Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

ΠΟΛΙΤΕΙΑ* / Δημήτριος Γκόγκας


Τον χρόνο που τρέχει, είχε βγει βόλτα η πρωινή υγρασία
απ΄ το ηλιόφωτο θόλο κάτω και πέρα, που κλείνει
την ανθρώπινη μοναξιά στις απέραντες παραλίες μας.
Κρέμονται χρυσόπλεκτα σκουλαρίκια οι ανάσες
στα καλλίγραμμα αυτιά της ακόμα κοιμώμενης πόλης.
Αμέριμνη, αμετανόητη για τις βραδινές ασελγείς πράξεις της.
Ουδέν ίχνος πόνου στην μέση της ραχοκοκαλιάς, στη κένωση της απληστίας.  
Ένα πέπλο μυστηρίου, αραχνοΰφαντο, τυλίγει αλόγιστα τους περαστικούς, σκουρόχρωμους επισκέπτες, της ξεπεσμένης εποχής σε μια ρατσιστική εξέδρα.  
Μα, η νομιμόφρονα παράνοια και εκείνων που έρχονται γονυπετείς 
με τα ναυλωμένα πλοιάρια εξ ανατολών,
παραδομένοι στο μαύρο πέπλο ενός γαληνεμένου προφήτη
και στον μονογενή δοξασμένο θεό.
Κι όμως χρηστή δεν κατέστη η αλλόφρονα ζωή τους.
Εικάζεται πως θα γραφεί με το στερητικό πρώτο γράμμα.

Η ώρα που περιεργάζεται τις πνιγηρές ώρες, προχωρά αργά και τρανώνεται.
Ο μαύρος ύπνος, πρόσκαιρος απαθής θάνατος, γλυκόπικρους καρπούς αφήνει, συνεχίζει μονάχος και γυμνός να βρει τραχείς ανθρώπινους θορύβους
που θα ορίσουν την μέρα, θα σκαλίσουν το ρολόι και θα πούνε:
Να οι βηματισμοί των ανθρώπων, να η ιλαρή ιστορία, να το μέλλον μας.

Και οι ύστεροι τυφλοί, κρατώντας στο χέρι μια φωνή ανήκουστη και άυλη, 
με ύφος απελπισμένων και ανέλπιδων κι άλλοι αμήχανοι κρατώντας κέρατα, 
δικράνια και φτυάρια, υψώνουν τη τσιμεντένια πολιτεία.
 Σ΄ ένα μονόδρομο που αλυχτά, κραυγάζει και πνίγεται, 
καθώς ανοίγει συθέμελα, μια πελώρια γούρνα με το άλικο νερό της να κοχλάζει.
Σ΄ ένα αδιέξοδο δρόμο που ουρλιάζει και χάνεται ,
ως λιγοστεύει ο αέρας των ανθρώπων.



* Το 2019 το ποίημα απέσπασε το Γ΄ βραβείο στον Πανελλήνιο διαγωνισμό Ποίησης ενηλίκωνμε θέμα: «Περιβάλλον: γη, νερό, αέρας» που διοργάνωσε η Εταιρία Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου (13ης  “ΛΥΡΙΚΗ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑ”)

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ; /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 



 
Αφού κοιμούνται τα παιδιά στις σκοτεινές
οδούς των βάλτων, των ελών.
Αφού καλούνται οι ανθοί να ζήσουν μες στ΄ αγκάθια,
που έσπειραν οι ζηλωτές.
Αφού πεινάνε οι μικροί και οι κατατρεγμένοι
κι οι άρχοντες μειδιάζουνε ψηλά από το μπαλκόνι.
Αφού ζητάνε τα όπλα μας να στρέψουμε στ αδέλφια
χωρίς αιδώ, χωρίς ντροπή, χωρίς μια στάλα αίμα, δροσιά μες στη ψυχή τους.
Αφού διψάνε αυτοί που περπατούν δίπλα από τα ποτάμια
και μόλυναν τα ξωτικά.
Αφού οι μάνες έπαψαν το δάκρυ τους να χύνουν
στη ζύμη και το ψωμί ε-πίκρανε.
Αφού στους άνδρες στέρεψε ο σεβασμός στους χρόνους των πολέμων
και πολεμούν ασύνετα
κι οι ποιητές σκοτώνονται μπροστά από τις λέξεις.
Τότε γιατί χρειάζονται;

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ * / Δημήτριος Γκόγκας



     Ξύπνησε πολύ πρωί, ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα και η πόλη προσπαθούσε να  βρει τους ξέφρενους ρυθμούς της. Έφαγε βιαστικά, ντύθηκε με το γκρι κουστούμι και κίνησε για το γραφείο της και το στούντιο του τηλεοπτικού σταθμού που δούλευε. Με τους δρόμους γεμάτους από αυτοκίνητα, υπολόγισε πως χρειαζόταν μία ώρα να φτάσει στην εργασία της. Τακτοποιούσε τις σκέψεις και το πρόγραμμα της ημέρας στο μυαλό της. Μεταξύ άλλων, θα έπαιρνε συνέντευξη με μια καινούργια μέθοδο ολογράμματος,από τον ήρωα της Επανάστασης του 1821 Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ενσωματωμένη με τεχνολογία μικρο-μηχανικής ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι ο φιλοξενούμενος στο στούντιο θα είναι όχι απλώς ζωντανός αλλά θα μπορεί και να απαντά. Αυτό θα ήταν εξαιρετικά θετικό για την τηλεοπτική καριέρα της, ειδικά φέτος που υπήρχε η αίσθηση ότι είχαν εξαντληθεί όλες οι πρωτοτυπίες και δεν υπήρχαν καινούργιες ιδέες  στην παρουσίαση των προγραμμάτων. Με το μυαλό της κινητή βιβλιοθήκη, αποθήκευσε όλες τις γνώσεις για τον μεγάλο αυτόν Έλληνα.
    Όταν έφτασε, διαπίστωσε ότι ο επίσημα «καλεσμένος» ήδη είχε αρχίσει να παίρνει τη μορφή του. Της φάνηκε αρκετά υπερβολικό το σκηνικό που προσπαθούσαν να στήσουν οι τεχνικοί, δίνοντας στο ολόγραμμα τη μορφή του Κολοκοτρώνη πάνω σε άλογο από πίνακα και πιο συγκεκριμένα από ελαιογραφία του Νέστορα Βαρβέρη. Την απέρριψε με συνοπτικές διαδικασίες, λέγοντας πως δεν θα κάνουν το πλατό, στάβλο. Αν΄αυτού, προτίμησε τη μορφή του Κολοκοτρώνη από πίνακα του PetervonHess όπου ο ήρωας κάθεται σε μια πέτρα και παρακολουθεί τα παλικάρια του να διασκεδάζουν.
Δέκα λεπτά πριν την καθοριζόμενη έναρξη της εκπομπής όλα ήταν έτοιμα. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στεκόταν απέναντί της, με την μακριά κατάλευκη φουστανέλα, το χρυσοκέντητο γιλέκο, τα κόκκινα τσαρούχια και την περικεφαλαία δίπλα του. Καλημέρισε τους θεατές της εκπομπής, δηλώνοντας ότι ήταν βαθύτατα συγκινημένη για τον σημερινό της καλεσμένο. Ξεκίνησε αναφέροντας την καταγωγή του, με πληροφορίες για τον τόπο που γεννήθηκε, το Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, την μητέρα του Ζαμπία Κωστάκη και τον πατέρα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Από τον πρόλογό της δεν παραλήφθηκε αναφορά στην αλλαγή του επιθέτου από τον παππού του, από Τσεργίνης σε Κολοκοτρώνης ως απόδοση στα ελληνικά του αρβανίτικου παρωνυμίου «Πιθεγκούρας».
    Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κοίταζε με απορία πότε την ίδια και πότε την κάμερα, προσέχοντας ιδιαίτερα τις απαντήσεις. Εξάλλου ο ίδιος γνώριζε πως αυτά που θα έλεγε, θα είχαν πολύ μεγαλύτερη απήχηση στην εποχή του και όχι στο σύγχρονο κόσμο,  καθώς η ελευθερία θεωρείται δεδομένο αγαθό. Επισήμανε την ανάγκη του αγώνα, τόνισε την σημασία της πολιορκίας της Τριπολιτσάς, ενώ στάθηκε δακρύζοντας στη μάχη στα Δερβενάκια. Στον πρώτο και στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο δεν ήθελε να επεκταθεί καθώς πετάρισε η καρδιά του και χρειάστηκε η επέμβαση της ομάδας των τεχνικών να σταθεροποιήσουν την λειτουργία του ολογράμματος. «Κύριε Κολοκοτρώνη» τον ρώτησε «φοβηθήκατε ποτέ για την ζωή σας; Το 1833 οι Έλληνες σας καταδίκασαν σε θάνατο για εσχάτη προδοσία» Η απάντηση έφερε ένα κόμπο στο λαιμό. Ο σκηνοθέτης, χρόνια στη δουλειά, έμπειρος, συνέλαβε τη στιγμή στο χρόνο και την επανέλαβε σε αργή κίνηση. «Αντίκρυσα τόσες φορές τον θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε και τότε» Δεν γνώριζε που θα οδηγούσε η συνέντευξη αυτή. Το κλίμα είχε φορτιστεί και οι συγκινητικές στιγμές διαδέχονταν η μία την άλλη. Ζήτησε και πήρε διάλλειμα. Ο σκηνοθέτης την πλησίασε και της χτύπησε την πλάτη. «Καλά τα πας» είπε. Οι τεχνικοί βρήκαν την ευκαιρία και επανεξέτασαν τις λειτουργίες του ολογράμματος, ενώ ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης έδειχνε να το απολαμβάνει λέγοντας «Θα αντέξω βρε παιδιά. Εδώ έντεκα ολόκληρους μήνες με είχανε έγκλειστο στο Παλαμήδι. Μια συνέντευξη είναι!»
     Σε λιγότερο από δέκα λεπτά άρχισαν και πάλι. Τα φώτα ξύπνησαν τον γέρο του Μοριά τη στιγμή που στο πίσω του στούντιο, σε μια τεράστια οθόνη αναγράφονταν τα λόγια «Ο θεός υπέγραψε την ελευθερία της Ελλάδος και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του». Ξύπνησε ο γέρος, ξύπνησε και η εθνική μνήμη. Η Μακιγιέρ έτρεξε και σκούπισε το δάκρυ μ΄ ένα άσπρο μαντήλι. Κύριε Κολοκοτρώνη είναι καταγεγραμμένο ότι είπατε: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμε την επανάσταση….» Το πιστεύετε ακόμα και σήμερα; «Κοπέλα μου, το τι πιστεύω εγώ πλέον δεν έχει καμία σημασία, αλλά έχει περισσότερο το τι πιστεύετε εσείς. Εμείς πολεμήσαμε, διώξαμε τους εχθρούς για να μπορείτε εσείς, να ζείτε ελεύθεροι. Αυτή την ελευθερία πρέπει να κρατήσετε ζωντανή εις τους αιώνες. Θα αρκεστώ να επαναλάβω κάποια από τα λόγια της ομιλίας μου στην Πνύκα «…Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε…Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.»
    Του έπιασε το ρυτιδωμένο χέρι, υπακούοντας στην εντολή του σκηνοθέτη. Δεν ήξερε αν  έπρεπε να υποβάλλει την τελευταία της ερώτηση για τον θάνατό του. 4 Φεβ 1843 μετά από χορό στα ανάκτορα. Τον ρώτησε εάν γεννιόταν ξανά θα έκαμε και πάλι την επανάστασή του; Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και τράβηξε με βία τα καλώδια. Το ολόγραμμα χάθηκε δια παντός.



* Το διήγημα συμπεριλήφθηκε μαζί με άλλα 40 (μετά από διαγωνισμό με θέμα: 1Φραση +821 λέξεις για το 1821) στην ειδική έκδοση και παρουσιάστηκε σε τελετή στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο την 9 Νοεμβρίου 2019

Το σπίτι στην άκρη της πόλης* του Δημητρίου Γκόγκα


     


Η μαυροντυμένη γερόντισσα έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη του χωριού, που της δόθηκε από την κυβέρνηση, μετά και την τελευταία σύναξη των αρμοδίων. Φαίνονταν ξεκάθαρα, ότι εκεί έμεναν νοικοκυραίοι άνθρωποι κι ας ήτανε ετούτοι της απέναντι όχθης. Δυο μικρά δωμάτια, μια κουζίνα, ένα ζεστό καθιστικό, το μπάνιο ήταν εξωτερικό, μια μικρή πέτρινη αυλή, φροντισμένη με αγάπη, γεμάτη με κάθε λογής λουλούδια και πλατύφυλλο βασιλικό. Μοσχομύριζε το πρωινό και έρχονταν οι δικές της  εικόνες, από το γκριζωπό χθες, να ζωντανέψουν, μέσα στο σπιτικό των άλλων. Χόρευαν κάτω από το απλωμένο αγιόκλημα, πάνω από τις μπλε πήλινες γλάστρες με τις κόκκινες βεγόνιες και τα κίτρινα τριαντάφυλλα. Είχαν φύγει και αυτοί βιαστικά, από τα μέρη αυτά, αφήνοντας το σπίτι ακατάστατο. Σκουπίδια, γεμάτη η αυλή, πεταμένα φύλλα και άδεια ποτήρια πάνω στο τραπέζι του κήπου και της κουζίνας.

      Σιγά – σιγά με την βοήθεια και της μεταπολεμικής κυβέρνησης, που αναγνώρισε την θυσία του άνδρα της, καθώς είχε πέσει υπέρ βωμών και εστιών, όπως είπανε αυτοί που δεν πιάσανε ποτέ τουφέκι και τον ονομάσανε ήρωα, της δόθηκε ένα μικρό χρηματικό βοήθημα. Δεν ήταν πολλές οι λίρες, μα έφταναν να ζήσουνε αυτήν και την ορφανή εγγονή της. Μια ζωντανή προίκα που της κληροδότησε η πονεμένη ζωή του πρόσφυγα. Με την πενιχρή σύνταξη κατόρθωσε και έκανε το δικό της παράδεισο, στο σπίτι που της κληροδότησε η πατρίδα, το μικρό σπίτι των άλλων. Έτσι συνήθιζε να το λέει.

      Με ασβέστη από τα κατεχόμενα, δώρο ενός οικογενειακού της φίλου, τουρκοκύπριου, έτσι για να συνεχιστούν κάποιες σχέσεις που διακόπηκαν άδοξα ένα περασμένο Ιούλη, το άσπρισε για να της θυμίζει τις ευτυχισμένες ημέρες. Πρόσθεσε ξύλινα, ζωγραφιστά παντζούρια, τα έβαψε κόκκινα και γύρω μια γραμμή πράσινη, έχτισε ένα φούρνο στην αυλή για να μυρίζει τις πίττες της η γειτονιά, μια πέτρινη βρύση και ένα εικονικό πηγάδι. Αγάπησε τρεις αδέσποτες αγνοούμενες άσπρες γάτες και ένα μικρό σκύλο, τα τάιζε τα ορφανά και τα μάζεψε από τον δρόμο. Έκανε το δικό της αγαπημένο κόσμο και περίμενε κάθε ημέρα την αυγή να την καλημερίσει. Δεν παρέλειπε να κάμει τον σταυρό της και ας μην πήγαινε συχνά στην εκκλησία. Η παναγιά η Φανερωμένη ήξερε πως στεκότανε πάντα δίπλα της.  

   

 

      Καθημερινό της μέλημα η επούλωση των ανοιγμένων πληγών της  εγγονής της. Ανύπαντρη προσφυγοπούλα, ποιος να την έπαιρνε, χωρίς προικιά και παχυλό κομπόδεμα στην άκρη. Η ολιγόωρη δουλειά της, μόλις που έφτανε να καλύπτει τα προσωπικά της έξοδα. Η κόρη της είχε πεθάνει στη γέννα, στο νοσοκομείο της Αμμοχώστου. Ο μπαμπάς της, ένα από τους δεκάδες, εκατοντάδες αγνοούμενους. Η γιαγιά βοηθούσε όσο μπορούσε, αλλά η γονική της φροντίδα άρχιζε και τελείωνε μόλις αντίκριζε τα πανέμορφα μάτια της εγγονή της.

      Δεν την χωρούσε ο κόσμος όλος. Έφευγαν και γύριζαν οι μνήμες, ζωντανές ερινύες, μέσα από την μούχλα που ανάδυε η ειρήνη. Οι γκρίζες ημέρες της κατοχής και της μετέπειτα εισβολής που ανάστησαν ξεχασμένους ήρωες, την βασάνιζαν. Παρακάλεσε, έπεσε χωρίς ντροπή στα γόνατα και ζητιάνεψε μια θέση στο δημόσιο για την εγγονούλα της, αλλά στην νέα τάξη που δημιουργούνταν στη μεγαλόνησο δεν είχαν θέση. Το καταλάβαινε, ο κόσμος πήγαινε δεξιά και αυτή ριζωμένη αλλού. Ακόμα και το σπιτάκι της έτυχε να είναι στα αριστερά της πόλης. Κρίμα που η καρδιά έγερνε προς τα αριστερά του στήθους.

      Η γερόντισσα είχε την έννοια της. Έβλεπε τους αγαπητικούς να περνούν από μπροστά της και έκανε τα στραβά μάτια. Αφήνανε τα αρσενικά ίχνη τους πάνω στα μεσοφόρια της εγγονής, στα λευκαρίτικα σεντόνια αλλά δεν έλεγε τίποτα. Είχε την έννοια της. Δεν άργησε η γειτονιά να ξεστομίσει και την λέξη πουτάνα. Λίγο που την ένοιαζε. Η εγγονούλα της να είναι καλά. Όμως δεν ήταν. 

     Κάποια ημέρα, θυμότανε πως έβρεχε πολύ, η κυβέρνηση θα ήταν ευχαριστημένη καθώς θα γέμιζαν νερό οι υδατοφράχτες, ήρθαν στο σπίτι μια ομάδα μαυροντυμένοι άνδρες. Ρωτούσανε διάφορα, για την εγγονή, για το μικρό σπιτάκι, για την ζωή της. Θυμήθηκε τους αντίπερα και τις ημέρες τις εισβολής. Ίδια πρόσωπα, ίδια μεταχείριση. Ανάθεμά τους ξεστόμισε. Κάποια μέρα ήρθαν να πάρουν την μικρή. Έπρεπε είπε κάποιος, να σωθεί η τιμή της κοινωνίας, πήραν την ζωή της. Οι κατηγορίες ήταν τόσο απλές, όσο και η προσφυγιά, ο πόλεμος, τα άδεια ποτήρια στο τραπέζι των ξεριζωμένων, τα σπαρτά που δεν πρόλαβαν να θερίσουν, η προχειρότητα της αντίστασης, η αγωνία για τις τύχες των αγνοουμένων και τόσα άλλα που δεν χωρούσαν στο γέρικο μυαλό της.

     Πορνεία. Η μικρή καθώς της έβαζαν τις σιδερένιες χειροπέδες στα μικρούλικα χεράκια της, την κοίταζε περιμένοντας βοήθεια. Πονούσε πολύ και δεν είχε κουράγιο να σηκώσει τα δακρυσμένα μάτια της. Ο ουρανός και το αντιφέγγισμα την πλήγωναν. Φώναξε, ούρλιαξε, παρακάλεσε. Κράτησε με βία το χέρι του ενός. «Που την πάτε» ξεστόμισε, «δεν έκανε τίποτα» Του κάκου. Η γειτονιά βγήκε μια βόλτα χαιρέκακη να δει τα καθέκαστα. Η σιωπή τους πρόδωσε την ευθύνη της.

    

 

    Το απόβραδο  έβρεχε με το τουλούμι. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί και αυτή έστεκε μονάχη με  την μαντίλα στους ώμους και το φόρεμα να σέρνεται στην λάσπη. Έψαχνε τις γάτες, τις φώναζε, μα αντηχούσε μοναχά η σιωπή στην αυλή της. Άστραψε στα μισόκλειστα μάτια της και το μόνο που αισθάνθηκε ήτα η μεθυστική μυρωδιά του βασιλικού, καθώς ακουμπούσαν τα σκασμένα ξεραμένα χείλη της στο βρεγμένο χώμα. Παραδόθηκε στην πράσινη γραμμή και στο έλεος της μοίρας.


*«Το σπίτι στην άκρη της πόλης» διακρίθηκε στην κατηγορία: Διηγήματος του 9ου Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Ε.Π.Ο.Κ./ 2019

 

 Από τη συλλογή Διηγημάτων: Πτώσεις ανθρώπων: ISBN 978-9925-7723-2-2  

 

 

 

 

Σάββατο 26 Απριλίου 2025

ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ* / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ


ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ

Προσπαθώ να συγκρατήσω την ορμή των εικόνων.
Μία αργά, ύστερα άλλη.
Μην τις λαθέψω
και μαζί τα χρώματα, τις μυρωδιές,
τις λέξεις μην αλλάξω, τις λεζάντες του χρόνου.
Το τσεκούρι στον ώμο κι ένα τραγούδι στη πλαγιά.
Το σχοινί στο χέρι κι ύστερα μια θηλιά στο λαιμό.
Το παγούρι στη ζώνη κι ύστερα η λειψυδρία στο σπίτι.
Το ψωμί στη πετσέτα κι η μυρωδιά της ζωής μέχρι την άβυσσο.
Δεν θέλω τώρα να παρακαλέσω
στην αναπηρία ποιος θα μου κόψει τα ξύλα,
ποιος θα τα ζυγιάσει
κι ύστερα τα στοιβάξει
κάτω από τη σόμπα.
Πυροτεχνήματα τα χρώματα,
οι μυρωδιές προσανάμματα,
οι λέξεις σπίθες.
Κι ένα ποίημα πελεκητό
ανάμεσα στα πευκόξυλα,
τις κομμένες οξιές
και τις τσακισμένες γλώσσες.

Στον διαγωνισμό ποίησης που προκήρυξαν για το 2018 
ο Πειραϊκός Σύνδεσμος, 
και το λογοτεχνικό περιοδικό για την Τέχνη και τη Ζωή:
 Μανδραγόρας.
το ποίημά : ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ 
έλαβε τον γ΄έπαινο. 

ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΑΙΣΘΗΣΗ * /Δημήτριος Γκόγκας

   




Θαυμάσια η αίσθηση να μαθαίνεις πως χάθηκε
Ούτε που σε νοιάζει ο κλεμμένος τόπος και το μειδίαμα του χρόνου
Πίσω από τις σκούρες κουρτίνες 
το ποτήρι που σήκωσες να κάμεις μια πρόποση
έκρυβε στο βυθό του, το αίμα και το σώμα που δεν μετάλαβες
Πικράθηκες και μια σταγόνα από τούτη την πίκρα, επιστρέφει πάντα
Μετανάστρια στα μικρά ξέφωτα, πρόσκαιρες πατρίδες,
όπου στήνουν χορό οι ερινύες και οι κάμπιες δαγκώνουν τη ηθική σου
Κλείνεις τα μάτια, σιωπάς, δεν ακούς, κάμεις πως δεν ακούς
Αλυσοδένεσαι, μόνος δικάζεσαι, τιμωρείσαι
Τι να περιμένεις από αυτή την επανάληψη; Εκδίκηση;
Σκορπά ότι έσπειρες, πότισες, γεύτηκες
Με μαθηματικές πράξεις θανάτου και ζωής,
Προσθέσεις, αφαιρέσεις, διαιρέσεις της αλήθειες και του ψέματος
Στον ορίζοντα πολλαπλασιάζονται πενιχρά τα φλογισμένα βλέμματά σου
Ακοντίζει στον φόβο η αίσθηση, τον φόβο.
Θαυμάσια λοιπόν, καθώς αποχαιρετάς στρίβοντας τη σόλα
Πάνω στο φτύμα που έπεσε, στο χώμα που έρανες, το σώμα που θύμωσες.
Και πόσο λυπηρό
Η αίσθηση τούτη τρώει τη σάρκα σου, μεστή από λάθη στον πηγεμό σου.
Ίσως να σκέφτεσαι πως δεν ήρθε κι η δική σου ώρα.
Μα είναι παρήγορη η θαυμάσια αίσθηση.

Το 2018 έλαβε το Γ΄βραβείο 
στον 7ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό 
της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού και στην κατηγορία ποίηση σε ελεύθερο στίχο

Λαμπρατζιά: Ένα εξαιρετικό έθιμο που εγκυμονεί κινδύνους ...

 
 
γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας
 
   

Λαμπρατζ'ιά
σημαίνει μεγάλη ή γερή, δυνατή φωτιά (φωτιά που θεωρητικά και πρακτικά μπορούμε να πούμε ότι είναι η  λαμπρή = αυτή που ακτινοβολεί, που είναι γεμάτη φως). Στην μεγαλόνησο, την Κύπρο λαμπρατζ'ιά είναι η μεγάλη φωτιά, την οποία ανάβουν ομάδες νεαρών ανδρών τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, τις ώρες πριν και κατά την Ανάσταση. Παλαιότερα την άναβαν στο περίβολο χώρο της Εκκλησίας ενώ στις ημέρες μας σε χώρους ανοικτούς, αλάνες πλησίον των εκκλησιών.  
    Κάποιες ημέρες πριν, οι νέοι των ενοριών, των χωριών και των κοινοτήτων, μαζεύουν κάθε μορφής ξύλα, κορμούς δένδρων, κλαδιά, σανίδες, τα οποία στοιβάζουν σε μια μορφή πρόχειρης πυραμίδας, κώνου και τα ανάβουν χρησιμοποιώντας εύφλεκτο υλικό. Καθορίζονται δε για την φύλαξη των υλικών που μάζεψαν και ομάδες φρούρησης, προκειμένου να μην κλαπούν τα υλικά από ομάδες άλλων ενοριών και περιοχών. Κατά το άναμμα της φωτιάς συνήθως καίγεται και ένα ομοίωμα του Ιούδα, του μαθητή του Ιησού που υπήρξε ο προδότης κατά τα Ευαγγέλια. Μην ξεχνάμε δε ότι και γύρω από την φωτιά στην αυλή του Καϊάφα, ο Απόστολος Πέτρος αρνήθηκε τον Ιησού Χριστό τρεις φορές.
 
    Στις ημέρες μας οι ομάδες των νεαρών ανδρών μαζεύουν εκτός από ξύλα και άλλου είδους υλικών, όπως πλαστικά, ρόδες αυτοκινήτων κτλ, που καθίστανται επικίνδυνα κατά το άναμμα. Επίσης χρησιμοποιούνται ποσότητες πετρελαίου, βενζίνης, γκαζάκια που καθιστούν το έθιμο επικίνδυνο. Οι συγκρούσεις των νέων κατά την προσπάθεια εύρεσης ή και κλοπής των υλικών είναι συχνές, όπως συχνές είναι και οι παρεμβάσεις της αστυνομίας, καθώς πλέον δημιουργείται ένα πολεμικό σκηνικό γύρω από την τήρηση του εθίμου, με αποτέλεσμα να έχουμε μικρούς και μεγάλους τραυματισμούς, ακρωτηριασμούς έως και θανάτους. Ένα έθιμο που έδινε χρώμα και χαρά σε μικρούς και μεγάλους τις περασμένες δεκαετίες κατάντησε γάγγραινα και πονοκέφαλος για τις τοπικές αρχές και την πολιτεία. Οι νέοι στις μέρες μας βρήκαν ακόμα ένα τρόπο, σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή για να εκδηλώνουν με τον εντονότερο τρόπο τη δυσαρέσκειά τους προς «τα έργα και τις ημέρες» της κάθε πολιτείας και των διοικούντων.
 
    Η πολιτεία δυστυχώς δεν έχει κατορθώσει να διαμορφώσει ένα νομοθετικό πλαίσιο προκειμένου και να διατηρηθεί το έθιμο στις σωστές του βάσεις αλλά και να προστατεύσει τις κοινωνίες από την οχλαγωγία των νέων και το περίεργο παιχνίδι των «κλεφτών και των αστυνόμων» μεταξύ των νέων και των τοπικών αστυνομικών τμημάτων που άλλοτε επεμβαίνουν δραστικά και άλλοτε παρακολουθούν ανίκανοι να κάνουν κάτι.
 
Ας δούμε τι προβλέπει το νέο νομοσχέδιο, το οποίο δεν ψηφίστηκε ακόμα από τη βουλή των Αντιπροσώπων.
 
α. Το έθιμο της Λαμπρατζιάς εντάσσεται, από την Αρχή Τοπικής διοίκησης στο πλαίσιο των πολιτιστικών της δραστηριοτήτων ενόψει των εορτών του Πάσχα.
β. Από μέλος Ενοριακής Επιτροπής και κατόπιν ειδικής άδειας που εκδίδεται από την Αρχή τοπικής διοίκησης, εντός των ορίων της οποίας τοποθετείται η λαμπρατζιά.
γ. Σε κάθε ναό, θα διοργανώνεται μία Λαμπατζιά, η οποία θα τοποθετείται πέραν των 30 μέτρων από τον ναό, οικία ή κάθε είδους υποστατικό.
δ. Η διάμετρος της βάσης της Λαμπρατζιάς δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 3 μέτρα, ενώ θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως επί το πλείστο καθαρή ξυλεία, μη εμποτισμένης από χημικά υλικά. Το κόστος, η μεταφορά και η τοποθέτηση των υλικών της λαμπρατζιάς καθώς και ο έλεγχος της μη εγκατάλειψής της άσβεστη, αποτελεί ευθύνη του διοργανωτή της λαμπρατζιάς.
ε. Η προετοιμασία για την τήρηση του εθίμου, δηλαδή  για σκοπούς ανάμματος της λαμπρατζιάς, θα αρχίζει τη Μεγάλη Τετάρτη και μπορεί να εκτείνεται μέχρι και την 16:00 ώρα του Μεγάλου Σαββάτου. Το άναμμα της θα γίνεται μεταξύ των ωρών 23:00 το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου και 01:00 της Κυριακής του Πάσχα.
στ. Υπάρχει υποχρέωση της Τοπικής Αρχής για έγγραφη ενημέρωση της Αστυνομίας τουλάχιστον 30 ημέρες πριν την ημέρα πραγματοποίησης του εθίμου.
ζ. Προβλέπονται ποινές από 5 χρόνια φυλάκιση ή και €25.000 πρόστιμο μέχρι και 12 χρόνια φυλάκιση και €100.000 ανάλογα με το που θα ξεσπάσει φωτιά, τι ζημιές θα προκαλέσει, όταν η φωτιά επεκταθεί και χαθεί ο έλεγχός της.
 
   
Ελπίζουμε ότι το Κράτος θα διαισθανθεί κάποια στιγμή την μεγάλη ευθύνη που έχει και θα θέσει υπό την προστασία του ένα έθιμο αιώνων και δεν θα αναγκαστεί να το θέσει εκτός νόμου με μια μονοκονδυλιά.
 
 
 
 
Πηγές
 
α. Πολυγνώση: https://www.polignosi.com
β. Εφημερίδα Φιλελεύθερος
γ. Εφημερίδα Πολίτης
δ. Φωτογραφία: https://larnakaonline.com.cy

Παρασκευή 25 Απριλίου 2025

Δημόσιες Τουαλέτες στη Λάρνακα για ... βραβείο παραμέλησης! '

       γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας 


    Δίπλα από το πάρκο Ταπά Χανά στην παραλιακή οδό της Λάρνακας, βρίσκεται το μαστογραφικό κέντρο ελέγχου. Εντός του διπλανού χώρου στάσης και στάθμευσης είναι εγκατεστημένες οι Δημόσιες Τουαλέτες του Δήμου Λάρνακας. Η εικόνα τους πραγματικά άθλια. Τόσο από πλευράς εμφάνισης για την οποία δεν ευθύνεται ο Δήμος, καθώς είναι γνωστό ποιες ομάδες ατιμώρητων νυχτοβατών τις φέρνουν σε αυτές τις καταστάσεις, όσο και από πλευράς καθαριότητας.

 Όμως ο Δήμος Λάρνακας έχει την υποχρέωση*:

α. Της επιμελημένης αποκατάστασης των φθορών

β. Της καθημερινής καθαριότητάς τους εμλπουτίζοντας τις θέσεις (ανδρών, γυναικών και αναπήρων) με τα απαραίτητα είδη πρώτης ανάγκης (υγροσάπουνα, χαρτιά υγείας κλτ)

γ. Την τοποθέτηση πινακίδων με προτροπές των πολιτών για σεβασμό της καθαριότητας (πχ. η καθαριότητα είναι μισή αρχοντια κτλ) 

δ. Της τοποθέτησης εξωτερικών καμερών ελέγχου (με σχετική άδεια της επιτρόπου προσωπικών δικαιωμάτων) οι οποίες θα ελέγχονται ύστερα από τις ενδείξεις καταστροφών

(*φυσικά και οι πολίτες πρέπει να έχουν τη σχετική παιδεία για τον σεβασμό κάθε δημόσιου χώρου)

        Ο Δήμος Λάρνακας έχει την δυνατότητα να ελέγχει έγκαιρα και να ενημερώνεται άμεσα από για τις καταστροφές δημόσιων χώρων από πολίτες και υπηρεσίες (αρκεί αν κακουν σωστά την δουλειά τους) οπως παρακάτω: 

             α. Δημοτικούς Συμβούλους 

             β. Ενεργούς πολίτες 

             γ. Οδοκαθαριστές 

             δ. Τμήματα Απορριμματοφόρων

             ε. Τμήμα Κήπων και Δασών 

             στ. Δημοτική Αστυνομία

και με τη συνδρομή, στο ποσοστό που είναι δυνατό, του τμήματος επιτήρησης πόλεως της Αστυνομίας. 

--Και κάτι τελευταίο: Ενώ οι Δημόσιες τουαλέτες είναι προσβάσιμες για τα ΑΜΕΑ, η σχετική τουαλέτα ήταν κλειδωμένη! 

Παρακάτω δημοσιεύνται φωτογραφίες που δείχνουν την κατάσταση των δημόσιων τουαλετών την 21 Απρ 2025








Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

Πρόταση αλλαγή ονομασίας του πάρκου: Ταπά χανά από τον Δημήτριο Γκόγκα

 Το Πάρκο Ταπά Χανά, βρίσκεται στην οδό : Ιστικλάλ, πλησίον της παραλιακής οδού της Λάρνακας. Είναι ένα σημαντικό πάρκο αναψυχής για τις οικογένειες της πόλης καθώς διαθέτει έναν πλούσιο παιχνιδότοπο. 

Τόσο η οδός (Ιστικλάλ) στην οποία βρίσκεται καθώς και το όνομα του Πάρκου παραπέμπουν "εμμέσως πλήν σαφώς" σε δύσκολες ιστορικές περιόδους και βασανιστικές στιγμές για τους κατοίκους, πολίτες της Λάρνακας, από τον οβολό των οποίων συντηρείται. 

Θεωρώ λοιπόν πως θα ήταν πρέπον και τιμητικό για τους πολίτες της Λάρνακας το πάρκο να μετανομαστεί σε "Πάρκο των πολιτών" και η οδός "Οδός Λαρνακέων"

Αυτή είναι και η πρότασή μου προς το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης!





Προβλήματα πάρκιγκ στην είσοδο της εισόδου του Metropolis mall στη Λάρνακα

 επισημαίνει ο Δημήτριος Γκόγκας 


    Πολλές φορές έχω αναφερθεί στα προβλήματα στάσης και στάθμευσης επι της εισόδου του Metropolis mall στη Λάρνακα. Πολλοί μοτοσικλετιστές επιλέγουν τον ελεύθερο χώρο μπροστά από την είσοδο, προκειμένου να παρκάρουν τις μηχανές τους. Δεν υπολογίζουν, δεν σκέφτονται ότι από εκεί περούν οικογένειες με μικρά παιδιά, ανάπηροι, συμπολίτες μας που ...βιάζονται και μια απρόσεκτη κίνηση, μπορεί να προκαλέσει καποιο ατύχημα. Μια αδέξια συμπριφορά, πιθανόν να προκαλέσει πτώση μηχανής και να γίνουμε μάρτυρες τραυματισμών. Επίσης δίπλα από την είσοδο υπάρχυν οι θέσεις αναπήρων και αρκετοί συμπολίτες μας, με την ατυχή δικαιολογία, ότι οι θέσεις αναπήρων είναι πολλές και ...καινές, τις επιλέγουν για ολιγόωρη στάση ή και για στάθμευση, πολλές φορές όπως δείχνει και η φωτογραφία. 

    Το ποιος έχει την ευθύνη για την τάξη μπορούμε να το καταλάβουμε. Εμείς όμως ως συνηδειτοποιημένοι πολίτες γιατί δεν αναλαμβάνουμε το μερίδιο ευθύνης που μας αναλογεί!





Πάρκο Ταπά Χανά στην οδό: Ιστικλάλ

     γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας


  Το Πάρκο Ταπά Χανά, βρίσκεται στην οδό : Ιστικλάλ, πλησίον της παραλιακής οδού της Λάρνακας. 
Πάρκο αναψυχής για τις οικογένειες καθώς διαθέτει έναν πλούσιο παιχνιδότοπο. 
Στο πάρκο αυτό εντοπίσαμε : 
α. πεταμένη και στραβωμένη, σε κάποια γωνία την ενημερωτική πινακίδα που πληροφορεί το κοινό ότι
απαγορεύοται οι σκύλοι (απαιτείται η τοποθέτησή της στη σωστή θέση) 
β. Εντελώς φθαρμένες δύο πινακίδες στην κεντρική είσοδο του πάρκου. Η μία δείχνει το απαγορευτικό για τους σκύλους και η άλλη μάλλον αναφέρεται στο θέμα της καθαριότητας. (απαιτείται η αντικατάστασή τους )
γ. Ένα καπάκι κάδου απορριμμάτων που κάθε τρεις και λίγο το βρίσκουμε σε διαφορετικό τόπο. Αυτή τη φορά στον τοίχο του μαστογραφικού κέντρου. (πρέπει να πεταχθεί ή να επιδιορθωθεί ο κάδος από τον οποίο λείπει το καπάκι) 

   Γνωρίζουμε ότι ο Δήμος καταβάλλει σημαντική προσπάθεια ώστε να κρατήσει την πόλη της Λάρνακας σε ανεκτά επίπεδα, όσο αφορά το θέμα της τάξης και της καθαριότητας. Επισημαίνουμε λοιπόν τ εν λόγω πρόβλημα προκειμένου να επέμβει άμεσα και να αποκαταστήσει την ...τάξη, μέσω των ενεργειών των αρμοδίων τμημάτων. 

Οι φωτογραφίες για το αληθές του λόγου! 








Όταν δεν ξέρουμε που είναι το Μαστογραφικό Κέντρο της Λάρνακας

 τότε μας κατευθύνει η παρακάτω πινακίδα. Προφανώς για άλλη μια φορά κανείς αρμόδιος και καμία υπηρεσία της Δημοτικής Αρχής δεν πρέπει να αντιλήφθηκε αυτή την μικρή φθορά που συντελέστηκε από τον ...χρόνο! θα πρέπει το αρμόδιο τμήμα του Δήμου Λάρνακας να επιδιορθώσει την ενημερωτική πινακίδα.  

επισημαίνει ο Δημήτριος Γκόγκας 




Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

ΛΥΠΑΜΑΙ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ / Δημήτριος Γκόγκας

Το έτος 2017, στον πρώτο Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος "Γιώργος Σεφέρης" (καθ. Vincenzo Rotolo, καθ. Παντελής Βουτουρής, καθ. Ines Di Salvo, Κώστας Χατζηαντωνίου) που διοργανώθηκε από την Έδρα Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Παλέρμο Ιταλίας (Τομέας Ανθρωπιστικών Σπουδών), από κοινού με την Ελληνική Κοινότητα Σικελίας “Τρινακρία” και με τον Εκδοτικό Οίκο “Nostos – Edizioni La Zisa”,  το ποίημά μου:  "Λυπάμαι" τα ποιήματα κέρδισε το τρίτο βραβείο του σχετικού τμήματος "Ποίηση". 

ΛΥΠΑΜΑΙ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Λυπάμαι τα ποιήματα, 
που κάθονται οκλαδόν στα άσπρα σκαλοπάτια των Εκκλησιών,
 
στα βρώμικα πεζοδρόμια των πόλεων,
 
έξω από τα πολυσύχναστα καταστήματα,
 
γυρολόγοι στα απόμακρα χωριά και στις λασπωμένες συνοικίες,
 
με τους νηστικούς στίχους υψωμένους να ικετεύουν,
 
έναν επιθετικό προσδιορισμό,
 ένα καλολογικό στοιχείο, 
ένα κόμμα, μία τελεία,
 μια ξεχασμένη απόστροφο,
μια λύση στο αδιέξοδο,
 μια μυστική φωλιά στον ποιητή κι ένα θάνατο.

Λυπάμαι εκείνα τα ποιήματα 
που δεν βλέπουν, δεν θέλουν να δουν,
 
δεν ακούν, έχουν σπάσει οι σάλπιγγες
 
στηρίζονται σε ξύλινες πατερίτσες,
 
κάμουν τους ανάπηρους, ακρωτηριασμένοι στην ψυχή
 
γεμίζουν με συγνώμες και ευχολόγια τις ημέρες τους
 
σαλιαρίζοντας πάνω από τους πληγωμένους ήχους των κερμάτων.
 
Κέρβεροι που φιλούν τους γυμνοσάλιαγκες των κύκλων της ποιήσεως.

Τι να τα κάμω αυτά τα ποιήματα; 
Ελεεινά και τρισάθλια κουρέλια,
 
διπλά πλυμένα, απλωμένα ρετάλια, στους ιστούς αραχνών
 
σκεβρωμένα οστά που εκλιπαρούν ανάνηψη,  
των ανεπαρκών λόγων, των χαλαρωτικών εικόνων, των απροσάρμοστων ήχων.

Να λοιπόν ένα πουλί, ένα νηστικό πουλί, 
να μια μέλισσα, μια θυμωμένη μέλισσα,
 
ένα μαύρο χελιδόνι,
 
ένα μαύρο χελιδόνι, είναι πάντα ένα μαύρο χελιδόνι που φέρνει την Άνοιξη.
Πάνω από την φωλιά των ποιημάτων,
 
παίζει με τους τόνους, τα ουσιαστικά και τα επίθετα.
 
Παίζει με τους επαίτες, τους ληστές, τους δωρητές.
 
Παίζει με την θάλασσα, το ποτάμι, τη λίμνη και το έλος.
 
Παίζει με τη ζωή, παίζει και με τον θάνατο.
Κλωτσάει τη σφαίρα να γίνει πάνινο τόπι στα πόδια ενός ποιήματος. 
Ανοίγει μια κονσέρβα, μαχαίρι για την αυτόχειρα μνήμη μας.
 

Κι ακόμα λυπάμαι για τούτα τα ποιήματα. 

Λίγα ξέρω για τη στίξη και τη μυστική συμφωνία του ποιητή.
Τέλος,
ύστερα από τη σταύρωση δεν ξέρω αν είναι λάθος
η ανάσταση των ποιημάτων με αντίδωρο το ερωτηματικό.

Οι θλιμμένοι γέροντες/ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 



 
Οι γέροντες τις Κυριακές, 
τραβούν με βήματα μικρά, 
προς τις γιομάτες εκκλησιές
και πιάνουν τα στασίδια. 
 
Κάθονται και μονολογούν,
πως χάθηκε η νιότη
και σκύβοντας πικρό- θρηνούν
σαν τον μικρό στρατιώτη
 
που γλύτωσε τον πόλεμο
και έσωσε τη μάχη.
Μα μέσα στον εξάψαλμο,
η ανάσα τους μονάχη
 
πηγαίνει προς το άγνωστο. 
Εκείνο που φοβούνται!
Γι αυτό κι η θλίψη στη ματιά, 
όταν σταυροκοπιούνται!

Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 


 
Η Προσφυγιά δεν έχει γκρίζο χρώμα.
Έχει το χρώμα των λαών όλης της γης.
Πίνακας γίνεται σ΄ αναστημένο σώμα,
λιβανιστήρι σε ανάταση ψυχής.
 
Αγνάντια κάθεται στης Κύπρου τα πελάγη.
Στης Αφροδίτης δίνει φόρο, υποτελώς.
Μες στην καρδούλα της φωλιάζουνε τρεις μάγοι.
Και η φωνή της, η φωνή του καθενός.
 
Σε χρυσοπράσινη γραμμή τα σύνορα φυλάει.
Κουράγιο μάνα, κάμε τον νόστο προσμονή.
Περνούν τα χρόνια. Μα νια και δεν γερνάει,
κάθε που άγγελος της δίνει ένα φιλί.
 
Απλώνει τα φτερά της μαδημένα.
Κι ο αγνοούμενος δεμένος καταγής.
Ρόγχος θανάτου. Τα παιδιά σημαδεμένα.
Αλφαβητάρια μιας παγκόσμιας σιωπής.

Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

 



Ήταν δεκαοχτώ χρονών 
κι είχε μια έφεση στα γράμματα.
Κι όμως, δεν έγραψε ούτε ένα στίχο, 
κρατώντας το τουφέκι του.
Ήταν στίχος κι εκείνο, μονάχα πιο πικρός.
Τραγούδι μέσα στους άλλους ήχους 
του υμνημένου Ιούλη.
Χαμένο στο ρίγος του πολέμου, χαμένος κι αυτός.
Όχι περισσότερο από ένα κίτρινο φύλλο θλιμμένου Φθινοπώρου.
Ήταν δεκαοχτώ χρονών κι όπως φάνηκε αμνός στον Γολγοθά,
έτσι και χάθηκε· σαν αμνός που φάνηκε στον Γολγοθά,
με την καρδιά του πλημμύρα των ανθρώπων.
Άσπρος σαν σύννεφο πάνω στον αγέρα.
Τον πήρανε κάπου βαθιά στης Ανατολής,
κει που το χώμα ρουφάει το χώμα. Το στραγγίζει.
Διαδόθηκε ότι ζούσε. Μονάχα αυτός γνώριζε, πως πέθανε.
Το αίμα του βάφει κόκκινα τα κυπαρίσσια στα ξένα χώματα.
Μέσα στον τρόμο, καβάλα στην ανδρική ανατριχίλα.
Ο ήλιος του καρφώθηκε στο πρωινό. Ακίνητος για χρόνια.
Τα χρόνια με τι βαραίνουν; Με πόνο, με δάκρυ, μ’ ελπίδα;
Σ΄ ένα πελώριο κλουβί. Εκεί χάθηκε. Δεν ήταν ποιητής, ψέλλιζε.
Μουσκεμένος έσβηνε σιγά- σιγά, όπως η θράκα της Άνοιξης.
Μασώντας τους στίχους του, ίσα στον Πενταδάκτυλο, ίσα στον Όλυμπο.
Τόσο ψηλός που ήταν.
Και την ανάσα του, που ’γινε καπνός και μύριζε λιβάνι,
ποιος θα τη μοσχομύριζε; Η αδελφή, η μάνα, η πικρή αγαπημένη;
Απογοήτευση στα έγκατα. Οι ρίζες αναταράσσονται.
Ήτανε δεκαοχτώ χρονών. Ήτανε ποιητής.
«Δεν είμαι ποιητής. Δεν είμαι ποιητής»
Επαναλάμβανε ως το μαστίγιο καψάλιζε το δέρμα.
Εγώ όμως ήξερα, ποιήματα δεν έγραψε,
πλην αυτά της αγάπης και της Ειρήνης.
Είναι αγνοούμενος Ποιητής. Αρνείται, γιατί φοβάται.
«Θέλω τη μάνα μου. Να βλέπω ένα λυχνάρι στα μάτια της.
Θέλω ένα μνήμα. Τη σιγουριά του θανάτου. Να έχω μια σκέπη χώμα.
Να ξέρει η μάνα μου, να γνωρίζουν τ΄ αδέλφια μου οι ποιητές.
Το δάκρυ τους στη γη μας τι ποτίζει; Οράματα και στίχους».
 
 
 Ο πόνος του Αγνοούμενου Ποιητή έλαβε το Β΄βραβείο στον 7ο Παγκόσμιο Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ (Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων) το 2016.

Το σκυλί του πατέρα* / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 



Το 2016 το ποίημά του: Το σκυλί του Πατέρα έλαβε Τιμητική Διάκριση  στον 5ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ζωοφιλίας

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

…ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΣΥΛΛΑΒΕΣ ΤΗΣ ΑΝΕΧΕΙΑΣ / ΓΚΟΓΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ




Ο κόσμος του παντέρημος.
Βαθύ μαύρο η νύχτα, πλημμυρισμένη από θλίψη.
Οι αγκάλες σφιχτές, οι πέτρινοι τοίχοι αμίλητοι. Ποτέ άλλοτε.
Οι  γέρικες πόρτες ακόμα πιο σφαλιστές. Εξέλειπε το φως των κεριών.

Η μυρωδιά της πείνας,
το απάνεμα της λύπης, μια στεναχώρια.
Το χρώμα ενός ξεχασμένου ψίχουλου στην άκρη του δωματίου
Και κείνος σβολιασμένος μέσα στις συλλαβές της ανέχειας.

Άνοιγε το ντουλάπι της ψυχής, δεν έβρισκε τίποτα.
Έκλεινε τις χούφτες με δύναμη,
ίσα να ματώσει των δακτύλων του το σύνορο
κι ύστερα,  βυθιζόταν άπλυτος στο βούρκο των δακρύων.

Πήρε ο καθρέφτης το πρόσωπο, άνεργο το μαράζωσε.
Γιόμισαν οι βαθιές αυλακιές ερωτήματα.
Στα έγκατά τους, χάνονταν
άνυδρες οι λέξεις κι οι εναπομείναντες ελπίδες.
Πώς να τις μιλήσει! Τις αποχαιρετά εραστής του ελάχιστου.

Φόβος. Αόρατη λύτρωση και σκόνη στο γύρω του.
Φόβος και βρεγμένη σκόνη λύτρωναν τη πείνα.
Ρούχο η ανέχεια, ουράνιος αδιέξοδος δρόμος.
Αστραπή τ΄ ουρανού, σκότος, λειψυδρία της ζήσης.

Θεέ μου.
Βρέξε αντάμα με τη στείρα μου ποίηση. Βρέξε ελπίδα.
Κάμε το τέλος κλωνάρι να μυρίσουν οι χρόνοι του,  
βασιλικό και μέντα.



ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΛΑΙΝΩ 2016
 Β΄ Βραβείο  Κατηγορία Σύγχρονης Ποίησης.