Τρίτη 25 Μαΐου 2021

ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ : Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα (απόσπασμα)


ΑΝΑΣΕΣ
από την Καμπούλ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Α. ΓΚΟΓΚΑ


ΠΟΙΗΣΗ



ΛΑΡΝΑΚΑ 2020



**

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Α. ΓΚΟΓΚΑ

ΑΝΑΣΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΜΠΟΥΛ



ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Στα τραύματα του κόσμου που γίνονται πηγές ειρήνης






ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

**

ISBN: 978-9925-7392-9-5 
Τίτλος:  ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ
Συγγραφέας: Δημήτριος Γκόγκας
Ημερομηνία Έκδοσης:
e-mail επικοινωνίας: dimitriosgogas2991964@yahoo.com
Copyright 2015 © Δημήτριος Γκόγκας

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιοδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, ή  η μετάδοση του βιβλίου ή μέρους του με οποιοδήποτε μέσο και σε οποιαδήποτε μορφή με τη γραπτή συγκατάθεση του συγγραφέα

Κάθε γνήσιο αντίγραφο θεωρείται ότι φέρει την υπογραφή του ποιητή

**

Στο γιο μου Αντώνη

Στη γυναίκα μου Στρατούλα 

**

 Πρόλογος

     Το σωτήριο έτος 2002 είχαμε υποβάλλει στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, μεγάλος αριθμός στρατιωτικών, αιτήσεις προκειμένου να επανδρώσουμε ένα λόχο μηχανικού που θα εκτελούσε βοηθητικές εργασίες στα πλαίσια μιας Ειρηνευτικής αποστολής της Διεθνούς Κοινότητας, στην περιοχή της πρωτεύουσας του Αφγανιστάν, την Καμπούλ. Την χρονιά εκείνη το Αφγανιστάν προσπαθώντας να επανακάμψει από την δεκαετή κατοχή των Ρώσων και να απαλλαγεί από την δυναστική συμπεριφορά των Ταλιμπάν, φέρεται να δέχεται την βοήθεια του Δυτικού Κόσμου.
   Αρχές Νοεμβρίου μεταφερθήκαμε με στρατιωτικό αεροπλάνο C-130,  μέσω των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και μία στάση στο Πακιστάν, στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν: Καμπούλ. Εκεί μας περίμεναν οι συνάδελφοι προηγούμενων αποστολών και κάτω από δυνατή βροχή, μετακινηθήκαμε στο στρατόπεδο που είχε διαμορφωθεί κατάλληλα για τους λόχους, ορισμένων από τα κράτη που απάρτιζαν την ειρηνευτική δύναμη. Πιο συγκεκριμένα στο στρατόπεδο που έδρευε η Ελληνική δύναμη, υπήρχαν Ιταλικές δυνάμεις (που ασκούσαν και την διοίκηση του λόχου), Ισπανοί, Ολλανδοί και Δανοί.
   Το κτίριο της ελληνικής δύναμης, ένα από τα πλέον κατατρυπημένα από σφαίρες και όλμους κτίρια εκείνου του στρατοπέδου, που όπως μάθαμε αργότερα υπήρξε Ρωσική Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών, ήταν το δεύτερο αριστερά μετά την είσοδο και πίσω από το κτίριο με τους κοιτώνες των Ιταλών. Είχε διαμορφωθεί κατάλληλα, αλλά ακόμα δεν ικανοποιούσε απόλυτα τις ανάγκες διαβίωσης του προσωπικού. Το πρώτο μέλημα του λόχου ήταν αυτό. Έτσι όταν ανέλαβε ο νέος Διοικητής και επαναπατρίστηκε το προηγούμενο τμήμα συναδέλφων που είχε ολοκληρώσει την αποστολή του, ο στόχος του ήταν να δημιουργήσει ξεχωριστά δωμάτια για τους αξιωματικούς, θαλάμους που θα στέγαζαν τουλάχιστον 8 οπλίτες και ξεχωριστό δωμάτιο για τον ίδιο και τους αξιωματικούς- διοικητές των διμοιριών. Η προσπάθεια του ευοδώθηκε και σε λιγότερο από ένα μήνα, εκμεταλλευόμενες τις ξυλουργικές δεξιότητες ορισμένων αξ-κών και οπλιτών, το έργο τελείωσε. Το κτίριο της Ελληνικής αποστολής εκτός του Γραφείου του Διοικητού και των επιτελών, των θαλάμων, του Ιατρείου, διέθετε μια υποτυπώδη Εκκλησία, που χρησίμευε και ως καταφύγιο στις περιπτώσεις που δίνονταν συναγερμός λόγω επιθέσεων των Ταλιμπάν και γυμναστήριο που όμως το σύνολο των οργάνων του ήταν κατεστραμμένα. Αργότερα και μετά από δική μου παρέμβαση δημιουργήθηκε μια βιβλιοθήκη. Εκεί τοποθετήθηκαν όλα τα βιβλία που βρέθηκαν σε διάφορες γωνιές του κτιρίου πεταμένα (το πιθανότερο από προηγούμενους συναδέλφους) αλλά και βιβλία που έφεραν μαζί τους κάποιοι και θεώρησαν ότι θα ήταν πιο χρήσιμα εάν τα τοποθετούσαν στα ράφια της βιβλιοθήκης. Διαχειριστής δεν υπήρχε, αλλά μονάχα ένα σημειωματάριο όπου ο καθένας έπρεπε να γράφει το ονοματεπώνυμό του όταν χρεωνότανε ένα  βιβλίο. Το σημειωματάριο το είδα λίγο πριν φύγω άδειο από ονόματα. Ο μοναδικός επισκέπτης της βιβλιοθήκης ήμουν εγώ, όχι γιατί διάβαζα συνεχώς αλλά γιατί ήταν ο μοναδικός χώρος του κτιρίου, που θα μπορούσε κανείς να βρει περισσότερη ησυχία και να ηρεμήσει από τους δυνατούς ρυθμούς της αποστολής. Εξάλλου σε τέτοιου είδους αποστολές, οι άνδρες εύρισκαν περισσότερη ευχαρίστηση στην θέαση ασέμνων μεταμεσονύκτιων ταινιών, παρά στην ανάγνωση μυθιστορημάτων και ποιήσεων. Κάποια στιγμή περί τα μέσα του Δεκέμβρη του 2002 ο Διοικητής «κατάλαβε» ότι η δημιουργία της βιβλιοθήκης δεν ήταν καλή ιδέα αφού δεν εξυπηρετούσε το σύνολο των ανδρών (η αλήθεια ήταν ότι εξυπηρετούσε μόνο εμένα) και εξέφρασε την άποψη ότι θα έπρεπε να δημιουργηθεί στην θέση της κάτι άλλο. Έπεσαν κάποιες ιδέες στο τραπέζι των συγκεντρώσεων αλλά δυστυχώς καμία δεν άρεσε. Ο Διοικητής δεν πρόλαβε να υλοποιήσει την σκέψη τους καθ΄ όσον τον Ιανουάριο του επόμενου έτους επαναπατρίστηκε. Η βιβλιοθήκη παρέμεινε για μένα ένα ησυχαστήριο, μέχρι και την ημέρα που αποχαιρετούσα την Καμπούλ.
    Εκεί, στα πρόχειρα τραπέζια που είχαν στηθεί με τις ξύλινες καρέκλες, γράφτηκαν τα ποιήματα που ακολουθούν στις επόμενες σελίδες. Προσπαθούσα συνεχώς να απομνημονεύσω εικόνες από τις συχνές περιπόλους στην πόλη της Καμπούλ, από τις μετακινήσεις μας στο πεδίο βολής, από τις μικρές εξόδους στους δρόμους της μεγαλούπολης, με τους αργούς ρυθμούς, τους μεγάλους δρόμους, τα τραυματισμένα κτίρια από τους όλμους και τις σφαίρες, τις γυναίκες με τις μπούρκες και τα αξύριστα πρόσωπα των Αφγανών με την ανυπόφορη μυρωδιά της τσίκνας που ανέδυαν τα σώματά τους. Είχα πάντα την αίσθηση ότι όλη η βασανισμένη Καμπούλ μύριζε σαν ένα τεράστιο αποχωρητήριο.
     Κατά την εκτέλεση των υπηρεσιών μας, πραγματοποιούσαμε ατελείωτες διαδρομές, περνώντας μέσα από εκτάσεις ναρκοθετημένες, από της υψίστης ασφαλείας φυλακές στα περίχωρα της Καμπούλ, από τους επιβλητικούς υψικαμίνους όπου κατασκευάζανε τούβλα, από άσχημα χωριά όπου η φτώχεια είχε γίνει ένα με τους ανθρώπους, πλην του γέλιου των μικρών που παρέμεινε και εδώ το ίδιο. Τα ξυπόλητα παιδιά, μας χαιρετούσαν τρέχοντας δίπλα και πίσω από τα τεθωρακισμένα οχήματα, χωρίς την έννοια του κινδύνου αλλά προφανώς συν επαρμένα από εμάς, που μπροστά στα μάτια τους φαντάζαμε ως απρόσκλητοι επισκέπτες από άλλες περιοχές που κρατούσαν ως εγγύηση στα χέρια τους το όπλο και την ειρήνη. Πόσο ψέμα μέσα σε μια εικόνα.
    Ζήσαμε καταστάσεις που κάτω από άλλες συνθήκες ούτε που θα σκεφτόμασταν ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν ή να υπάρξουμε εμείς μέσα σε αυτές. Στο πεδίο βολής, μας πλησίαζαν γέροντες που προσπαθούσαν να πουλήσουν τα παιδιά τους έναντι ενός νομίσματος για ερωτική συνεύρεση, στην αγορά μας κύκλωναν παιδιά με τα χέρια υψωμένα εκλιπαρώντας για ένα ευρώ ή δολάριο, ενώ στον ζωολογικό κήπο εθεάθησαν οι χιμπατζήδες με κομμένες τις μύτες. Όπως μάθαμε αργότερα κάποιοι τις είχαν κόψει για φαγητό!
   Στο γήπεδο ποδοσφαίρου της Καμπούλ, παρακολουθήσαμε το παραδοσιακό παιχνίδι των Αφγανών το Μπούζκασι, όπου δύο ομάδες από καβαλάρηδες, προσπαθούσαν να τοποθετήσουν ένα κουφάρι κατσίκας σε ένα κύκλο στην μέση του γηπέδου. Φυσικά ζωσμένοι με όπλα και αλεξίσφαιρα γιλέκα κάτω από το βλέμμα αδιάφορων και μη Αφγανών πολιτών. Το απόγευμα γυρνούσαμε στο σπίτι μας, στην βάση μας, εκεί που μας περίμενε μια ζεστασιά και μια αόρατη φροντίδα. Ασφάλεια. Η βιβλιοθήκη της ειρηνευτικής δύναμης αποτελούσε ένα μοναδικό καταφύγιο για να βάλω κάτω τις σκέψεις μου και να αριθμώ τις λέξεις σε μια προσπάθεια να αποτυπώσω αυτό που ζούσα, συγκλονισμένος.
     Κάπουκάπου εμφανιζότανε ο διοικητής και από την μικρή πορτούλα ξεμύτιζε ρωτώντας με τι ασχολούμαι. Όταν μετά από πίεση, του είπα ότι γράφω ποίηση, χαμογέλασε πικρά, ένα ειρωνικό μειδίαμα διαγράφηκε στα χείλη του και με καληνύχτισε. Από τότε ποτέ δεν με ενόχλησε και με άφησε να βουτώ κάθε απόγευμα και βράδυ μέσα στους στίχους, τις λέξεις, τα ποιήματα και να μεθώ από το καλό ή κακό δημιούργημα ως αμπελουργός που δοκιμάζει το κρασί και  μέχρι το τελευταίο ποτηράκι, έχει ήδη ζαλιστεί και περιμένει το σιωπητήριο για να κλείσει το μάτι.



**
Τελευταίες ημέρες Σεπτέμβρη,
Αρχές του Οκτώβρη

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Κίτρινο βαθύ Φθινόπωρο
κι ένας άρρωστος Σεπτέμβρης με συμπτώματα γρίπης.
Ενοικιαστήριο προσωρινό πληρώνει η ζωή μου,
σ΄ ένα αρσενικό αφιλόξενο στρατώνα. 
Έστρωσε ατάκτως τα ξεραμένα φύλλα του ο μεθυσμένος μήνας, σκεπάζοντας με το κίτρινο σεντόνι του,
της γης τα εναπομείναντα ζωντανά μέρη.
Κατοίκησε έσχατος και ντροπαλός μέσα μου,
αναπάντεχα και απροσδόκητα.
Μύριζε πρώιμη βροχή, μύριζε και ξαφνικό κρύο.
Χουχούλιασα και ρίγωσα μέσα στα σιδερωμένα χακί.
Τρεις μήνες ενέχυρο, συγχρόνως και η εξόφληση.

Δειλά ο μεστωμένος ήλιος
μεγάλωνε πάνω από τα κουρεμένα κεφάλια μας,
στο αυστηρό πρωινό
κι έπαιρνε αγκομαχώντας την υπέρ ταχεία του χρόνου,
να μπολιάσει στη νοτισμένη δύση της ημέρας τα σπασμένα κομμάτια.
«Σε παρακαλώ» μέσα απ΄ τη παγερή σιωπή
και τ΄ όμοιο σκοτάδι των απογευματινών καψερών ηλιαχτίδων.
Στη βρεγμένη σιωπή,
στα μουδιασμένα χαμόγελα των νιόφερτων ανδρών,
στις πρωινές ώρες του γριπωμένου Σεπτέμβρη.

Έπιανα την βαριά καρδιά μου, μια κρύα φλούδα πεύκου ξεκολλούσε.
Αντίκριζα το ψηλό βουνό,
τόσο μικρό αυτό το βουνό με σκονισμένα κυπαρίσσια.
Η εγκυμονούσα ψυχή μου μια μικρή σημαία που γνώριζε να σωπαίνει.
Πόσες μορφές να πάρει τούτη η σιωπή.
Όσες οι σιωπές τόσοι και οι άνθρωποι.
Μετρούσα την σιωπή της ψυχής
με το δεξί δείκτη υψωμένο κάθετα στα δύο χείλη.
Δεν μπορείς να μιλήσεις.
Δεν έχεις το δικαίωμα, ούτε θα έχεις την ευκαιρία.   
Μετρούσα τα βήματα των άλλων,
διαιρούσα κι έβγαζα τα δικά μου στο πηλίκο.
Επιτραπέζιο παιχνίδι στην αχανή αρένα
καθώς έβλεπα την αλλαγή φρουράς.
Μπροστά σκυφτός ο γέρος Δεκανέας, νέος γερασμένος χρόνος.
Άχρονος διαμελιστής σκοπών, ταχυδρόμος όπλων και φυσιγγίων.
Πέφτανε στάλες, ο σκουριασμένος τσίγκος  τις σιγοντάριζε.
Και πάλι εν δυο, ψηλά το ακούραστο χέρι, ίσιο το ακοίμητο όπλο, δυνατά το σταθερό πόδι.
Γυναίκα απάτη η διαρκής βροχή.
Πάλευε, ερωτοτροπώντας με το ξερό, ουδέτερο χώμα.
Αναζήτηση.

Εγώ, 
το άπλετο στενάχωρο εγώ, στο άνετο εμείς,
περίμενα απ΄ ώρα σε ώρα να σταματήσει
παίρνοντας τον δρόμο της ξενιτειάς
του αποχωρισμού, του Χειμώνα και της Άνοιξης. Τόσο θα διαρκούσε το ταξίδι αυτό στον πακτωλό ποταμό. Οκτώ μήνες και τρεις εποχές.


Πικροδάφνες πότιζαν οι μικρές και μεγάλες στάλες!

Μάνα ορφανή, καλή μου μάνα, πως στέκεσαι έτσι;
Μην καίγεσαι έτσι, κομμένη καλαμιά του κάμπου.

Στην μέση του κύκλου χορεύουν αντάμα,
Ο γκρίζος ουρανός κα ιη ετοιμόγεννη γη.
Μάχονται εντός μου

Κούφιο πικραμύγδαλο η ειρήνη και ένας λάγνος πόλεμος κοχλάζουν μέσα μου. Σύνθεση παράταιρη στα τραπέζια των λαών του κόσμου.
Ξερό, ετοιμόρροπο λαρύγγι να σπάσει.
Μια πλίθινη πηγή από έρημο στην έρημο.
Στέγνωσε από την αιώνια ανομβρία των λέξεων.
Πώς να ξεδιψάσω από το άνυδρο των χρόνων;
Τα αγιάτρευτα ερωτήματα μικτά μουσκεύουνε,
Πέφτουν από τις χαλασμένες ράγες των αρχαίων συρμών.
Οι επιταγές ανεξαργύρωτες με σκουριασμένες άγκυρες
Οπλισμένες περίτρανα και θανάσιμα.

Στενάζουν οι μολυσμένοι κοριοί.
Μικρές παγίδες, αλώνουνε το μισοφαγωμένο στρώμα.

Ο θεός μας έστειλε την φθινοπωρινή καταιγίδα.
Η αποδιωγμένη σιωπή μας, σταμάτησε με το αυστηρό αλτ του Δεκανέα.
Είχε τελειώσει η αλλαγή των δειλινών σκοπών.
Ο ήχος λόξιγκας μιας σταγόνας στο τσίγκο.
Χνώτο ζωγραφιστό πάνω στο λερωμένο τζάμι.
Τα θηκάρια είχαν γεμίσει από λάμες και σκέψεις.
Απλώσαμε τα κουρασμένα σώματα, στα μουχλιασμένα στρώματα, μουχλιάσαμε αμέσως και εμείς.
Το άνετο εμείς και το αγχωμένο εγώ!

Οι αεικίνητες φιγούρες κλαμένων γυναικών ξυπνήσανε,
Μέσα στα χιαστί πλέγματα των στεναγμών και των σιδερένιων κρεβατιών.
Βλέπαμε τους δρόμους της ζωής από δω.
Φταίει η δυνατή βροχή, ο μαύρος βαρύς ουρανός;
Οι φάλτσες ανδρικές φωνές από τους διπλανούς θαλάμους,
Μακρινά μοιρολόγια, μιμήσεις νεκρικών ακολουθιών
Που αψηφούν – λένε υστερικά-τον θάνατο,
Όταν παίρνει τα όνειρά μας στο παρόν και υποδαυλίζει το εμπρός.

Κόπασε επιτέλους η βροχή,
Το χέρι άπλωσε δυο στάλες δροσιά στα κουρεμένα μαλλιά.
Κόπασε και η σιωπή.


 **



1η Νοέμβρη

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Ανεμοδείκτες οι σκέψεις λαχταρούν να φτάσουν στο τέρμα.
Στη άγνωστη Δύση θα κοπεί το νήμα.
Στης ανατολής τα μέρη θα ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο.
Μυστήριο με τη βολίδα έτοιμη να σκάσει εντός των λέξεων.
Θρύψαλα οι φθόγγοι και οι γραφές.  
Θα τουφεκίσουμε τον πόλεμο, γιατί έχουμε έφεση στο Θάνατο, εμείς!
Ο πόλεμος θα πεθάνει μαζί μας!

Και τραγουδώντας και τραγουδώντας, όλοι μαζί,
κάτω από το φως του ουρανού μας. 
Είναι ωραία μέρα να πεθάνει κανείς!

Πανηγύρι ο θάνατος.
Σαν απλώνει το σκεπασμένο με τα δρεπάνι χέρι του
του κλείνουμε πονηρά το μάτι. 
(η καημένη  Καμπούλ ήτανε μακριά ακόμα)

Που ξεκινούν και πάνε; Ρωτάνε περίεργα περιπατητές στα μονοπάτια που διαβαίνουν τις ιτιές και τα κυπαρίσσια,
Τόσα αμούστακα παιδιά και άφοβοι άνδρες;
Στήνει γάμο και χαρά ο  πόλεμος;

Κι αυτός ο πόλεμος;
Τι νεκρική σιγή το πανηγύρι του.
Τι νεκρική σιγή, στο «προσοχή» η σιγή του θανάτου!

Αντίο λοιπόν μην ξεχάσω να πω.
Αντίο δρόμοι,
Που περπάτησα,
Που έκλαψα,
Που πόνεσα.
Αντίο και πάνω σας ξόδεψα
Τόσες πατούσες υποδημάτων.


 **


2 Νοεμβρίου

 

ΣΤΑ ΑΓΕΝΝΗΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ


Στ΄ αγέννητα φεγγάρια αγάπες μου προσεύχομαι.
Να λάμπουνε σαν άστρα.

Ακάνθινους δρόμους γυρισμού ας χαράξουνε
Κι αφού διαβώ των ακριτών τ΄ απόρθητα κάστρα,
Τα στήθη ορνέων γυναικών,
Σεμνά και σεβάσμια θα ψηλαφίσω.
Μην πέσω, μην υποκύψω στης αμαρτίας την εντολή
Κι ύστερα θα οσμίζω τα δάκρυα της γης,
Κι ύστερα ανάσα και πάλι ανάσα.


 **
ΔΙΑΔΡΟΜΗ
10 Νοεμβρίου

Μια διαδρομή υάκινθους ονειρεύτηκα.
Ποταμούς στεγνών δακρύων γεύτηκα.
Είναι το χαμόγελό σου, στο βαθύ γαλάζιο.

Των βουνών τους ήχους αφουγκράστηκα.
Στις κορυφές ν΄ αναδυθώ, κουράστηκα.
Είναι ένα μυστικό, στο βαθύ γαλάζιο.

Στων κυμάτων το πλατύ κοιμήθηκα,
Στων ερώτων την πηγή ξεπλύθηκα.
Μία η ανατολή, στο γαλάζιο σου χαρτί.

Αέρηδες στον κόρφο σου, γλυκολαλούνε.
Σειρήνες όνειρα, με πόθο σε καλούνε.
Η αλλοτινή φύση, στο γαλάζιο σου χαρτί.



 

 

15 Νοεμβρίου

 

ΜΕΡΑ ΜΟΥ


Της αγάπης έμαθα τον λαβύρινθο.
Φυλλωσιές αδρόσιστες στο πυρόξανθο.
Αμαρτία είμαι εγώ.
Μια στιγμή!
Να σιωπήσω!
Τον ομφάλιο της γης μην αφήσω.
Μέρα μου, παρθένα.
Αγέννητη.

Στου Αι Δημήτρη τη χρονιά, μέρα μέθυσα.
Στα κλειστά της ξενιτιάςαιμορράγησα.
Και ο κτύπος της καρδιάς
Σαν χαλάζι,
μ΄ ένα νύχι γυάλινο,
με χαράζει.
Μέρα μου, αγνή.
Αγέννητη.

Μες της γης τα σωθικά, λάβα ντύθηκα
Πέρασα απ’ της πηγής, μα δεν πλύθηκα.
Ζει, απρόσμενα η ψυχή.
Φτερουγίζει.
Η ζωή, μια ρωγμή.
Με ακοντίζει.
Μέρα μου, μητέρα.
Αγέννητη.

 


 **


26 Νοεμβρίου

ΑΓΑΜΗΜΕΝΗ ΜΟΥ

Τι να σου κάνει μια καληνύχτα στην ερημιά του στρατοπέδου;
Πως προσπαθώ να ξεγελάσω την μοναξιά
με μια βουβή καληνύχτα κολλημένη στο κόκκινο των χειλιών
μεταφέρει τραύματα από στόμα σε στόμα και
από μια ανδρική αγκαλιά σε μία άλλη κλειστή.
Πόσες φορές να την πω,
πόσες φορές μπορώ να την ακούσω,
να ξεγελάσω τις σκιές
που άλλοτε μονάχες και άλλοτε ζευγαρωτές,
περπατούν με τις κάνες των όπλων
να εκλιπαρούν τους ουρανούς των δωματίων,
να συγκατανέψουν στο πόνο, το κλάμα,
τον βουβό οίστρο μιας σύντομης συνάντησης μέσα στο όνειρο.
Δειλά υποκλίνομαι δεχόμενος και έναν εφιάλτη.






** 


Ξεκινά ο Δεκέμβριος

ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΧΑΡΑΔΡΕΣ

Στις γρανιτένιες πλαγιές, είδα,
Τις τσαλακωμένες ανηφοριές
Που κλείδωναν τα βήματα των ανδρών, είδα.
Κάτω από το δίχτυ της μπούρκας,
Τις ρυτίδες ανέγγιχτων γυναικών, είδα.
Στις διαρκείς ερωτήσεις κωπηλάτησα, κ είδα
στο βαθύ χρώμα του μαύρου,
Κορίτσια με πολύχρωμες φορεσιές.
Πριν αρρωστήσουν από κείνη την φυσική ασθένεια
που την λέγανε ειρήνη και πεθάνουν
από τα χέρια μισογύνη επαναστάτη, είδα
το σκεπάρνι καρφωμένο στον αφίλητο σβέρκο.
Φτάνει πια.
Να λυσσομανούν οι αδέσποτοι σκύλοι για την σάρκα αθώων, είδα.

Έχουν μικρά αυλάκια στο πρόσωπο, οι σαβανωμένες γυναίκες.
Δεν πρόλαβαν να γίνουν γυναίκες.
Αρυτίδωτες μικρές ανεμώνες.
Μέσα από την μπούρκα, η ταραχή και η ανημποριά, γλιστράνε
να δραπετεύσουν από την τσάκιση του υφάσματος.

Εκεί, φτηνές γυναίκες της αιώνιας Καμπούλ
Πίσω απ΄ το σταχτί τ΄ ανέμου που ερωτευτήκατε
Την φευγάτη λευτεριά
Μέσα στις σπηλιές που δώσατε φιλί στις ζωγραφιές
Να πεταρίσουν με τα γράμματα του αλφαβήτου
Στα αμμοχάλικα που σκόρπισαν για να ξεφύγετε
απ΄ το κακό βλέμμα της Δύσης
στέκετε μια λύπηση σαν μαύρη μεσίστια σημαία
με το σχοινί της θηλιάς στον ιστό ενός αγέρωχου δένδρου.
Θα πρέπει να έχουν χαράδρες στα πρόσωπα και όχι απλώς ρυτίδες!



 **

 

5 Δεκεμβρίου

 

ΔΡΟΜΟΙ ΑΠΟ ΧΑΜΟΜΗΛΙΑ


Σαν βγεις από την κεντρική πύλη,
πέρα απ΄ τα στημένα συρματοπλέγματα,
τι θα συναντήσεις αγέρωχε πολεμιστή της ειρήνης;
Ξύλινες στολισμένες άμαξες με κίτρινα χαμομήλια,
γιασεμιά, τριαντάφυλλα και ζουμπούλια να τριγυρνούν
στον κεντρικό κατάμεστο δρόμο της Καμπούλ.

Αμέτρητα φορτηγά γιομάτα πολύχρωμες χάντρες.
Φορτωμένα με ζωές και ζωές να τρέχουν αλαφιασμένες στους δρόμους
να ζήσουν ακόμα μια μέρα, να ονειρευτούν, να υπάρξουν, να εκλιπαρήσουν, ν΄ αρπάξουν, απ΄ τον λερωμένο γιακά
τους μελαψούς ανθρώπους της, να τους στυλώσουν.

Θεόρατα σπαθιά, μιας χρόνιας φοβέρας,
Ασθένειας φθονερής καλύπτουν το δεξιό τμήμα  στο μήκος της διαδρομής, Στρατοπέδου- Καμπούλ.
Αμέτρητες πολύχρωμες μπούρκες, αόρατα σώματα, πυγολαμπίδες ημέρας.
Χιλιάδες βράκες, άτιμα και έντιμα βήματα, κορμιά που δένουν στο μίσος, κορμιά που χωρούν σε φυλές και φατρίες.
Η ντροπή περπατάει για να ζήσει.

Γυναίκες της δύσμοιρης Καμπούλ,
που φορέσατε τα μύρια χρώματα
και γίνατε λουλούδια!
Ανεβείτε στα φορτηγά και στις άμαξες με τα χαμομήλια.
Χρέος στη ντροπή, η ζήση.





 **




14 Δεκεμβρίου
ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΜΠΟΥΛ

Δεν είναι οι νύχτες στην Καμπούλ,
Σαν άγγελοι ωραίοι
Μοιάζουν πολύ σαν πόρνες του θανάτου.
Μικρές και ασήμαντες, σκορπούν χολή,
Σαν καρφιά στο σταυρό του αθανάτου.

Γερνούν νωρίς, κι αλλάζουν χρώματα.
Βογκούν από τον πόνο.
Κόκκινες, κίτρινες, ξανθές φωτοβολίδες.
Είναι οι ανάσες του εχθρού που μέσα τους τρυπώνω.
Πίσω απ΄ της νύχτας τις χρυσές πυγολαμπίδες.

Δεν τις μπορώ τις νύχτες στην Καμπούλ.
Στο θάλαμο λαξεύουνε τις λέξεις,
Σπάνε τα τσέρκια με θυμό. Βοούν νεκρά πουλιά.
Στρατιώτη ονειρεύεσαι μια μάχη για να παίξεις;

Δεν είναι οι νύχτες στην Καμπούλ,
Ως άνθρωποι ωραίοι.
Ως έκπτωτοι που χάσανε τα άσπρα τους φτερά.
Είδα τις νάρκες μες τα μάτια της ψυχής,
σ΄ ένα λυχνάρι που ο καπνός ποτέ δεν σταματά.

Κι ύστερα λένε οι σύντροφοι,
                                           τις νύχτες μαζεμένοι:
«Πλησιάζουμε την Κόλαση. Το φέγγος  για λυχνάρι»
Ωχρά τα πρόσωπα κοιτούν  κι οι τοίχοι των θαλάμων
σαν μέταλλο στεγνοί. Στον διάδρομο ανάβει ένα φανάρι.

Σφαλίστε! Είν΄ επιταγή.  Μην τολμήσουνε,
Στις νύχτες μας και ζούνε,
Εφιάλτες πια, δεν τους θωρώ. Ξέρω μόνο πετάνε!
Στις κάνες στρατιωτών αηδόνια τραγουδούνε.
Σαν τις σειρήνες μας καλούν και κάπου αλλού τους πάνε!

 **


15 Δεκεμβρίου 2003 (13: 36 Ώρα Καμπούλ)

Διάλογος στον δρόμο της Καμπούλ (Αφγανιστάν)

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ

-          Τι με ρωτάς γυναίκα.
     Ποιος με όρισε ρυθμιστή των ψυχών σου;
     Των παραλογισμών σου;
     Σου απαντώ με έπαρση ορθώς.
     Εγώ κοιτώ και απαντώ: Κανείς, παρ΄ εκτός ο λογιστής των
     μερτικών σου.
     Είσαι στο τέλος μια θηλιά,
     μια ανεκπλήρωτη γραφή των διαθηκών σου!
     Ποιος λέει (πες το χωρίς σκέψη)
     Το μαντήλι, μπούρκα έχω μάθει πως το λεν, γυναίκα θα το ρίξεις;
     Σταμάτα, έχουν το χρώμα τ΄ ουρανού τα μάτια που δεν βλέπω;
     Μήπως σκληρός ο ήλιος που λογά, τ΄ αυλακωμένο  πρόσωπο,
     στο χρόνο μη το δείξεις;
    
-          Είναι πληγή ο χρόνος και μετρά, πάντα με λάθη και κινά.
-          Είναι καιρός να λυτρωθείς, τον ήλιο να αγγίξεις.
     Τέλος ποιος την συννεφιά σου λέει: διάλυσε την;

    -Μα η συννεφιάτου απαντά χωρίς να απαντά (σταμάτα τσάκισέ την)
 
   -Ο ήλιος,
     Είπα! ο ήλιος είν΄ σκληρός. Κι άμε γυναίκα να κρυφτείς.
   -Γιατί το κάνεις; Θα νοιαστείς; Εδώ δεν νοιάστηκε κανείς!
   -Λένε πως πιάνεις χώμα το ζουπάς και βγάνεις νάμα;
   -Πάω γυμνότερη ως την σπηλιά του μεταξιού και ανάβω τάμα.
     Εσύ τι θέλεις,  τι λογάς κοψο-μεσής του δρόμου;
   -Να πάρω γεύση από το στόμα ενός εντόμου!

 

** 

18 Δεκεμβρίου


ΑΟΡΑΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

(γυναίκα του Αφγανιστάν)


Κάτω από την πολύχρωμη μπούρκα,
το μπλε των ματιών δεν ξεχωρίζει.
Είσαι αόρατη σκιά,
Φάντασμα στους πολύβουους δρόμους
στα πλίνθινα χωριά  και στις μεγάλες πόλεις.
Έτσι μπορείς να ζεις,
σαν μια αόρατη σκιά,
σαν φάντασμα στους δρόμους.

Μπορείς και περνάς, μέσα από τοίχους,
πέτρες λάπις, σπηλιές με αιμοδιψείς αντάρτες,
μπορείς να ταξιδεύεις αόρατη γυναίκα της Καμπούλ.
Άυλη σκιά και φάντασμα στους λιγδωμένους δρόμους.

Είσαι μια λέξη,
Μια μικρή τιποτένια λέξη, αν μπορεί να υπάρξει ποτέ στους αιώνες τιποτένια λέξη!  
Μια μαύρη κουκίδα στίξης στη νύχτα που πλέει στα μάτια μας.
Τα μάτια σου φυλακισμένα πίσω από δίχτυα.

Πεταμένη στην ώρα, στη μέρα, στο χρόνο. 
Διωγμένη από αγκάλη μάνας, πατέρα, συζύγου.
Καθισμένη στην σκασμένη άκρη του κεντρικού δρόμου.
Μια νάρκη!
Πέτα την μπούρκα να φανεί το μπλε των ματιών σου!

Εξοστρακισμένη.
Στο μακρινό ποτάμι του χωριού σου.
Σε απόκρημνα όρη που δεν πάτησες.
Σκοτωμένη γιατί πόθησες τη λευτεριά.
Ατιμασμένη γιατί θέλησες να δεις.
Πότε θα βρεις τα μυστικά σημάδια που αλλάζουν την μορφή σου
Κάτω από κείνη την γκρίζα φυλακή φτερούγα που στιγματίζει τα μάτια;
Ποια φτερούγα είναι φυλακή;


Με πίκρα κεντάς την φυλακή
και ξετυλίγεις τον μίτο που οδηγεί στο αδιέξοδο.

Σου έπιασαν και πάλι βίαια από το μπράτσο
Αφόρητος πόνος
Κάνει ένα γύρο από τις άλλες έννοιες σου,
βαθύ σημάδι στο δέρμα σου,
πριν χωθεί παραμάσχαλα δίπλα από το ψημένο ψωμί.

**

Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ


1 Ιανουαρίου

Ακούγεται στο βάθος του διαδρόμου, ο ήχος της Πατρίδας.
Φωτίζει η φεγγαρόσκονη κι η πόρτα ξύλινη,
πό της σάπιας βίδας, το πήγαινε έλα –  έτοιμη να σπάσει.

Και τούτο στρατιώτη θα περάσει.

Ακούγεται ψηλά σαν κρόταλο, ο ήχος του θανάτου.
Πόση απόλυτη ερημιά, μέσα σε μία μυρωδιά.
Σαν βότσαλο που γλίστρησε, στης θάλασσας τον πάτο.

Και την ψυχή μας θα δαμάσει.

Οι κύκλοι χάθηκαν και δεν θα βγει, κείνη η γοργόνα που ρωτά,
για τον χαμένο βασιλιά.
Αφήστε τον να κοιμηθεί, είναι αργά κι έχει κρυώσει το κορμί.

Τον δρόμο του έχει χάσει.








 **


10 Ιανουαρίου


ΦΥΛΕΣ

Μες στην κοιλάδα του Πανσίρ,
Απόρησε ο λερός μικρός με το τύμπανο κρεμάμενο στους ώμους
Και τη σκανδάλη βέρα στο δάκτυλο.
Πως έφτασαν ως εδώ τόσοι πολλοί ξένοι;
Τόσοι στρατιώτες κρυμμένοι πίσω από το αλφάβητό τους.

Στο τετράδιό του μουντζούρωνε ακόμα αριθμούς σκοτωμένων.

Χαζάροι, ΠαστούνΤατζίκοι, Αϊμάκοι,
Τουρκομάνοι, Βαλούχοι, Μπαλόχ, Πασάγοι, Νουριστάνοι, Μπραχούι, Παμίροι, Γκουρτζάρ και Ουζμπέκοι
κουβαλούν στις πλάτες τους,
σ΄ ένα άπλυτο δισάκι την έχθρα των αιώνων.
Ανεμοστρόβιλοι φυλές σκορπίζουν και σκορπίζονται.

Σαν φύλλα,
Σαν σκόνες, στάχτες,
και σκουπίδια.

Που πάνε ;
Ποιοι είναι τούτοι που ήρθανε;
Τι γυρεύουν;

Ας τους αφήσουμε μονάχοι τους να παίζουν, με τις σπάθες, τις χατζάρες με τις μοίρες τους.
Στο σκάκι από λάπις, υπάρχει πάντα η ισοπαλία!






 **




12 Ιανουαρίου

ΦΩΣ

Φως.
Μισήσαμε
Φως απόλυτο.
Τολμήσαμε.

Θα καταλάβουμε.
Θα υπάρξουμε.
Θα μεταλάβουμε.
Θα αλλάξουμε.

Φως.
Ράπισμα, διαλύτης σκιών.
Φως ιλαρό, φως λαών,
μιλήσαμε.

Να καταλάβουνε
Να υπάρξουνε
Να μεταλάβουνε
Να αλλάξουνε.
 **

13 Ιανουαρίου

 

ΨΑΧΝΩ


Τι να αξίζει άραγε,
Πιότερο από το χαμόγελό σου;

Ο ήλιος;         
Η πέτρα;
Ο άνεμος;

Ψάχνω να βρω το χαμόγελό σου.

Στον πέτρινο ήλιο.
Στην ηλιοκαμένη πέτρα.
Στον σκονισμένο άνεμο.

 **


Αρχίζει ο Φεβρουάριος


ΛΑΜΨΕΙΣ ΣΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ

Λάμψεις.
Λάμψεις μέσα στη αφέγγαρη νύχτα.

Είναι ο ρακοφορεμένος εχθρός που καιροφυλαχτεί
Και στην μεριά του απλώνει την πραμάτεια.
Στο παζάρι των ψυχών πάντα τοκίζεται ο άνθρωπος.


 **




14 Φεβρουαρίου

ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΜΠΡΟΣΤΑ


Πλίνθινα ανήλιαγα σπίτια.
Βολβοί.
Σκάει η ανθρώπινη μούχλα.
Μυρωδιά στερημένης ανδρικής συνουσίας.
Την μεταφέραμε.
Απ΄ τα κορμιά μας ξεχωρίζω τα πρησμένα χέρια.
Από την καρδιά μας, την αθώα σκουριά και το πυρωμένο σίδερο.
Πεθαμένες λέξεις τα σώματα, σε λάκκους εκατέρωθεν
Των βομβαρδισμένων περιθωρίων των εποχών.
Ο πόλεμος λένε οι μεγάλοι και μαθαίνουν οι μικροί,
Δεν τελειώνει ποτέ. Όσο ο χρόνος υπάρχει, ζει και ο πόλεμος.
Απέθαντος!
Όλα είναι πόλεμος.
Μεγαλώνουν με το παραμύθι και τους μύθους του.
Μεγαλώνουμε με τα παραμύθια και τους μύθους μας.
Ξεροπόταμοι τα χείλη.
Γέννηση, ζήση, θάνατος, ούτε τριάντα χρόνια,
Δεν φτάνουν να μετρώ στα δάκτυλα.

Σκύβεις, πιάνεις το χώμα,
Το κεντάς
Δικές σου είναι οι λέξεις δεν τις παίρνει κανείς,
δικός σου και ο πόλεμος
-μην φοβηθείς χαμένε ποιητή-
Στο τέλος είσαι ο κλέφτης;
Τι ντροπή και τούτη!
Να είσαι και να λέγεσαι ποιητής!
Έρχεσαι εδώ,
Καύχημα του ταξιδιού,
Πηγή που αναβλύζει ειρήνη και δημοκρατία
Μα κρατάς όπλο.
Ποια δημοκρατία δεν κρατά όπλο;
Αυτή που είναι όνειρο.

Ποια δημοκρατία δεν είναι δύο ώρες μπροστά;
Πως θα θέλανε και οι σοφοί της γης να είναι δύο ώρες πίσω;


 **

Τελειώνει ο μήνας


ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΛ


Στης ζωής το πέλαγος με γεννήσανε.
Στ΄ άσπρα σύννεφα της γης με κοιμίσανε.
Η ασημένια αγκαλιά τ΄ ουρανού μας
Με υποδέχτηκε.

Το πελώριο στόμα της με νανούρισε.
Μέσα από την στάχτη της ανθοφόρησε.
Κι όταν η θαλπωρή γίνηκε χάδι
μ΄ ερωτεύτηκε.

Μια ωραία άνοιξη την παντρεύτηκα.
Απ΄ του πόθου την πληγή πως γιατρεύτηκα!
Κι η ανείπωτη λαλιά πήρε σάρκα.

                                Ταίρι μου ακυβέρνητο.

 **

ΞΗΜΕΡΩΣΕ!


Χάλκινη μέρα ρόδισε
Ανάμεσα στις λέξεις και τους γαιόσακους.
Τις στεφάνωσε.
Στα όρη
Στην πεδιάδα
Στην θάλασσα

Έρημος, κίτρινη ρευστή μέρα!
Ήλιος από μετάξι.

Πουλιά στο κάδρο πέταξαν,
Χαμόγελα μας δέσανε, την καλημέρα τσακίσανε.
Τώρα που πάνε;
Στα όρη
Στην πεδιάδα
Στην θάλασσα.

 **

22 Μαρτίου

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ


Θέλησες να γλιτώσεις από την πείνα,
Και πήγες στο Μαντράς.
Σε κείνο το κρυφό σχολείο
Σου δώσανε να πιείς αθάνατο νερό
και να γευτείς το φρέσκο όπιο.
Διδάχτηκες αρχές που αμέσως ξέχασες, και έγινες σοφός.
Τόσο μικρός τόσο σοφός.
Με ένα όπλο στα χέρια.
Η σοφία σου μετριέται – είπανε- με σφαίρες.

Τώρα σαν πολεμάς στης Κανταχάρ τις απόκρημνες κορυφές,
Τις χιονισμένες καρδιές, των γυναικών έχεις ξεχάσει.


Η λάβα κυλάει και καίει τα σωθικά σου.
Ποιος θα ζεστάνει τις καρδιές των κοριτσιών;
Ποιος θα φιλήσει τα χείλη τους.

Είσαι μόνο στα δέκα οκτώ και έχεις ζήσει τον θάνατο.


**

29 Μαρτίου

ΒΡΑΔΙΕΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΛ



Ανοιγοκλείνουνε γλυκά,
Σαν βλέφαρα οι πόρτες.
Η μουσική σαν λουλουδιών, λευκών ξεπέταγμα,
Των τακουνιών τον θόρυβο
Που αφήνουνε οι πόρνες σκεπάζει!

Γέλια ακούγονται και θόρυβοι ερώτων.
Ήχοι, ως τιτιβίσματα πουλιών,
ερωδιών
που περιμένουνε.
Που προσμένουν φιλί, απ΄ των συντροφικών χειλιών.
Τι θλίψη!
Έμεινα ξέμπαρκος στου κρεβατιού την άκρη
Χωρίς ανάσας θηλυκής, το σκέπασμα κοχλάζει!
Ταράζει
Της άγριας θαλάσσης τα νερά
Και αντηχεί ο πόθος,
Στου ανδρικού κορμιού την λοφοσειρά.

Έχουν ξεσηκωθεί οι λάγνοι
Κι αρματωθήκανε θαρρώ.
Θέλουνε πόρτες να διαβούν
Και αλυχτούν
Σαν κέρβεροι που φύλαγαν σκοπιά στον Άδη!

 **



31 Μαρτίου

ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗ ΚΑΜΠΟΥΛ


Έσκυψα και εναρμόνισα την ένδικη σκέψη,
Βαριά σαν ενδομήτρια πέτρα.
εναγόμενη, ανήμπορη και κρύα.

Αναζητά ένδεια φωτιά να ζεσταθεί,
Στο χνώτο των αλόγων.
Πόσο μπορεί να ζεσταθεί!

Την έντυσα ενδεικτικά, την πάντρεψα,
Την ξεπροβόδισα ενάντια, αρχόντισσα να γίνει.
Πάνω σε ένα τετράποδο.
Έσκυψε το κεφάλι.

Σαν γινότανε κουκίδα στο καρέ μου,
Άσπρο μαντήλι κούνησα.
Το κάνουμε αυτό οι ντόπιοι.

Και τότε, αν και τόσο μακριά,
Το δάκρυ της με δρόσισε.
Δροσιά που ζωντανεύει!

Και φώναξα, κι ακούστηκε παντού.
Σαν ξημερώσει γύρνα
Θα έχω φωτιά να ζεσταθείς
Το χνώτο των ανθρώπων.
Και γάμους όσους θέλεις!
Πόσους ποθεί η ψυχή σου;

Μα έφευγες πολύ, βιαζόσουνα.
Και μ΄ έκανες να το πιστέψω.
Πήρε κι ο άνεμος θρασύς, το άσπρο σου μαντήλι.



 **


19 Απριλίου


ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Στον δρόμο της Καμπούλ

Μια ανάσα βραχνή.
Ένα χέρι που ζητά.
Χαμόγελο δανεικό.

Ξυπόλυτη ζωή.
Πλένεται η καρδιά.
Στους λασπωμένους δρόμους.


 **

 

21 Απριλίου

 

ΕΡΩΤΗΜΑ!


Τι είναι ο θάνατος;
Ξέρω τι είναι η ζωή;

Θάνατος!
Σαν δεις να χάνεται
Στο βάθος του ορίζοντα ένα μικρό καράβι
Σαν δεις τον ήλιο, να βυθίζεται στο ίσο δειλινού.
Μια γερόντισσα με σύνεση το σάβανο να ράβει.
Ένα αγριολούλουδο να σκύβει το κεφάλι
Στην κάψα του καλοκαιριού.

Θάνατος.
Μια αόρατη λεπτή γραμμή που σβήνεται στην άμμο.

**


26 Απριλίου

 

ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΟΡΕΥΟΥΝ


Έχεις ακούσει πονεμένη Άνοιξη,
Στο θρόισμα των ξεραμένων φύλλων,
Γι αυτούς που δεν χορεύουν ;
Για τους άνυδρους ανθρώπους
Που δεν χόρεψαν ποτέ;
Σαν τα μικρά αγάλματα βουβοί,
Απόηχοι των ήλων,
Σαν από δέρματα
Που ντύσανε στρατιές βιβλίων,
Ήρωες νεκροί που δέσανε
Με δέος την ψυχή;

Αν όχι,
Τους βλέπεις άκομψα, πάντα να πατούν
Έξω από τις ερμητικές γραμμές.
Ο κύκλος του συρτού χορού
Είναι γαμψή θηλιά που σφίγγει.
Κάθονται κι ονειροβατούν
Κι έτσι καθώς, βήμα στο επόμενο κοιτούν,
Του ξαφνικού ερχομού να δούνε την χαρά,
Χορεύουνε θαρρείς.

Έχεις ακούσει άραγε γι αυτούς που δεν χορεύουν;


 **


Μάιος

ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΓΕΛΟΥΝ;

Λουλούδια, μην είδατε ανθρώπους να γελούν;
Σε πέτρες λάπις, οι γλώσσες τους να λιάζονται.
Είναι λουλούδια που οι άνθρωποι πετούν,
και κάνουν στο μετέπειτα πως όμορφα τα νοιάζονται.

Ανθρώπους, άνθρωποι καλοί, μην είδατε να κάθονται,
Σε μάρμαρα; Σε λόφους από σκόνη;
Με τα σπαθιά που πούλαγαν αιώνια θα μάχονται
και την θηλιά θα υμνολογούν, της μοίρας τους αγχόνη.

Ανθρώπους,  άνθρωποι μην είδατε σκυφτούς να τριγυρίσουν,
στα τσίτσιδα μιας πόλης που κοιμάται.
Τα μούλικα μελάνιασαν, σκουπίδια ανθρώπους καθαρίζουν
Κι ο ήλιος τους, μαύρος ήλιος στα μάτια τους, βρυχάται!






**


4 Μαΐου

ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ

Έδειξες νωρίς τον σκληρό σου χαρακτήρα,
Πολεμιστή στα όρη του Αφγανιστάν.
Τώρα δοκιμάζεται
Ή λες είναι όφελος να δαμάσεις το κακό;

Γυμνός από νύχια και με δόντια
Ψηλάφισες και σπατάλησες το κορμί σου στο δάσος !
Τρέχοντας μέσα στα στενά σοκάκια στρατοπέδου
Μετρώντας τα σύρματα
Πάνω από τα γεμάτα με άμμο τσουβάλια
Μάνα, γυναίκα σκεπαστή με γκρίζα μπούρκα
Μηνά τον θάνατο και την φυγή,
Λίγο μακρύτερα απ΄ το παράθυρό σου
Λίγο μακρύτερα από την Άνοιξη.

Εσύ όμως έδειξες θαρρώ, νωρίς τον χαρακτήρα,
Μακριά απ΄ των καθημερινών πολέμων το χαμπάρι,
Κι έγραψες την θεία δίκη, στο χαρτί ενός ευαγγελίου
Στο στενόμακρο δωμάτιο, όπου η αχτίδα του ήλιου
Σπρώχνει την λευτεριά να μπει κι εκείνη αρνείται
Σαν να φοβάται.
Φυλακή μα θες.

Ψηλά στην χιονισμένη φυλακή,
Που μετράς τις κορυφές των βουνών
Τετράγωνο δίχτυ στα μάτια μετράς
Και στα κελιά των βουνών,
Που κρύβουν μυστικά
Που ποτέ δεν θα μάθεις
Κάνεις πάντα μια στάση
Προζύμι να δώσεις
Παρέα με κλέφτες και αρματολούς.


 **




ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Τέλος Ιούνη

--Καθώς γεννιότανε ο θεός,
                                                Ποιητή μου τι είδες;

--Σταυρωμένους λαούς,  στ΄ ουρανού τις τσιμπίδες.

-Καθώς γελούσε το παιδί,
                                               γράψε ποιητή μου, τι είπες;

--Είπα: χαρές θα σκοντάφτουνε στο σεργιάνι
                                     κι οι λύπες θα κερνούν την οικουμένη.

-Καθώς πονούσε ο θεός, ποιητή μου,
                                     Πες μας τι απομένει;

-Δάκρυ που στάζει στην άκρια της γης
                                    κι αναβλύζει ως μύρο απ΄ το ασκί της ζωής.







Σάββατο 15 Μαΐου 2021

Κυπριακό Πρόβλημα: Γενικές σκέψεις και μια ανεφάρμοστη πρόταση για λύση του προβλήματος.


  


γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας


    Το Κυπριακό πρόβλημα, συγκαταλέγεται ανάμεσα σε άλλα διεθνή προβλήματα (Ρωσική εισβολή στην Ανατολική Ουκρανία, προσάρτηση Κριμαίας, Δημιουργία Ισλαμικού κράτους, διχοτόμηση Συρίας, Παλαιστινιακό κτλ ) που χρήζουν επίλυσης, μέσω των  αποφάσεων και των διαταγμάτων που έχουν ψηφιστεί τόσο από τον ΟΗΕ, όσο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και από άλλους συνασπισμούς κρατών αλλά και μεμονωμένων χωρών.

    Η μη λύση του Κυπριακού προβλήματος, έχει περάσει ήδη στην 5η δεκαετία και όπως όλα δείχνουν θα διαρκέσει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, άγνωστο πόσο, καθώς οι προτεινόμενες λύσεις σκοντάφτουν συνεχώς στην απόλυτα αρνητική στάση της Τουρκίας που βρίσκει (και εάν δεν υπάρχουν τις δημιουργεί) πάντα αιτίες και προφάσεις είτε να ακυρώνει τις συνομιλίες, είτε να τις αποδομεί, είτε τέλος να δημιουργεί μια άλλη παράπλευρη κατάσταση, οδηγώντας στην τελμάτωση το πρόβλημα και κερδίζοντας χρόνο που είναι ο καλύτερος παράγοντας παγιοποίησης ενός θέματος και λειτουργεί υπέρ αυτού που κατέχει το άδικο. Καθορίζει με ακρίβεια τη θέση της Τουρκοκυπριακής πλευράς και υποκινεί κάθε ενέργειά της σε τέτοιο σημείο που μηδενίζει την κοινότητα των Τουρκοκυπρίων, την περιθωριοποιεί. Την καταστεί μαριονέττα.

    Φυσικά οι ιστορικοί σκαπανείς και άλλοι περιφερόμενοι εργάτες των γεγονότων και αναλυτές μπορούν με ευχέρεια να διαπιστώσουν λάθη και μάλιστα αρκετά στην Ελληνοκυπριακή πλευρά, όμως δεν μπορούν να παραβλέψουν το συνεχή αγώνα της Ελεύθερης Κύπρου να ενώσει τα δύο κομμάτια της. Ίσως είναι μάταιος ο αγώνας αλλά είναι ένα σημαντικό αγώνας. Είναι αγώνας επιβίωσης.

    Η Κύπρος ως ελεύθερο κράτος αδυνατεί να επιβάλλει μία από τις προτεινόμενες λύσεις ή να οικοδομήσει με τους Τουρκοκυπρίους τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία που φέρεται ως η καλύτερη λύση (υποστηρίζεται από την Κυβερνητική Πολιτική) μέσα στο χάος των συνεχών κι ανεδαφικών συνομιλιών. Γιατί όμως δεν μπορεί να επιβληθεί μία λύση; Η απάντηση (εάν ξεφύγουμε από το ρομαντισμό της πολιτικής) είναι απλή. Η Κύπρος δεν έχει την Στρατιωτική Ισχύ και ως εκ τούτου περιορίζεται η προσπάθειά της μέσω της διπλωματίας που όμως (το επιβεβαιώνει ο χρόνιος παράγοντας) δεν είναι αρκετή. Έτσι «πάει περίπατο» και η λαϊκή ρήση που λέει: «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος».

   Αντίθετα η Τουρκία ως χώρα παρουσιάζεται όλα αυτά τα χρόνια ως μεγάλη περιφερειακή δύναμη που παρά τα όποια προβλήματά της (οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, στρατιωτικά κτλ) κατορθώνει να παίζει ηγετικό ρόλο και παίρνει μόνη της δικαιώματα χωρίς να υπολογίζει κανέναν και τίποτα, χωρίς να σέβεται διεθνείς κανόνες και οργανισμούς. Της δώσανε το δικαίωμα, δεν της το πήρανε ποτέ, της μάθανε να συμπεριφέρεται ως ταραξίας και το εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Εξάλλου για να έχει και η ζωή ενδιαφέρον κάθε γειτονιά θέλει τον ταραξία της, τον τζάμπα μάγκα. Η Στρατιωτική της ισχύ δεν είναι αμελητέα αν σκεφτεί κανείς ότι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές πολεμά σε 3 μέτωπα με (μερική ή ολική ) επιτυχία (Λιβύη, Συρία, Κουρδιστάν). Είναι ακραίο θορυβώδες μέλος του ΝΑΤΟ, τελεί υπό ειδική σχέση με την ΕΕ, αναλαμβάνει τον ρόλο του αστυνομικού της γειτονιάς όταν της ζητηθεί και είναι φυσικό να αξιώνει (και αξιώνει συνεχώς με απειλές) κέρδη και τώρα τελευταία κέρδη από το ενεργειακό παιχνίδι στην ανατολική Μεσόγειο. Και δεν θα σταματήσει γιατί δεν μπορεί. Έχει προπονηθεί και πρέπει να τρέξει για να τερματίσει νικητήρια. Οι θέσεις της παρουσιάζονται με περίσσιο θράσος σε όλα τα μήκη και τα πλάτη των διεθνών σχέσεων και δεν θα ήταν παράδοξο να υποστηρίξουμε ότι ευλογούνται αυτές οι θέσεις, από την ΗΠΑ (πολιτικά, οικονομικά, προσωπικά συμφέροντα) αλλά και από την ανοχή της ΕΕ(παγίως οικονομικά συμφέροντα, πολιτικά οφέλη σε κράτη όπως η Γερμανία και η Ολλανδία) και την μη τυχαία Ρωσική ουδετερότητα (εμπορικές συναλλαγές δις). Ως που μπορεί να φτάσει; Υποθέτω ως το τέρμα!

     Και τελευταία, μέσα σε όλο αυτό το περίεργο σκηνικό διεθνών σχέσεων είμαστε και εμείς η μικρή Κύπρος που χωρίς να έχουμε μετρήσει το μέγεθός μας, ή εάν το έχουμε μετρήσει δεν έχουμε κατανοήσει τη μικρότητά μας, προσπαθούμε να παίξουμε σπουδαίο ρόλο, πρωταγωνιστικό, αλλά μέλλον περιοριζόμαστε στο ρόλο του κομπάρσου και μάλιστα χωρίς αμοιβή, ούτε λαμβάνουμε  τον κατώτερο μισθό της Κυβέρνησης, εξάλλου ποιος ζει με κείνο τον μισθό πλέον. Οι πολιτικοί μας ηγέτες όλα αυτά τα χρόνια με γνώμονα το συμφέρον του Κυπριακού λαού, προσπαθούν βασιζόμενοι στα ψηφίσματα του ΟΗΕ, της συμμετοχής μας στην γερμανοποιημένη ΕΕ και λαμβάνοντας υπ όψη τη διεθνή νομιμότητα, προσπαθούν για το καλύτερο. Κανείς δεν μπορεί να μην τους καταλογίσει τη σεβαστή προσπάθεια που καταβάλλουν όλοι τους. Για την επιθυμητή λύση,  που αργεί όπως και ο ταχυδρόμος πολλές φορές.

     Το πρόβλημα της Κύπρου είναι πρόβλημα εισβολής και παράνομης κατοχής μέρους της από την Τουρκία, η οποία είναι μία από τις τρεις εγγυήτριες χώρες (Τουρκία, Αγγλία, Ελλάδα) της ύπαρξής της. Όσο σκληρό και εάν ακούγεται αυτό, αυτό ισχύει. Ύστερα λοιπόν από το υποκινούμενο (ΗΠΑ, Αγγλία) πραξικόπημα της Ελλάδας (Χούντα των Αθηνών) και την απαράδεκτη ανοχή της Αγγλίας, επενέβη η Τουρκία (ύστερα και από σχετικό κάλεσμα για τη αποκατάσταση της Δημοκρατίας των εγγυητριών δυνάμεων) και τα αποτελέσματα αυτής της επέμβασης τα βιώνουμε μέχρι και σήμερα. Επί της ουσίας και οι τρεις χώρες φάνηκαν ανεπαρκείς στο ρόλο τους και οι ευθύνες βαρύνουν άπαντες. Φυσικά το μερίδιο του λέοντος αποδίδεται στους Τούρκους που δεν κατανοούν τίποτα μα τίποτα.  Οι ενδείξεις και οι αποδείξεις που υπάρχουν προφητεύουν μια δύσκολη μελλοντική περίοδο για την Μεγαλόνησο και τον ελληνισμό της.

     Ωραία θα πούνε ορισμένοι. Και τι θα πρέπει να γίνει, τι θα πρέπει να κάνουμε. Πάντως ένα είναι σίγουρο ότι θα πρέπει να παρατήσουμε τη στάση της κλαίουσας κόρης. Επιδίωξη οι απ΄ ευθείας συνομιλίες με την χώρα που παίζει το ρόλο του κατακτητή. Την Τουρκία δηλαδή. Η κοινότητα των Τουρκοκυπρίων απέδειξε όλα αυτά τα χρόνια την ανεπάρκειά της ως συνομιλητής. Πέτυχε το ρόλο της ως υπερσύχρονο φερέφωνο της Τουρκίας, της μητέρας πατρίδας της όπως την αποκαλούν.

   Με δεδομένο, ότι το σύνολο των παραμέτρων του Κυπριακού προβλήματος έχουν συζητηθεί και υπάρχει η σύγκλιση στο σύνολο των επιδιώξεων των αντιμαχόμενων πλευρών θα πρέπει: Να τεθεί υπό τη μορφή δημοψηφίσματος η προτεινόμενη λύση (Ενιαίο κράτος, Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία, Συνομοσπονδία Δύο Κρατών, Δύο κράτη στο ίδιο νησί κ.ο.κ) μέσα σε ένα χρονοδιάγραμμα 5-6 ετών. Το χρονοδιάγραμμα αυτό υπό τη μορφή νόμου του Κυπριακού κράτους θα κατατεθεί στον ΟΗΕ, στην ΕΕ και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς με ορισθείσα επακριβώς την καταλυτική ημερομηνία. Την τελική ημερομηνία θα έχουμε τη λύση όποια και να είναι αυτή.

Παράλληλα θα προωθηθεί:

α. Η απομάκρυνση των Αγγλικών Βάσεων με τη μορφή που έχουν ή παραμονή με υπογραφή συμφωνίας για πλήρη στρατιωτική υποστήριξη στη περίπτωση παραβιάσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στη περίπτωση αθετήσεως της συμφωνίας τίθεται αυτομάτως θέμα οριστικής απομάκρυνση τους.
β. Κατάργηση των καθεστώτος εγγυητριών δυνάμεων.
γ. Παύση των διλημμάτων εάν ανήκουμε στη Δύση ή στην Ανατολή (ΗΠΑ, ΕΕ ή Ρωσία). Κάποια στιγμή θα πρέπει να το αποφασίσουμε και να το τηρούμε.

    Σίγουρα οι αποφάσεις αυτές θα ασκήσουν πίεση και στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό. Όμως θα δείξουν την επιθετική αποφασιστικότητα της Λευκωσίας για τερματισμό του προβλήματος που κρατά όμηρο τη χώρα και τους πολίτες της μισό αιώνα πλέον.

    Πλέον των παραπάνω θα πρέπει επιτέλους να ασκηθεί ολοκληρωτική πίεση στους Τουρκοκύπριους να επιλέξουν με ποιους θα πρέπει να είναι. Τον τρόπο επιλογής θα τους βρούνε εκείνοι μέσα και πάλι σε ένα αυστηρά χρονικό πλαίσιο. Πέραν εκείνου του χρονικού πλαισίου και εφ΄ όσον η επιλογή τους θα είναι η απομάκρυνση τους από την Κυπριακή οντότητα και κυριαρχία τότε θα πρέπει σταδιακά αλλά σύντομα να αποφασιστεί:

α. Η κατάργηση της Κυπριακής Ιθαγένειας και Ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων
β. Η παύση κάθε είδους επιδομάτων προς την Τουρκοκυπριακή Πλευρά
γ. Η παύση κάθε είδους δωρεάν παροχής αγαθών (πχ ρεύματος, νερού κτλ)

και η λήψη και άλλων δυνατών μέτρων που θα καθορίσει και την αυτόνομη πορεία πλέον της Κυπριακής Δημοκρατίας.

    Αγαπητοί φίλοι,  φτάσαμε σε ένα επικίνδυνο σημείο να δικαιολογούμε τις συμπεριφορές της Τουρκίας ως αποτέλεσμα της δικής μας αναποτελεσματικότητας ή γιατί πιστεύουμε ότι όλα γίνονται για εσωτερική κατανάλωση, αγνοώντας ότι συνεχώς κερδίζει έδαφος και εμείς με τη παθητική ανωτερότητά μας της το επιτρέπουμε. Πολλές φορές εθελοτυφλούμε και στρουθοκαμηλίζουμε, κρύβουμε για να περάσουμε και τα προβλήματα διογκώνονται και πολλαπλασιάζονται. Βρισκόμαστε μέσα σε ένα έλος που συνεχώς μεγαλώνει και θα μας πνίξει. Εάν δεν μπορεί να υπάρξει κοινό μέλλον πρέπει να αποφασίσουμε για το βελούδινο διαζύγιο που θα επιτρέψει απεγκλωβισμό (όσο οδυνηρός μπορεί να είναι) από το αδιέξοδο. Ένα αδιέξοδο που μπορεί να αλλάξει εάν η πράσινη γραμμή βαφεί άσπρη.


*Τουρκοκύπριοι:

Οι Τούρκοι της Κύπρου. Πριν από το 1571,χρονιά κατάκτησης της Κύπρου από τους Οθωμανούς, οι Τούρκοι της Κύπρου δεν αποτελούσαν παρά μια μικρή μειονότητα, κυρίως αιχμάλωτοι επιδρομών που ορισμένοι μάλιστα εξ αυτών είχαν ασπαστεί τον χριστιανισμό. Το 1571 εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο περί τις 30.000 Τούρκοι (αναμεμειγμένοι με Έλληνες και Αρμένιους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήσαν Μουσουλμάνοι, ενώ πολλοί έφεραν το στίγμα του άπιστου. Κάποιους ονόμαζαν και ραγιάδες.

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Γράμμα από τη νήσο Κάσο ... του Δημητρίου Γκόγκα





Σου γράφω γράμμα κατά τις δύο και το ραντίζω με δενδρολίβανο.
Γίνομαι φλόγα του έρωτά σου που χω ξεφύγει από κλίβανο!
Με παγιδεύεις με μία σφαίρα και σ΄ ένα στίχο μπαίνω αόρατα.
Παλεύω πάντα με τα όνειρά μου,  που με τρομάζουν γιατί ειν΄ θεόρατα.

Μην απελπίζεσαι αγαπημένη,
για όλα φταίει ο καπιταλισμός.
Κλείνουν τα σύνορα να μην περάσει
ο μετανάστης  κουμμουνισμός.
Τα παλιά βιβλία, τα έκαψαν όλα
κι έχει γεμίσει κάπνα ο ουρανός.

Μα κάποιες φορές που σου φιλώ στα χείλη,
ο κόσμος όλος γλυκά αλλάζει
και άλλη ρότα η γη χαράζει.

Σου γράφω γράμμα από την Κάσο, στην Αντιπέρατο* μολύβι έσταξε.
Στο λιμανάκι βρήκαν πνιγμένο, πουλί που τόλμησε και πέταξε.
Κάποιες στιγμές μ΄ είχε φοβίσει η ποίηση. Τολμώ και κρύβομαι,
από τα κόμματα και τις τελείες και απ΄ τους λόγους τους και πνίγομαι.

Μην απελπίζεσαι αγαπημένη,
για όλα φταίει ο φασισμός.
Πώς να περάσει αφού φασίστας
είμαι εγώ, εσύ κι αυτός.
Ο πόνος στη μέση πως με τραβάει
και δεν υπάρχει κανείς γιατρός.

Μα κάποιες φορές που σου φιλώ στα χείλη,
αυτός ο κόσμος δεν με τρομάζει
γιατί άλλη ρότα η γη χαράζει.


*Αντιπέρατος: Περιοχή της Κάσου

Κάμπος μιας Νιότης : Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα / Οκτώβριος 2018 (Απόσπασμα με 4 ποιήματα)

Αφιερωμένη στους συμμαθητές του Δημοτικού Σχολείου Στρυμονικού


Ήμασταν φτωχοί πάντα
έλεγε ο παππούς στο χαγιάτι
και έβαζε την στάμνα με το κρύο
καθαρό νερό
στο γόνατο.
Γέμιζε το ποτήρι.
Από το ίδιο ποτήρι πίναμε όλοι.
Όταν ακούγαμε πως έφυγε κάποιος
φωνάζαμε όλοι πως
«τον αγάπησε ο θεός»
Οι φράκτες στην αυλή μας
ήταν δένδρα.
Οι πιο νέοι έσκουζαν να πάρουμε
περισσότερα ποτήρια.
Στο παζάρι της Τρίτης
αγοράσαμε δώδεκα γυάλινα.
Ο καθένας να έχει το δικό του.
Γέμιζε ο πέτρινος νεροχύτης άπλυτα ποτήρια.
Φώναζε η μαμά.
Γκρίνιαζε ο παππούς.
Δεν μπορούσε πια,
να δίνει νερό από το ίδιο ποτήρι.
Αυτός κράτησε την παλιά συνήθεια
για τον ίδιο.
Σήκωνε την στάμνα
γέμιζε πάλι το ποτήρι
ρουφούσε το νερό
από τον πάτο του πηγαδιού!

**

Την τελευταία χρονιά ήμουν μικρός,
ο κόσμος μεγάλος.
Κουφόβραση στον κάμπο.

Ειδοποιηθήκαμε,
-εδώ θα πρέπει να το πω-
η κοινότητα και ο αστυνόμος
- νάναι καλά- οι θεσμοί
άριστοι στο έργο τους,
η πρώτη με το μεγάφωνο στα χείλη
κι ό άλλος με το μπεγλέρι στα χέρια.

Στην δημοσιά-που ήθελε επειγόντως επιδιόρθωση-
το έλεγε και το επείγον τηλεγράφημα
(με κόκκινα γράμματα
 η λέξη επείγον: εγκυμονεί κινδύνους  για το έθνος)
θα σταματούσε ο Παττακός και ο Μακαρέζος,
στον δρόμο για την πόλη των Σερρών.

Σε δυο ώρες γέμισαν τις λακκούβες
σε δυο ώρες
πλέναμε τα χέρια (για το χειροκρότημα)
χτενίσαμε τα μαλλιά μας
ποδιές στο χρώμα του ουρανού και της Θάλασσας
(αγόρια και κορίτσια)
σημαιούλες
στο μυαλό
σε δυο ώρες, η κυρία Δασκάλα (πιο κυρία από ποτέ)
εν δυο.

Το αμάξι πέρασε
-τι ωραίο μαύρο χρώμα-
….κυρία. (κόμπιασε η λέξη στο λαιμό)

Οι σημαίες χρόνια τώρα κυματίζουν μέσα μου.
Δεν γνώρισαν ποτέ τους άπνοια.

**


Χρεωμένος θα φύγω στην ζωή και στον θάνατο.
Χρεωμένος σε σένα.

Πρώτες σκέψεις.
Μόλις υπέγραψα συμβόλαιο ζωής και θανάτου.

Σαν καταβόδωσα την ζωή 
ήρθε ο θάνατος.
Ήρθαν μαζί  οι  χάριτες,
κουνάμενη κι η μοίρα.

Τρεις ευχές.
Μια στεγνή πατρίδα που ανάσανε μέσα μου.
Ένας σταυρός που καρφώθηκε στη πλάτη μου.
Μια μάνα που όρισε τη τύχη μου.

Μου χρωστάει λοιπόν η ζωή
μου χρωστά και ο θάνατος.
Ένα αιχμάλωτο πατέρα.
-χάθηκε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα από τα μάτια μας-
ένα μικρό σπιτάκι στην θάλασσα, μια χαμένη Ιθάκη
( ας μην μιλάμε πια για την Ιθάκη, ίσως να ήταν μόνο μία)

Μου χρωστάει λοιπόν η ζωή,
μου χρωστά επιστροφές ο θάνατος.

Αν ισχύουν αυτά
γιατί το συμβόλαιο
κάτω από την καλλιγραφημένη ένδειξη:  ο δανειζόμενος
φέρει την υπογραφή μου;

**

 ΟΤΑΝ ΕΒΗΣΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Όταν  έσβησε ο πατέρας,
έπεσε στο έδαφος,
ένα δένδρο στην αυλή
που γεννήθηκα.
Κοίταζα το ταβάνι,
πατούσα το πάτωμα,
λείψανε τα κλαδιά,
λείψανε
ο κορμός και τα φύλλα,
οι ρίζες μου.
Ήρθαν συγγενείς, φίλοι
ξενιτεμένα αδέλφια,
μοιρολογίστρες, 
από τον πέρα μαχαλά,
ήρθαν οι μοίρες.
«Θα γίνεις εσύ ένα δένδρο
θ΄ απλώσεις τις δικές σου ρίζες»
Εγώ όμως το ήξερα,
βαθιά μέσα στην γη μου,
ένα δένδρο έπεσε
και χάθηκε το δάσος.


Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα / Νοέμβριος 2018 /Ολοκληρώνεται έτσι μια τριλογία για την ιδιαίτερη πατρίδα του το Στρυμονικό Σερρών: Οι άλλοι δύο λόγοι ήταν: Κάμπος μιας Νιότης και Ξέρω έναν τόπο. (Απόσπασμα με ανάρτηση του Β΄μέρους / έμμετρα ποιήματα))




ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ


Για μια  Πατρίδα, τον αέρα αγκαλιάζω
στον ουρανό της τραγουδάνε τα πουλιά.
Μέσα στον πόνο της καρδιάς,  αργά  βουλιάζω
για να ξανά βρω στην αυλή μου μια γωνιά.

Να κλείσω μέσα, ότι αγαπούσα.
Κι ότι αγάπησα πολύ,  ψηλά να τα κρατούσα.
Κι ο λογισμός μου απ΄τα ξένα
Αχ να ξεβράσει της ζωής,
τα ξεχασμένα.

Για μια πατρίδα, το ψωμί λιώνει στο στόμα.
Αγέρας, γη και νερό γίνονται σώμα.
Φύλλο που τρέμει στις βολές ενός ανέμου.
Σφαίρα χαμένη σε μια μάχη ενός πολέμου.

Μες στη ζωή μου, ότι αγαπούσα
για ότι νοστάλγησα  ξανά και πάλι να  διψούσα.
Κι απ΄ τις πληγές μου πάντα θα βγαίνει
Ένα παράπονο πικρό,
από ψυχή κλεμμένη. 

Τώρα στον κάμπο, ένα λούλουδο ανθίζει.
Πετώ το όπλο και την χλαίνη καταγής.
Αυτή η λάβρα που με καίει ξαναρχίζει,
να κάνει στάχτη τα συντρίμμια της οργής.

Για μια πατρίδα, η σάρκα λιώνει
κι η Άνοιξη που ένιωσα στα στήθη μου παγώνει.
Θα γίνω αέρας, νερό και χώμα.
Και μια πατρίδα μέσα μου…
Θα χτίσω ακόμα!



**


ΧΕΙΜΩΝΑ ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

Ρωτώ σιγά ποιον δρόμο θα διαλέξεις
κι εσύ κοιτάς ψηλά τον ουρανό.
Γυμνά τα πόδια σου και πως τρέξεις,
κρεμιέται τ΄ όνειρο σ΄ ένα γκρεμό.

Στης γης σ΄ ένα δωμάτιο, πεθαίνεις.
Ο ήλιος πώς να φτάσει να σε δει.
Τη μέρα δεν μιλάς κι όλο σωπαίνεις,
τη νύχτα φεγγαράκι σε κλουβί.

Ρωτώ ξανά: μπορώ να περιμένω;
Και βάζω στο ποτήρι μου νερό.
Στους ουρανούς σε έχουν πεθαμένο.
Μια μάνα κελαηδάει σ΄ αγαπώ.

Φοβάσαι μα ελπίζω να πετάξεις,
γεμίζω τα ποιήματα μ΄ ευχές.
Ελπίζω το Φθινόπωρο ν΄ αλλάξεις,
Χειμώνα να βρεθούμε στις γιορτές.


**


Η ΦΟΝΙΣΣΑ

Έβγαλα ένα αχ και μία φόνισσα
πρόβαλλε. Mια ζοφερή γερόντισσα.
«Δεν έφταιγε που έκανε το τάμα της!»
που κάπνιζε την νύχτα η καμινάδα της.

Ονόματα στο κίτρινο τεφτέρι της,
της τ΄ άρπαξα με μιας από το χέρι της,
της είπα: πως τελειώνει το κερί της
αγέλαστη φροντίζει την φυγή της.

Τσεμπέρι μαύρο, άφησε στην πλάτη της,
πάτησε το αχ στο σκαλοπάτι της,
παράδεισους την είδα να σκουπίζει,
ανέμους με μια σκούπα να σκορπίζει!

Προσπάθησε να φύγει για τον Άδη,
κατηφορίζοντας  σ΄ ένα πηγάδι,
εκεί που πίστευε πως οι Αγγέλοι,
με ζάχαρη ζούνε και άγριο μέλι!

Και μια Αυγούλα, μια κακή γειτόνισσα,
της είπε με οργή πως: «είσαι φόνισσα»
Τα βήματα την πήγανε στην θάλασσα,
εκεί που τις φτερούγες της τις άπλωσα.

Τις πήρα υγρές, στεγνώσαν και σου χάρισα
αυτό το αχ, που πάτησε μια μάγισσα.
Στα σύννεφα  σαν άγγελοι ανθίσανε
και μυρωδιές στον κόσμο μας σκορπίσανε.


**

 ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ


Θα βρεθούμε στην γη που μας γέννησε.
Ωχ αδέλφια η ώρα μας φτάνει.
Κάποιον χρόνο το μάτι ατένιζε
μια γροθιά υψωμένη, στεφάνι.

Θα βρεθούμε στις γούβες που πίναμε,
το καθάριο νερό που κυλούσε,
με τις χούφτες εμείς σας  το δίναμε,
με ψιθύρους σε μας τραγουδούσε.

Στις αυλές θα βρεθούμε που ζήσαμε,
στα σοκάκια που οι μνήμες χορεύουν,
στους χωμάτινους πύργους που στήσαμε
και οι θρόνοι, αδειανοί μας γυρεύουν.


**




ΕΨΑΧΝΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ

Διάλογος.....

Πατέρα

Έψαχνα μια πατρίδα, στο μέσο  του ανέμου,
σε μίσχους ηλιαχτίδας, πατρίδα είδα καλέ μου!
Ανοίγω πόρτα και πατώ, το μουχλιασμένο χώμα.
Είναι πατρίδα; Ή θαρρώ, ένα κορμί σε κώμα;

Γιέ μου

Άνοιξε το παράθυρο, ένα κρινάκι ανθίζει,
κι ένα μικρό αετόπουλο, δίπλα σου πεταρίζει.
Με πόνο όλα τα μάζεψα, σε μια αγκαλιά. Ελπίζω.
Βουνά, πεδιάδες και νερά, Πατρίδα είναι νομίζω.

Πατέρα

Δες στο μυστρί ξεράθηκε, όλο το βιός που χτίζω,
μπήγω το όνειρο στην γη, πατρίδα δεν καρπίζω.
Και το κορμί που λύγισε, απ΄ τα όπλα μου στον ώμο,
φωνή όμως μάνας σίγησε, μα μ΄ οδηγεί στον δρόμο.

Κάθε τριγύρω που πατώ, ήλιος και καταιγίδα,
ξένη πατρίδα π΄ αγαπώ, η πέτρινη πατρίδα.

Γιε μου

Όλοι οι ανθοί που φύτεψες, σαν άνοιγες θεμέλια,
ρίζες οι λέξεις π΄ αγαπάς, φυτρώνουν Ευαγγέλια!
Σ΄ αφήνω γη κι έναν  θεό, εκτός αυτών ουκ είδα,
όπου ανάσες για να ζεις, είναι μικρή πατρίδα.

Όμως αυτή που άφησες, χρίζει το ριζικό σου,
κάθε σου δάκρυ και καημός, στον αναστεναγμό σου!



Πατέρα

Πήρα την γη που μου δωκες, την έπλασα προζύμι
και στην καρδιάς την πυροστιά, άπλωσα μια γαλήνη.
Ένωσα δρόμους, ποταμούς, μπόλιασα την ελπίδα,
βήμα στο βήμα έλιωσα μα βρήκα την πατρίδα!

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα, αφιερωμένη στην πατρίδα του το Στρυμονικό Σερρών


ΟΣΟ ΔΙΑΡΚΟΥΣΕ Η ΞΕΝΙΤΕΙΑ

Την έσυραν χιλιόμετρα μακριά
αιχμάλωτη της ξενιτιάς
και μιας Άνοιξης που την περίμενε χρόνια.
Από το γκρίζο πέτρινο σπίτι,
το μάτι του παιδιού έβλεπε τα χελιδόνια.
Δεν ήθελε να ξανάρθουν καμία Άνοιξη.

Την βάλανε γυμνή μπροστά στους δικαστές,
με τις άσπρες ρόμπες.
Θόλωσε για μια στιγμή
(τόσες δεκάδες παιδάκια σαν δικαστές)
Της κοίταξαν τα δόντια,
τα πόδια
και (αλλοίμονο) τα χέρια.
Ποιος θα έπαιρνε εργάτη χωρίς χέρια.

Το μόνο που δεν ζήτησαν ήταν να μιλήσει.
Την φωνή της δεν την άκουσε κανείς.
Την έκλεισε μέσα στα γράμματα της Άνοιξης
κι απλώθηκε στους χρόνους της ένα χειμώνας,
σαν σημαία στο πέτρινο σπίτι.

Τα χελιδόνια δεν ήρθαν όσο διαρκούσε η ξενιτιά.
Η Άνοιξη φευγαλέα,
μια ηλιαχτίδα
κι ύστερα ανάσα της
μέσα στην ανάσα του κόσμου.
Λίγο νερό, λίγο χώμα,
αυτό ήταν το τραπέζι της.
Λίγο νερό και λίγο χώμα.

Το χέρι του παιδιού που ζητούσε,
μ΄ ένα σπαθί το έκοψαν.
Ήταν άσκεφτο αυτό που πίστευε είπαν.
Ζητιάνευε την Άνοιξη.

Κι οι δικαστές;
Αχ αυτοί οι δικαστές
άλλαξαν τις ρόμπες τους
και χρόνια τώρα φορούν τα μαύρα
και κρατούν τα γρανάζια των εποχών.
«Πότε θα αλλάξει τούτο;
Δεν θα το μάθει ποτέ της » ψέλλισε.



**


ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ


Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.

Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανάμετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.

Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού,
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»

(η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές)

Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του,
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.

Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: ήταν το θέλημά της.

Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους.

Ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.

Τον πήρε και κείνον ο ύπνος.




**


ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΑΝΟΙΞΗΣ


Δεν ξέρω ποιο λόγο να γράψω πρώτα, αλλά σίγουρα γνωρίζω την κερασιά στο περιβόλι και το βουητό το ψάλτη από την εκκλησιά του Αγίου Αντωνίου. Μια κερασιά που γράφει.

Ακόμα και τώρα πριν από την πρόταση, η καμπάνα της Εκκλησιάς οδηγεί τα βήματα ενός μολυβιού, σ΄ ένα ξεχασμένο τετράδιο. Το σεντούκι φούσκωσε από μνήμες. 

Η μάνα πάντα κοιτάζει από το παράθυρο την κατηφόρα του Τσάλτεπε, μην δεν φανεί ο πατέρας. Ο φόβος την κρατά στην ζωή και την απομακρύνει.

Κοντά στον τοίχο και στην βρύση που στάζει έχουν σύναξη οι βάτραχοι του ξεροπόταμου και οι μέλισσες του κάμπου. Μπουχτίσαμε από μέλισσες που δεν τσιμπάνε.

Και με παίρνει ο ύπνος με το μολύβι στο χέρι, την κερασιά να γελάει, το σεντούκι ν΄ ανοίγει, να κοάζουν οι βάτραχοι κι μέλισσες και πάλι δεν τσιμπάνε.

Ο ήχος από την σκουριασμένη ρόδα του κάρου ακούστηκε. Ο πατέρας φάνηκε και ένας αέρας μυριστικός φύσηξε και άνοιξε το παράθυρο. Η μάνα χαμογελά. Σαν γυναίκα.


το βιβλίο κυκλοφορεί δωρεάν στην διεύθυνση: https://www.ebooks4greeks.gr/kserw-ena-topo