Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024

ΨΑΧΝΩ/ Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 13 Ιανουαρίου 2003

 


ΨΑΧΝΩ


Τι να αξίζει άραγε,
Πιότερο από το χαμόγελό σου;

Ο ήλιος;         
Η πέτρα;
Ο άνεμος;

Ψάχνω να βρω το χαμόγελό σου.

Στον πέτρινο ήλιο.
Στην ηλιοκαμένη πέτρα.
Στον σκονισμένο άνεμο.

ΦΩΣ/ Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 12 Ιανουαρίου 2003



ΦΩΣ

Φως.
Μισήσαμε
Φως απόλυτο.
Τολμήσαμε.

Θα καταλάβουμε.
Θα υπάρξουμε.
Θα μεταλάβουμε.
Θα αλλάξουμε.

Φως.
Ράπισμαδιαλύτης σκιών.
Φως ιλαρόφως λαών,
μιλήσαμε.

Να καταλάβουνε
Να υπάρξουνε
Να μεταλάβουνε
Να αλλάξουνε.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

Ακέφαλη καρέκλα / Δημήτριος Γκόγκας


 

Απέναντί του μια ακέφαλη καρέκλα
Την αντικρύζει κάθε μέρα.
Και μάρτυρά του ο Θεός 
την ομοιάζει με σκελετό που ξεθάφτηκε χωρίς το κρανίο.
Έχει κορμί, έχει πόδια μα ακέφαλη ως είναι δεν απαντά στις εκκλήσεις του
Δεν απαντά στις ερωτήσεις του
Γιατί;
 
Έτσι με ταπεινότητα ρίχνει το βλέμμα στο Θεό
Α τούτος φταίει που τον έκανε λεύτερο
Επέλεξε τη σκοτοδίνη κι ήρθε ο θάνατος
Κι έτσι απουσιάζει τις Κυριακές από το τραπέζι στο πατρικό
Κι έτσι είναι αδειανή και ακέφαλη η καρέκλα
Κι έτσι μένει κενό το πιάτο
Κι έτσι υψώνει το πνεύμα στον ουρανό και πλησιάζει το ετοιμόρροπο ταβάνι
 
κι αυτή η εικόνα είναι θεϊκή;
Αναρωτιέται και σταματά τη γλώσσα που έκπληκτη αναμασά προσευχές και παρεκκλίσεις
Ύστερα πάει στο εικονοστάσι κι ανάβει το καντήλι
Τουλάχιστον να ζεσταίνεται κάτω από τα κλινοσκεπάσματα της γης
Κι ας μένει ακέφαλη η καρέκλα!
 

 

 

 

ΦΥΛΕΣ / / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

                                                                                                                        10 Ιανουαρίου 2003



ΦΥΛΕΣ


Μες στην κοιλάδα του Πανσίρ
,
Απόρησε ο λερός μικρός με το τύμπανο κρεμάμενο στους ώμους
και τη σκανδάλη βέρα στο δάκτυλο.
Πως έφτασαν ως εδώ τόσοι πολλοί ξένοι;
Τόσοι στρατιώτες κρυμμένοι πίσω από το αλφάβητό τους.

Στο τετράδιό του μουντζούρωνε ακόμα αριθμούς σκοτωμένων.

ΧαζάροιΠαστούν,  ΤατζίκοιΑϊμάκοι,
Τουρκομάνοι, Βαλούχοι, ΜπαλόχΠασάγοι
Νουριστάνοι, Μπραχούι, Παμίροι, Γκουρτζάρ και Ουζμπέκοι
κουβαλούν στις πλάτες τους,
σ΄ ένα άπλυτο δισάκι την έχθρα των αιώνων.
Ανεμοστρόβιλοι φυλές σκορπίζουν και σκορπίζονται.

Σαν φύλλα,
Σαν σκόνες, στάχτες,
και σκουπίδια.

Που πάνε ;
Ποιοι είναι τούτοι που ήρθανε;
Τι γυρεύουν;

Ας τους αφήσουμε μονάχοι τους να παίζουν, με τις σπάθες, 
τις χατζάρες με τις μοίρες τους.
Στο σκάκι από λάπιςυπάρχει πάντα η ισοπαλία!

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 


Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ


Ιανουαρίου 2003

Ακούγεται στο βάθος του διαδρόμουο ήχος της Πατρίδας.
Φωτίζει η φεγγαρόσκονη κι η πόρτα ξύλινη,
πό της σάπιας βίδας, το πήγαινε έλα –  έτοιμη να σπάσει.

Και τούτο στρατιώτη θα περάσει.

Ακούγεται ψηλά σαν κρόταλοο ήχος του θανάτου.
Πόση απόλυτη ερημιά, μέσα σε μία μυρωδιά.
Σαν βότσαλο που γλίστρησεστης θάλασσας τον πάτο.

Και την ψυχή μας θα δαμάσει.

Οι κύκλοι χάθηκαν και δεν θα βγεικείνη η γοργόνα που ρωτά,
για τον χαμένο βασιλιά.
Αφήστε τον να κοιμηθείείναι αργά κι έχει κρυώσει το κορμί.

Τον δρόμο του έχει χάσει.

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2024

ΑΟΡΑΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ/ Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 

18 Δεκεμβρίου 2002


ΑΟΡΑΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

(γυναίκα του Αφγανιστάν)



Κάτω α
πό την πολύχρωμη μπούρκα,
το μπλε των ματιών δεν ξεχωρίζει.
Είσαι αόρατη σκιά,
Φάντασμα στους πολύβουους δρόμους
στα πλίνθινα χωριά  και στις μεγάλες πόλεις.
Έτσι μπορείς να ζεις,
σαν μια αόρατη σκιά,
σαν φάντασμα στους δρόμους.

Μπορείς και περνάς, μέσα από τοίχους,
πέτρες λάπις, σπηλιές με αιμοδιψείς αντάρτες,
μπορείς να ταξιδεύεις αόρατη γυναίκα της Καμπούλ.
Άυλη σκιά και φάντασμα στους λιγδωμένους δρόμους.

Είσαι μια λέξη,
Μια μικρή τιποτένια λέξη, αν μπορεί να υπάρξει ποτέ στους αιώνες τιποτένια λέξη!  
Μια μαύρη κουκίδα στίξης στη νύχτα που πλέει στα μάτια μας.
Τα μάτια σου φυλακισμένα πίσω από δίχτυα.

Πεταμένη στην ώρα, στη μέρα, στο χρόνο. 
Διωγμένη από αγκάλη μάνας, πατέρα, συζύγου.
Καθισμένη στην σκασμένη άκρη του κεντρικού δρόμου.
Μια νάρκη!
Πέτα την μπούρκα να φανεί το μπλε των ματιών σου!

Εξοστρακισμένη.
Στο μακρινό ποτάμι του χωριού σου.
Σε απόκρημνα όρη που δεν πάτησες.
Σκοτωμένη γιατί πόθησες τη λευτεριά.
Ατιμασμένη γιατί θέλησες να δεις.
Πότε θα βρεις τα μυστικά σημάδια που αλλάζουν την μορφή σου
Κάτω από κείνη την γκρίζα φυλακή φτερούγα που στιγματίζει τα μάτια;
Ποια φτερούγα είναι φυλακή;


Με πίκρα κεντάς την φυλακή
και ξετυλίγεις τον μίτο που οδηγεί στο αδιέξοδο.

Σου έπιασαν και πάλι βίαια από το μπράτσο
Αφόρητος πόνος
Κάνει ένα γύρο από τις άλλες έννοιες σου,
βαθύ σημάδι στο δέρμα σου,
πριν χωθεί παραμάσχαλα δίπλα από το ψημένο ψωμί.