνω και ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια, τις προεφηβικές ηλικίες των 10 ετών, στις δεκαετίες των 70 και 80, μέσα σε ένα λασποτόπι, θυμόμαστε ακόμα τη σχέση μας με τα σκυλιά στο Στρυμονικό, είτε αυτά ήταν τσομπανόσκυλα, είτε αδέσποτα.

   Την εποχή εκείνη ακόμα δεν είχε βγει το διάταγμα που καθόριζε την «έξωση» των κτηνοτροφικών μονάδων, δηλαδή τις μάντρες, τα «μαντριά» από τις αυλές κυρίως των σπιτιών και των γειτονιών. Οι δρόμοι από τους οποίους  περνούσαν τα κοπάδια κάθε πρωί και απόγευμα βούλιαζαν από τους τόνους κοπριάς και όταν έβρεχε τα λήμματα έτρεχαν ανεξέλεγκτα στους δρόμους. Βρωμιά και δυσωδία καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Η ζωή ανυπόφορη!

    Μέσα σε αυτό το τοπίο και τα αδέσποτα σκυλιά. Δεκάδες να βρίσκονται σε όλους τους δρόμους του Στρυμονικού χωρίς να υπάρχει καμιά πολιτική για τον περιορισμό τους. Τα περισσότερα αδέσποτα προκαλούσαν φόβο στους περαστικούς και τα μικρά παιδιά που συχνά – πυκνά άκουγαν τις παραινέσεις των γονιών τους να αποφεύγουν συγκεκριμένους δρόμους. Σε αυτό το σκηνικό προσθέταμε και τα τσομπανόσκυλα και τα αγκαθωτά κολάρα στους λαιμούς τους για την προστασία των κοπαδιών από τους λύκους. Συνήθως τα τσομπανόσκυλα ήταν απολύτως φιλικά προς όλους μας αλλά ποτέ κανείς δεν μας μάθαινε πως πραγματικά να τα πλησιάζουμε. Οι γονείς μας υπολείπονταν σε γνώσεις, οι ιδιοκτήτες τους θεωρούσαν απόλυτα φυσικό ότι εμείς ξέραμε τους τρόπους προσέγγισης. Μάλλον οι μόνοι που το γνώριζαν ήταν τα τσομπανόσκυλα αλλά δεν μπορούσαν να μας μιλήσουν. Το πλησίασμά τους μας φόβιζε, μας τρόμαζε και σε κάθε περίπτωση προσπαθούσαμε να τα αποφύγουμε.

   Πολλοί συμμαθητές μου, φίλοι έβλεπα ότι φέρονταν βάναυσα, σκληρά ειδικά στα αδέσποτα. Τα κυνηγούσαν, τα κλωτσούσαν, τα πετούσαν πέτρες, τα χτυπούσαν με ξύλα. Τους δηλητηρίαζαν. Πραγματικά ένα ανοικτό κολαστήριο, ένα χωριό σε μάχη.

   Τα πράγματα αργότερα αλλάξανε. Τα «μαντριά» απομακρύνθηκαν από τις γειτονιές, φύγανε και τα τσομπανόσκυλα όπως και τα αδέσποτα. Η κοινωνία στο Στρυμονικό άλλαξε, όπως άλλαξαν και οι άνθρωποί του. Οι συμπεριφορές τους απέναντι στους σκύλους βελτιώθηκε μέρα μα τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο. Οικογένειες υιοθέτησαν σκύλους, δέθηκαν μαζί τους και αναγνωρίστηκε η συμμετοχή τους στη κοινωνία των ανθρώπων. Σεβασμός. Όλοι όμως άλλαξαν; Όχι προφανώς καθώς διαβάζω συνεχώς για καταγγελίες για βασανιστήρια και θανατώσεις σκύλων. Για δολοφονίες δηλαδή. Διότι η θανάτωση ενός ζώου με οποιοδήποτε τρόπο δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια δολοφονία. Και σε ένα μικρό τόπο όπως αυτόν στο Στρυμονικό είναι αρκετά δύσκολο να μην είναι γνωστοί οι δολοφόνοι, οι δράστες τέτοιων πράξεων και να παραμένουν κρυφοί και ασύλληπτοι.

    Διαβάζω τις ανησυχίες πολλών συγχωριανών, διαβάζω τις οργισμένες δηλώσεις τους και τις συμμερίζομαι. Ελπίζω πως η έλλειψη παιδείας που μας χαρακτήριζε να μην συνεχιστεί στο παρόν και στο μέλλον. Τα ζώα είναι δίπλα μας, ζούνε μαζί μας, μας προσφέρουν  τα πάντα και εμείς οφείλουμε πολλά σε αυτά. Ας τα σεβόμαστε, ας μην τα φοβόμαστε.  

Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Όνειρο ήτανε ... του Δημητρίου Γκόγκα

 


 



 

    Είχε αφήσει τις κόκκινες φράουλες, μέσα σε ένα πλαστικό καλάθι στην άκρη του ξύλινου τραπεζιού της κουζίνας. Τις είχε πάρει από απλή συνήθεια. Δεν έτρωγε πολλά φρούτα. Συνήθως τα αγόραζε από την λαϊκή της Λάρνακας, τα άφηνε να στολίζουν τα τραπέζια του σπιτιού της και ύστερα λίγο πριν χαλάσουν και αναδεύσουν την άσχημη μυρωδιά της σαπίλας τα πετούσε στο καλάθι των σκουπιδιών.

   Ανοίγοντας την πόρτα του μικρού της σπιτιού, στην άκρη της πόλης θυμήθηκε τον άγνωστο φίλο που γνώρισε στις αλυκές. Τον είχε δει πολλές φορές και μόλις χθες τόλμησε να σταματήσει και να του μιλήσει. Διέφερε τόσο πολύ από τους υπόλοιπους άνδρες της ζωής της. Είχε γνωρίσει πολλούς. Άνδρες που ήθελαν την παρέα της, για μία νύχτα μονάχα. Άνδρες που πλήρωναν για τον έρωτά της, πίσω από τις σκιές των δένδρων, τα αχνά φώτα των πάρκων, των έρημων δρόμων της πόλης, του μεγάλου αλσυλλίου δίπλα από το κεντρικό ταχυδρομείο της πόλης.  Αυτός όμως δεν της ζήτησε τίποτα. Έκατσε απέναντί της, την κοίταξε μέσα στα μάτια της και κατάλαβε την προσπάθειά του, να βυθιστεί στον ωκεανό της. Της άρεσε αυτό. Πρώτη φορά, σκίρτησε στο βλέμμα ενός άνδρα, στην επιθυμία του ομιλητή να ανακαλύψει κρυμμένους θησαυρούς μέσα στα πνιγηρά λόγια της. Αναρωτήθηκε αν είχε τέτοιους θησαυρούς. Όλοι οι άνθρωποι έχουν, σκέφτηκε.

   Μετά την αποφυλάκισή της, γύρισε στο μικρό σπιτάκι στην άκρη της πόλης. Η Λάρνακα δεν είχε αλλάξει καθόλου. Η μόνη αλλαγή που βρήκε, ήταν η απουσία της γιαγιά της. Ο ξαφνικός θάνατός της ήταν, το δυνατότερο χτύπημα που είχε αισθανθεί στην ζωή της. Ούτε η εισβολή των μισητών εχθρών από τον βορρά, ούτε η συμπεριφορά των ανδρών της νεοσύστατης αστυνομίας, την είχαν πονέσει τόσο πολύ, ούτε η αιχμαλώτισή της από την ομάδα προστασίας της ηθικής της κοινωνίας. Το σπίτι κλειδωμένο, έρημο χορταριασμένο. Θυμήθηκε την ώρα που άνοιγε την ριζωμένη αυλόπορτα και ήρθαν στα πόδια της οι άσπρες γάτες της γιαγιάς Της έγλυφαν τα μαύρα στενά γοβάκια, προίκα από τη φυλακή, περιμένοντας με ανυπομονησία τροφή, νοσταλγώντας τα τσίγκινα πιατάκια της γιαγιάς που γέμιζαν γάλα, ψωμί, αποφάγια και κόκαλα ψαριών, πίσω από τον φούρνο της αυλής. Τις χάιδεψε και τις άφησε να πάνε στο καλό. Αυτές σαν να είχαν νιώσει της ανάγκη της μοναξιάς, έκαμαν ένα μικρό γύρο και πλάγιασαν στο σπασμένο πλατύσκαλο. Ζάρωσαν στα μπροστινά τους πόδια και βούλιαξαν στην βρώμικη γούνα τους. Σκέφτηκε να τις πλένει στη βρύση της αυλής αλλά γρήγορα προσπέρασε αυτή την σκέψη. Άλλα είχε βαθειά μέσα στο μυαλό της.

    Γδύθηκε και μπήκε στα μπάνιο. Το νερό, της φάνηκε γλυφό μα δεν την αποθάρρυνε. Λούστηκε με σχολαστικότητα. Κάθε φορά που έμπαινε κάτω από το νερό αυτό έκανε. Ήθελε να διώξει όλες τις μυρωδιές της φυλακής από πάνω της. Τα χνώτα όλων των ανδρών που την φίλησαν. «Ποτέ πια» αναφώνησε. Έκλεισε τα μάτια, βυθίστηκε στις σκέψεις της, έπλυνε και τα δάκρυα που κύλησαν στα κόκκινα μάγουλά της. Τυλίχτηκε με την μεγάλη άσπρη πετσέτα και στηρίχτηκε στο μπράτσο της ξύλινης καρέκλας στην κουζίνα. Τα πράγματα πήγαιναν τώρα καλά. Η προσωρινή δουλειά που βρήκε της έδινε έναν αξιοπρεπή μισθό. Πωλήτρια σε ένα κατάστημα ρούχων. Οκτώ με δέκα ώρες εργασίας που ξεκινούσε στις εννέα και έληγε πότε στις πέντε το απόγευμα και άλλες φορές στις έξι. Το αφεντικό, ένας εργένης σαραντάρης την προσέλαβε με την πρώτη συνέντευξη. Δεν του στάθηκε τροχοπέδη το πέρασμά της από την φυλακή. Το αντίθετο. Το εξέλαβε σαν πείρα πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις.

     Είχε πάει δώδεκα. Μεσάνυχτα. Ο ουρανός ήταν κατάλευκος. Η περιοχή είχε σκεπαστεί από το λευκότερο στρώμα σύννεφων, που είχε δει ποτέ στην ζωή της. Απουσίαζαν όλα τα άστρα. Σαν ένα σβηστήρι να έκανε μια κίνηση και να τα έδιωξε όλα. Δεν θα αργούσε να χιονίσει, σκέφτηκε.  «Μα ήταν Αύγουστος μήνας» αναρωτήθηκε. Δεν ήταν δυνατόν να συμβεί αυτό. Οι πληροφορίες των ειδικών γνώριζε πως ήταν αντικρουόμενες. Οι θερμοκρασίες ήταν υψηλές και τίποτα δεν προδίκαζε κάτι τέτοιο. Όμως τα άσπρα σύννεφα, είχαν τυλίξει τον ουρανό της πόλης εδώ και λίγες ημέρες. Είχαν στρογγυλοκαθίσει και δεν έλεγαν να φύγουν. Άνοιξε το παραθύρι της, την στιγμή που είχε αρχίσει να χιονίζει. Πυκνό άσπρο χιόνι έπεφτε ως εκεί που έφτανε η ματιά της. Δεν μπορούσε να δει καλά μέσα από το σκοτάδι, όμως τα φώτα της πόλης φανέρωναν το αξιοπερίεργο. «Χιόνι, μάνα χιονίζει» βγήκε μια κραυγή από μέσα της, μα μόνο τα νιαουρίσματα από τις γάτες της αποκρίθηκαν.

     Βγήκε ξυπόλυτη στους άδειους δρόμους. Κατηφόρισε προς τις αλυκές, μέσα από τα στενά χωμάτινα μονοπάτια. Πήρε το γνώριμό της μονοπάτι, αντικρίζοντας σκιές  ζευγαριών να φιλιούνται και να αγαπιόνται με πάθος. Προσπερνούσε το πλήθος, που όσο προχωρούσε γινότανε μεγαλύτερο. Άκουγε φωνές, αλαλαγμούς,  κλάματα και φωνές απόγνωσης γυναικών. Εκεί στο βάθος, στο ξέφωτο,  που φώτιζαν φακοί και φανάρια, διέκρινε το βαμμένο κόκκινο αλάτι. Στην μέση του κύκλου που σχημάτιζε το πλήθος, μια μικρή ανθρώπινη φιγούρα, κείτονταν άψυχη. «Ένα κοπελούδι θα ήτανε ή ένα κοράσι; Δεν θα ήτανε ούτε είκοσι χρονών» αναρωτήθηκε. Σαν πλησίασε ακόμα πιο κοντά, από περιέργεια, διέκρινε πολύ καλά την ανδρική φύση. Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο, να κρύψει τη ντροπή που ένοιωσε η ίδια. «Ίσως να ήτανε φαντάρος» Η νεότητά του κορμιού του αυτό μηνούσε, ήταν και απέναντι από το στρατόπεδο των αλυκών. Κάποιοι σκεπάσανε την γύμνια του με ότι ρούχα έβγαζαν από πάνω τους και άλλοι τα περίεργα άσπρα λεπτά, γεμάτα πούπουλα ποδαράκια του.

   «Είναι μεγάλος, πελώριος κύκνος που ήθελε να γίνει άνθρωπος». Έτσι είχαν αρχίσει να ψιθυρίζουν οι περισσότεροι. «Όχι» είπε κάποιος άλλος «ήτανε νέος άνθρωπος που ήθελε να γίνει φλαμίνγκο». Κάποιοι χαμογέλασαν. Άλλοι γέλασαν με την καρδιά τους. Μόλις έφτασε το πρώτο εύκαιρο κάρο της περιοχής, φόρτωσαν το άτυχο παλληκάρι να το πάνε στο νοσοκομείο. Άδειασε με μιας η αλυκή.

     Έμεινε μόνη και έρημη. Σκεπασμένη από το σκοτάδι, έριξε και μια εσάρπα στους ώμους. Αισθάνθηκε να φεύγει λίγο το ρίγος που σκόρπιζαν οι πυκνές νιφάδες. Το χιόνι άσπρο συνέχιζε να πέφτει και να σκεπάζει το βαμμένο αλάτι και το μικροκαμωμένο κουφάρι, πάνω στο κάρο που απομακρυνόταν μέσα στα άσπρα σύννεφα. Άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του και αισθάνθηκε μια ζεστασιά να ριγώνει το κορμί της. Έτρεξε σαν παλαβή πίσω από το κάρο, το πρόλαβε όρμηξε πάνω του, τράβηξε με τρόμο το ρούχο που σκέπαζε το πρόσωπο του νεαρού και θέλησε να ουρλιάξει. Μπροστά της πετάχτηκαν εικόνες από το παρελθόν, η μάνα που χάθηκε το εβδομήντα τέσσερα, ο αγνοούμενος αδελφός, η γιαγιά που την μεγάλωσε, ο φύλακας άγγελός της. Βγήκε με μιας έξω από το δωμάτιο, αντίκρισε τον ήλιο και την τυφλώθηκε από το φως του.

    Πετάχτηκε, ιδρωμένη από το κρεβάτι και κοίταξε γύρω της. Είχε αποκοιμηθεί στη άκρη του. Τυλίχτηκε, με το σεντόνι και ζάρωσε. Όνειρο ήτανε σκέφτηκε, όνειρο.

   Από την άλλη μέρα οι πληροφορίες για δεκάδες νεκρούς νεαρούς άνδρες που ξέβραζε η αλυκή σόκαραν τη κλειστή κοινωνία της πόλης. Όλοι είχαν την ίδια όψη, σα νεαροί κύκνοι ή σαν πελώρια φλαμίνγκο. Οι αρχές της πόλης είχαν απαγορεύσει την πρόσβαση των κατοίκων στις αλυκές και είχαν στήσει προστατευτική περίμετρο. Ένας πρόχειρος καταυλισμός με στρατιωτικές σκηνές, έλαβε χώρα, όπου επιστήμονες συνεπικουρούμενοι από νεαρούς ειδικευόμενους ιατρούς προσπαθούσαν να δώσουν λύση στο ομολογουμένως περίεργο φαινόμενο. Η πολιτική ηγεσία της χώρας αντιδρούσε σπασμωδικά και οι εξηγήσεις που δίνονταν ήταν τελείως ανεπαρκείς. Τα ευρήματα αναλύονταν με πολύ δυσκολία και οι εξετάσεις άλλοτε κατεύθυναν τους επιστήμονες προς το βασίλειο των πτηνών και άλλοτε προς αυτό των νεκρών ανθρώπων.

  

   Εκείνη ακολούθησε τη γνωστή διαδρομή, το χωμάτινο μονοπάτι. Ένας τεράστιος αυγουστιάτικος ήλιος πύρωνε. Περίεργο που καθώς περνούσε τις διαχωριστικές κόκκινες γραμμές της ασφάλειας κανένας δεν την σταμάτησε. Ούτε καν της ζητήσανε εξηγήσεις. «Από εδώ, περάστε από εδώ, στην τρίτη σκηνή δεξιά, θέλουμε να αναγνωρίσετε εάν είναι δικός σας ο νεκρός» Με βήματα, σταθερά, όχι ιδιαίτερα αργά, κρατώντας ένα πλαστικό κύπελλο με τσάι που της προσφέρανε, μπήκε στη σκηνή. Σ΄ ένα χειρουργικό τραπέζι ήταν αφημένο ένα νεκρό φλαμίνγκο. Έτσι τουλάχιστον της φάνηκε. «Θα σας παρακαλούσαμε να προσέξετε καλά» και ένας νοσοκόμος ξεσκέπασε το πάνω μέρος του κουφαριού. Πάγωσε, πάλι είχε αρχίσει να χιονίζει. Το αισθανότανε. Ζήτησε μια κουβέρτα. Κρύωνε. Μπροστά της είχε τον νεκρό αγνοούμενο αδελφό της. «Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε δεσποινίς, το φαινόμενο, αλλά όλα τα νεκρά φλαμίνγκο που περιμαζέψαμε δεν είναι άλλοι παρά οι αγνοούμενοι της εισβολής. Είναι συγγενής σας; Στο λαιμό του κρεμόταν ένα φυλαχτό με το όνομά και τη διεύθυνσή του. Έτσι σας καλέσαμε». Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και ρώτησε εάν μπορεί να πάρει το νεκρό αδελφό της για να το θάψει. Της αρνηθήκανε λέγοντας ότι αυτό θα συμβεί όταν ολοκληρωθούν οι επιστημονικές έρευνες. Μέχρι τότε της ζητήσανε να είναι στη διάθεσή τους ώστε εάν χρειαζότανε πρόσθετες πληροφορίες να τις έχουνε.

 

    Τους ευχαρίστησε και άρχισε να απομακρύνεται. Και πάλι το βήμα της ήταν σταθερό, όχι ιδιαίτερα αργό. Καθώς πλησίαζε στο μικρό σπίτι της, το χιόνι καταμεσής του καλοκαιριού συνέχιζε να πέφτει μόνο πάνω από αυτή. Μονάχα πάνω από το σπίτι της. Δεν ήξερε τι να υποθέσει. Η παγωνιά ήταν η δική της νέα κόλαση ή ο ήλιος που άφησε στις αλυκές ήταν ο παράδεισος του νεκρού αγνοούμενου αδελφού της;

Ο Θάνατος ενός ασήμαντου αγρότη

 


Πόσο ασήμαντος θάνατος μπορεί να είναι, το τέλος ενός ασήμαντου ζευγολάτη, ενός δουλευτή της γης, παρά όσο ένα ψίθυρος στο αυτί ενός δάσους, ένα θρόισμα ανέμου την ώρα που μάζευε τα στάχυα στο χωράφι και η τσουγκράνα υψωνόταν με θυμό προς τα ουράνια. 

Από μικρό παιδί πότε τρυπούσε τη γη μ΄ ένα ξύλινο σουβλί και έριχνε το σπόρο μέσα της και πότε κρατούσε μια γκλίτσα στο χέρι παρέα μ΄ ένα κοπάδι προβάτων δίπλα από το Στρυμόνα. Πάντα εκεί οδηγούσε το μονοπάτι του ξεροπόταμου.
 
Η μοίρα του όμως,  ήταν προδιαγραμμένη σε κάποιο περίεργο κιτάπι, σαν εκείνα των μπακάληδων που πλούτιζαν με τις υπερτιμολογήσεις. Η ζωή του τέθηκε στα χέρια του θεού,  ένα δροσερό απόγευμα,  καθώς ο πόνος δίπλωνε τις άκρες των δακτύλων. Λες και τα δάκτυλα, του έδειχναν τον δρόμο του αιώνιου αποχωρισμού.
 
Την εξόδιο ακολουθία τίμησαν οι ψίθυροι που πλήγωναν, τα θρο-ί-σματα που ρίγωναν κι όλες οι αγαπημένες του ασημαντότητες. Τα ζώα που σιώπησαν, οι χωμάτινοι σβόλοι που διέλυε,  η αυλή του που λάσπωνε.
 
Κι όσο περπατά κανείς, χρόνια τώρα σε κείνο το μονοπάτι, αν είναι κι αυτός ασήμαντος –έτσι τουλάχιστον λένε οι σοφοί-  μπορεί να ακούσει τη κραυγή ενός σπόρου που σαν ψάρι ψάχνει στη στεριά τη δική του λίμνη.