* Το 2019 το ποίημα απέσπασε το Γ΄ βραβείο στον Πανελλήνιο διαγωνισμό Ποίησης ενηλίκωνμε θέμα: «Περιβάλλον: γη, νερό, αέρας» που διοργάνωσε η Εταιρία Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου (13ης “ΛΥΡΙΚΗ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑ”)
Σελίδες
- Αρχική σελίδα
- Δημήτριος Γκόγκας (βιογραφικό σημείωμα)
- ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ
- «16 αριθμοί και 24 γράμματα» / Β΄Μέρος
- «16 αριθμοί και 24 γράμματα» / Α΄Μέρος
- Δέκα [10] μικρά ταξίδια
- Ξέρω ένα Τόπο / Α΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Β΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Γ΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Δ΄
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Α΄μέρος
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Β΄μέρος
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Γ΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Α΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Β΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Γ΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Δ΄ μέρος
- Κάμπος μιας Νιότης (απόσπασμα)
- Σημείο Συνάντησης [Δ.Γκόγκας/Ρ.Τριανταφύλλου]
- Απανθίσματα [Δ.Γκόγκας/Ρ.Τριανταφύλλου/Χ.Γαλιάνδρα]
- Ταξίδια Πολύτιμα του Νου[Δ.Γκόγκας, Σ.Σκουλίκα, Α.Βλαχιώτης, Ε. Δράτσελος],
- 199 χρόνια Ελεύθερης Ζωής +1 (αφιέρωμα στην Ελληνική Επανάσταση του 1821)
Τετάρτη 30 Απριλίου 2025
ΠΟΛΙΤΕΙΑ* / Δημήτριος Γκόγκας
* Το 2019 το ποίημα απέσπασε το Γ΄ βραβείο στον Πανελλήνιο διαγωνισμό Ποίησης ενηλίκωνμε θέμα: «Περιβάλλον: γη, νερό, αέρας» που διοργάνωσε η Εταιρία Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου (13ης “ΛΥΡΙΚΗ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑ”)
Κυριακή 27 Απριλίου 2025
ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ; /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
οδούς των βάλτων, των ελών.
Αφού καλούνται οι ανθοί να ζήσουν μες στ΄ αγκάθια,
που έσπειραν οι ζηλωτές.
Αφού πεινάνε οι μικροί και οι κατατρεγμένοι
κι οι άρχοντες μειδιάζουνε ψηλά από το μπαλκόνι.
Αφού ζητάνε τα όπλα μας να στρέψουμε στ αδέλφια
χωρίς αιδώ, χωρίς ντροπή, χωρίς μια στάλα αίμα, δροσιά μες στη ψυχή τους.
Αφού διψάνε αυτοί που περπατούν δίπλα από τα ποτάμια
και μόλυναν τα ξωτικά.
Αφού οι μάνες έπαψαν το δάκρυ τους να χύνουν
στη ζύμη και το ψωμί ε-πίκρανε.
Αφού στους άνδρες στέρεψε ο σεβασμός στους χρόνους των πολέμων
και πολεμούν ασύνετα
κι οι ποιητές σκοτώνονται μπροστά από τις λέξεις.
Τότε γιατί χρειάζονται;
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ * / Δημήτριος Γκόγκας
* Το διήγημα συμπεριλήφθηκε μαζί με άλλα 40 (μετά από διαγωνισμό με θέμα: 1Φραση +821 λέξεις για το 1821) στην ειδική έκδοση και παρουσιάστηκε σε τελετή στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο την 9 Νοεμβρίου 2019
Το σπίτι στην άκρη της πόλης* του Δημητρίου Γκόγκα
Σιγά – σιγά με την βοήθεια και της
μεταπολεμικής κυβέρνησης, που αναγνώρισε την θυσία του άνδρα της, καθώς είχε
πέσει υπέρ βωμών και εστιών, όπως είπανε αυτοί που δεν πιάσανε ποτέ τουφέκι και
τον ονομάσανε ήρωα, της δόθηκε ένα μικρό χρηματικό βοήθημα. Δεν ήταν πολλές οι
λίρες, μα έφταναν να ζήσουνε αυτήν και την ορφανή εγγονή της. Μια ζωντανή
προίκα που της κληροδότησε η πονεμένη ζωή του πρόσφυγα. Με την πενιχρή σύνταξη
κατόρθωσε και έκανε το δικό της παράδεισο, στο σπίτι που της κληροδότησε η
πατρίδα, το μικρό σπίτι των άλλων. Έτσι συνήθιζε να το λέει.
Με ασβέστη από τα κατεχόμενα, δώρο ενός
οικογενειακού της φίλου, τουρκοκύπριου, έτσι για να συνεχιστούν κάποιες σχέσεις
που διακόπηκαν άδοξα ένα περασμένο Ιούλη, το άσπρισε για να της θυμίζει τις
ευτυχισμένες ημέρες. Πρόσθεσε ξύλινα, ζωγραφιστά παντζούρια, τα έβαψε κόκκινα
και γύρω μια γραμμή πράσινη, έχτισε ένα φούρνο στην αυλή για να μυρίζει τις
πίττες της η γειτονιά, μια πέτρινη βρύση και ένα εικονικό πηγάδι. Αγάπησε τρεις
αδέσποτες αγνοούμενες άσπρες γάτες και ένα μικρό σκύλο, τα τάιζε τα ορφανά και
τα μάζεψε από τον δρόμο. Έκανε το δικό της αγαπημένο κόσμο και περίμενε κάθε
ημέρα την αυγή να την καλημερίσει. Δεν παρέλειπε να κάμει τον σταυρό της και ας
μην πήγαινε συχνά στην εκκλησία. Η παναγιά η Φανερωμένη ήξερε πως στεκότανε
πάντα δίπλα της.
Καθημερινό της μέλημα η επούλωση των
ανοιγμένων πληγών της εγγονής της.
Ανύπαντρη προσφυγοπούλα, ποιος να την έπαιρνε, χωρίς προικιά και παχυλό
κομπόδεμα στην άκρη. Η ολιγόωρη δουλειά της, μόλις που έφτανε να καλύπτει τα
προσωπικά της έξοδα. Η κόρη της είχε πεθάνει στη γέννα, στο νοσοκομείο της
Αμμοχώστου. Ο μπαμπάς της, ένα από τους δεκάδες, εκατοντάδες αγνοούμενους. Η
γιαγιά βοηθούσε όσο μπορούσε, αλλά η γονική της φροντίδα άρχιζε και τελείωνε
μόλις αντίκριζε τα πανέμορφα μάτια της εγγονή της.
Δεν την χωρούσε ο κόσμος όλος. Έφευγαν
και γύριζαν οι μνήμες, ζωντανές ερινύες, μέσα από την μούχλα που ανάδυε η
ειρήνη. Οι γκρίζες ημέρες της κατοχής και της μετέπειτα εισβολής που ανάστησαν
ξεχασμένους ήρωες, την βασάνιζαν. Παρακάλεσε, έπεσε χωρίς ντροπή στα γόνατα και
ζητιάνεψε μια θέση στο δημόσιο για την εγγονούλα της, αλλά στην νέα τάξη που
δημιουργούνταν στη μεγαλόνησο δεν είχαν θέση. Το καταλάβαινε, ο κόσμος πήγαινε
δεξιά και αυτή ριζωμένη αλλού. Ακόμα και το σπιτάκι της έτυχε να είναι στα
αριστερά της πόλης. Κρίμα που η καρδιά έγερνε προς τα αριστερά του στήθους.
Η γερόντισσα είχε την έννοια της. Έβλεπε
τους αγαπητικούς να περνούν από μπροστά της και έκανε τα στραβά μάτια. Αφήνανε
τα αρσενικά ίχνη τους πάνω στα μεσοφόρια της εγγονής, στα λευκαρίτικα σεντόνια
αλλά δεν έλεγε τίποτα. Είχε την έννοια της. Δεν άργησε η γειτονιά να ξεστομίσει
και την λέξη πουτάνα. Λίγο που την ένοιαζε. Η εγγονούλα της να είναι καλά. Όμως
δεν ήταν.
Κάποια ημέρα, θυμότανε πως έβρεχε πολύ, η
κυβέρνηση θα ήταν ευχαριστημένη καθώς θα γέμιζαν νερό οι υδατοφράχτες, ήρθαν
στο σπίτι μια ομάδα μαυροντυμένοι άνδρες. Ρωτούσανε διάφορα, για την εγγονή,
για το μικρό σπιτάκι, για την ζωή της. Θυμήθηκε τους αντίπερα και τις ημέρες
τις εισβολής. Ίδια πρόσωπα, ίδια μεταχείριση. Ανάθεμά τους ξεστόμισε. Κάποια
μέρα ήρθαν να πάρουν την μικρή. Έπρεπε είπε κάποιος, να σωθεί η τιμή της
κοινωνίας, πήραν την ζωή της. Οι κατηγορίες ήταν τόσο απλές, όσο και η
προσφυγιά, ο πόλεμος, τα άδεια ποτήρια στο τραπέζι των ξεριζωμένων, τα σπαρτά
που δεν πρόλαβαν να θερίσουν, η προχειρότητα της αντίστασης, η αγωνία για τις
τύχες των αγνοουμένων και τόσα άλλα που δεν χωρούσαν στο γέρικο μυαλό της.
Πορνεία. Η μικρή καθώς της έβαζαν τις
σιδερένιες χειροπέδες στα μικρούλικα χεράκια της, την κοίταζε περιμένοντας
βοήθεια. Πονούσε πολύ και δεν είχε κουράγιο να σηκώσει τα δακρυσμένα μάτια της.
Ο ουρανός και το αντιφέγγισμα την πλήγωναν. Φώναξε, ούρλιαξε, παρακάλεσε.
Κράτησε με βία το χέρι του ενός. «Που την πάτε» ξεστόμισε, «δεν έκανε τίποτα»
Του κάκου. Η γειτονιά βγήκε μια βόλτα χαιρέκακη να δει τα καθέκαστα. Η σιωπή
τους πρόδωσε την ευθύνη της.
Το απόβραδο
έβρεχε με το τουλούμι. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί και αυτή έστεκε μονάχη
με την μαντίλα στους ώμους και το φόρεμα
να σέρνεται στην λάσπη. Έψαχνε τις γάτες, τις φώναζε, μα αντηχούσε μοναχά η
σιωπή στην αυλή της. Άστραψε στα μισόκλειστα μάτια της και το μόνο που
αισθάνθηκε ήτα η μεθυστική μυρωδιά του βασιλικού, καθώς ακουμπούσαν τα σκασμένα
ξεραμένα χείλη της στο βρεγμένο χώμα. Παραδόθηκε στην πράσινη γραμμή και στο
έλεος της μοίρας.
*«Το σπίτι στην
άκρη της πόλης» διακρίθηκε στην κατηγορία: Διηγήματος του 9ου Παγκόσμιου
Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Ε.Π.Ο.Κ./ 2019
Σάββατο 26 Απριλίου 2025
ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ* / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
Μία αργά, ύστερα άλλη.
Μην τις λαθέψω
και μαζί τα χρώματα, τις μυρωδιές,
τις λέξεις μην αλλάξω, τις λεζάντες του χρόνου.
Το σχοινί στο χέρι κι ύστερα μια θηλιά στο λαιμό.
Το παγούρι στη ζώνη κι ύστερα η λειψυδρία στο σπίτι.
Το ψωμί στη πετσέτα κι η μυρωδιά της ζωής μέχρι την άβυσσο.
στην αναπηρία ποιος θα μου κόψει τα ξύλα,
ποιος θα τα ζυγιάσει
κι ύστερα τα στοιβάξει
κάτω από τη σόμπα.
οι μυρωδιές προσανάμματα,
οι λέξεις σπίθες.
ανάμεσα στα πευκόξυλα,
τις κομμένες οξιές
και τις τσακισμένες γλώσσες.
ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΑΙΣΘΗΣΗ * /Δημήτριος Γκόγκας
Θαυμάσια η αίσθηση να μαθαίνεις πως χάθηκε
Ούτε που σε νοιάζει ο κλεμμένος τόπος και το μειδίαμα του χρόνου
Πίσω από τις σκούρες κουρτίνες
το ποτήρι που σήκωσες να κάμεις μια πρόποση
έκρυβε στο βυθό του, το αίμα και το σώμα που δεν μετάλαβες
Πικράθηκες και μια σταγόνα από τούτη την πίκρα, επιστρέφει πάντα
Μετανάστρια στα μικρά ξέφωτα, πρόσκαιρες πατρίδες,
όπου στήνουν χορό οι ερινύες και οι κάμπιες δαγκώνουν τη ηθική σου
Κλείνεις τα μάτια, σιωπάς, δεν ακούς, κάμεις πως δεν ακούς
Αλυσοδένεσαι, μόνος δικάζεσαι, τιμωρείσαι
Τι να περιμένεις από αυτή την επανάληψη; Εκδίκηση;
Σκορπά ότι έσπειρες, πότισες, γεύτηκες
Με μαθηματικές πράξεις θανάτου και ζωής,
Προσθέσεις, αφαιρέσεις, διαιρέσεις της αλήθειες και του ψέματος
Στον ορίζοντα πολλαπλασιάζονται πενιχρά τα φλογισμένα βλέμματά σου
Ακοντίζει στον φόβο η αίσθηση, τον φόβο.
Θαυμάσια λοιπόν, καθώς αποχαιρετάς στρίβοντας τη σόλα
Πάνω στο φτύμα που έπεσε, στο χώμα που έρανες, το σώμα που θύμωσες.
Και πόσο λυπηρό
Η αίσθηση τούτη τρώει τη σάρκα σου, μεστή από λάθη στον πηγεμό σου.
Ίσως να σκέφτεσαι πως δεν ήρθε κι η δική σου ώρα.
Μα είναι παρήγορη η θαυμάσια αίσθηση.
Λαμπρατζιά: Ένα εξαιρετικό έθιμο που εγκυμονεί κινδύνους ...
Λαμπρατζ'ιά σημαίνει μεγάλη ή γερή, δυνατή φωτιά (φωτιά που θεωρητικά και πρακτικά μπορούμε να πούμε ότι είναι η λαμπρή = αυτή που ακτινοβολεί, που είναι γεμάτη φως). Στην μεγαλόνησο, την Κύπρο λαμπρατζ'ιά είναι η μεγάλη φωτιά, την οποία ανάβουν ομάδες νεαρών ανδρών τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, τις ώρες πριν και κατά την Ανάσταση. Παλαιότερα την άναβαν στο περίβολο χώρο της Εκκλησίας ενώ στις ημέρες μας σε χώρους ανοικτούς, αλάνες πλησίον των εκκλησιών.
Παρασκευή 25 Απριλίου 2025
Δημόσιες Τουαλέτες στη Λάρνακα για ... βραβείο παραμέλησης! '
γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας
Δίπλα από το πάρκο Ταπά Χανά στην παραλιακή οδό της Λάρνακας, βρίσκεται το μαστογραφικό κέντρο ελέγχου. Εντός του διπλανού χώρου στάσης και στάθμευσης είναι εγκατεστημένες οι Δημόσιες Τουαλέτες του Δήμου Λάρνακας. Η εικόνα τους πραγματικά άθλια. Τόσο από πλευράς εμφάνισης για την οποία δεν ευθύνεται ο Δήμος, καθώς είναι γνωστό ποιες ομάδες ατιμώρητων νυχτοβατών τις φέρνουν σε αυτές τις καταστάσεις, όσο και από πλευράς καθαριότητας.
Όμως ο Δήμος Λάρνακας έχει την υποχρέωση*:
α. Της επιμελημένης αποκατάστασης των φθορών
β. Της καθημερινής καθαριότητάς τους εμλπουτίζοντας τις θέσεις (ανδρών, γυναικών και αναπήρων) με τα απαραίτητα είδη πρώτης ανάγκης (υγροσάπουνα, χαρτιά υγείας κλτ)
γ. Την τοποθέτηση πινακίδων με προτροπές των πολιτών για σεβασμό της καθαριότητας (πχ. η καθαριότητα είναι μισή αρχοντια κτλ)
δ. Της τοποθέτησης εξωτερικών καμερών ελέγχου (με σχετική άδεια της επιτρόπου προσωπικών δικαιωμάτων) οι οποίες θα ελέγχονται ύστερα από τις ενδείξεις καταστροφών
(*φυσικά και οι πολίτες πρέπει να έχουν τη σχετική παιδεία για τον σεβασμό κάθε δημόσιου χώρου)
Ο Δήμος Λάρνακας έχει την δυνατότητα να ελέγχει έγκαιρα και να ενημερώνεται άμεσα από για τις καταστροφές δημόσιων χώρων από πολίτες και υπηρεσίες (αρκεί αν κακουν σωστά την δουλειά τους) οπως παρακάτω:
α. Δημοτικούς Συμβούλους
β. Ενεργούς πολίτες
γ. Οδοκαθαριστές
δ. Τμήματα Απορριμματοφόρων
ε. Τμήμα Κήπων και Δασών
στ. Δημοτική Αστυνομία
και με τη συνδρομή, στο ποσοστό που είναι δυνατό, του τμήματος επιτήρησης πόλεως της Αστυνομίας.
--Και κάτι τελευταίο: Ενώ οι Δημόσιες τουαλέτες είναι προσβάσιμες για τα ΑΜΕΑ, η σχετική τουαλέτα ήταν κλειδωμένη!
Παρακάτω δημοσιεύνται φωτογραφίες που δείχνουν την κατάσταση των δημόσιων τουαλετών την 21 Απρ 2025
Δευτέρα 21 Απριλίου 2025
Πρόταση αλλαγή ονομασίας του πάρκου: Ταπά χανά από τον Δημήτριο Γκόγκα
Το Πάρκο Ταπά Χανά, βρίσκεται στην οδό : Ιστικλάλ, πλησίον της παραλιακής οδού της Λάρνακας. Είναι ένα σημαντικό πάρκο αναψυχής για τις οικογένειες της πόλης καθώς διαθέτει έναν πλούσιο παιχνιδότοπο.
Τόσο η οδός (Ιστικλάλ) στην οποία βρίσκεται καθώς και το όνομα του Πάρκου παραπέμπουν "εμμέσως πλήν σαφώς" σε δύσκολες ιστορικές περιόδους και βασανιστικές στιγμές για τους κατοίκους, πολίτες της Λάρνακας, από τον οβολό των οποίων συντηρείται.
Θεωρώ λοιπόν πως θα ήταν πρέπον και τιμητικό για τους πολίτες της Λάρνακας το πάρκο να μετανομαστεί σε "Πάρκο των πολιτών" και η οδός "Οδός Λαρνακέων"
Αυτή είναι και η πρότασή μου προς το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης!
Προβλήματα πάρκιγκ στην είσοδο της εισόδου του Metropolis mall στη Λάρνακα
επισημαίνει ο Δημήτριος Γκόγκας
Πολλές φορές έχω αναφερθεί στα προβλήματα στάσης και στάθμευσης επι της εισόδου του Metropolis mall στη Λάρνακα. Πολλοί μοτοσικλετιστές επιλέγουν τον ελεύθερο χώρο μπροστά από την είσοδο, προκειμένου να παρκάρουν τις μηχανές τους. Δεν υπολογίζουν, δεν σκέφτονται ότι από εκεί περούν οικογένειες με μικρά παιδιά, ανάπηροι, συμπολίτες μας που ...βιάζονται και μια απρόσεκτη κίνηση, μπορεί να προκαλέσει καποιο ατύχημα. Μια αδέξια συμπριφορά, πιθανόν να προκαλέσει πτώση μηχανής και να γίνουμε μάρτυρες τραυματισμών. Επίσης δίπλα από την είσοδο υπάρχυν οι θέσεις αναπήρων και αρκετοί συμπολίτες μας, με την ατυχή δικαιολογία, ότι οι θέσεις αναπήρων είναι πολλές και ...καινές, τις επιλέγουν για ολιγόωρη στάση ή και για στάθμευση, πολλές φορές όπως δείχνει και η φωτογραφία.
Το ποιος έχει την ευθύνη για την τάξη μπορούμε να το καταλάβουμε. Εμείς όμως ως συνηδειτοποιημένοι πολίτες γιατί δεν αναλαμβάνουμε το μερίδιο ευθύνης που μας αναλογεί!
Πάρκο Ταπά Χανά στην οδό: Ιστικλάλ
Πάρκο αναψυχής για τις οικογένειες καθώς διαθέτει έναν πλούσιο παιχνιδότοπο.
Στο πάρκο αυτό εντοπίσαμε :
α. πεταμένη και στραβωμένη, σε κάποια γωνία την ενημερωτική πινακίδα που πληροφορεί το κοινό ότι
απαγορεύοται οι σκύλοι (απαιτείται η τοποθέτησή της στη σωστή θέση)
β. Εντελώς φθαρμένες δύο πινακίδες στην κεντρική είσοδο του πάρκου. Η μία δείχνει το απαγορευτικό για τους σκύλους και η άλλη μάλλον αναφέρεται στο θέμα της καθαριότητας. (απαιτείται η αντικατάστασή τους )
Όταν δεν ξέρουμε που είναι το Μαστογραφικό Κέντρο της Λάρνακας
επισημαίνει ο Δημήτριος Γκόγκας
Τετάρτη 16 Απριλίου 2025
ΛΥΠΑΜΑΙ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ / Δημήτριος Γκόγκας

που κάθονται οκλαδόν στα άσπρα σκαλοπάτια των Εκκλησιών,
στα βρώμικα πεζοδρόμια των πόλεων,
έξω από τα πολυσύχναστα καταστήματα,
γυρολόγοι στα απόμακρα χωριά και στις λασπωμένες συνοικίες,
με τους νηστικούς στίχους υψωμένους να ικετεύουν,
έναν επιθετικό προσδιορισμό, ένα καλολογικό στοιχείο,
ένα κόμμα, μία τελεία, μια ξεχασμένη απόστροφο,
μια λύση στο αδιέξοδο, μια μυστική φωλιά στον ποιητή κι ένα θάνατο.
που δεν βλέπουν, δεν θέλουν να δουν,
δεν ακούν, έχουν σπάσει οι σάλπιγγες
στηρίζονται σε ξύλινες πατερίτσες,
κάμουν τους ανάπηρους, ακρωτηριασμένοι στην ψυχή
γεμίζουν με συγνώμες και ευχολόγια τις ημέρες τους
σαλιαρίζοντας πάνω από τους πληγωμένους ήχους των κερμάτων.
Κέρβεροι που φιλούν τους γυμνοσάλιαγκες των κύκλων της ποιήσεως.
Ελεεινά και τρισάθλια κουρέλια,
διπλά πλυμένα, απλωμένα ρετάλια, στους ιστούς αραχνών
σκεβρωμένα οστά που εκλιπαρούν ανάνηψη,
να μια μέλισσα, μια θυμωμένη μέλισσα,
ένα μαύρο χελιδόνι,
ένα μαύρο χελιδόνι, είναι πάντα ένα μαύρο χελιδόνι που φέρνει την Άνοιξη.
Πάνω από την φωλιά των ποιημάτων,
παίζει με τους τόνους, τα ουσιαστικά και τα επίθετα.
Παίζει με τους επαίτες, τους ληστές, τους δωρητές.
Παίζει με την θάλασσα, το ποτάμι, τη λίμνη και το έλος.
Παίζει με τη ζωή, παίζει και με τον θάνατο.
Ανοίγει μια κονσέρβα, μαχαίρι για την αυτόχειρα μνήμη μας.
Λίγα ξέρω για τη στίξη και τη μυστική συμφωνία του ποιητή.
Τέλος,
Οι θλιμμένοι γέροντες/ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
τραβούν με βήματα μικρά,
προς τις γιομάτες εκκλησιές
και πιάνουν τα στασίδια.
πως χάθηκε η νιότη
και σκύβοντας πικρό- θρηνούν
σαν τον μικρό στρατιώτη
και έσωσε τη μάχη.
Μα μέσα στον εξάψαλμο,
η ανάσα τους μονάχη
Εκείνο που φοβούνται!
Γι αυτό κι η θλίψη στη ματιά,
όταν σταυροκοπιούνται!
Δευτέρα 14 Απριλίου 2025
Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
Έχει το χρώμα των λαών όλης της γης.
Πίνακας γίνεται σ΄ αναστημένο σώμα,
λιβανιστήρι σε ανάταση ψυχής.
Στης Αφροδίτης δίνει φόρο, υποτελώς.
Μες στην καρδούλα της φωλιάζουνε τρεις μάγοι.
Και η φωνή της, η φωνή του καθενός.
Κουράγιο μάνα, κάμε τον νόστο προσμονή.
Περνούν τα χρόνια. Μα νια και δεν γερνάει,
κάθε που άγγελος της δίνει ένα φιλί.
Κι ο αγνοούμενος δεμένος καταγής.
Ρόγχος θανάτου. Τα παιδιά σημαδεμένα.
Αλφαβητάρια μιας παγκόσμιας σιωπής.
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Κι όμως, δεν έγραψε ούτε ένα στίχο,
Ήταν στίχος κι εκείνο, μονάχα πιο πικρός.
Τραγούδι μέσα στους άλλους ήχους
Χαμένο στο ρίγος του πολέμου, χαμένος κι αυτός.
Όχι περισσότερο από ένα κίτρινο φύλλο θλιμμένου Φθινοπώρου.
Ήταν δεκαοχτώ χρονών κι όπως φάνηκε αμνός στον Γολγοθά,
έτσι και χάθηκε· σαν αμνός που φάνηκε στον Γολγοθά,
Άσπρος σαν σύννεφο πάνω στον αγέρα.
Τον πήρανε κάπου βαθιά στης Ανατολής,
κει που το χώμα ρουφάει το χώμα. Το στραγγίζει.
Διαδόθηκε ότι ζούσε. Μονάχα αυτός γνώριζε, πως πέθανε.
Το αίμα του βάφει κόκκινα τα κυπαρίσσια στα ξένα χώματα.
Μέσα στον τρόμο, καβάλα στην ανδρική ανατριχίλα.
Ο ήλιος του καρφώθηκε στο πρωινό. Ακίνητος για χρόνια.
Τα χρόνια με τι βαραίνουν; Με πόνο, με δάκρυ, μ’ ελπίδα;
Σ΄ ένα πελώριο κλουβί. Εκεί χάθηκε. Δεν ήταν ποιητής, ψέλλιζε.
Μουσκεμένος έσβηνε σιγά- σιγά, όπως η θράκα της Άνοιξης.
Μασώντας τους στίχους του, ίσα στον Πενταδάκτυλο, ίσα στον Όλυμπο.
Τόσο ψηλός που ήταν.
Και την ανάσα του, που ’γινε καπνός και μύριζε λιβάνι,
ποιος θα τη μοσχομύριζε; Η αδελφή, η μάνα, η πικρή αγαπημένη;
Απογοήτευση στα έγκατα. Οι ρίζες αναταράσσονται.
Ήτανε δεκαοχτώ χρονών. Ήτανε ποιητής.
«Δεν είμαι ποιητής. Δεν είμαι ποιητής»
Επαναλάμβανε ως το μαστίγιο καψάλιζε το δέρμα.
Εγώ όμως ήξερα, ποιήματα δεν έγραψε,
πλην αυτά της αγάπης και της Ειρήνης.
Είναι αγνοούμενος Ποιητής. Αρνείται, γιατί φοβάται.
«Θέλω τη μάνα μου. Να βλέπω ένα λυχνάρι στα μάτια της.
Θέλω ένα μνήμα. Τη σιγουριά του θανάτου. Να έχω μια σκέπη χώμα.
Να ξέρει η μάνα μου, να γνωρίζουν τ΄ αδέλφια μου οι ποιητές.
Το δάκρυ τους στη γη μας τι ποτίζει; Οράματα και στίχους».
Το σκυλί του πατέρα* / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ