Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Ο θρήνος στις αλυκές *




Τον φωτεινό Ιούλη, όταν οι εχθροί, που τους ονομάζανε φίλους και καμαρώνανε δαφνο-στεφανωμένοι στο βορρά, Κυπραίοι λέγανε είμαστε, μπαίνανε στα υποστατικά και τα φορτωμένα κτήματά τους με τις σοδειές του καλοκαιριού, αυτός δέκα χρονών τότε, έπαιρνε τον δρόμο για τον πνιγηρό νότο. Είχε αφήσει τα παιδικά του όνειρα στην πλακόστρωτη αυλή του σπιτιού, αποχαιρέτησε βιαστικά τους παιδικούς, αλλόθρησκους φίλους, που ξάφνου του φάνηκε πως τα μάτια τους  γέμισαν σκοτάδι, ανέβηκε στην καρότσα του φορτηγού του πατέρα του, μαζί με ολάκερη την γειτονιά, θα ήτανε και σαράντα νοματαίοι και έφτασαν στην Λάρνακα. Το ταξίδι δεν ήταν μακρινό. Μια ώρα δρόμο. Όμως του φάνηκε αιώνιο. Στο βάθος διακρίνονταν, μέσα στην κάψα και στην αντηλιά οι καπνοί και τα μπουμπουνητά του άνισου αγώνα. Θυμάται ακόμα τα δάκρυα της μάνας του και το σκεπαστό με το μαύρο τσεμπέρι, πρόσωπο της γιαγιάς. Θυμάται ακόμα πως τα μαλλιά του πατέρα του, άσπρισαν μέσα σε μία ημέρα. Τόση ήταν η στεναχώρια του.

Στην καινούργια παιδική του πατρίδα, το πρώτο σπίτι ήταν μια στρατιωτική σκηνή. Έξω από την πόλη της Λάρνακα, κοντά στις αλυκές. Με τον καιρό συνήθισε το πρόγραμμα του καταυλισμού. Ξύπνημα νωρίς, πολύ νωρίς τις περισσότερες φορές, πρωινό, προσπάθεια για παιχνίδι και πάλι ένα γύρω την σκηνή. Ο πατέρας εξαφανιζότανε για ώρες. Όταν ερχότανε, όλο μιλούσε με την μητέρα, τις περισσότερες φορές κάπου απόμερα, μην ακούσει αυτός. Άλλες φορές όταν τα μυστικά ήταν σπουδαία, μιλούσανε μπροστά του, μα δεν ακούγονταν άχνα, κάνανε όνειρα φωναχτά μα μόνο τα μάτια ήταν ορθάνοικτα, κάποιες φορές είχαν βρει και κουράγιο να γελάσουνε και του χάιδευαν  τα κατσαρά μαλλιά. Κάνε λιγάκι υπομονή του έλεγε ο πατέρας. Όλα θα σιάξουν.

Τα απογεύματα, δειλά- δειλά, είχε αρχίσει να απομακρύνεται από την σκηνή. Έπαιρνε τα μονοπάτια που οδηγούσανε στις αλυκές και χανότανε στο χοντρό αλάτι και την μυρωδιά της αλμύρας. Κάποιες φορές τα αγκάθια από τα πουρνάρια και τους αντρούκλιαγρους του γδέρνανε τα δέρμα αλλά άντεχε αυτόν τον πόνο. Τα λεπτά του πόδια τσούζανε, όταν το αλάτι πασπάλιζε τις πληγές αλλά δεν τον ένοιαζε. Φανταζότανε τον εαυτό του πουλί, φλαμίνγκο, να περπατά μέσα στο άσπρο των αλυκών, να ξεπλένεται στην άκρη, στις αβαθείς γούρνες με το εναπομένον νερό του καλοκαιριού και να περιδιαβαίνει το δάσος με τους ευκάλυπτους, τους φραμούς και τα ζυγόφυλλα. Όταν γύριζε στην σκηνή, χανότανε στις οπτασίες  που έβλεπε στην οροφή της, μέσα στις σκιές και τα περιγράμματα των νυχτόβιων πετούμενων, που χόρευαν πίσω από το φως της λάμπας.

Ο χρόνος κυλούσε μέσα στο γκρίζο και στο κλάμα. Οι πληροφορίες από τον αγώνα αποθάρρυναν τον κόσμο. Οι πιότεροι όμως και μάλιστα οι γεροντότεροι, έδειχναν να γνωρίζουν, πως το κακό έφτανε στο τέλος του. Οι ήχοι του τα βράδια, τον τρόμαζαν. Την ημέρα, στον καταυλισμό επικρατούσε μια περίεργη αναταραχή. Ένα πρωινό, κάλεσαν και τον πατέρα του στο μέτωπο. Θυμάται ακόμα τα δάκρυα που χάνονταν στο αλάτι. Δεν τον είδε ξανά. Ούτε έλαβε ποτέ του μήνυμα. Με μια φωτογραφία του στο προσκεφάλι και στις πορείες, σιμά με την μάννα και την μαυροντυμένη γιαγιά του. Τα μαλάκια του άσπρισαν. Σαν περπατούσε μονάχο μέσα στα μονοπάτια των αλυκών δεν το ξεχώριζες πλέον. Ένα σύννεφο αυτό και ένα τα λευκά φλαμίνγκο. Ήρθαν και έφυγαν. Ξανά ήρθαν και ξανά έφυγαν.

Μεγάλωσε, πέρασαν οκτώ χρόνια από τότε. Τα φλαμίνγκο ζευγάρια  φτερούγισαν, περπατούσαν μέσα στις αλυκές, μεγάλωναν και έφευγαν. Αυτός έμεινε. Η κυβέρνηση, τους έδωσε ένα μικρό σπίτι, δουλειά για την μητέρα. Η γιαγιά είχε βαλαντώσει στο κλάμα, πίσω από το μαύρο τσεμπέρι. Έκλαιγε πάντα δύο φορές την ημέρα. Μία για τον παππού και την άλλη για τον γιο της. Σαν τελείωσε το λύκειο, ήρθε η ειδοποίηση να πάει στο στρατό. Η μάννα πάλι δάκρυζε, έλεγε από υπερηφάνεια, αυτός δεν γελούσε. Χανότανε και έπαιζε κρυφτό, πίσω από τις πρώτες ανδρικές σκέψεις και τα άσπρα μαλλάκια του, που έπεφταν συνήθως αχτένιστα μπροστά από τα σκούρα μάτια. Σαν γιος πολεμιστή, κλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα σε στρατόπεδο στην Λάρνακα. Δίπλα από τις αλυκές. Να είναι κοντά και στην μητέρα του.

Του άρεσε ο στρατός. Τον απομόνωνε από την κοινωνία και αυτό του άρεσε. Μα πιο πολύ, του άρεσε να φυλά σκοπιά στην ανατολική πλευρά του στρατοπέδου. Έβλεπε από εκεί όλη την περιοχή των αλυκών και το τέμενος του Χαλά Σουλτάν. Άσπρη, το ζεστό καλοκαίρι, υγρή το θαμπό Φθινόπωρο. Γιόμιζε νερό η μεγάλη λεκάνη και πουλιά. Όλα γίνονταν φλαμίγκο. Οι παντοτινοί εχθροί μοιάζανε με εριστικούς κυνηγούς που με τα όπλα τους τριγύριζαν στα δικά του μονοπάτια. Αυτός κατέβαινε από την σκοπιά, άφηνε το κράνος και τις εξαρτήσεις  στα σκαλοπάτια της, έβγαζε τις αρβύλες και τα στρατιωτικά ρούχα.  Περπατούσε γυμνός μαζί με τα Φλαμίγκο. Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα. Τον κάλεσε ο διοικητής, τον επέπληξε, τον τιμώρησε, του είπε για τους κυνηγούς, μίλησε για ντροπή, αλλά δεν άλλαξε κάτι. Τα σγουρά μαλλάκια του έγιναν ακόμα πιο άσπρα.  Τον έστειλαν σε γιατρούς, αλλά δεν του βρήκανε τίποτε. Όλα φυσιολογικά.

Γύρισε πάλι στην σκοπιά του. Γύριζε πάντα στη σκοπιά του.

Κάποια μέρα, είδε τον πατέρα του να τριγυρνά, μέρα μεσημέρι, στις αλυκές μαζί με τα πουλιά. Φώναζε το όνομά του. Γδύθηκε στα βιαστικά, άφησε στην άκρη το όπλο, έτρεξε  με μανία , τα πουλιά τρόμαξαν και πέταξαν μακριά. Ο ήχος και οι συνεχείς λάμψεις  από τον βορρά τρόμαξαν και τον ίδιο. Γονάτισε στο αλάτι. Καθώς έγερνε, είδε τα Φλαμίγκο τριγύρω να οσμίζονται το αίμα του. «Τόση ομορφιά μπαμπά» σκέφτηκε «τόση ομορφιά»  και έδυσαν τα μάτια του, πίσω από το μαύρο, μουσκεμένο  τσεμπέρι της γιαγιάς.


* Β΄βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό 
της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού 
(8ος Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός/ 2019)

Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

Η ΚΥΡΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΠ΄ΤΟ ΒΑΡΩΣΙ* / Δημήτριος Γκόγκας







Η ΚΥΡΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΠ΄ΤΟ ΒΑΡΩΣΙ
Η κυρία Αφροδίτη απ΄ το Βαρώσι,
ξημερώνει μ΄ εφιάλτες τις αυγές.
Είχε ανοίξει το παράθυρο και πόσοι,
φεύγανε πριν καν αχνίσει ο καφές.
Απ΄ το βάθος ακουγότανε μπαρούτι.
Των γειτόνων οι φωνές ακόμα ζουν.
Είχε αφήσει στα σεντούκια της τα πλούτη.
«Τα ψαράκια λες στην γυάλα θα πνιγούν;»
Την ποδιά, μόλις που πρόλαβε να βγάλει.
Άρπαξε όπως – όπως τα παιδιά.
Είχε ανάψει το καντήλι, «αχ θα σβήσει»
Ο εχθρός κρατάει τώρα τα κλειδιά.
Τόσα χρόνια μια καρδιά θρυμματισμένη.
Το ζουμπούλι της θυμάται και πονά.
Είν΄ ορθή, μα στέκει φοβισμένη
για το μέλλον που ο χρόνος της κεντά.
Η κυρία Αφροδίτη απ΄ το Βαρώσι,
ασπρισμένα έχει τα ξανθά μαλλιά.
Ρούχα του ανδρός της να διπλώσει,
που αγνοείτο απ΄ την πρώτη τουφεκιά.
Μες στη ζύμη ένα δάκρυ έχει πέσει.
Ένας ίλιγγος της είπε: γεια χαρά!
«Το γλυκό μέσα στο φούρνο έχει δέσει;»
Της ρωτάνε όσοι απόμειναν σιμά.
Με το χέρι της το σύννεφο σκορπάει,
που της σκέπασε το βλέμμα σαν σκιά.
Ένας ήχος μες στο στήθος σπαρταράει,
σαν το θρόισμα των φύλλων στον βοριά.
Του ανδρός της το μετάλλιο σκουπίζει,
σαν το σώμα που ζητάει να πλυθεί.
Όλοι οι χρόνοι ένα βάρος και λυγίζει.
Δεν γιατρεύεται με άχνη η πληγή.
Γέρνει στην καρέκλα, συλλογιέται
Ας γυρνούσε προς τα πίσω ο τροχός.
Αγκαλιάζει το μαχαίρι και κοιτιέται
έτσι τα ΄φερε η μοίρα κι όχι αλλιώς

*2019: Έλαβε το Γ΄ Βραβείο στην Κατηγορία Ομοιοκατάληκτου Στίχου
στον 9ο Παγκόσμιο Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ

"Κλίκες" Ποιητών

 γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας 


για να κατανοήσουμε τα γραφόμενα πλήρως θα πρέπει να γνωρίζουμε τι σημαίνει "κλίκα" και ποια είνα τα συνώνυμα της λέξης. 
    Κλίκα λοιπόν είναι το σύνολο εκείνο των ανθρώπων που συνθέτουν μια ομάδα με κοινά συμφέροντα πάνω σε ένα "αντικείμενο" και προσπαθούν να εδραιωθούν στην κοινωνία με απώτερο στόχο την κοινωνική τους ανέλιξη.  Προέρχεται από την γαλλική λέξη: clique < cliquer "χειροκροτώ" (σσ: Βικιλεξικό)
  Συνώνυμα της λέξεως είναι: καπετανάτο, σινάφι, φάρα, κάστα, φατρία, αδελφάτο, τσιφλίκι, συντεχνία, λόμπυ. Στην Ινδία θα ονομάσουμε αυτές τις ομάδες : Κάστα, ενώ στην Ισπανία ( Καμαρίλλα) 

    Αφορμή για να γραφούν οι όποιες αρνητικές ή θετικές σκέψεις, ήταν η συζήτηση που είχα με μια ποιήτρια της Κύπρου, η οποία μου εξεφρασε το παράπονό της, καθώς δεν την καλούν σε ποιητικές συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις, βραδειές ποίησης ή σχετικά φεστιβάλ, ενώ η ίδια έχει ένα πλούσιο βιογραφικό, με ποικίλες εκδώσεις και βραβεύσεις σε Κυπριακούς και Πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. 
    Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότερες λογοτεχνικές εκδηλώσεις πραγματοποιούνται από από πολιτιστικούς συλλόγους και οι εργανωτικές ομάδες αποτελούνται από τα μέλη των συμβουλίων, καθώς δεν υπάρχει ανάλογη προθυμία από τα υπόλοιπα μέλη των συλλόγων. Φυσικά ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα δεν γίνεται καμιά αναφορά στα λοιπά μέλη των συλλόγων και το βάρος της οργάνωσης, συνεχώς πέφτει στα μελη των συμβουλίων. Τα μέλη δε, εν όψη έλλειψης χρόνου, μοιράζουν μεταξύ τους τους ρόλους και έτσι, ενώ το πιθανότερο είναι να μην θέλουν να ευλογήσουν τα γέννια τους, φαίνεται ότι αυτό γίνεται. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε ως απλοί ακροατές σε αυτές τις εκδηλώσεις, όπου τα ίδια άτομα, θα παρουσιάζουν την εκδήλωση, τα ίδια πρόσωπα θα μιλούν για τα τιμώμενα πρόσωπα, τα ίδια μέλη θα απαγγέλουν, οι ίδιοι και οι ίδιες θα προβάλλονται, ίσως επαναλαμβάνω, όχι συνειδητά αλλά έτσι είναι και έτσι γίνεται. Μεταξύ δε των συλλόγων, των σωματείων, των οργανωτικών ομάδων παρατηρείται μια διαρκής, χρόνια αντιπαλότητα, που ξεκινά από προσωπικές διαφορές και μεταφέρεται στην όλη λειτουργία τους. Έτσι όσοι καλούνται από τους μεν, αποκλείονται από τους δε και το αντίστροφο, ενώ δεν λείπουν και οι ευέλικτοι της ποίησης που τα έχουν καλά με όλους, έτσι ώστε η πρόσβαση να είναι ευκολότερη στις διάφορες εκδηλώσεις, προς όλες τις κατευθύνσεις. 
       Χωρίς να εξαιρώ τον εαυτό μου από τους πειρασμούς που σου προσφέρει η συμμετοχή σε τέτοιου είδους ομάδες αλλά και τα "ποιητικά" οφέλη, όπως η γνωριμία με το ευρύ κοινό και η συνεχής παρουσία στο χώρο, δηλαδή αναγνωρισιμότητα, θέλω να επισημάνω πως οι κατάλογοι των συμμετασχόντων ποιητών και ποιητριών που συνθέτονται από τις οργανωτικές επιτροπές για τις εκδηλώσεις καταλαμβάνονται από τα ίδια ...άτομα . Και είναι απολύτως λυπηρό, ποιητές και ποιήτριες που ανήκουν σε οργανωτικές ομάδες να βρίσκονται και σε αυτούς τους καταλόγους. Που σημαινει ότι το θέμα δεν έχει "ψαχθεί" όπως θα έπρεπε. Δηλαδή δεν αναζητήθηκαν άλλοι ποιητές και ποιήτριες, δεν βολιδοσκοπήθηκαν προθέσεις ως προς την συμμετοχή τους σε Φεστιβάλ, ποιητικές εκδηλώσεις ή παρουσιάσιες βιβλίων. Ίσως δε, να παρατηρείται μια ομολογουμένως ελαφρότητα επί του θέματος, αλλά μια μικρή ατομική έρευνα του καθενός μας, θα επισημοποιήσει το ευκόλως εννοούμενο. 
    Ίσως πάλι η λύση σε ένα τέτοιο θέμα να είναι η προσωπική ενεργοποίηση μας. Δηλαδή η συστηματική ενασχόλησή μας ως μέλη με τις δράσεις των σωματείων και των ομίλων. Όμως πάλι σε μια εποχή που όλοι δεν έχουν την πολυτέλεια αυτού του ελεύθερου χρόνου, δε θα πρέπει να αποκλείεται κανένας ποιητης ή ποιήτρια και η εκ περιτροπής κλήση τους, θα πρέπει να είναι ή να γίνει κανόνας. Έτσι δεν θα μιλάμε για τις ολιγομελείς "κλίκες" που ναι μεν παράγουν πολιτισμό αλλά... και δεν θα ασχολούμαστε με μειδιάσματα και ψιθύρους. 

Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ* του Δημητρίου Γκόγκα



Προσπάθησε να θυμηθεί τις τελευταίες συμβουλές του.
Να ασφαλίσει το ποίημα και προπάντων τις λέξεις.
Εάν χαθούν τι θα απομείνει;
Μια κάτασπρη, κενή σελίδα τετραδίου με δείκτη το αόρατο κι ένας σταυρός στο χέρι.
Τη μοναξιά να στραγγίζεται από τη κορυφή, στις παρυφές του ανθρώπου.
 
Όπου χρειαζότανε στήριξε τις λέξεις και τις προτάσεις με τελεία.
Να σώσει με ανάπαυλα, τη φωνή της ψυχής και τη δύναμη του πόνου.
Να εδραιώσει τη βάση του δίκαιου και του αδίκου, με την αλήθεια.
Κάπου – κάπου κάρφωνε την τελεία άνω, εντόνως.
Άνω δεξιά και άνω αριστερά.
Να χωρίσει τους παράδρομους, τα καλντερίμια και τα σοκάκια της σκέψης.
Χρησιμοποίησε διστακτικά το κόμμα,
για να προκαλέσει αιφνιδίως την προσδοκία πως κάτι θα συμβεί,
χωρίς πίεση αλλά με κάποιο αβέβαιο λόγο.
Κι ας επαναστατούσαν -έστω και- προσωρινά,
οι δευτερεύουσες προτάσεις, οι ερωτηματικές εξάρσεις,
οι συμπερασματικές απόπειρες, οι διαζευκτικές της αβεβαιότητας,
οι παντογνώστες χωρισμοί και τα παραστρατήματα του έντεχνου λόγου.
Όταν απαιτούνταν να δώσει περισσότερες εξηγήσεις, έσπερνε δύο τελείες.
Έτσι απλά, δίδασκε τα αποφθέγματα και τα σοφά λόγια των προκατόχων.
Την παύλα την απέφευγε και το υποστήριζε με παρρησία, λέγοντας: «δεν ωφελεί,
ούτε στον προσδιορισμό των προσώπων σε ένα τυπικό διάλογο.»
Πιότερο προκαλεί σύγχυση, σαν ένα σπαθί χωρίς σταυρό.
Σαν ένα βέλος χωρίς την άκριά του.
 
Τις παρενθέσεις, τις αγκύλες και τα εισαγωγικά, όλα τα αγάπησε στην φυλακή.
Καρφωμένα στα παράθυρα και στις πόρτες, έκλειναν όλα όσα ένιωθε κατάστηθα,
μα πιο πολύ την ελευθερία.
Κι όταν έκανε την εμφάνισή του το θαυμαστικό, απορούσε σιωπηλός
και σημείωνε με κόκκινη μελάνι ένα τεράστιο ερωτηματικό για την πορεία του ποιήματός
του. Σκήνωμα το βάφτιζε, λείψανο μέχρι να το αναστήσει.
Απέφευγε τους αστερίσκους.
Είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση στην ειλικρινή παράθεση των λέξεων.
Να μιλά με το όνομά της η λέξη, κι όχι με διφορούμενα.
Στο τέλος ξεβοτάνιζε τα αποσιωπητικά.
Πάντα ήθελε να πει περισσότερα,
μα τον σταματούσε το φεγγάρι της Άνοιξης και η αύρα του Αυγούστου.

*Το ποίημά: "Σημεία Στίξης" έλαβε Έπαινο ( 4ο με αξιολογική σειρά) του 5ου διαγωνισμού ποίησης Bonsaistories / 2019

Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Στο Πάσχα του Κόσμου / Δημήτριος Γκόγκας


 Είμαστε  εδώ και γύρω- γύρω
 απ΄τη φωτιά, που καίει παντού. 
Λέω: τον πόνο μου θα σπείρω 
για να φυτρώσει σ΄ αλλουνού

τόπο θεού, του Παραδείσου
κήπου, που ονόμασαν Εδέμ.
Κάν΄ τον σταυρό σου και κοιμήσου
βυθίσου σ΄ ένα Τεριρέμ. 

Ρωτάς : "παιδί, εκεί πεινάει;"
Και κάποια μάνα καταγής
σχίζει τα στήθη της και πάει 
στη Παναγιά γονυπετής.

Το άστρο της Βηθλεέμ γυρεύει
και τον Ιησού στο Γολγοθά.
Τ΄ αγκάθινο χρόνια στενεύει,
και τα καρφιά ποιος τα μετρά;

Αν ερημώσει το λιβάνι!
Μεταναστεύσει ο Λυτρωτής;
Ποιος θα διορθώσει αυτή την πλάνη,
ν΄ ευλογηθεί ο Ζηλωτής;

Ζω μες στο Πάσχα του καιρού μου, 
την ώρα που το Άγιο Φως, 
καίει το σκιάχτρο του εαυτού μου
και γω βαφτίζομαι σοφός!

Προβάλουνε οι Σταυροφόροι,
αυτοί που αλώνουν τους λαούς, 
αγιογδήτες και εμπόροι,
που χουν μεγάλους τους σταυρούς!

Και γω υψώνω το κερί μου,
μα αργοσβήνει, στη σιωπή. 
Ενός λεπτού οι Άγγελοί μου
κρατούν σιγή για τη ζωή. 

Που χάνεται ανεμοδαρμένη
και παραπαίει δανεική. 
Αιώνες μοιάζει ν΄ναι κλεμμένη
ποτέ δεν έχει επιστροφή. 


Σάββατο 3 Μαΐου 2025

Ιθαγενής /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 


 

Βελόνα, που το δέρμα σου τρυπάει για το αίμα.
Γυαλί, που σαν καθρέφτης, σου μιλάει για εγώ.
Σκιά, μπροστά απ΄ τα μάτια σου να φυλαχτεί το βλέμμα
κι ένα μαχαίρι μπρούτζινο κρυμμένο στον καρπό.
 
Στην πόλη που κατέβηκες γυρνούν μαύρο ντυμένοι.
Τα βράδια όλο στραγγίζουνε το φως του φεγγαριού.
Οι δρόμοι πάντα ξεγελούν στα φώτα τους λουσμένοι
και τρέμει η συγνώμη σου στο φως ενός κεριού.
 
Παρακαλώ ένα θεό να έρθει να σε σώσει.
Σειρήνες πάντα υπάρχουνε στ΄ αλώνι της ζωής
Μα αν ο θάνατος μπορεί τα δίχτυα του ν΄ απλώσει
ανδρώσου κι από τη μάχη αυτή θα είσαι ο νικητής!
 
Καρφί, μες στη παλάμη σου, ουρλιάζεις απ΄ τον πόνο.
Χολή σε δισκοπότηρο για να σαι ο Διγενής.
Στον πέρα σκάει η δημοσιά και συ μου λες «κρυώνω».
Χασκογελούνε στα ρηχά λαθραίοι ιθαγενείς.