Είχε αφήσει τις κόκκινες φράουλες, μέσα σε ένα πλαστικό καλάθι στην άκρη του ξύλινου τραπεζιού της κουζίνας. Τις είχε πάρει από απλή συνήθεια. Δεν έτρωγε πολλά φρούτα. Συνήθως τα αγόραζε από την λαϊκή της Λάρνακας, τα άφηνε να στολίζουν τα τραπέζια του σπιτιού της και ύστερα λίγο πριν χαλάσουν και αναδεύσουν την άσχημη μυρωδιά της σαπίλας τα πετούσε στο καλάθι των σκουπιδιών.
Ανοίγοντας την πόρτα του μικρού της σπιτιού, στην άκρη της πόλης θυμήθηκε τον άγνωστο φίλο που γνώρισε στις αλυκές. Τον είχε δει πολλές φορές και μόλις χθες τόλμησε να σταματήσει και να του μιλήσει. Διέφερε τόσο πολύ από τους υπόλοιπους άνδρες της ζωής της. Είχε γνωρίσει πολλούς. Άνδρες που ήθελαν την παρέα της, για μία νύχτα μονάχα. Άνδρες που πλήρωναν για τον έρωτά της, πίσω από τις σκιές των δένδρων, τα αχνά φώτα των πάρκων, των έρημων δρόμων της πόλης, του μεγάλου αλσυλλίου δίπλα από το κεντρικό ταχυδρομείο της πόλης. Αυτός όμως δεν της ζήτησε τίποτα. Έκατσε απέναντί της, την κοίταξε μέσα στα μάτια της και κατάλαβε την προσπάθειά του, να βυθιστεί στον ωκεανό της. Της άρεσε αυτό. Πρώτη φορά, σκίρτησε στο βλέμμα ενός άνδρα, στην επιθυμία του ομιλητή να ανακαλύψει κρυμμένους θησαυρούς μέσα στα πνιγηρά λόγια της. Αναρωτήθηκε αν είχε τέτοιους θησαυρούς. Όλοι οι άνθρωποι έχουν, σκέφτηκε.
Μετά την αποφυλάκισή της, γύρισε στο μικρό σπιτάκι στην άκρη της πόλης. Η Λάρνακα δεν είχε αλλάξει καθόλου. Η μόνη αλλαγή που βρήκε, ήταν η απουσία της γιαγιά της. Ο ξαφνικός θάνατός της ήταν, το δυνατότερο χτύπημα που είχε αισθανθεί στην ζωή της. Ούτε η εισβολή των μισητών εχθρών από τον βορρά, ούτε η συμπεριφορά των ανδρών της νεοσύστατης αστυνομίας, την είχαν πονέσει τόσο πολύ, ούτε η αιχμαλώτισή της από την ομάδα προστασίας της ηθικής της κοινωνίας. Το σπίτι κλειδωμένο, έρημο χορταριασμένο. Θυμήθηκε την ώρα που άνοιγε την ριζωμένη αυλόπορτα και ήρθαν στα πόδια της οι άσπρες γάτες της γιαγιάς Της έγλυφαν τα μαύρα στενά γοβάκια, προίκα από τη φυλακή, περιμένοντας με ανυπομονησία τροφή, νοσταλγώντας τα τσίγκινα πιατάκια της γιαγιάς που γέμιζαν γάλα, ψωμί, αποφάγια και κόκαλα ψαριών, πίσω από τον φούρνο της αυλής. Τις χάιδεψε και τις άφησε να πάνε στο καλό. Αυτές σαν να είχαν νιώσει της ανάγκη της μοναξιάς, έκαμαν ένα μικρό γύρο και πλάγιασαν στο σπασμένο πλατύσκαλο. Ζάρωσαν στα μπροστινά τους πόδια και βούλιαξαν στην βρώμικη γούνα τους. Σκέφτηκε να τις πλένει στη βρύση της αυλής αλλά γρήγορα προσπέρασε αυτή την σκέψη. Άλλα είχε βαθειά μέσα στο μυαλό της.
Γδύθηκε και μπήκε στα μπάνιο. Το νερό, της φάνηκε γλυφό μα δεν την αποθάρρυνε. Λούστηκε με σχολαστικότητα. Κάθε φορά που έμπαινε κάτω από το νερό αυτό έκανε. Ήθελε να διώξει όλες τις μυρωδιές της φυλακής από πάνω της. Τα χνώτα όλων των ανδρών που την φίλησαν. «Ποτέ πια» αναφώνησε. Έκλεισε τα μάτια, βυθίστηκε στις σκέψεις της, έπλυνε και τα δάκρυα που κύλησαν στα κόκκινα μάγουλά της. Τυλίχτηκε με την μεγάλη άσπρη πετσέτα και στηρίχτηκε στο μπράτσο της ξύλινης καρέκλας στην κουζίνα. Τα πράγματα πήγαιναν τώρα καλά. Η προσωρινή δουλειά που βρήκε της έδινε έναν αξιοπρεπή μισθό. Πωλήτρια σε ένα κατάστημα ρούχων. Οκτώ με δέκα ώρες εργασίας που ξεκινούσε στις εννέα και έληγε πότε στις πέντε το απόγευμα και άλλες φορές στις έξι. Το αφεντικό, ένας εργένης σαραντάρης την προσέλαβε με την πρώτη συνέντευξη. Δεν του στάθηκε τροχοπέδη το πέρασμά της από την φυλακή. Το αντίθετο. Το εξέλαβε σαν πείρα πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις.
Είχε πάει δώδεκα. Μεσάνυχτα. Ο ουρανός ήταν κατάλευκος. Η περιοχή είχε σκεπαστεί από το λευκότερο στρώμα σύννεφων, που είχε δει ποτέ στην ζωή της. Απουσίαζαν όλα τα άστρα. Σαν ένα σβηστήρι να έκανε μια κίνηση και να τα έδιωξε όλα. Δεν θα αργούσε να χιονίσει, σκέφτηκε. «Μα ήταν Αύγουστος μήνας» αναρωτήθηκε. Δεν ήταν δυνατόν να συμβεί αυτό. Οι πληροφορίες των ειδικών γνώριζε πως ήταν αντικρουόμενες. Οι θερμοκρασίες ήταν υψηλές και τίποτα δεν προδίκαζε κάτι τέτοιο. Όμως τα άσπρα σύννεφα, είχαν τυλίξει τον ουρανό της πόλης εδώ και λίγες ημέρες. Είχαν στρογγυλοκαθίσει και δεν έλεγαν να φύγουν. Άνοιξε το παραθύρι της, την στιγμή που είχε αρχίσει να χιονίζει. Πυκνό άσπρο χιόνι έπεφτε ως εκεί που έφτανε η ματιά της. Δεν μπορούσε να δει καλά μέσα από το σκοτάδι, όμως τα φώτα της πόλης φανέρωναν το αξιοπερίεργο. «Χιόνι, μάνα χιονίζει» βγήκε μια κραυγή από μέσα της, μα μόνο τα νιαουρίσματα από τις γάτες της αποκρίθηκαν.
Βγήκε ξυπόλυτη στους άδειους δρόμους. Κατηφόρισε προς τις αλυκές, μέσα από τα στενά χωμάτινα μονοπάτια. Πήρε το γνώριμό της μονοπάτι, αντικρίζοντας σκιές ζευγαριών να φιλιούνται και να αγαπιόνται με πάθος. Προσπερνούσε το πλήθος, που όσο προχωρούσε γινότανε μεγαλύτερο. Άκουγε φωνές, αλαλαγμούς, κλάματα και φωνές απόγνωσης γυναικών. Εκεί στο βάθος, στο ξέφωτο, που φώτιζαν φακοί και φανάρια, διέκρινε το βαμμένο κόκκινο αλάτι. Στην μέση του κύκλου που σχημάτιζε το πλήθος, μια μικρή ανθρώπινη φιγούρα, κείτονταν άψυχη. «Ένα κοπελούδι θα ήτανε ή ένα κοράσι; Δεν θα ήτανε ούτε είκοσι χρονών» αναρωτήθηκε. Σαν πλησίασε ακόμα πιο κοντά, από περιέργεια, διέκρινε πολύ καλά την ανδρική φύση. Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο, να κρύψει τη ντροπή που ένοιωσε η ίδια. «Ίσως να ήτανε φαντάρος» Η νεότητά του κορμιού του αυτό μηνούσε, ήταν και απέναντι από το στρατόπεδο των αλυκών. Κάποιοι σκεπάσανε την γύμνια του με ότι ρούχα έβγαζαν από πάνω τους και άλλοι τα περίεργα άσπρα λεπτά, γεμάτα πούπουλα ποδαράκια του.
«Είναι μεγάλος, πελώριος κύκνος που ήθελε να γίνει άνθρωπος». Έτσι είχαν αρχίσει να ψιθυρίζουν οι περισσότεροι. «Όχι» είπε κάποιος άλλος «ήτανε νέος άνθρωπος που ήθελε να γίνει φλαμίνγκο». Κάποιοι χαμογέλασαν. Άλλοι γέλασαν με την καρδιά τους. Μόλις έφτασε το πρώτο εύκαιρο κάρο της περιοχής, φόρτωσαν το άτυχο παλληκάρι να το πάνε στο νοσοκομείο. Άδειασε με μιας η αλυκή.
Έμεινε μόνη και έρημη. Σκεπασμένη από το σκοτάδι, έριξε και μια εσάρπα στους ώμους. Αισθάνθηκε να φεύγει λίγο το ρίγος που σκόρπιζαν οι πυκνές νιφάδες. Το χιόνι άσπρο συνέχιζε να πέφτει και να σκεπάζει το βαμμένο αλάτι και το μικροκαμωμένο κουφάρι, πάνω στο κάρο που απομακρυνόταν μέσα στα άσπρα σύννεφα. Άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του και αισθάνθηκε μια ζεστασιά να ριγώνει το κορμί της. Έτρεξε σαν παλαβή πίσω από το κάρο, το πρόλαβε όρμηξε πάνω του, τράβηξε με τρόμο το ρούχο που σκέπαζε το πρόσωπο του νεαρού και θέλησε να ουρλιάξει. Μπροστά της πετάχτηκαν εικόνες από το παρελθόν, η μάνα που χάθηκε το εβδομήντα τέσσερα, ο αγνοούμενος αδελφός, η γιαγιά που την μεγάλωσε, ο φύλακας άγγελός της. Βγήκε με μιας έξω από το δωμάτιο, αντίκρισε τον ήλιο και την τυφλώθηκε από το φως του.
Πετάχτηκε, ιδρωμένη από το κρεβάτι και κοίταξε γύρω της. Είχε αποκοιμηθεί στη άκρη του. Τυλίχτηκε, με το σεντόνι και ζάρωσε. Όνειρο ήτανε σκέφτηκε, όνειρο.
Από την άλλη μέρα οι πληροφορίες για δεκάδες νεκρούς νεαρούς άνδρες που ξέβραζε η αλυκή σόκαραν τη κλειστή κοινωνία της πόλης. Όλοι είχαν την ίδια όψη, σα νεαροί κύκνοι ή σαν πελώρια φλαμίνγκο. Οι αρχές της πόλης είχαν απαγορεύσει την πρόσβαση των κατοίκων στις αλυκές και είχαν στήσει προστατευτική περίμετρο. Ένας πρόχειρος καταυλισμός με στρατιωτικές σκηνές, έλαβε χώρα, όπου επιστήμονες συνεπικουρούμενοι από νεαρούς ειδικευόμενους ιατρούς προσπαθούσαν να δώσουν λύση στο ομολογουμένως περίεργο φαινόμενο. Η πολιτική ηγεσία της χώρας αντιδρούσε σπασμωδικά και οι εξηγήσεις που δίνονταν ήταν τελείως ανεπαρκείς. Τα ευρήματα αναλύονταν με πολύ δυσκολία και οι εξετάσεις άλλοτε κατεύθυναν τους επιστήμονες προς το βασίλειο των πτηνών και άλλοτε προς αυτό των νεκρών ανθρώπων.
Εκείνη ακολούθησε τη γνωστή διαδρομή, το χωμάτινο μονοπάτι. Ένας τεράστιος αυγουστιάτικος ήλιος πύρωνε. Περίεργο που καθώς περνούσε τις διαχωριστικές κόκκινες γραμμές της ασφάλειας κανένας δεν την σταμάτησε. Ούτε καν της ζητήσανε εξηγήσεις. «Από εδώ, περάστε από εδώ, στην τρίτη σκηνή δεξιά, θέλουμε να αναγνωρίσετε εάν είναι δικός σας ο νεκρός» Με βήματα, σταθερά, όχι ιδιαίτερα αργά, κρατώντας ένα πλαστικό κύπελλο με τσάι που της προσφέρανε, μπήκε στη σκηνή. Σ΄ ένα χειρουργικό τραπέζι ήταν αφημένο ένα νεκρό φλαμίνγκο. Έτσι τουλάχιστον της φάνηκε. «Θα σας παρακαλούσαμε να προσέξετε καλά» και ένας νοσοκόμος ξεσκέπασε το πάνω μέρος του κουφαριού. Πάγωσε, πάλι είχε αρχίσει να χιονίζει. Το αισθανότανε. Ζήτησε μια κουβέρτα. Κρύωνε. Μπροστά της είχε τον νεκρό αγνοούμενο αδελφό της. «Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε δεσποινίς, το φαινόμενο, αλλά όλα τα νεκρά φλαμίνγκο που περιμαζέψαμε δεν είναι άλλοι παρά οι αγνοούμενοι της εισβολής. Είναι συγγενής σας; Στο λαιμό του κρεμόταν ένα φυλαχτό με το όνομά και τη διεύθυνσή του. Έτσι σας καλέσαμε». Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και ρώτησε εάν μπορεί να πάρει το νεκρό αδελφό της για να το θάψει. Της αρνηθήκανε λέγοντας ότι αυτό θα συμβεί όταν ολοκληρωθούν οι επιστημονικές έρευνες. Μέχρι τότε της ζητήσανε να είναι στη διάθεσή τους ώστε εάν χρειαζότανε πρόσθετες πληροφορίες να τις έχουνε.
Τους ευχαρίστησε και άρχισε να απομακρύνεται. Και πάλι το βήμα της ήταν σταθερό, όχι ιδιαίτερα αργό. Καθώς πλησίαζε στο μικρό σπίτι της, το χιόνι καταμεσής του καλοκαιριού συνέχιζε να πέφτει μόνο πάνω από αυτή. Μονάχα πάνω από το σπίτι της. Δεν ήξερε τι να υποθέσει. Η παγωνιά ήταν η δική της νέα κόλαση ή ο ήλιος που άφησε στις αλυκές ήταν ο παράδεισος του νεκρού αγνοούμενου αδελφού της;