Φεγγοβολούνε οι νυχτιές,
Παρασκευή και Τρίτη.
Κι ένα σπουργίτι έχασε,
το δρόμο για το σπίτι!
μικρά παιδιά και σκύλοι,
απ΄ τα μπαλκόνια κρέμονται ,
της Άνοιξης τα χείλη.
στις ερημιές του κόσμου
κι εκεί απλώνεις μυρωδιές
και φυλλαράκια δυόσμου.
τον πόνο μου ανάθρεψε.
Παρασκευή και Τρίτη,
απ΄ της θαλάσσης το βαθύ
μέχρι του ουρανού το γκρι,
κι ως τον Αποσπερίτη.
και στις αυλές τριζόνια.
Μοσχοβολά το γιασεμί
Ιούλη πέφτουν χιόνια.
να φύγει. Περιμένουν
τρεις στο στενό προσμένουν,
να κελαηδήσει η τουφεκιά.
απ΄ τη ματιά του εχάθη.
Μες στης ψυχής τα βάθη,
σαν αηδονάκι, μοναχός.
τη μοίρα του δεμένη,
μαστιγωτές στις διαδρομές
κι η μάνα περιμένει.
κι ο αργαλειός στο χώμα,
όλοι οι μνηστήρες φυλακή
μα η ανάσταση του πτώμα!
λυσσομανούν στα δάση.
Δεν ήθελε να χάσει,
όλης της γης τα ανθηρά.
τι να κάψεις;
Σε μια άδεια ψυχή
τι να δεις;
Το χθες σπαρταρά
σου ζητάει να πάψεις.
Και στη σιωπή,
τη σιωπή
να γευτείς.
που ακούγεται μόνη,
κυλάει η ζωή
και συ φωνασκείς.
Πως είναι αρκετή,
μια αστεία συγνώμη.
Πως είναι αρκετοί
χίλιοι όρκοι στιγμής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου