Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Α. Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book) (α΄μέρος)

 


Α΄ΜΕΡΟΣ

 

ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ
 
 
ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ
 
Με ρώτησαν πως γράφεται ένα ποίημά μου
Κοίταξα
Τη μέρα που στρατεύτηκα
Τη μέρα που πόνεσα φιλώντας το χώμα που πατάς
Τους χρόνους που χαθήκανε στους λαβυρίνθους μας
Τους συμμαθητές μου που σκοτώθηκαν στα έργα τους
Τους συναδέλφους που κλαίγανε κρατώντας το όπλο τους
 
Αγκάλιασα
Τις φυλακές που άνοιξα με τη δύναμη της ψυχής
κι άφησα ελεύθερο το αίμα μου ξυπόλητο να ρέει
σ΄ ένα μικρό ξεροπόταμο
 
Τώρα θωρώ
Μια μάνα να χτενίζει τα μαλλιά της
Έναν αγνοούμενο  πατέρα που όργωνε στα όνειρά του
Ένα αδέλφι να χαιρετά με άσπρο το μαντήλι
 
Κι ύστερα αγναντεύω
τον χορό των γραμμάτων
στον ορίζοντα της ποίησης
 
ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ
 
Είχα ένα φίλο.
Καρδιακό;
Ίσως όχι.
Από τι στιγμή που έμαθα
για ερωτική ομόφυλη τάση προσευχόμουν γι αυτόν!
Ήταν άρρωστος,  του είχαν πει, μου το έφτασαν και σε μένα.
Ήταν άρρωστος είχε πει, 
προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αδυναμία αποδοχής.
Προσευχόταν σχεδόν πάντα στα κρυφά.
Τα βράδια το εικονοστάσι δάκρυζε.
Έτσι εξάλλου μεγάλωσε. 
Με το εικονοστάσι να δακρύζει σε κάθε τι κακό.
Κι ενώ αγαπούσε, έπαψα ν΄ αγαπά, αυτούς που αγαπούσε.
 
Ήταν καλό παιδί.
Πριν αρρωστήσει ήταν ένα καλό παιδί.
Ο Δάσκαλος συνέστησε αποχή από το σχολείο.
«Να γίνει το παιδί καλά»
Ο Δήμαρχος συμφώνησε – απορίας άξιον;
Όχι με βάση τα ποιητικά δεδομένα.
Μετά ο γιατρός σήκωσε τα χέρια.
Πάντα στο μετά και μετά το μετά σηκώνουν τα χέρια.
«Ακόμα και ο γιατρός» κάποιοι είχαν δηλώσει «σήκωσε τα χέρια»
«Μονάχα ο θεός»
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα.
Περίεργο!
Ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους,
ακόμα κι αυτούς που  έπαψε να τον αγαπούν. 
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα!
Κάποια μέρα τον αφόρισε, μετά την ανάγνωση του ευαγγελίου.
Έσκισε και την Αγία Γραφή, οργισμένος.
Τα ιμάτια δεν ξέρει κανείς  και δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο.
Δυνατός άνδρας.
Είχε και τρία παιδιά. (ποιητικά άσχετο).
 
Μια Κυριακή τον συνάντησα στον ξεροπόταμο.
Είχε χιονίσει.
Είχε ξαπλώσει στη πεζογέφυρα.
Να περάσουν έλεγε οι χωριανοί με τα κάρα.
Κάποιο θα τον πατούσε.
Είχε κλείσει εισιτήριο ήδη –πριν γεννηθεί-
στο περιθώριο της ζωής και το θανάτου.
Όμως δεν πέρασε ποτέ κανένας χωριανός να τον σκοτώσει.
Έκαμε τσουχτερό κρύο, κοπήκανε τα πήγαινε – έλα στην πλατεία.
 
Μετά από χρόνια τον συνάντησα στη θάλασσα.
Αυτός ήταν γλάρος και εγώ πότε ψαράς και πότε κυνηγός.
Τέτοια κατάντια.
Αυτός πουλί και εγώ πατούσα στης γης τα ερημονήσια.
Εκεί τον συνάντησα.
Στης γης τα Ερημονήσια.
Παρέα με άλλα πουλιά.
Κάθε που πλησίαζαν τους βράχους, ένα τόξο τα σημάδευε.
Κάθε που φιλούσε τον ουρανό, ένα σύννεφο έβρεχε.
 
Και καθάριζε το ερημονήσι.
Και ερήμωναν τα ερημονήσια.
Πώς να αποδεχτεί τον ομόφυλο γλάρο ένα ερημονήσι;
 
Στα χέρια του η πέτρα των γραφών, γινότανε λεπίδι.
 
Στη μάνα του δεν είπε τίποτα.
Ο πατέρας κάτι είχε καταλάβει και πνίγηκε σε μια γαβάθα ρακί.
Τα αδέλφια του μετοίκισαν.
Κι ο φίλος του, εγώ, κρύφτηκα βαθιά στις σκιές και τους  στίχους.
Να μη με βρει και κολλήσω την ασθένειά του.
Κόλλησε πάνω σ΄ ένα βράχο και δεν αναστήθηκε ποτέ του.
 
Εκείνος ο φίλος μου δεν άντεξε ποτέ το περιθώριο.
Μπήκε βαθύτερα στο σώμα του
κι αφέθηκε στην απλωσιά του στήθους  και της καρδιά του.
Όταν ταξίδευε στο μέσα του, έκλεινε θέσεις στον παράδεισο.
Κι όταν κούρνιαζε στο έξω του κόσμου, πάλι ένα τόξο τον σημάδευε.
 
 
ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΕΝΑ ΤΥΠΟ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΟΝ ΧΑΙΡΕΤΗΣΩ
 
Έφυγε κι ούτε που πρόλαβα να τον χαιρετήσω.
Όχι ότι είχα και κάποια ιδιαίτερη σχέση
συγχωριανός απλά, που σημαίνει αδελφός βέβαια
κάπου το είδα γραμμένο, σε ταφόπλακες και σκεβρωμένες πέτρες
στις απόμακρες γωνιές της περιοχής
ή θα έπρεπε να σημαίνει κάτι τέτοιο αν όχι κάτι άλλο
– έτσι, έτσι ρε μάγκα-
τριγυρνούσε αδιάκοπα ο τύπος αυτός,
με τις ρίζες του πότε στο ποτάμι και
πότε στον ουρανό.
Με το χαμόγελό του κεντημένο στον αέρα και
την αίσθηση της συμπόνιας του κόσμου στη καμπούρα του
στη καμπούρα της ζωής.
Το κενό στο σπίτι θα το γεμίσει ο χρόνος.
Ξέρει τη τέχνη του αυτός ο εφιάλτης.
Το κενό μας θα βουλώσει η καθημερινότητα, μια αδιάβροχη τάπα!
Και θα ξεχαστεί ο εκφοβισμός.
Θα ξεχαστούμε όλοι, τόσο καλοί όλοι μας,
κουβαλώντας στις καμπούρες μας τα σκεπάσματα που δεν δώσαμε
για ζεστασιά
αλλά τ΄ απλώσαμε με την αναίδεια της γλώσσας
να τα γιορτάσει ο ήλιος κι η νύχτα.
Στ΄ αδέλφια των παρείσακτων, των γελωτοποιών,
των κηλίδων των περιθωρίων, εκεί τον κατατάξαμε,
τον τύπο της γειτονιάς που έφυγε χωρίς να τον χαιρετήσω.
Που όταν φεύγουν λέμε πόσο σημαντικοί είναι
οι σημαντικότεροι της ζωής μας.
Σο καφενείο κάθονται ευπρεπώς ενδεδυμένοι φίλοι και γνωστοί.
Ως όφειλαν δηλαδή.
Και ο καφές πάντα δίνει αφορμή για ένα αστείο.
Βρε μάγκα μου, γίνεται κηδεία χωρίς γέλιο!
Καλό ταξίδι.
 
 
 
ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ
 
Θυμάται ακόμα τη μάνα
να σπάει ένα σταρένιο ψωμί στο κεφάλι της νύφης. 
«Να στεριώσετε» φώναξε να τ΄ ακούσουν όλοι.
Προ πάντων να τ΄ ακούσουν οι εχθροί της.
 
Στις γιορτές το ίδιο.
Σταύρωνε τα χριστόψωμο, μοίραζε στους γειτόνους.
«Να μπολιάσουν τα τραύματα» μονολογούσε. 
«Να σιάξουν οι χρόνοι»
μέχρι την επόμενη στάση της ζωής, στο ψήσιμο της αλμυροκουλούρας. 
Ύστερα
με μια λαγάνα αποχαιρετούσε
το μπάρκα της ζωής της για να γευτεί τη λαμπρόπιτα.
 
Μα η μάνα έγινε άνεμος και σαν άνεμος πάει.
Παίρνει πότε πότε τα μαλλιά και τα χτενίζει με τον τρόπο της.
Ευθύς ανοίγουν τα μάτια του,
καμπάνες τον καλούν. 
Ψάχνει να βρω, λίγο αλεύρι,  νερό, μαγιά, κι αγίασμα να ζυμώσει, 
να θέσει σε μια πινακωτή τη ζωή του.
Ν΄ αγγίξει τη φωτιά του.
Να μυρίσει ο δρόμος του ψημένη κόρα
να θρυμματιστεί ο αχνός της ψίχας του.
 
Έτσι να πορεύεται, το σκέφτεται, το θέλει
ζυμωτός σε σταρένιο κάμπο,
με το ψωμί παραμάσχαλα,
πότε κομμένο στα δύο, πότε μοιρασμένο
και πότε στον κόσμο ολάκερο.
 
Για «να σιάξουν οι χρόνοι» ακούστηκε ξανά η φωνή από την άβυσσο.
 
 
 
ΦΟΒΑΜΑΙ ΠΟΛΥ ΜΑΝΑ…
 
Πόσες  χώρες δρασκέλισα.
Που να θυμάμαι πλέον
λέω πως γέρασα,
το ίδιο λένε και  οι άλλοι.
Σ΄ όλα τα πρωινά που άνοιξα τα μάτια μου,
στο φως του ήλιου
έβλεπα το πρόσωπο της μάνας μου
και στο τραπέζι το μικρό φλιτζανάκι του καφέ.
Πόσο μου λείπει εκείνος ο καφές.
Τόσο λίγος, μα τόσο πολύς.
Πώς να μην δακρύσεις εδώ στη ξενιτειά.
Προσπαθείς να σώσεις τη ζωή
σέρνει τον χορό και σ΄ οδηγεί στο θάνατο.
 
Φοβάμαι πολύ μάνα
μην γυρίσω μια απάνεμη μέρα
και δεν βρω τη ροδιά στην αυλή,
τα άσπρα σεντόνια να κρέμονται στα σύρματα,
τη ξυλόσομπα να καπνίζει,
τα ραγισμένα τζάμια που δεν πρόκαμα ν΄ αλλάξω.
 
Μπαίνει αγέρας μάνα, μπαίνει χιονιάς.
Κρυώνω μέσα και η ψυχή μου
τρέχει στις σπηλιές και τα δάση να βρει τη καρδιά σου.
Την αχτίδα του ήλιου
κάνε τη εισιτήριο να ΄ρθω να σε δω.
Στη φωλιά σου ξέρω θα με περιμένει
μια φτερούγα απλωμένη και στεγνή να με σκεπάσει.
Το χώμα της αυλής μας είναι απαλό μάνα.
Δεν το ξεχνώ ποτέ.
 
 
 
[ΑΝΑΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΒΕΣΤΩΜΕΝΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ]
 
 
Ανάμεσα από τους ασβεστωμένους τοίχους
έβγαινε η πληγωμένη σιωπή
να συμπληρώσει τις τελείες.
Στο ξύλινο τραπέζι είχαμε πάντοτε
όλα τα πιάτα γι αυτούς που λείπανε
και ξέραμε πως δεν θα ρθουν.
Μόλις ακούγαμε βήματα
έτρεχε η μάνα ν΄ανοίξει.
Συνήθως δεν ήταν κανείς.
Κάποιες φορές ο ταχυδρόμος
με το πέτσινό του σάκο
κι άλλες, οι γειτόνισσες
με το τσεμπέρι στο κεφάλι.
Ο ταχυδρόμος δεν έφερνε τίποτα
πλην της καλημέρας.
Αχρείαστη ήταν!
 
Οι γειτόνισσες έφερναν το δικό τους
πιάτο, μια συμπόνια δίπλα και δυο καλές
κουβέντες, βοήθεια πάντα στην σιωπή.
 
Τα βράδια λοιπόν δεν έρχονταν κανείς;
 
Η πόρτα φωτιζόταν από το φεγγάρι
τα σύννεφα κοιμόντουσαν στις παρυφές
του ουρανού, εμείς στην αγκαλιά της μάνας.
Κι όσες φορές η μάνα άνοιγε την πόρτα
έτριζε η σιωπή της αυλής.
Φοβόντουσαν τα ζώα.
Άντε τώρα στην ευχή του θεού
και στην σιγαλιά των λόγων
της πλανεμένης νύχτας.
 
Μέσα στο κουρνιαχτό του κοτετσιού
η νυφίτσα κράδαινε την ορμή της
τα μάτια γυάλιζαν πίσω
απ΄τις δαντελωτές άσπρες κουρτίνες.
Ποιος νάναι έλεγε η μάνα;
Τα μάτια μας συναντιόνταν
μ΄αυτά του χωροφύλακα
και του δωσίλογου της γειτονιάς.
Η σιωπή της έρμης αυλής το πρωί μιλούσε!
Δεν έλεγε πολλά, δεν έλεγε και λίγα!
Το σούρουπο ψέλλιζε τις πρώτες κόκκινες λέξεις.
Μικρό παιδί που το ντάντευε η εσπέρα
και το λίκνιζε το απομεσήμερο.
Σαν όμως έπεφτε λεπίδι το βράδυ
έτριζε από καημούς,
έτριζε και το μάνταλο στην πόρτα,
η γλώσσα βάφτιζε με ωραία ονόματα
πόθους, οράματα και επιδιώξεις.
Κι η μάνα συνέχιζε να ανοίγει την πόρτα
στο πρώτο χτύπημα.
 
Κανείς δεν είναι, έλεγε
και ανακάτευε την θρακιά
με την μασιά και το κούτσουρο!
 
 
ΑΝΕΜΩΝΗ ΣΤΗ ΡΑΓΑ
 
Μόνη στον άνεμο μια ράγα αδύναμη
συντροφεύει, στην κλίση της κεφαλής,
την αδυναμία της να δραπετεύσει.
Το χρώμα του τρένου,
ένα χρώμα σκοτωμένου φθινοπωρινού φύλλου,
όμοιο χρώμα του ρήματος περιμένω,
ίσως του αποχαιρετώ, αν και τίθεται στην άκρη ως προσμένω.
Ο φωτογράφος καλεί τα πρόσωπα.
Χτυπά τις καμπάνες,
βάφει το δείλι μαύρο ως βάφει τους δρόμους του ο θάνατος
πλην ο ποταμός τους ξεπλένει,
μα η λέξη Αχέροντας παραμένει ουσιαστικό και
ποτέ δεν γίνεται ρήμα η επίθετο.
Η Ανεμώνη ταράζεται στο  πέρασμα της άμαξας,
γέρνει, την αποφεύγει,
φυσά ο ξάστερος
καλείται το ρήμα κόπτω,
με την μορφή μις ατσάλινης χούφτας
την κάνει απόσπασμα μιας ανθοδέσμης.
Κι η ράγα πιο αδύναμη.
 
 
 
ΔΕΝ ΗΡΘΕΣ
 
Δεν ήρθες όταν σε ζητούσα.
Μια ψιλή βροχή έσβησε ότι περίσσεψε απ΄ το πάθος.
 
Δεν ήρθες όταν σε καλούσα.
Ένα άσπρο περιστέρι μου ΄ πε πως μονάχη δάκρυσες.
 
Δεν ήρθες όταν σ΄ είχα ανάγκη.
Η καρδιά μου αποτελείωσε τους κτύπους.
 
Τώρα το κενό γίνεται μαύρη κορνίζα.
 
Δεν ήρθες όταν έγινα ποίημα.
Δεν μπλέχτηκες στις λέξεις, στους στίχους.
 
Πήρες τη θέσης της τελείας.
 
Δεν ήρθες όταν σ΄ αγάπησα.
Δεν ήρθες όταν σ΄ αγαπούσα .
 
Μη περίμενες να σε ξυπνήσω λέγοντας:
Σ΄ αγαπώ μα συ δεν έρχεσαι!
 
 
 
[ΓΟΝΑΤΙΣΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥ]
 
Γονάτισε μπροστά του, παιδί ήτανε!
Είχε αρχίσει να μαθαίνει να περπατά κι ύστερα να γονατίζει.
Συνήθεια αγαπημένη απλών ανθρώπων.
Άπλωσε τα χεράκια του
να του πάρει αγκαλιά και ένα παιχνίδι.
 
Έτρεξε στο πρώτο κατάστημα κουρασμένος.
Δεν είχε προλάβει ν ΄ αλλάξει,
δεν πρόλαβε ανοικτό και το κατάστημα.
Τι θα έλεγε στο διπλωμένο παιδί;
 
Το βράδυ, αργά,
ίσως μεσάνυχτα, όπου μεριάζουν στη ζωή τα δύσκολα
κι ήρθε σιμά κι ο ύπνος
ξύπνησε με τη φωνή και το φως του φεγγαριού.
Το παιδί σκότωσε ένα πουλί και πήρε τη θέση του. 
 
 
 
[ΔΕΝ ΕΧΩ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ]
 
Δεν έχω μεγάλες προσδοκίες
από τον ξεροπόταμο, στη μεγάλη θάλασσα το ξύλινο καράβι.
Τίποτα και ποτέ τίποτα.
Οι λόφοι γίνανε βουνά κι οι στενωποί λεωφόροι.
Πέτρινες γιρλάντες,  κρεμασμένοι τοίχοι
με τις μυρωδιές των νοικοκυριών να κρέμονται
από βρεγμένα σύρματα και πολύχρωμα μανταλάκια.
 
Τα βήματα της κατηγορίας είναι βιαστικά,
κρύβονται μέσα σε μάλλινες γεροντίστικες κάλτσες,
σε μαύρα παπούτσια αγορασμένα από παζάρι,
σχισμένη η ετικέτα πιστοποίησης.
 
-η συκοφαντία και το ψέμα δεν έχουν ετικέτα-
 
Εγώ με την ανημποριά του κόσμου και τον φόβο των Ιουδαίων
στην γραμμή του φαρισαϊσμού και στις βρεγμένες όχθες των κομμάτων
μια ιδεολογία μπλεγμένη σε πέντε δάκτυλα και άλλα τόσα ψηφοδέλτια.
 
Ένα τουφέκι μαστίγιο τύπου Μ1 στον ώμο
κτυπά πριν την πρωινή αναφορά
εν δυο κάτω με τα χέρια στην ανάταση.
Την φτώχεια να σου λέει
σφίξε τα δόντια πιο δυνατά πιο δυνατά,
ως να ματώσει το κλάμα
να γίνει προσφάγι, να πάψει να διαμαρτύρεται.
Πότε- πότε
από την μυστική γωνιά με τους τσίγκους στο πάτωμα
και το βλέμμα στην πόλη η σκοπιά
φούντωναν τα μεγάλα ιδανικά
η Πατρίδα φούσκωνε κι αυτή στα στήθη
άπλωνε ρίζες και κλαδιά,
ύγρανε και στέγνωνε μια πορεία προς άνω,
ψήλωνα κι εγώ δεν το περίμενα
νόμιζα πως ήδη είχα ψηλώσει.
 
Και τα ενδύματα πήρανε άλλο χρώμα,
κάπως ανοίξανε, όπως ο ουρανός ανοίγει πόρτες
κι υποδέχεται ακόμα όνειρα
και βάζει ενέχυρο τις υποσχέσεις,
μέχρι, λέω,
μέχρι
και πρέπει να ομολογήσω
πως και τούτη η σκέψη σαν διαθήκη μοιάζει
όλο και περισσότερο
που θα την πάρω παραμάσχαλα
με το ολοκαίνουργιο κουστούμι να καμουφλάρει την φτώχεια μου.
 
 
 
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΠΑΓΩΝΙΑΣ
 
Δυστυχώς δεν ήταν δυνατόν
ν΄ανοίξω το παράθυρο
από την μεριά που εσύ πρόσταζες
από την μεριά του ήλιου.
Γιατί εμένα με φόβιζε ο ήλιος
με τα γαμψά νύχια του
όμορφος σαν θεός
με το υγρό λιοπύρι του
κάτω από την μασχάλη
εκεί που πάντα τρέχει ένας ξεροπόταμος.
Στο βάθος και έξω από το παράθυρο
ήτανε πάντα μια σκοτεινή νύχτα
που έστεκε κρεμασμένη
από την άκρη του φεγγαριού
και την βλέπαμε
κι όταν μας μίλαγε
εμείς σιωπούσαμε
κι όταν μας φώναζε
τρέχαμε στα κυπαρίσσια
με τα κόλλυβα στα πανέρια
και το γλυκόπιοτο ρόδι.
Μ΄ένα ρόδι θυμάμαι
έκλεισες το στόμα
του καλού σου συντρόφου.
Το δικό σου το χρώμα
ήταν το κόκκινο,
το δικό τους το χρώμα ήταν
το μαύρο,
το δικό μου;
Σου έλεγα η παγωνιά
και απαντούσες η παγωνιά δεν έχει χρώμα.
Κι όμως στην παγωνιά
αγκάλιαζα το αίμα μου
να ζεσταθεί πάνω
από τη κάπνα του κάρβουνου.
 
 
ΠΑΤΕΡΑ ΛΥΠΑΜΑΙ
 
Πατέρα λυπάμαι.
Γυρνάω τα μεσημέρια στο σπίτι
βρίσκω παρτέρια γεμάτο φύλλα και ξυλιές
κανείς δεν τα καθάρισε και φέτος.
 
«Μάνα ο καφές μου νάναι σκέτος!»
 
Πατέρα λυπάμαι.
Γυρνάω στην πόρτα το κλειδί,
κοιτάζουν πάλι οι αντικρινοί
κι η μάννα θα πει «άργησες και πάλι»
 
«έχει ζεστό, για να λουστείς, νερό απ΄ το πηγάδι.»
 
Πατέρα λυπάμαι.
Γυρνάω στις κρυμμένες  συγνώμες
δειλά.  Οι επόμενες μέρες, στείρες. 
και θα χω το κεφάλι μου κάτω.
 
«έλα σιμά μου μάνα, καλή καρδιά κι άσπρο πάτο»

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

Χρειάζεται η ποίηση; του Δημητρίου Γκόγκα

Πολλές φορές αναρωτιόμαστε εύλογα: Χρειάζεται η ποίηση; Και αν ναι, γιατί χρειάζεται; Αβίαστα, νομίζω, πως ο καθένας θα απαντήσει: Ναι, η ποίηση απαιτείται να υπάρχει στον κόσμο, στην κοινωνία, στη ζωή του ανθρώπου. Είτε στο τραγούδι, είτε σαν κραυγή πολέμου, είτε ως ιαχή σε βουνά και σε κάμπους, η ποίηση πρέπει να δίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αναγνωρίζεται. Όπως ο θάνατος στη ζωή. 
Θα συμπληρώσω δε, πως η ποίηση θα πρέπει να προσφέρεται μέσα από την απλότητα και την πληρότητα του λόγου. Να προβληματίζει, μετακοινώντας από την στέρεα θέση τους του συνθέτες της, τους δημιουργούς της, τους ποιητές.  Και η απορία για την αναγκαιότητα της ύπαρξης της ποίησης, μπορεί να εκφραστεί και μ΄ ένα στιγμιαίο αλλά βαθύ επιφώνημα! Ένας αναστεναγμός αρκεί, από τα βάθη της ψυχής, μια άλλη διάφορη οπτική της Ελευθερίας, της Επανάστασης, της ίδιας της Ιστορίας του ανθρώπου. Εν τέλει της ίδιας της ζωής! 


Σημείωση: Ο πίνακας είναι του Πολωνού ζωγράφου: Jacek Yerka

Γ. Έντεκα [11] ποιήματα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών και από την ενότητα : Υγιή Προιόντα! ...του Δημητρίου Γκόγκα / (ISBN: 978-618-82188-6-4) / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)

 


ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

 

Όταν κοιμάσαι,

βλέπω ένα μικρό σπιτάκι με τριαντάφυλλα

και μια Στρελίτζια στην άκρη του κήπου.

 

Να ξέρεις εγώ

(ναι εκείνο το εγώ μου)

Δεν μπορώ να μετρώ τ΄ άστρα

και να ψάχνω την Αφροδίτη.

Είμαι ερωτευμένος

γιατί ξεχνώ στο μέτρημα.

Κι ύστερα πάλι απ΄ την αρχή

(τελετουργίες της νύχτας)

 

Να ξέρεις εγώ,

Έχω αρχίσει να ξεχνώ τις λέξεις.

Μιλώ όλο και λιγότερο.

Βυθίζομαι στην κινητή άμμο της σιωπής

και σηκώνω το χέρι για βοήθεια.

Αγκίστρι της αγάπης.

Πως η σιωπή είναι το δόλωμα

και πως, εγώ μετρώ τ΄ άστρα

στους γαλαξίες της.

(τελετουργίες της ποίησης)

 

 

ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η αφθονία του άρτου ήταν εμφανής,

ακόμα και σε περιόδους πολέμων.

Οι στρατιώτες δεν έσκαβαν χαρακώματα.

Έχτιζαν τοίχους με προζύμι.

 

Την μέρα ο ήλιος φούσκωνε το ζυμάρι.

Κάθε που έπεφταν βόμβες

χώριζε η κόρα από την ψίχα.

 

Ήτανε εκείνη η στιγμή

που έτρεχαν οι άνθρωποι κι άρπαζαν

άλλοι την κόρα και άλλοι την ψίχα.

Γέμιζαν οι αποθήκες ψωμί.

Πόσο ψωμί μπορεί να χωρέσει στις αποθήκες!

 

Οι καθ΄ όλα επιστάμενοι κατανόησαν και τούτο πρόβλημα.

Στην συνεδρίαση της ογδόης υπέγραψαν

-είναι αλήθεια με πόνο ψυχής-

να μην γίνει άλλο ψωμί.

 

Οι στρατιώτες τώρα δεν χτίζουν τοίχους με προζύμι.

Χτίζουν τοίχους με τα σώματα τους.

Κάθε που πέφτουν βόμβες, γεμίζουν τα χαρακώματα.

 

Οι άνθρωποι τώρα τρέχουνε να σκεπάσουν τα χαρακώματα.

-είναι αλήθεια με πόνο ψυχής-

 

Το λιγοστό ζυμάρι που απόμεινε

συνηθίζεται να το σταυρώνουν.


ΙΣΟΤΙΜΙΕΣ

 

Στα σώματα των νεκρών ηρώων,

που στέκονται ακίνητα από φτυαριές χωμάτων και άσπρα μάρμαρα.

Στα σώματα αυτά που κάποτε γερνούσαν, μα τώρα για δείτε

δείτε νεκροί μου άνθρωποι, δεν γερνούν μαζί μας,

θ΄ απλώσω τις ισοτιμίες της ζωής, νεκροσέντονα.

Ίση δικαιοσύνη, ίση εξουσία, ίσοι μπροστά σε όλα

Μα τούτες οι ισοτιμίες της ζωής ξεπεράστηκαν,

και μοιάζουν τόσο μακρινές ηδονές.

Τώρα οι άρχοντες εκπληρώνουν την εκπόρνευση

και ανασκάπτουν τους τάφους μας

και πετούνε τα άσπρα μάρμαρα

με μια  μαύρη απλή γραφή

και το πρόθεμα που μας πληγώνει : αν

 

αν- ιση δικαιοσύνη,

αν- ιση εξουσία,

αν- ισοι μπροστά σε όλα

 

 

 

ΑΣ ΦΥΛΛΟΜΕΤΡΗΣΟΥΜΕ

 

Ας φυλλομετρήσουμε

τους νεκρούς μας

και σήμερα

ταΐζοντας

τα πρόβατα

με παχιές

ειδήσεις

λίγο πριν

νηστέψουμε

και κοινωνήσουμε

με το αίμα

και το σώμα

του Κυρίου

Ημών και

Υμών.

Στο ένα χέρι

 κρατώ τον καφέ

στο άλλο

το μικρό παιδί.

Φύγαμε

για την παραλία.

 

Το μικρό παιδί

τραγουδούσε:

 

"Μια και είμαι εγώ παιδί

ξέρω πάντα να γελώ

 χαρωπά τα δυο μου

χέρια τα χτυπώ."

 

Μέχρι τώρα είχα μετρήσει είκοσι.

 

ΠΕΝΤΕ ΔΑΚΡΥΑ

 

 

Χιόνι

 

Σπογγισμένο αίμα

που στράγγιξε

κι έγινε λάβα που καίει

στα σπλάχνα της.

Κάποτε,

μέσα απ΄ τις ρωγμές του σώματος της, 

γίνεται γραμμή κόκκινου μολυβιού. 

Καίει ότι την πόνεσε.

Κι ύστερα

στάχτη

και χιόνι που πέφτει στο έρημο σπίτι.


 

Βροχή

 

Κάθε χρόνο

την ίδια μέρα,

μικρή ώρα δειλινού,

βρέχει.

Επέτειος θλίψης,

απώλειας

και χωρισμού.

 

Ρίγη στα μάρμαρα.

Μια ξαφνική μπόρα,

τον ύπνο των νεκρών ταράζει.

 

Ιδρώτας

 

Της πατρίδας το χρέος ξεπληρώθηκε.

Είπες : Με το παραπάνω

και –θυμούμαι- έκανες και μια κίνηση

με το χέρι, σαν να ΄ θελες να ξεφύγεις.

Τώρα ήρθε η σειρά της.

Βάλανε κάτω όλα τα ίχνη και τις υπογραφές,

οι πέτρες και τα σίδερα έτοιμα

-είχε καλούς σιδηρουργούς η Πατρίδα-

Τα καινούργια συμβόλαια έτοιμα.

Και πάλι χρέος.

Ο Ιδρώτας κυλούσε σαν τον κόμπο στο λαιμό σου.

 


Γάλα

 

Πίσω από αυτές τις βιτρίνες δούλευες.

Εγώ στους δρόμους.

Συναντιόμασταν στο ίδιο καφενείο

με άλλους συντρόφους και δεν

ανταλλάσαμε κουβέντα.

Χαρτιά έπαιζα μόνο με τον καφετζή.

Απορούσα βέβαια ,

καθώς είχαμε πιει από το ίδιο ποτήρι, γάλα.

 


Αίμα

 

Είναι στη μοίρα μας.

Έτσι να πεθάνουμε.

Σε κάποιο χρόνο ανομβρίας.

Όταν τα δένδρα θα διψούν,

θα μας φυτέψουνε στις ρίζες τους,

το αίμα  μας να πιούνε.

 


ΣΤΑΓΟΝΑ ΑΠΟ ΘΛΙΨΗ

 

 

Στο σπίτι υπάρχει πάντα μια αιώνια θλίψη. 

Η απαλή μυρωδιά της

απλώνεται  σαν διάφανο  ρούχο γυναίκας

σ΄ ένα ατσάλινο  σύρμα με δυο μαύρα μανταλάκια χελιδόνια

μα δεν στεγνώνει.

Κάθεται ανέμελη

πάνω στην φροντισμένη κεφαλή των λουλουδιών  του  κήπου μας

και άμοιρα εκείνα,  την αγκαλιάζουν 

έτοιμα από πανάρχαιο καιρό να θυσιαστούν, 

για το πρώτο γυάλινο βάζο σε κάποια γιορτή, σε κάποιο πένθος.

Όταν της ανοίγουμε τη ξύλινη πόρτα,

με το σιδερένιο πόμολο να χτυπά, 

ρυθμικά, 

σαν ήχος βαρύς και πένθιμος,

φεύγει και χάνεται

γίνεται,

φύλλο

ένα αστέρι,

σύννεφο

γίνεται χρόνος

χάνεται.

 

Τέτοιες παρόμοιες θλίψεις ζούνε στα σπίτια του κόσμου,

μικρές και μεγάλες πράσινες θάλασσες

άσπροι και γαλάζιοι ουρανοί χωρίς σύννεφα που κλαίνε.

Ταξιδεύουν με ξύλινα καράβια,

παίρνουν τις όμορφες πριγκίπισσες και τους ηρωικούς βασιλιάδες

απ΄ τα πανύψηλα κάστρα και τους μεταμορφώνουν σε όμορφους κύκνους

πάνω στις λίμνες, σε ήρεμους ποταμούς.


Μια σταγόνα κι η θλίψη πάνω στις λίμνες, στους ποταμούς. 

Μια δροσοσταλιά πάνω στις κεφαλές των λουλουδιών μας.

 

Κι ύστερα οι νεκρικές σπονδές,

στις αδειανές κάμαρες,

στους απελπισμένους δρόμους μας ,

στους τάφους των δωματίων μας.

 

Να ενδυθώ τη αιώνια θλίψη,

κόβοντας την κεφαλή των λουλουδιών ,

να κτυπήσω το σιδερένιο πόμολο της σεμνής κατοικίας

και να μου ανοίξει ένα χθες.

Να με υποδεχτεί με χνώτο που τρέμει.

 

Μα είναι η θλίψη!

Πως πάλι με πρόλαβε;

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ

 

Θρυμματισμένο το χαμόγελό σου.

Έρχεται χειμώνας μου είπες στα χείλη σου

και το φιλί σου θα ναι παγωμένο.

 

Θυμάμαι πως φοβόσουν πάντα τον χιονιά

κι έτρεμες σαν έβλεπες πουλιά καρφιτσωμένα, 

στους πάγους της λίμνης μας.

Όπου έπινε σιωπηλά νερό

το λαβωμένο ελάφι της Άρτεμης.

 

Βέβαια θνητή μου λυπημένη αγάπη,

σου εξήγησα όταν έβρισκα καιρό

και δραπέτευα από στίχους

και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου,

ότι ο χειμώνας περνά πάντα με υπομονή.

 

Κι ας μ΄ αγαπούσες επιτέλους λιώνοντας τους πάγους, 

στα χείλη σου, 

με ότι απόμεινε από το κορμί που πύρωσε,

από τον θάνατο του χρόνου.

 

 


ΕΛΠΙΔΑ

 

Επισκεπτήριο συνήθης ώρα χαράς θεού.

Μέρα Μεσημέρι!

Ένα σύννεφο λιπόσαρκο κοιμάται στη μέση τ΄ ουρανού,

έτοιμο να γίνει πούπουλο και στάχτη

κι όχι βροχή, όπως θα περίμενε ο κόσμος.

 

Ο αγέρας μουχλιασμένος μπαινόβγαινε στα σωληνάκια.

Αλίμονο μας κρύωνε και κλείναμε τα βλέφαρά μας.

Οι ασθενείς ξεψυχούσαν απ΄ την ανία της ζωής.

 

Το άσπρο σεντόνι πάντα αδιάβροχο.

 

Και κείνη η καυτή ανάσα

σαν σφύριγμα ζωής μέσα σε χαραμάδα.

 

Εσύ λες ελπίδα. Εγώ μια μέρα που έφυγε. Παγίδα του χρόνου.

Πέτρες οι ώμοι μου ουρανέ! Βουνά που κουβαλώ,

στον πόνο και την μοναξιά μας.

 

Τελειώνει η σκηνή. Πέφτει η αυλαία. Όλοι στον πρύμνη.

Μπαλώνουμε το δέρμα μας σήμερα.

 


ΦΟΒΟΣ

 

 

Λέω πως ζω

κι όταν με ρωτούν πως τα πάω

απαντώ

"σπίτι - δουλειά

δουλειά-σπίτι"

Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια

με προσοχή μην σχιστούν οι σακούλες

Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα

αποφεύγω τον σκύλο που μισώ

δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο

κατοικούν μέσα του Κέρβεροι

κι ένας Προκρούστης

που θέλει δουλειά.

Αν του την δώσω τι θα λέω

όταν με ρωτούν αν ζω;

Ζω σπίτι;

 

 

 

 

ΠΟΣΟ ΜΕ ΒΟΛΕΥΕ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΟΥ

 

Δεν ξεχώριζαν οι εποχές,

σαν μου έλεγες: θα πεθάνω.

Εγώ περίμενα υπομονετικά,

πίσω από την κρυφή συμπόνια μου

τον θάνατό σου.

Πόσο με βόλευε ο θάνατός σου!

 

 Η αγάπη μου ήταν τυλιγμένη

μέσα στο σάβανό σου,

πριν ακόμα πεθάνεις.

Και μ΄ αυτό σε έντυσα.

Με την αγάπη μου.

 

Θυμάσαι αγάπη μου, το σάβανό σου;

Άσπρο κεντημένο με εικόνες αγίων

από το παζάρι της Τρίτης. Κάθε Τρίτη

 στην Κεντρική πλατεία.

 

Πέμπτη μου έλεγες σταυρώθηκε

και εγώ σου ψιθύριζα:

 ναι αλλά και Πέμπτη πέθανε.

 

Δεν περίμενα ποτέ το Σάββατο

να σε αναστήσω.

 

Το χέρι μου, αχρεία προέκταση τι σου πρόσφερε;

 Μια φτυαριά χώμα και ένα χτύπημα πίκρας στον τάφο.

 

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΚΟΙΜΗΘΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

 

 

Όταν πλαγιάζει και κρυώνει

βάζει τα χέρια κάτω απ΄ το πάπλωμα

μην τ΄ αγγίξει η παγωνιά και τα σπάσει

Μερικές φορές κοιτά

με την άκρη του ματιού του την γυναίκα

που κοιμάται δίπλα του

και πιάνει την καρδιά του

Δεν θέλει να πεθάνει πρώτος

Θέλει να είναι δεύτερος όπως πάντα

 

Κάτω απ΄ την σκιά των σκεπασμάτων

μπορεί να δει πιο καθαρά

τους δικούς του που έφυγαν,

τους άλλους που κοιμούνται

και κείνους που έρχονται

για να γεράσουν μαζί του.

Όταν τον παίρνει ο ύπνος

είναι σίγουρος ότι έκανε το σωστό

αλλά πάντα στο βαθύ της ψυχής του

πεταρίζει ένα μικρό πουλί

έτοιμο να του κλείσει τα χείλη

να του αρπάξει με το ράμφος

την άκρη του σκεπάσματος.

 

Φοβάται πολύ

τρέμει μην πεθάνει πρώτος.

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021

Εις τον αφρό της θάλασσας... κείτεται η Αφροδίτη / του Δημητρίου Γκόγκα


Με στεναχωρεί ιδιαίτερα η άποψη που ορθώνεται από ορισμένους φίλους και φίλες της Κύπρου σχετικά με την Ελλάδα, την ελληνική σημαία, τον ελληνισμό γενικότερα, αλλά και τον χριστιανισμό. Αμφισβητούν την αναγκαιότητα του αγώνα του 55-59 θεωρώντας πως αν έμενε το νησί στην αγκάλη της Αγγλίας το πιο πιθανό, αν και μιλούν μετά βεβαιότητας, θα ήμασταν ανεξάρτητοι πλήρως ως την Μάλτα. Άποψη τους και δικαίωμα να την εκφράζουν. Διαβάζοντας όμως την ιστορία και τη θέση της Κύπρου δεν βρίσκω τίποτα άλλο παρά άρωμα Ελλάδας και ελληνισμού γενικότερα. Όσο για τον απελευθερωτικό αγώνα του 55-59 που είχε τη στήριξη του συνόλου του λαού της Κύπρου, μόνο να κλάψω μπορώ πάνω από τους τάφους τόσων ανθρώπων που έδωσαν τις ζωές τους για τούτη τη γη, για ένα όραμα που τελικά για πολλούς και διάφορους λόγους δεν ευοδώθηκε, και βλέπουν να αμφισβητείται η θυσία τους.
Όσο αφορά τη θρησκεία του Χριστιανισμού ας μας πούνε τι ακριβώς επιθυμούν; Αθεϊσμό; Συμπαντική θρησκεία;, Επιστροφή στο δωδεκάθεο; Ειδωλολατρικά συμπλέγματα; Κουμφουκισμο; Μωαμεθανισμό; Διότι αν αναζητούν τον καλό άνθρωπο θα τον βρούμε στην Αγία Γραφή...η επιλογή να μην είμαστε καλοί άνθρωποι είναι δική μας.
Χρόνια τώρα, αιώνες ελληνισμός και χριστιανισμός προχωρούν μαζί με όλα τα λάθη, τα μιση, τα πάθη, τους συμφεροντολογικους πολέμους, τους μεγάλους σταυρούς, την εκμετάλλευση κτλ όμως όλα αυτά κατακρίνονται από τον Χριστιανισμό και από τον ιδρυτή του. Στο χέρι μας είναι η διαμόρφωση της σωστής ανθρώπινης χριστιανικής πορείας.
Αυτά προς το παρόν...η ιστορία και η σκέψη...η ανταλλαγή των απόψεων συνεχιζεται