Παρασκευή 16 Αυγούστου 2024

ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΜΠΟΥΛ / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 14 Δεκεμβρίου 2002



Δεν είναι οι νύχτες στην Καμπούλ,
Σαν άγγελοι ωραίοι
Μοιάζουν πολύ σαν πόρνες του θανάτου.
Μικρές και ασήμαντεςσκορπούν χολή,
Σαν καρφιά στο σταυρό του αθανάτου.


Γερνούν νωρίς
κι αλλάζουν χρώματα.
Βογκούν από τον πόνο.
Κόκκινεςκίτρινεςξανθές φωτοβολίδες.
Είναι οι ανάσες του εχθρού που μέσα τους τρυπώνω.
Πίσω απ΄ της νύχτας τις χρυσές πυγολαμπίδες.

Δεν τις μπορώ τις νύχτες στην Καμπούλ.
Στο θάλαμο λαξεύουνε τις λέξεις,
Σπάνε τα τσέρκια με θυμό. 
Βοούν νεκρά πουλιά.
Στρατιώτη ονειρεύεσαι μια μάχη για να παίξεις;

Δεν είναι οι νύχτες στην Καμπούλ,
Ως άνθρωποι ωραίοι.
Ως έκπτωτοι που χάσανε τα άσπρα τους φτερά.
Είδα τις νάρκες μες τα μάτια της ψυχής,
σ΄ ένα λυχνάρι που ο καπνός ποτέ δεν σταματά.

Κι ύστερα λένε οι σύντροφοι,
                                           τις νύχτες μαζεμένοι:
«Πλησιάζουμε την Κόλαση. Το φέγγος  για λυχνάρι»
Ωχρά τα πρόσωπα κοιτούν  κι οι τοίχοι των θαλάμων
σαν μέταλλο στεγνοί. 
Στον διάδρομο ανάβει ένα φανάρι.

ΣφαλίστεΕίν΄ επιταγή.  
Μην τολμήσουνε,
στις νύχτες μας και ζούνε,
Εφιάλτες πια, δεν τους θωρώ
Ξέρω μόνο πετάνε!
Στις κάνες στρατιωτών αηδόνια τραγουδούνε.
Σαν τις σειρήνες μας καλούν και κάπου αλλού τους πάνε!

Πάντα μου άρεσε που μίλαγε η μητέρα / Δημήτριος Γκόγκας

 


 

Πάντα μου άρεσε που μίλαγε η μητέρα
και με φιλούσε μες στη νύχτα σταυρωτά.
Κρεμούσε μι άνοιξη στο τώρα και στο πέρα.
Σάβανα πούλαγε στη μαύρη αγορά.
 
Από τους μήνες σιχαινόταν τον Ιούλη.  
Μα και ο Αύγουστος της έπεφτε βαρύς.
Μοιρολογούσανε οι δούλοι κι ήταν δούλοι.
Μεσουρανούσε μόνο ο ήλιος ευτυχής!
 
Βρε φίλε κάτσε, να σου πω μια ιστορία
γιατί μας είπες, πως στην είπανε μισή!
Είχα αγνοούμενο, σοφό στη γεωγραφία
που ΄ξερε πάντα για ένα ολάκερο νησί!
 
Μα τώρα δείχνεις στη μητέρα τον καθρέφτη,
λες πως ραγίζει το γυαλί και δυστυχείς.
Ο εαυτός σου αναγνωρίζει κάποιον κλέφτη
που ισορροπεί στης άκρες πράσινης γραμμής.
 
Πάντα μου άρεσε πως μίλαγε η μητέρα.
Έκρυβε δάκρυα πριν πέσουν στα ρηχά.
Κάπου στο βάθος η φιγούρα του πατέρα
που κράταγε μία πατρίδα αγκαλιά.
 
Και συ γελάς, πως δεν σου μάθαν ιστορία
και αν σου μάθαν, σου την έμαθαν μισή.
Δες στη γωνιά παραμονεύει η ανδρεία
τόσων αμούστακων που η μοίρα τους κοινή!
 
Στης Αφροδίτης το νησί σου ταξιδεύω.
Σε μια γωνιά είναι το κλάμα μου θηλιά.
Τη λύτρωσή ενός λαού και γω προσμένω
Γι αυτό αν δεν ξέρεις καλύτερα σιωπά.

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2024

ΔΡΟΜΟΙ ΑΠΟ ΧΑΜΟΜΗΛΙΑ/ Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 

Δεκεμβρίου 2002

 


 


ΔΡΟΜΟΙ ΑΠΟ ΧΑΜΟΜΗΛΙΑ


Σαν βγεις από την κεντρική πύλη,
πέρα απ΄ τα στημένα συρματοπλέγματα,
τι θα συναντήσεις αγέρωχε πολεμιστή της ειρήνης;
Ξύλινες στολισμένες άμαξες με κίτρινα χαμομήλια,
γιασεμιάτριαντάφυλλα και ζουμπούλια να τριγυρνούν
στον κεντρικό κατάμεστο δρόμο της Καμπούλ.

Αμέτρητα φορτηγά γιομάτα πολύχρωμες χάντρες.
Φορτωμένα με ζωές και ζωές να τρέχουν αλαφιασμένες στους δρόμους
να ζήσουν ακόμα μια μέρα, 
να ονειρευτούν, 
να υπάρξουν, 
να εκλιπαρήσουν, 
ν΄ αρπάξουν απ΄ τον λερωμένο γιακά
τους μελαψούς ανθρώπους της, να τους στυλώσουν.

Θεόρατα σπαθιά, μιας χρόνιας φοβέρας,
Ασθένειας φθονερής 
καλύπτουν το δεξιό τμήμα  στο μήκος της διαδρομήςΣτρατοπέδουΚαμπούλ.
Αμέτρητες πολύχρωμες μπούρκες, αόρατα σώματα, πυγολαμπίδες ημέρας.
Χιλιάδες βράκες, άτιμα και έντιμα βήματα, 
κορμιά που δένουν στο μίσος, κορμιά που χωρούν σε φυλές και φατρίες.
Η ντροπή περπατάει για να ζήσει.

Γυναίκες της δύσμοιρης Καμπούλ,
που φορέσατε τα μύρια χρώματα
και γίνατε λουλούδια!
Ανεβείτε στα φορτηγά και στις άμαξες με τα χαμομήλια.
Χρέος στη ντροπή, η ζήση.


Σαν βγεις από την κεντρική πύλη,
πέρα απ΄ τα στημένα συρματοπλέγματα,
τι θα συναντήσεις αγέρωχε πολεμιστή της ειρήνης;
Ξύλινες στολισμένες άμαξες με κίτρινα χαμομήλια,
γιασεμιάτριαντάφυλλα και ζουμπούλια να τριγυρνούν
στον κεντρικό κατάμεστο δρόμο της Καμπούλ.

Αμέτρητα φορτηγά γιομάτα πολύχρωμες χάντρες.
Φορτωμένα με ζωές και ζωές να τρέχουν αλαφιασμένες στους δρόμους
να ζήσουν ακόμα μια μέρα, να ονειρευτούν, να υπάρξουν, να εκλιπαρήσουν, ν΄ αρπάξουν, απ΄ τον λερωμένο γιακά
τους μελαψούς ανθρώπους της, να τους στυλώσουν.

Θεόρατα σπαθιά, μιας χρόνιας φοβέρας,
Ασθένειας φθονερής καλύπτουν το δεξιό τμήμα  στο μήκος της διαδρομήςΣτρατοπέδουΚαμπούλ.
Αμέτρητες πολύχρωμες μπούρκες, αόρατα σώματα, πυγολαμπίδες ημέρας.
Χιλιάδες βράκες, άτιμα και έντιμα βήματα, κορμιά που δένουν στο μίσος, κορμιά που χωρούν σε φυλές και φατρίες.
Η ντροπή περπατάει για να ζήσει.

Γυναίκες της δύσμοιρης Καμπούλ,
που φορέσατε τα μύρια χρώματα
και γίνατε λουλούδια!
Ανεβείτε στα φορτηγά και στις άμαξες με τα χαμομήλια.
Χρέος στη ντροπή, η ζήση.

Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΧΑΡΑΔΡΕΣ / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 Ξεκινά ο Δεκέμβριος του 2002 στην Καμπούλ (Αφγανιστάν) 


ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΧΑΡΑΔΡΕΣ


Στις γρανιτένιες πλαγιές
είδα,
Τις τσαλακωμένες ανηφοριές
Που κλείδωναν τα βήματα των ανδρών, είδα.
Κάτω από το δίχτυ της μπούρκας,
Τις ρυτίδες ανέγγιχτων γυναικών, είδα.
Στις διαρκείς ερωτήσεις κωπηλάτησα, κ είδα
στο βαθύ χρώμα του μαύρου,
Κορίτσια με πολύχρωμες φορεσιές.
Πριν αρρωστήσουν από κείνη την φυσική ασθένεια
που την λέγανε ειρήνη και πεθάνουν
από τα χέρια μισογύνη επαναστάτη, είδα
το σκεπάρνι καρφωμένο στον αφίλητο σβέρκο.
Φτάνει πια.
Να λυσσομανούν οι αδέσποτοι σκύλοι για την σάρκα αθώων, είδα.

Έχουν μικρά αυλάκια στο πρόσωποοι σαβανωμένες γυναίκες.
Δεν πρόλαβαν να γίνουν γυναίκες.
Αρυτίδωτες μικρές ανεμώνες.
Μέσα από την μπούρκα, η ταραχή και η ανημποριά, γλιστράνε
να δραπετεύσουν από την τσάκιση του υφάσματος.

Εκείφτηνές γυναίκες της αιώνιας Καμπούλ
Πίσω απ΄ το σταχτί τ΄ ανέμου που ερωτευτήκατε
Την φευγάτη λευτεριά
Μέσα στις σπηλιές που δώσατε φιλί στις ζωγραφιές
Να πεταρίσουν με τα γράμματα του αλφαβήτου
Στα αμμοχάλικα που σκόρπισαν για να ξεφύγετε
απ΄ το κακό βλέμμα της Δύσης
στέκετε μια λύπηση σαν μαύρη μεσίστια σημαία
με το σχοινί της θηλιάς στον ιστό ενός αγέρωχου δένδρου.
Θα πρέπει να έχουν χαράδρες στα πρόσωπα και όχι απλώς ρυτίδες!

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2024

ΑΓΑΜΗΜΕΝΗ ΜΟΥ / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 

                                                                                                                      26 Νοεμβρίου 2002


ΑΓΑΜΗΜΕΝΗ ΜΟΥ


Τι να σου κάνει μια καληνύχτα στην ερημιά του στρατοπέδου;
Πως προσπαθώ να ξεγελάσω την μοναξιά
με μια βουβή καληνύχτα κολλημένη στο κόκκινο των χειλιών
μεταφέρει τραύματα από στόμα σε στόμα και
από μια ανδρική αγκαλιά σε μία άλλη κλειστή.
Πόσες φορές να την πω,
πόσες φορές μπορώ να την ακούσω,
να ξεγελάσω τις σκιές
που άλλοτε μονάχες και άλλοτε ζευγαρωτές,
περπατούν με τις κάνες των όπλων
να εκλιπαρούν τους ουρανούς των δωματίων,
να συγκατανέψουν στο πόνο, το κλάμα,
τον βουβό οίστρο μιας σύντομης συνάντησης μέσα στο όνειρο.
Δειλά υποκλίνομαι δεχόμενος και έναν εφιάλτη.

Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

ΜΕΡΑ ΜΟΥ / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 

15 Νοεμβρίου 2002

 




Της αγά
πης έμαθα τον λαβύρινθο.
Φυλλωσιές αδρόσιστες στο πυρόξανθο.
Αμαρτία είμαι εγώ.
Μια στιγμή!
Να σιωπήσω!
Τον ομφάλιο της γης μην αφήσω.
Μέρα μουπαρθένα.
Αγέννητη.





Στου Αι Δημήτρη τη χρονιάμέρα μέθυσα.
Στα κλειστά της ξενιτιάς,  αιμορράγησα.
Και ο κτύπος της καρδιάς
Σαν χαλάζι,
μ΄ ένα νύχι γυάλινο,
με χαράζει.
Μέρα μουαγνή.
Αγέννητη.

Μες της γης τα σωθικάλάβα ντύθηκα
Πέρασα απ’ της πηγήςμα δεν πλύθηκα.
Ζειαπρόσμενα η ψυχή.
Φτερουγίζει.
Η ζωήμια ρωγμή.
Με ακοντίζει.
Μέρα μου, μητέρα.
Αγέννητη.