14 Δεκεμβρίου 2002
Δεν είναι οι νύχτες στην Καμπούλ,
Σαν άγγελοι ωραίοι
Μοιάζουν πολύ σαν πόρνες του θανάτου.
Μικρές και ασήμαντες, σκορπούν χολή,
Σαν καρφιά στο σταυρό του αθανάτου.
Βογκούν από τον πόνο.
Κόκκινες, κίτρινες, ξανθές φωτοβολίδες.
Είναι οι ανάσες του εχθρού που μέσα τους τρυπώνω.
Πίσω απ΄ της νύχτας τις χρυσές πυγολαμπίδες.
Δεν τις μπορώ τις νύχτες στην Καμπούλ.
Στο θάλαμο λαξεύουνε τις λέξεις,
Σπάνε τα τσέρκια με θυμό.
Βοούν νεκρά πουλιά.
Στρατιώτη ονειρεύεσαι μια μάχη για να παίξεις;
Δεν είναι οι νύχτες στην Καμπούλ,
Ως άνθρωποι ωραίοι.
Ως έκπτωτοι που χάσανε τα άσπρα τους φτερά.
Είδα τις νάρκες μες τα μάτια της ψυχής,
σ΄ ένα λυχνάρι που ο καπνός ποτέ δεν σταματά.
Κι ύστερα λένε οι σύντροφοι,
τις νύχτες μαζεμένοι:
«Πλησιάζουμε την Κόλαση. Το φέγγος για λυχνάρι»
Ωχρά τα πρόσωπα κοιτούν κι οι τοίχοι των θαλάμων
σαν μέταλλο στεγνοί.
Στον διάδρομο ανάβει ένα φανάρι.
Σφαλίστε! Είν΄ επιταγή.
Μην τολμήσουνε,
στις νύχτες μας και ζούνε,
Εφιάλτες πια, δεν τους θωρώ.
Ξέρω μόνο πετάνε!
Στις κάνες στρατιωτών αηδόνια τραγουδούνε.
Σαν τις σειρήνες μας καλούν και κάπου αλλού τους πάνε!