Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

 



Ήταν δεκαοχτώ χρονών 
κι είχε μια έφεση στα γράμματα.
Κι όμως, δεν έγραψε ούτε ένα στίχο, 
κρατώντας το τουφέκι του.
Ήταν στίχος κι εκείνο, μονάχα πιο πικρός.
Τραγούδι μέσα στους άλλους ήχους 
του υμνημένου Ιούλη.
Χαμένο στο ρίγος του πολέμου, χαμένος κι αυτός.
Όχι περισσότερο από ένα κίτρινο φύλλο θλιμμένου Φθινοπώρου.
Ήταν δεκαοχτώ χρονών κι όπως φάνηκε αμνός στον Γολγοθά,
έτσι και χάθηκε· σαν αμνός που φάνηκε στον Γολγοθά,
με την καρδιά του πλημμύρα των ανθρώπων.
Άσπρος σαν σύννεφο πάνω στον αγέρα.
Τον πήρανε κάπου βαθιά στης Ανατολής,
κει που το χώμα ρουφάει το χώμα. Το στραγγίζει.
Διαδόθηκε ότι ζούσε. Μονάχα αυτός γνώριζε, πως πέθανε.
Το αίμα του βάφει κόκκινα τα κυπαρίσσια στα ξένα χώματα.
Μέσα στον τρόμο, καβάλα στην ανδρική ανατριχίλα.
Ο ήλιος του καρφώθηκε στο πρωινό. Ακίνητος για χρόνια.
Τα χρόνια με τι βαραίνουν; Με πόνο, με δάκρυ, μ’ ελπίδα;
Σ΄ ένα πελώριο κλουβί. Εκεί χάθηκε. Δεν ήταν ποιητής, ψέλλιζε.
Μουσκεμένος έσβηνε σιγά- σιγά, όπως η θράκα της Άνοιξης.
Μασώντας τους στίχους του, ίσα στον Πενταδάκτυλο, ίσα στον Όλυμπο.
Τόσο ψηλός που ήταν.
Και την ανάσα του, που ’γινε καπνός και μύριζε λιβάνι,
ποιος θα τη μοσχομύριζε; Η αδελφή, η μάνα, η πικρή αγαπημένη;
Απογοήτευση στα έγκατα. Οι ρίζες αναταράσσονται.
Ήτανε δεκαοχτώ χρονών. Ήτανε ποιητής.
«Δεν είμαι ποιητής. Δεν είμαι ποιητής»
Επαναλάμβανε ως το μαστίγιο καψάλιζε το δέρμα.
Εγώ όμως ήξερα, ποιήματα δεν έγραψε,
πλην αυτά της αγάπης και της Ειρήνης.
Είναι αγνοούμενος Ποιητής. Αρνείται, γιατί φοβάται.
«Θέλω τη μάνα μου. Να βλέπω ένα λυχνάρι στα μάτια της.
Θέλω ένα μνήμα. Τη σιγουριά του θανάτου. Να έχω μια σκέπη χώμα.
Να ξέρει η μάνα μου, να γνωρίζουν τ΄ αδέλφια μου οι ποιητές.
Το δάκρυ τους στη γη μας τι ποτίζει; Οράματα και στίχους».
 
 
 Ο πόνος του Αγνοούμενου Ποιητή έλαβε το Β΄βραβείο στον 7ο Παγκόσμιο Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ (Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων) το 2016.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου