Πότε ακριβώς την γνώρισα ούτε που θυμάμαι! Ήταν
φυσικά μετά τον αρραβώνα με την εγγονή της. Ένα λιπόσαρκο κορμί, που περπατούσε
στηριζόμενη σε ένα ξύλινο μπαστούνι. Τα βασανισμένα χρόνια της ζωής της, είχαν
δημιουργήσει ένα ανυπόφορο φορτίο, που πότε έγερνε προς τα δεξιά και πότε στην
αντίπερα πλευρά. Μετά και τον θάνατο του άνδρα της, ο μεγάλος της γιος, την
είχε περιορίσει σε ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη της αυλής. Το μεγάλο, το είχε
κρατήσει για αυτόν. Έτσι έγραφε και η διαθήκη του άνδρα της. Την σημείωση, «μετά
τον θάνατο της γυναικός μου» δεν την έλαβε ποτέ υπ΄ όψη.
Σε κείνη την μικρή καμαρούλα, ένα μικρό ντιβάνι, μια ξυλόσομπα και ένα
σαραβαλιασμένο μικρό ψυγείο ήταν πλέον τα υπάρχοντά της. Ούτε λόγος για
τηλεόραση. Ένα ραδιόφωνο μόνο, στον ίδιο σταθμό πρωί, μεσημέρι και κάποτε
ξεχασμένο και το βράδυ. Ούτε που καταλάβαινε τι έλεγαν στις ειδήσεις,
αφουγκραζόταν ευχάριστα τις μουσικές. Με συμπάθησε, την συμπάθησα και γω από
την πρώτη στιγμή. Όποτε εύρισκα ευκαιρία πήγαινα στο δωματιάκι της, κατέβαζα τις
κατσαρόλες από την μία και μοναδική καρέκλα και άκουγα τις ιστορίες που μου
έλεγε από τον Πόντο και την προσφυγιά της στην Ελλάδα. Δεν παρέλειπε ποτέ να με
κεράσει. Συνήθως κάποιο γλυκό του κουταλιού, κανένα σοκολατάκι με γέμιση
κεράσι. Και πάντα με την πλάτη κυρτή. Ευλάβεια!
Έπαιρνα μαζί μου ένα μικρό μπλοκάκι και
μόλις με έβλεπε έλεγε: « Ήρθε ο ζουρναλίστ!» Έγραφα, έγραφα και της είχα
υποσχεθεί θυμάμαι, ότι κάποια στιγμή, ακόμα και εάν έχανα το μπλοκάκι, οι
ιστορίες της θα ρίζωναν στο μυαλό μου και θα άπλωναν κλώνους σαν έφτανε ο
χρόνος, στα χρόνια μου. Γελούσε, γελούσε δυνατά κι ύστερα έβηχε, σαν να ήθελε
να διώξει το κακό της μέρας. Βαθιά γεράματα!
Κάποια στιγμή την ρώτησα πως κατάφερε να
ζήσει ως τότε. Πιο ήταν το μυστικό της; Τι ηλίθια ερώτηση εκ μέρους μου. Ποιο
μυστικό από μια καθάρια γυναίκα; Από μια γυναίκα που έτρεχε πάντα στη ζωή της,
που φρόντιζε πάντα αυτήν, τον άνδρα της τον Πανίκο και τα παιδιά της. Ίσως το
τρέξιμο να ήταν το μυστικό της, ίσως πάλι το γλυκόπιοτο με γεύση μέντας που
είχε πάντα στο μικρό παραθύρι της. «Πιες και συ γιόκα μου» Δεν ήπια ποτέ τη
μέντα της, αλλά πάντα της έβαζα εγώ στο ποτηράκι και την κατέβαζε μονορούφι.
Εμένα έλεγε να ανοίξω μια λεμονάδα. Τόσο γλυκιά, όσο και η συντροφιά της.
Οι μεταθέσεις ανά την Ελλάδα, με
απομάκρυναν από σιμά της. Λιγόστεψαν οι επισκέψεις, οι ακροάσεις, μέχρι που η
πένθιμη καμπάνα μας μήνυσε ότι ταξίδεψε
για την τελευταία της κατοικία. Είμαι σίγουρος ότι πήρε μαζί της και το
καραφάκι της μέντας.