Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

ΛΥΠΑΜΑΙ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ / Δημήτριος Γκόγκας

Το έτος 2017, στον πρώτο Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος "Γιώργος Σεφέρης" (καθ. Vincenzo Rotolo, καθ. Παντελής Βουτουρής, καθ. Ines Di Salvo, Κώστας Χατζηαντωνίου) που διοργανώθηκε από την Έδρα Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Παλέρμο Ιταλίας (Τομέας Ανθρωπιστικών Σπουδών), από κοινού με την Ελληνική Κοινότητα Σικελίας “Τρινακρία” και με τον Εκδοτικό Οίκο “Nostos – Edizioni La Zisa”,  το ποίημά μου:  "Λυπάμαι" τα ποιήματα κέρδισε το τρίτο βραβείο του σχετικού τμήματος "Ποίηση". 

ΛΥΠΑΜΑΙ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Λυπάμαι τα ποιήματα, 
που κάθονται οκλαδόν στα άσπρα σκαλοπάτια των Εκκλησιών,
 
στα βρώμικα πεζοδρόμια των πόλεων,
 
έξω από τα πολυσύχναστα καταστήματα,
 
γυρολόγοι στα απόμακρα χωριά και στις λασπωμένες συνοικίες,
 
με τους νηστικούς στίχους υψωμένους να ικετεύουν,
 
έναν επιθετικό προσδιορισμό,
 ένα καλολογικό στοιχείο, 
ένα κόμμα, μία τελεία,
 μια ξεχασμένη απόστροφο,
μια λύση στο αδιέξοδο,
 μια μυστική φωλιά στον ποιητή κι ένα θάνατο.

Λυπάμαι εκείνα τα ποιήματα 
που δεν βλέπουν, δεν θέλουν να δουν,
 
δεν ακούν, έχουν σπάσει οι σάλπιγγες
 
στηρίζονται σε ξύλινες πατερίτσες,
 
κάμουν τους ανάπηρους, ακρωτηριασμένοι στην ψυχή
 
γεμίζουν με συγνώμες και ευχολόγια τις ημέρες τους
 
σαλιαρίζοντας πάνω από τους πληγωμένους ήχους των κερμάτων.
 
Κέρβεροι που φιλούν τους γυμνοσάλιαγκες των κύκλων της ποιήσεως.

Τι να τα κάμω αυτά τα ποιήματα; 
Ελεεινά και τρισάθλια κουρέλια,
 
διπλά πλυμένα, απλωμένα ρετάλια, στους ιστούς αραχνών
 
σκεβρωμένα οστά που εκλιπαρούν ανάνηψη,  
των ανεπαρκών λόγων, των χαλαρωτικών εικόνων, των απροσάρμοστων ήχων.

Να λοιπόν ένα πουλί, ένα νηστικό πουλί, 
να μια μέλισσα, μια θυμωμένη μέλισσα,
 
ένα μαύρο χελιδόνι,
 
ένα μαύρο χελιδόνι, είναι πάντα ένα μαύρο χελιδόνι που φέρνει την Άνοιξη.
Πάνω από την φωλιά των ποιημάτων,
 
παίζει με τους τόνους, τα ουσιαστικά και τα επίθετα.
 
Παίζει με τους επαίτες, τους ληστές, τους δωρητές.
 
Παίζει με την θάλασσα, το ποτάμι, τη λίμνη και το έλος.
 
Παίζει με τη ζωή, παίζει και με τον θάνατο.
Κλωτσάει τη σφαίρα να γίνει πάνινο τόπι στα πόδια ενός ποιήματος. 
Ανοίγει μια κονσέρβα, μαχαίρι για την αυτόχειρα μνήμη μας.
 

Κι ακόμα λυπάμαι για τούτα τα ποιήματα. 

Λίγα ξέρω για τη στίξη και τη μυστική συμφωνία του ποιητή.
Τέλος,
ύστερα από τη σταύρωση δεν ξέρω αν είναι λάθος
η ανάσταση των ποιημάτων με αντίδωρο το ερωτηματικό.

Οι θλιμμένοι γέροντες/ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 



 
Οι γέροντες τις Κυριακές, 
τραβούν με βήματα μικρά, 
προς τις γιομάτες εκκλησιές
και πιάνουν τα στασίδια. 
 
Κάθονται και μονολογούν,
πως χάθηκε η νιότη
και σκύβοντας πικρό- θρηνούν
σαν τον μικρό στρατιώτη
 
που γλύτωσε τον πόλεμο
και έσωσε τη μάχη.
Μα μέσα στον εξάψαλμο,
η ανάσα τους μονάχη
 
πηγαίνει προς το άγνωστο. 
Εκείνο που φοβούνται!
Γι αυτό κι η θλίψη στη ματιά, 
όταν σταυροκοπιούνται!

Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 


 
Η Προσφυγιά δεν έχει γκρίζο χρώμα.
Έχει το χρώμα των λαών όλης της γης.
Πίνακας γίνεται σ΄ αναστημένο σώμα,
λιβανιστήρι σε ανάταση ψυχής.
 
Αγνάντια κάθεται στης Κύπρου τα πελάγη.
Στης Αφροδίτης δίνει φόρο, υποτελώς.
Μες στην καρδούλα της φωλιάζουνε τρεις μάγοι.
Και η φωνή της, η φωνή του καθενός.
 
Σε χρυσοπράσινη γραμμή τα σύνορα φυλάει.
Κουράγιο μάνα, κάμε τον νόστο προσμονή.
Περνούν τα χρόνια. Μα νια και δεν γερνάει,
κάθε που άγγελος της δίνει ένα φιλί.
 
Απλώνει τα φτερά της μαδημένα.
Κι ο αγνοούμενος δεμένος καταγής.
Ρόγχος θανάτου. Τα παιδιά σημαδεμένα.
Αλφαβητάρια μιας παγκόσμιας σιωπής.

Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

 



Ήταν δεκαοχτώ χρονών 
κι είχε μια έφεση στα γράμματα.
Κι όμως, δεν έγραψε ούτε ένα στίχο, 
κρατώντας το τουφέκι του.
Ήταν στίχος κι εκείνο, μονάχα πιο πικρός.
Τραγούδι μέσα στους άλλους ήχους 
του υμνημένου Ιούλη.
Χαμένο στο ρίγος του πολέμου, χαμένος κι αυτός.
Όχι περισσότερο από ένα κίτρινο φύλλο θλιμμένου Φθινοπώρου.
Ήταν δεκαοχτώ χρονών κι όπως φάνηκε αμνός στον Γολγοθά,
έτσι και χάθηκε· σαν αμνός που φάνηκε στον Γολγοθά,
με την καρδιά του πλημμύρα των ανθρώπων.
Άσπρος σαν σύννεφο πάνω στον αγέρα.
Τον πήρανε κάπου βαθιά στης Ανατολής,
κει που το χώμα ρουφάει το χώμα. Το στραγγίζει.
Διαδόθηκε ότι ζούσε. Μονάχα αυτός γνώριζε, πως πέθανε.
Το αίμα του βάφει κόκκινα τα κυπαρίσσια στα ξένα χώματα.
Μέσα στον τρόμο, καβάλα στην ανδρική ανατριχίλα.
Ο ήλιος του καρφώθηκε στο πρωινό. Ακίνητος για χρόνια.
Τα χρόνια με τι βαραίνουν; Με πόνο, με δάκρυ, μ’ ελπίδα;
Σ΄ ένα πελώριο κλουβί. Εκεί χάθηκε. Δεν ήταν ποιητής, ψέλλιζε.
Μουσκεμένος έσβηνε σιγά- σιγά, όπως η θράκα της Άνοιξης.
Μασώντας τους στίχους του, ίσα στον Πενταδάκτυλο, ίσα στον Όλυμπο.
Τόσο ψηλός που ήταν.
Και την ανάσα του, που ’γινε καπνός και μύριζε λιβάνι,
ποιος θα τη μοσχομύριζε; Η αδελφή, η μάνα, η πικρή αγαπημένη;
Απογοήτευση στα έγκατα. Οι ρίζες αναταράσσονται.
Ήτανε δεκαοχτώ χρονών. Ήτανε ποιητής.
«Δεν είμαι ποιητής. Δεν είμαι ποιητής»
Επαναλάμβανε ως το μαστίγιο καψάλιζε το δέρμα.
Εγώ όμως ήξερα, ποιήματα δεν έγραψε,
πλην αυτά της αγάπης και της Ειρήνης.
Είναι αγνοούμενος Ποιητής. Αρνείται, γιατί φοβάται.
«Θέλω τη μάνα μου. Να βλέπω ένα λυχνάρι στα μάτια της.
Θέλω ένα μνήμα. Τη σιγουριά του θανάτου. Να έχω μια σκέπη χώμα.
Να ξέρει η μάνα μου, να γνωρίζουν τ΄ αδέλφια μου οι ποιητές.
Το δάκρυ τους στη γη μας τι ποτίζει; Οράματα και στίχους».
 
 
 Ο πόνος του Αγνοούμενου Ποιητή έλαβε το Β΄βραβείο στον 7ο Παγκόσμιο Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ (Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων) το 2016.

Το σκυλί του πατέρα* / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 



Το 2016 το ποίημά του: Το σκυλί του Πατέρα έλαβε Τιμητική Διάκριση  στον 5ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ζωοφιλίας

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

…ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΣΥΛΛΑΒΕΣ ΤΗΣ ΑΝΕΧΕΙΑΣ / ΓΚΟΓΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ




Ο κόσμος του παντέρημος.
Βαθύ μαύρο η νύχτα, πλημμυρισμένη από θλίψη.
Οι αγκάλες σφιχτές, οι πέτρινοι τοίχοι αμίλητοι. Ποτέ άλλοτε.
Οι  γέρικες πόρτες ακόμα πιο σφαλιστές. Εξέλειπε το φως των κεριών.

Η μυρωδιά της πείνας,
το απάνεμα της λύπης, μια στεναχώρια.
Το χρώμα ενός ξεχασμένου ψίχουλου στην άκρη του δωματίου
Και κείνος σβολιασμένος μέσα στις συλλαβές της ανέχειας.

Άνοιγε το ντουλάπι της ψυχής, δεν έβρισκε τίποτα.
Έκλεινε τις χούφτες με δύναμη,
ίσα να ματώσει των δακτύλων του το σύνορο
κι ύστερα,  βυθιζόταν άπλυτος στο βούρκο των δακρύων.

Πήρε ο καθρέφτης το πρόσωπο, άνεργο το μαράζωσε.
Γιόμισαν οι βαθιές αυλακιές ερωτήματα.
Στα έγκατά τους, χάνονταν
άνυδρες οι λέξεις κι οι εναπομείναντες ελπίδες.
Πώς να τις μιλήσει! Τις αποχαιρετά εραστής του ελάχιστου.

Φόβος. Αόρατη λύτρωση και σκόνη στο γύρω του.
Φόβος και βρεγμένη σκόνη λύτρωναν τη πείνα.
Ρούχο η ανέχεια, ουράνιος αδιέξοδος δρόμος.
Αστραπή τ΄ ουρανού, σκότος, λειψυδρία της ζήσης.

Θεέ μου.
Βρέξε αντάμα με τη στείρα μου ποίηση. Βρέξε ελπίδα.
Κάμε το τέλος κλωνάρι να μυρίσουν οι χρόνοι του,  
βασιλικό και μέντα.



ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΛΑΙΝΩ 2016
 Β΄ Βραβείο  Κατηγορία Σύγχρονης Ποίησης.