1
Κοίταξε το ρυτιδωμένο πρόσωπό του στον
καθρέφτη. Πλησίαζε τα εξήντα. Τα κοντά μαλλιά του είχαν αραιώσει και ασπρίσει.
Πως έφτασα μέχρι εδώ αναρωτήθηκε. Τα δύσκολα χρόνια πέρασαν. Πάνε πάνω από
τριάντα αν θυμάται καλά. «Γέρασες μεγάλε» είπε στα μέσα του. Οι γκρίζες ημέρες
της εισβολής είχαν παρέλθει και μαζί τους είχαν πάρει τις περισσότερες μνήμες,
τα αγαπημένα πρόσωπα, όλα δικά του πρόσωπα. Από τότε που είχε γίνει γνωστή η
συμμετοχή του στην αρπαγή εκείνης της κοπέλας, στο μικρό σπίτι στην άκρη της πόλης,
όλοι φίλοι και γνωστοί, του γύρισαν την πλάτη. Δεν το ήξερε. Η ζωή που έκανε η
κοπέλα ήταν όμοια με αυτή της πουτάνας. Που να το καταλάβει. Διαταγές
εκτελούσε.
Ευτυχώς η κυβέρνηση, εκτιμώντας τις
υπηρεσίες του κατά την σκοτεινή περίοδο της χώρας, όπως επικράτησε να λέγεται
το χρονικό εκείνο διάστημα, μέχρι στο νησί να επικρατήσει ηρεμία, τον διόρισε
επιστάτη του τούρκικου τζαμιού στην άκρη της πόλης, κοντά στις αλυκές. Στην
αρχή η ιδέα και η πρόταση δεν του άρεσε. Πως ήταν δυνατόν ένας χριστιανός να
λειτουργεί μέσα σε μουσουλμανικό τέμενος. Η αυστηρή όμως ματιά του επιτρόπου, η
επισήμανση ότι θα έρθουν δυσκολότερες ημέρες και ίσως δεν θα υπάρξει δεύτερη
ευκαιρία για δουλειά με υψηλό εισόδημα, τον έπεισαν. «Τι στο διάολο, όλα
συνήθεια είναι».
Οι
πρακτικές καθημερινές του ασχολίες δεν ήταν διαφορετικές από αυτές ενός μέσου
κυπριακού σπιτιού. Απουσία μάλιστα μουσουλμάνων πιστών, το πράμα γινότανε από
μόνο του ακόμα πιο εύκολο. Κάθε πρωί έπρεπε να σηκώνεται νωρίς, να ανοίξει τα
παράθυρα του τζαμιού, για να αεριστεί. Καθάριζε τα έδρανα του ιμάμη και μερικά,
ευτυχώς ήταν λίγα, καθίσματα. Δυο φορές την βδομάδα τίναζε τα παλιά χαλιά των
πατωμάτων και μία φορά τον μήνα τα έπλυνε στην μεγάλη πέτρινη γούρνα στο βάθος
της αυλής. Η εργασία αυτή του ήταν επώδυνη, καθ΄ όσον τον ενοχλούσε μία παλιά
δισκοκήλη, αλλά δεν έβγαζε μιλιά. Πότιζε
και καθάριζε τους κήπους, κλάδευε τα δένδρα, σκούπιζε τα σκαλοπάτια, έτριβε τις
ακαθαρσίες των πουλιών από τους τοίχους, μάζευε τα πεσμένα φύλλα του
Φθινοπώρου. Κάποιοι συμπολίτες του, χριστιανοί ορθόδοξοι, είχαν αντιδράσει με
αυτόν τον διορισμό, όχι γιατί έγινε με συνοπτικές διαδικασίες αλλά για την
ανώμαλη σύμπραξη, χριστιανισμού και μωαμεθανισμού. Οι γραμματιζούμενοι της
πόλης κατέθεσαν σχετικό υπόμνημα, στο οποίο ανέφεραν τους λόγους της αντίθεσής
τους. Ο Δήμαρχος δεν το δέχτηκε, τους κατηγόρησε ευθέως για ρατσισμό και
μισαλλοδοξία και κάπου εκεί φάνηκε να τελειώνουν τα πράγματα. Όμως η ζωή είχε
αποφασίσει αλλιώς.
2
Ακούστηκε το πέταγμα των περιστεριών. Το
ατελείωτο γουργουρητό τους τον ενοχλούσε. Σαν ερινύες που σούβλιζαν τα νεύρα
του. Οι γέρικες φλέβες στο μέτωπο τεντώνονταν επικίνδυνα, τσίτωναν, έτοιμες να
σκάσουν. Μια ζαλάδα πάντα, μια συνεχή ζαλάδα. Το μυαλό του ταλαιπωρούνταν από
δεκάδες αρνητικές σκέψεις όλα αυτά τα χρόνια. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει.
Κοιμόταν με τύψεις ξυπνούσε παρέα με αυτές. Ήθελε να ηρεμήσει και δεν εύρισκε
τον χρόνο. Όλα του έφταιγαν και πιο πολύ τα πουλιά. Τα άσπρα περιστέρια.
Οι περιστερώνες ήταν έξω από το προαύλιο
του τζαμιού αλλά εκείνα στέκονταν όλη την ημέρα πάνω από το πέτρινο κτίσμα των
νιπτήρων. Με μικρά πετάγματα, κατέβαιναν έπιναν νερό από τους πέτρινους
κρουνούς και ξανά έπαιρναν τις θέσεις τους στα γεισώματα. Μισούσε τα
περιστέρια, τα έδιωχνε αλλά εκείνα γύριζαν πάλι κοντά του. Δεν τα καταλάβαινε,
δεν ήθελε να τα καταλάβει. Ποτέ δεν τα έδινε να φάνε. Ας φροντίζουν μόνα τους
σκεφτόταν. Αφού ο θεός είναι μεγάλος θα μεριμνήσει και για τούτα. Μόλις
τελείωνε την σκέψη, έλεγε πως αμάρτησε και κρυβότανε στην κάμαρά του.
3
Έξω από τον περίβολο του τζαμιού, ο
Δήμος είχε οριοθετήσει, ένα μικρό μονοπάτι , που ξεκινούσε από τον κεντρικό
δρόμο έφερνε γύρα τις αλυκές και κατέληγε πάλι εκεί. Οι περιπατητές και οι φυσιολάτρες είχαν επικροτήσει την προσπάθεια
αυτή του Δημάρχου και είχαν σπεύσει πολύ γρήγορα, πριν ακόμα εγκαινιαστεί το
μονοπάτι να το δοκιμάσουν. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, περπατούσαν να ξεκουραστούν,
άλλοι έτρεχαν για να αθληθούν και άλλοι για να ξεχάσουν το παρελθόν.
Τους έβλεπε με ευχαρίστηση και συνάμα με
θαυμασμό. Κρεμότανε από τον συρμάτινο φράχτη και τους χαιρετούσε. Λίγοι ανταπέδιδαν
τον χαιρετισμό, κάποιους τους ήξερε και από παλιά όταν τις ζεστές νύχτες πριν
την εισβολή κατέδιδαν πολίτες στην κυβέρνηση και συνεργάζονταν με τους απέναντι
αντικυβερνητικούς. Οι περισσότεροι περνούσαν αδιάφορα από μπροστά του, σχεδόν
τον έφτυναν.
Είχε συμμετάσχει με προθυμία στις
μαυροντυμένες ομάδες τήρησης της ηθικής τάξης στην Λάρνακα. Οι οικογενειακές
του καταβολές και οι συντηρητικές πεποιθήσεις των δικών του, προδίκαζαν και την
δική του πορεία. Δεν μπόρεσε ποτέ όσο και αν προσπάθησε με την νεανική του φύση
να αντιδράσει να ακολουθήσει αριστερά και κόκκινα μονοπάτια. Τον είχαν πείσει
και είχε δεχτεί αναντίρρητα, σχεδόν με απόλυτο τρόπο, την ιδέα πως για όλα
έφταιγαν οι κομουνιστές και οι πουτάνες. Τους πρώτους τους πολέμησε, τους
κατέδωσε, συμμετείχε στα βασανιστήριά τους, στο κυνηγητό στις αλυκές, στα
αυτοσχέδια υπαίθρια δικαστήρια και στους
εξοστρακισμούς από το κέντρο της πόλης όλων εκείνων των γυναικών που με τον
έκφυλο βίο τους μόλυναν τα σπλάχνα της. Όχι πως δεν τις είχε ανάγκη, άνδρας
ήτανε, αλλά μέχρι εκεί. Μόλυναν την ατμόσφαιρα, την πόλη του, του έφερναν
δύσπνοια. Πως μύριζαν έτσι τα μπουρδέλα! Κολόνια, γυναικεία σάρκα και ανδρικό
σπέρμα. Ανατρίχιασε.
4
Κάποια ημέρα, θυμήθηκε, απόγευμα τον
ειδοποίησαν να ετοιμαστεί. Μόλις θα έπεφτε η νύχτα θα ξεκινούσανε να μαζεύουν
τις πόρνες από όλα τα σημεία της πόλης. Έβρεχε και είχαν λασπώσει οι δρόμοι. Μικρά
ποτάμια είχαν σχηματιστεί που κατέληγαν στις αλυκές. Η Λάρνακα ξεδιψούσε τα
μέσα της. Κι είχε να βρέξει πολύ καιρό.
Πήραν ένα μικρό σκεπαστό φορτηγό και
περνούσαν από τους γνωστούς δρόμους με τα πορνεία. Με το πρόσχημα του πελάτη,
έμπαιναν μέσα, τα διέλυαν όλα, πρόσταζαν πλαστά έγγραφα εισαγγελικής αρχής για
σύλληψη με βάσει τον νόμο περί προσβολής
της δημόσιας ηθικής της πόλης και αφού τις άρπαζαν με δύναμη τις φόρτωναν και
τις μετέφεραν στις κεντρικές φυλακές. Εκεί αφού βίαζαν τις ωραιότερες, τις
πετούσαν στα υγρά κελιά τους. Κανένας σχεδόν δεν ενδιαφέρονταν για αυτές. Με
συνοπτικές διαδικασίες η ποινές που τους επιβάλλονταν ήταν εξοντωτικές.
Έμπαιναν νεαρές και έβγαιναν όταν τα πρόσωπά τους αποκτούσαν τις πρώτες
συννεφιασμένες ρυτίδες.
Οι πληροφορίες τους έφεραν στο μικρό σπίτι
στην άκρη της πόλης. Το ήξερε αυτό το σπίτι. Ήξερε και την γιαγιά με τις
υπέροχες πίτες. Μοσχοβολούσε ο τόπος. Η μητέρα του μιλούσε με τα καλύτερα λόγια
για την γιαγιά που έκαμε τα πάντα για να μεγαλώσει η εγγονή της αλλά και για
την κοπέλα. Ακόμα θυμάται το πρόσωπο
της. Όταν την αλυσοδέσανε γιατί είχε την αίσθηση ότι δέσανε λάθος άνθρωπο!
Φώναζε και χτυπιότανε ανάμεσα στα ανδρικά μπράτσα. Κόντεψε να σπάσει όταν
αντίκρισε την γιαγιά να πέφτει ξωπίσω τους, μέσα στα λασπόνερα της αυλής. Δεν
ξέχασε ποτέ τα βουρκωμένα μάτια της και το ουρλιαχτό της κοπέλας.
«Υπηρεσία εκτελούσε» γαμώτο!
5
Είχε τελειώσει τις δουλειές του και κάθισε
στο μικρό δωματιάκι να πιει καφέ. Από το μικρό χωρίς κουρτίνες παράθυρο έβλεπε
τις αλυκές. Ίδια εικόνα. Το νερό και το αλάτι αντιφέγγιζαν στον ήλιο, ντόπιοι
και ξένοι πηγαινοέρχονταν και μια ποδηλάτισσα ίδια, σαν εκείνη. Καφές έπεσε από
τα χείλη. Μια ανολοκλήρωτη γουλιά χύθηκε στα χείλια και τον έκαψε. Μια
γυναικεία
κοφτερή ματιά, σαν ζωντανή ερινύα, πέρασε τόσο κοντά, σαν ατελείωτη ταινία.
Έστρεψε αλλού τα μάτια.
Η ποδηλάτισσα κοντοστάθηκε, κατέβηκε και
κοίταξε γεμάτη απορία προς το μέρος του. Κρύφτηκε πίσω από το παράθυρο. Εκείνη
συνέχισε να κοιτά και φώναξε, φώναξε δυνατά περιμένοντας απάντηση. Αναγκάστηκε
να εμφανιστεί. Τον ρώτησε αν γνώριζε που οδηγεί ο χωμάτινος δρόμος. «Πουθενά»
απάντησε. «Κάπου σας ξέρω» είπε και έστρεψε αλλού το κεφάλι. Τον αναγνώρισε; «Α
μπα θα σου θυμίζω κάποιον» « Ίσως, ίσως» Και συνέχισε καβαλώντας την σέλα.
Δεν είχε απομακρυνθεί, ούτε πενήντα μέτρα.
Σταμάτησε απότομα. Γύρισε προς το μέρος του και ούρλιαξε. Ίδιο ουρλιαχτό με
κείνο της λασπωμένης νύχτας. Του τρύπησε τα αυτιά, του ράγισε τα μεσόστηθα. Τα
περιστέρια πέταξαν τρομαγμένα Έπεσε χάμω. Λύγισε και σκέπασε το πρόσωπό του με
τα χέρια.
Έτρεξε να κρυφτεί στο τζαμί. Ίδιος είναι ο
θεός σκέφτηκε. Ίδια συγχώρεση θα δώσει. Γονάτισε, ξέχασε να βγάλει τα
παπούτσια. Φίλησε τα ιδρωμένα χαλιά, τα λάσπωσε με τα χείλη του. Τα δάγκωσε και
μάτωσε το στόμα του. Κουλουριάστηκε σαν φίδι βλέποντας την σκιά να πλησιάζει προς το μέρος του. Ξωπίσω της
εκατοντάδες λευκά περιστέρια να γουργουρίζουν. Γέμισε το τζαμί πετούμενα.
Τα μάτια του είχανε θολώσει και το μόνο
που είδε πριν το δρεπάνι πέσει κοφτερό στην λήθη του μυαλού του, ήταν το
γυναικείο χέρι που απλώθηκε να τον σηκώσει. Ή (θεέ μου) να τον συγχωρέσει;
* Το διήγημα τιμήθηκε με
έπαινο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών και Επιστημών και
Πολιτισμού Κερατσινίου / 2019