Α΄ΜΕΡΟΣ
ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ
Με ρώτησαν πως γράφεται ένα ποίημά μου
Κοίταξα
Τη μέρα που στρατεύτηκα
Τη μέρα που πόνεσα φιλώντας το χώμα που πατάς
Τους χρόνους που χαθήκανε στους λαβυρίνθους μας
Τους συμμαθητές μου που σκοτώθηκαν στα έργα τους
Τους συναδέλφους που κλαίγανε κρατώντας το όπλο τους
Αγκάλιασα
Τις φυλακές που άνοιξα με τη δύναμη της ψυχής
κι άφησα ελεύθερο το αίμα μου ξυπόλητο να ρέει
σ΄ ένα μικρό ξεροπόταμο
Τώρα θωρώ
Μια μάνα να χτενίζει τα μαλλιά της
Έναν αγνοούμενο πατέρα που όργωνε στα όνειρά του
Ένα αδέλφι να χαιρετά με άσπρο το μαντήλι
Κι ύστερα αγναντεύω
τον χορό των γραμμάτων
στον ορίζοντα της ποίησης
ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ
Είχα ένα φίλο.
Καρδιακό;
Ίσως όχι.
Από τι στιγμή που έμαθα
για ερωτική ομόφυλη τάση προσευχόμουν γι αυτόν!
Ήταν άρρωστος, του είχαν πει, μου το έφτασαν και σε μένα.
Ήταν άρρωστος είχε πει,
προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αδυναμία αποδοχής.
Προσευχόταν σχεδόν πάντα στα κρυφά.
Τα βράδια το εικονοστάσι δάκρυζε.
Έτσι εξάλλου μεγάλωσε.
Με το εικονοστάσι να δακρύζει σε κάθε τι κακό.
Κι ενώ αγαπούσε, έπαψα ν΄ αγαπά, αυτούς που αγαπούσε.
Ήταν καλό παιδί.
Πριν αρρωστήσει ήταν ένα καλό παιδί.
Ο Δάσκαλος συνέστησε αποχή από το σχολείο.
«Να γίνει το παιδί καλά»
Ο Δήμαρχος συμφώνησε – απορίας άξιον;
Όχι με βάση τα ποιητικά δεδομένα.
Μετά ο γιατρός σήκωσε τα χέρια.
Πάντα στο μετά και μετά το μετά σηκώνουν τα χέρια.
«Ακόμα και ο γιατρός» κάποιοι είχαν δηλώσει «σήκωσε τα χέρια»
«Μονάχα ο θεός»
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα.
Περίεργο!
Ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους,
ακόμα κι αυτούς που έπαψε να τον αγαπούν.
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα!
Κάποια μέρα τον αφόρισε, μετά την ανάγνωση του ευαγγελίου.
Έσκισε και την Αγία Γραφή, οργισμένος.
Τα ιμάτια δεν ξέρει κανείς και δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο.
Δυνατός άνδρας.
Είχε και τρία παιδιά. (ποιητικά άσχετο).
Μια Κυριακή τον συνάντησα στον ξεροπόταμο.
Είχε χιονίσει.
Είχε ξαπλώσει στη πεζογέφυρα.
Να περάσουν έλεγε οι χωριανοί με τα κάρα.
Κάποιο θα τον πατούσε.
Είχε κλείσει εισιτήριο ήδη –πριν γεννηθεί-
στο περιθώριο της ζωής και το θανάτου.
Όμως δεν πέρασε ποτέ κανένας χωριανός να τον σκοτώσει.
Έκαμε τσουχτερό κρύο, κοπήκανε τα πήγαινε – έλα στην πλατεία.
Μετά από χρόνια τον συνάντησα στη θάλασσα.
Αυτός ήταν γλάρος και εγώ πότε ψαράς και πότε κυνηγός.
Τέτοια κατάντια.
Αυτός πουλί και εγώ πατούσα στης γης τα ερημονήσια.
Εκεί τον συνάντησα.
Στης γης τα Ερημονήσια.
Παρέα με άλλα πουλιά.
Κάθε που πλησίαζαν τους βράχους, ένα τόξο τα σημάδευε.
Κάθε που φιλούσε τον ουρανό, ένα σύννεφο έβρεχε.
Και καθάριζε το ερημονήσι.
Και ερήμωναν τα ερημονήσια.
Πώς να αποδεχτεί τον ομόφυλο γλάρο ένα ερημονήσι;
Στα χέρια του η πέτρα των γραφών, γινότανε λεπίδι.
Στη μάνα του δεν είπε τίποτα.
Ο πατέρας κάτι είχε καταλάβει και πνίγηκε σε μια γαβάθα ρακί.
Τα αδέλφια του μετοίκισαν.
Κι ο φίλος του, εγώ, κρύφτηκα βαθιά στις σκιές και τους στίχους.
Να μη με βρει και κολλήσω την ασθένειά του.
Κόλλησε πάνω σ΄ ένα βράχο και δεν αναστήθηκε ποτέ του.
Εκείνος ο φίλος μου δεν άντεξε ποτέ το περιθώριο.
Μπήκε βαθύτερα στο σώμα του
κι αφέθηκε στην απλωσιά του στήθους και της καρδιά του.
Όταν ταξίδευε στο μέσα του, έκλεινε θέσεις στον παράδεισο.
Κι όταν κούρνιαζε στο έξω του κόσμου, πάλι ένα τόξο τον σημάδευε.
ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΕΝΑ ΤΥΠΟ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΟΝ ΧΑΙΡΕΤΗΣΩ
Έφυγε κι ούτε που πρόλαβα να τον χαιρετήσω.
Όχι ότι είχα και κάποια ιδιαίτερη σχέση
συγχωριανός απλά, που σημαίνει αδελφός βέβαια
κάπου το είδα γραμμένο, σε ταφόπλακες και σκεβρωμένες πέτρες
στις απόμακρες γωνιές της περιοχής
ή θα έπρεπε να σημαίνει κάτι τέτοιο αν όχι κάτι άλλο
– έτσι, έτσι ρε μάγκα-
τριγυρνούσε αδιάκοπα ο τύπος αυτός,
με τις ρίζες του πότε στο ποτάμι και
πότε στον ουρανό.
Με το χαμόγελό του κεντημένο στον αέρα και
την αίσθηση της συμπόνιας του κόσμου στη καμπούρα του
στη καμπούρα της ζωής.
Το κενό στο σπίτι θα το γεμίσει ο χρόνος.
Ξέρει τη τέχνη του αυτός ο εφιάλτης.
Το κενό μας θα βουλώσει η καθημερινότητα, μια αδιάβροχη τάπα!
Και θα ξεχαστεί ο εκφοβισμός.
Θα ξεχαστούμε όλοι, τόσο καλοί όλοι μας,
κουβαλώντας στις καμπούρες μας τα σκεπάσματα που δεν δώσαμε
για ζεστασιά
αλλά τ΄ απλώσαμε με την αναίδεια της γλώσσας
να τα γιορτάσει ο ήλιος κι η νύχτα.
Στ΄ αδέλφια των παρείσακτων, των γελωτοποιών,
των κηλίδων των περιθωρίων, εκεί τον κατατάξαμε,
τον τύπο της γειτονιάς που έφυγε χωρίς να τον χαιρετήσω.
Που όταν φεύγουν λέμε πόσο σημαντικοί είναι
οι σημαντικότεροι της ζωής μας.
Σο καφενείο κάθονται ευπρεπώς ενδεδυμένοι φίλοι και γνωστοί.
Ως όφειλαν δηλαδή.
Και ο καφές πάντα δίνει αφορμή για ένα αστείο.
Βρε μάγκα μου, γίνεται κηδεία χωρίς γέλιο!
Καλό ταξίδι.
ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ
Θυμάται ακόμα τη μάνα
να σπάει ένα σταρένιο ψωμί στο κεφάλι της νύφης.
«Να στεριώσετε» φώναξε να τ΄ ακούσουν όλοι.
Προ πάντων να τ΄ ακούσουν οι εχθροί της.
Στις γιορτές το ίδιο.
Σταύρωνε τα χριστόψωμο, μοίραζε στους γειτόνους.
«Να μπολιάσουν τα τραύματα» μονολογούσε.
«Να σιάξουν οι χρόνοι»
μέχρι την επόμενη στάση της ζωής, στο ψήσιμο της αλμυροκουλούρας.
Ύστερα
με μια λαγάνα αποχαιρετούσε
το μπάρκα της ζωής της για να γευτεί τη λαμπρόπιτα.
Μα η μάνα έγινε άνεμος και σαν άνεμος πάει.
Παίρνει πότε πότε τα μαλλιά και τα χτενίζει με τον τρόπο της.
Ευθύς ανοίγουν τα μάτια του,
καμπάνες τον καλούν.
Ψάχνει να βρω, λίγο αλεύρι, νερό, μαγιά, κι αγίασμα να ζυμώσει,
να θέσει σε μια πινακωτή τη ζωή του.
Ν΄ αγγίξει τη φωτιά του.
Να μυρίσει ο δρόμος του ψημένη κόρα
να θρυμματιστεί ο αχνός της ψίχας του.
Έτσι να πορεύεται, το σκέφτεται, το θέλει
ζυμωτός σε σταρένιο κάμπο,
με το ψωμί παραμάσχαλα,
πότε κομμένο στα δύο, πότε μοιρασμένο
και πότε στον κόσμο ολάκερο.
Για «να σιάξουν οι χρόνοι» ακούστηκε ξανά η φωνή από την άβυσσο.
ΦΟΒΑΜΑΙ ΠΟΛΥ ΜΑΝΑ…
Πόσες χώρες δρασκέλισα.
Που να θυμάμαι πλέον
λέω πως γέρασα,
το ίδιο λένε και οι άλλοι.
Σ΄ όλα τα πρωινά που άνοιξα τα μάτια μου,
στο φως του ήλιου
έβλεπα το πρόσωπο της μάνας μου
και στο τραπέζι το μικρό φλιτζανάκι του καφέ.
Πόσο μου λείπει εκείνος ο καφές.
Τόσο λίγος, μα τόσο πολύς.
Πώς να μην δακρύσεις εδώ στη ξενιτειά.
Προσπαθείς να σώσεις τη ζωή
σέρνει τον χορό και σ΄ οδηγεί στο θάνατο.
Φοβάμαι πολύ μάνα
μην γυρίσω μια απάνεμη μέρα
και δεν βρω τη ροδιά στην αυλή,
τα άσπρα σεντόνια να κρέμονται στα σύρματα,
τη ξυλόσομπα να καπνίζει,
τα ραγισμένα τζάμια που δεν πρόκαμα ν΄ αλλάξω.
Μπαίνει αγέρας μάνα, μπαίνει χιονιάς.
Κρυώνω μέσα και η ψυχή μου
τρέχει στις σπηλιές και τα δάση να βρει τη καρδιά σου.
Την αχτίδα του ήλιου
κάνε τη εισιτήριο να ΄ρθω να σε δω.
Στη φωλιά σου ξέρω θα με περιμένει
μια φτερούγα απλωμένη και στεγνή να με σκεπάσει.
Το χώμα της αυλής μας είναι απαλό μάνα.
Δεν το ξεχνώ ποτέ.
[ΑΝΑΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΒΕΣΤΩΜΕΝΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ]
Ανάμεσα από τους ασβεστωμένους τοίχους
έβγαινε η πληγωμένη σιωπή
να συμπληρώσει τις τελείες.
Στο ξύλινο τραπέζι είχαμε πάντοτε
όλα τα πιάτα γι αυτούς που λείπανε
και ξέραμε πως δεν θα ρθουν.
Μόλις ακούγαμε βήματα
έτρεχε η μάνα ν΄ανοίξει.
Συνήθως δεν ήταν κανείς.
Κάποιες φορές ο ταχυδρόμος
με το πέτσινό του σάκο
κι άλλες, οι γειτόνισσες
με το τσεμπέρι στο κεφάλι.
Ο ταχυδρόμος δεν έφερνε τίποτα
πλην της καλημέρας.
Αχρείαστη ήταν!
Οι γειτόνισσες έφερναν το δικό τους
πιάτο, μια συμπόνια δίπλα και δυο καλές
κουβέντες, βοήθεια πάντα στην σιωπή.
Τα βράδια λοιπόν δεν έρχονταν κανείς;
Η πόρτα φωτιζόταν από το φεγγάρι
τα σύννεφα κοιμόντουσαν στις παρυφές
του ουρανού, εμείς στην αγκαλιά της μάνας.
Κι όσες φορές η μάνα άνοιγε την πόρτα
έτριζε η σιωπή της αυλής.
Φοβόντουσαν τα ζώα.
Άντε τώρα στην ευχή του θεού
και στην σιγαλιά των λόγων
της πλανεμένης νύχτας.
Μέσα στο κουρνιαχτό του κοτετσιού
η νυφίτσα κράδαινε την ορμή της
τα μάτια γυάλιζαν πίσω
απ΄τις δαντελωτές άσπρες κουρτίνες.
Ποιος νάναι έλεγε η μάνα;
Τα μάτια μας συναντιόνταν
μ΄αυτά του χωροφύλακα
και του δωσίλογου της γειτονιάς.
Η σιωπή της έρμης αυλής το πρωί μιλούσε!
Δεν έλεγε πολλά, δεν έλεγε και λίγα!
Το σούρουπο ψέλλιζε τις πρώτες κόκκινες λέξεις.
Μικρό παιδί που το ντάντευε η εσπέρα
και το λίκνιζε το απομεσήμερο.
Σαν όμως έπεφτε λεπίδι το βράδυ
έτριζε από καημούς,
έτριζε και το μάνταλο στην πόρτα,
η γλώσσα βάφτιζε με ωραία ονόματα
πόθους, οράματα και επιδιώξεις.
Κι η μάνα συνέχιζε να ανοίγει την πόρτα
στο πρώτο χτύπημα.
Κανείς δεν είναι, έλεγε
και ανακάτευε την θρακιά
με την μασιά και το κούτσουρο!
ΑΝΕΜΩΝΗ ΣΤΗ ΡΑΓΑ
Μόνη στον άνεμο μια ράγα αδύναμη
συντροφεύει, στην κλίση της κεφαλής,
την αδυναμία της να δραπετεύσει.
Το χρώμα του τρένου,
ένα χρώμα σκοτωμένου φθινοπωρινού φύλλου,
όμοιο χρώμα του ρήματος περιμένω,
ίσως του αποχαιρετώ, αν και τίθεται στην άκρη ως προσμένω.
Ο φωτογράφος καλεί τα πρόσωπα.
Χτυπά τις καμπάνες,
βάφει το δείλι μαύρο ως βάφει τους δρόμους του ο θάνατος
πλην ο ποταμός τους ξεπλένει,
μα η λέξη Αχέροντας παραμένει ουσιαστικό και
ποτέ δεν γίνεται ρήμα η επίθετο.
Η Ανεμώνη ταράζεται στο πέρασμα της άμαξας,
γέρνει, την αποφεύγει,
φυσά ο ξάστερος
καλείται το ρήμα κόπτω,
με την μορφή μις ατσάλινης χούφτας
την κάνει απόσπασμα μιας ανθοδέσμης.
Κι η ράγα πιο αδύναμη.
ΔΕΝ ΗΡΘΕΣ
Δεν ήρθες όταν σε ζητούσα.
Μια ψιλή βροχή έσβησε ότι περίσσεψε απ΄ το πάθος.
Δεν ήρθες όταν σε καλούσα.
Ένα άσπρο περιστέρι μου ΄ πε πως μονάχη δάκρυσες.
Δεν ήρθες όταν σ΄ είχα ανάγκη.
Η καρδιά μου αποτελείωσε τους κτύπους.
Τώρα το κενό γίνεται μαύρη κορνίζα.
Δεν ήρθες όταν έγινα ποίημα.
Δεν μπλέχτηκες στις λέξεις, στους στίχους.
Πήρες τη θέσης της τελείας.
Δεν ήρθες όταν σ΄ αγάπησα.
Δεν ήρθες όταν σ΄ αγαπούσα .
Μη περίμενες να σε ξυπνήσω λέγοντας:
Σ΄ αγαπώ μα συ δεν έρχεσαι!
[ΓΟΝΑΤΙΣΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥ]
Γονάτισε μπροστά του, παιδί ήτανε!
Είχε αρχίσει να μαθαίνει να περπατά κι ύστερα να γονατίζει.
Συνήθεια αγαπημένη απλών ανθρώπων.
Άπλωσε τα χεράκια του
να του πάρει αγκαλιά και ένα παιχνίδι.
Έτρεξε στο πρώτο κατάστημα κουρασμένος.
Δεν είχε προλάβει ν ΄ αλλάξει,
δεν πρόλαβε ανοικτό και το κατάστημα.
Τι θα έλεγε στο διπλωμένο παιδί;
Το βράδυ, αργά,
ίσως μεσάνυχτα, όπου μεριάζουν στη ζωή τα δύσκολα
κι ήρθε σιμά κι ο ύπνος
ξύπνησε με τη φωνή και το φως του φεγγαριού.
Το παιδί σκότωσε ένα πουλί και πήρε τη θέση του.
[ΔΕΝ ΕΧΩ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ]
Δεν έχω μεγάλες προσδοκίες
από τον ξεροπόταμο, στη μεγάλη θάλασσα το ξύλινο καράβι.
Τίποτα και ποτέ τίποτα.
Οι λόφοι γίνανε βουνά κι οι στενωποί λεωφόροι.
Πέτρινες γιρλάντες, κρεμασμένοι τοίχοι
με τις μυρωδιές των νοικοκυριών να κρέμονται
από βρεγμένα σύρματα και πολύχρωμα μανταλάκια.
Τα βήματα της κατηγορίας είναι βιαστικά,
κρύβονται μέσα σε μάλλινες γεροντίστικες κάλτσες,
σε μαύρα παπούτσια αγορασμένα από παζάρι,
σχισμένη η ετικέτα πιστοποίησης.
-η συκοφαντία και το ψέμα δεν έχουν ετικέτα-
Εγώ με την ανημποριά του κόσμου και τον φόβο των Ιουδαίων
στην γραμμή του φαρισαϊσμού και στις βρεγμένες όχθες των κομμάτων
μια ιδεολογία μπλεγμένη σε πέντε δάκτυλα και άλλα τόσα ψηφοδέλτια.
Ένα τουφέκι μαστίγιο τύπου Μ1 στον ώμο
κτυπά πριν την πρωινή αναφορά
εν δυο κάτω με τα χέρια στην ανάταση.
Την φτώχεια να σου λέει
σφίξε τα δόντια πιο δυνατά πιο δυνατά,
ως να ματώσει το κλάμα
να γίνει προσφάγι, να πάψει να διαμαρτύρεται.
Πότε- πότε
από την μυστική γωνιά με τους τσίγκους στο πάτωμα
και το βλέμμα στην πόλη η σκοπιά
φούντωναν τα μεγάλα ιδανικά
η Πατρίδα φούσκωνε κι αυτή στα στήθη
άπλωνε ρίζες και κλαδιά,
ύγρανε και στέγνωνε μια πορεία προς άνω,
ψήλωνα κι εγώ δεν το περίμενα
νόμιζα πως ήδη είχα ψηλώσει.
Και τα ενδύματα πήρανε άλλο χρώμα,
κάπως ανοίξανε, όπως ο ουρανός ανοίγει πόρτες
κι υποδέχεται ακόμα όνειρα
και βάζει ενέχυρο τις υποσχέσεις,
μέχρι, λέω,
μέχρι
και πρέπει να ομολογήσω
πως και τούτη η σκέψη σαν διαθήκη μοιάζει
όλο και περισσότερο
που θα την πάρω παραμάσχαλα
με το ολοκαίνουργιο κουστούμι να καμουφλάρει την φτώχεια μου.
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΠΑΓΩΝΙΑΣ
Δυστυχώς δεν ήταν δυνατόν
ν΄ανοίξω το παράθυρο
από την μεριά που εσύ πρόσταζες
από την μεριά του ήλιου.
Γιατί εμένα με φόβιζε ο ήλιος
με τα γαμψά νύχια του
όμορφος σαν θεός
με το υγρό λιοπύρι του
κάτω από την μασχάλη
εκεί που πάντα τρέχει ένας ξεροπόταμος.
Στο βάθος και έξω από το παράθυρο
ήτανε πάντα μια σκοτεινή νύχτα
που έστεκε κρεμασμένη
από την άκρη του φεγγαριού
και την βλέπαμε
κι όταν μας μίλαγε
εμείς σιωπούσαμε
κι όταν μας φώναζε
τρέχαμε στα κυπαρίσσια
με τα κόλλυβα στα πανέρια
και το γλυκόπιοτο ρόδι.
Μ΄ένα ρόδι θυμάμαι
έκλεισες το στόμα
του καλού σου συντρόφου.
Το δικό σου το χρώμα
ήταν το κόκκινο,
το δικό τους το χρώμα ήταν
το μαύρο,
το δικό μου;
Σου έλεγα η παγωνιά
και απαντούσες η παγωνιά δεν έχει χρώμα.
Κι όμως στην παγωνιά
αγκάλιαζα το αίμα μου
να ζεσταθεί πάνω
από τη κάπνα του κάρβουνου.
ΠΑΤΕΡΑ ΛΥΠΑΜΑΙ
Πατέρα λυπάμαι.
Γυρνάω τα μεσημέρια στο σπίτι
βρίσκω παρτέρια γεμάτο φύλλα και ξυλιές
κανείς δεν τα καθάρισε και φέτος.
«Μάνα ο καφές μου νάναι σκέτος!»
Πατέρα λυπάμαι.
Γυρνάω στην πόρτα το κλειδί,
κοιτάζουν πάλι οι αντικρινοί
κι η μάννα θα πει «άργησες και πάλι»
«έχει ζεστό, για να λουστείς, νερό απ΄ το πηγάδι.»
Πατέρα λυπάμαι.
Γυρνάω στις κρυμμένες συγνώμες
δειλά. Οι επόμενες μέρες, στείρες.
και θα χω το κεφάλι μου κάτω.
«έλα σιμά μου μάνα, καλή καρδιά κι άσπρο πάτο»