Ξεκινά ο Δεκέμβριος
Στις γρανιτένιες πλαγιές, είδα,τις τσαλακωμένες ανηφοριές
που κλείδωναν τα βήματα των ανδρών, είδα.
Κάτω από το δίχτυ της μπούρκας,
τις ρυτίδες ανέγγιχτων γυναικών, είδα.
Στις διαρκείς ερωτήσεις κωπηλάτησα, κ είδα
στο βαθύ χρώμα του μαύρου,
κορίτσια με πολύχρωμες φορεσιές.
Πριν αρρωστήσουν από κείνη την φυσική ασθένεια
που την λέγανε ειρήνη και πεθάνουν
από τα χέρια μισογύνη επαναστάτη, είδα
το σκεπάρνι καρφωμένο στον αφίλητο σβέρκο.
Φτάνει πια.
Να λυσσομανούν οι αδέσποτοι σκύλοι για την σάρκα αθώων, είδα.
Έχουν μικρά αυλάκια στο πρόσωπο, οι σαβανωμένες γυναίκες.
Δεν πρόλαβαν να γίνουν
γυναίκες.
Αρυτίδωτες μικρές ανεμώνες.
Μέσα από την μπούρκα, η ταραχή και η ανημποριά, γλιστράνε
να δραπετεύσουν από την τσάκιση του υφάσματος.
Εκεί, φτηνές γυναίκες της αιώνιας Καμπούλ
πίσω απ΄ το σταχτί τ΄ ανέμου που ερωτευτήκατε
τη φευγάτη λευτεριά
Μέσα στις σπηλιές που δώσατε φιλί στις ζωγραφιές
να πεταρίσουν με τα γράμματα του αλφαβήτου
στα αμμοχάλικα που σκόρπισαν για να ξεφύγετε
απ΄ το κακό βλέμμα της Δύσης
στέκετε μια λύπηση σαν μαύρη μεσίστια σημαία
με το σχοινί της θηλιάς στον ιστό ενός αγέρωχου δένδρου.
Θα πρέπει να έχουν χαράδρες στα πρόσωπα και όχι απλώς ρυτίδες!