Μανούλα μην κλαις. Στο υγρό προσκεφάλι
κουφέτα έχω απλώσει, νύχτα. Σφαίρες κενές.
Δεν μιλώ για ημέρες που θεός θα μας βάλλει
να χορεύουμε σπίθες, σ΄ απλωμένες φωτιές.
Αχ μανούλα… το κρυφό χτυποκάρδι,
είναι πόνος σε πόνο που δεν έχει γιατρειά.
Σαν την αύρα που απλώνει στα μαλλιά σου ένα χάδι
και πριν ξημερώσει είναι στάλα, δροσιά.
Ναι μανούλα, μην κλαις. Ο γιός σου εχάθη
στου πολέμου την νίκη. Κι ένα άστρο που ήρθε,
λαβωμένο απ΄ του εχθρού την ολόχαρη σπάθη,
σαν χνώτο σε τζάμι, απ΄ το στόμα σου απήλθε.
Και τώρα; Τώρα μανούλα τα μαλλιά σου ασπρίσανε
και στα δάκτυλα μπλέξαν. Πόσο δύσκολο είναι
τους εχθρούς να δεχτείς, που κι αυτούς τους μισήσανε,
Κυριακή σε τραπέζι; Και πες: «Γιε μου αστέρι έλα δίπλα και μείνε,
χτένισε τον Χειμώνα κι άπλωσέ μου την λύπη
να στεγνώσει στο σύρμα, που κουρνιάζουν πουλιά.
Πριν μετρήσω τις σφαίρες και δω ποιο μου λείπει,
μία θα αστράψει και θα φύγουν μακριά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου