Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Β μέρος της Ποιητικής Συλλογής «16 αριθμοί και 24 γράμματα» : του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2019 (ISBN 978-9925-7392-6-40) /(e-book))β΄μέρος: 24 γράμματα..

 

 


24 γράμματα
 
Ισούνται με την προσευχή της ζωής
 
 
 
α .
 
Το δέρμα των βουνών
                      είναι το πράσινο.
Το δικό μου ενός μύδρου που δεν λιώνει
ή το φίδι.
 




 
β.
 
Βραδιάζει
ξημερώνει
το τριαντάφυλλο ανθίζει
όπως  και η ψυχή μου.
 
 Στο σκέλεθρο η πνοή
ασθμαίνει.
 
 
γ.
 
Το κλάμα του ανθρώπου
χωρίς γιατί,
είναι παράδεισος.
Αν απαντήσεις,
συναντάς φωτιά !
 
Πως γίνεται να μην ρωτήσεις!

 
δ.
 
Όταν μιλάς μονάχος
είσαι σπασμένος καθρέφτης.
Βλέπεις
την αλήθεια
απ΄ τα ραγίσματα.
 
Δεν τον κρατάς.
Αγοράζεις καινούργιο
και πετάς την αλήθεια.
 
 
ε.
 
Μια θάλασσα που λείπει
όπως η παρουσία σου,
είναι μια θάλασσα
η αυλή που γεννήθηκα.
 
Οι ευχές μου, νησιά ακατοίκητα.
 
ζ.
 
Κι όταν ανέστησες τη μήτρα
 -ήρθανε πρώτες οι μοίρες-
Αναρωτήθηκα,
που είναι ο Θεός;
 
Είδα δεξιά,
έστρεψα ψηλά
κι  αντίκρισα εμένα. 
 
Όλοι φωνάξανε με μιας: Ντροπή
Δεν γνωρίζουν ότι ο καθένας μας είναι Θεός.
 
η.
 
Φορτώθηκαν τα γέλια
με τόσα περιττά,
που βούλιαξαν
στη θλίψη.
 
Χαμογέλασες λιγότερο
και σηκώθηκες.
 
 
θ.
 
Πόσο πονούν
 οι άνθρωποι,
 που πήρε ο πόνος
 τ΄ όνομά τους;
 
 
ι.
 
Πόσο πονούν,
που ο Ιούδας
κρεμάστηκε
κι άλλοι φορέσανε
το  φωτοστέφανο;
 
Είναι πρακτικό το πρόβλημα.
Αν κρεμαστείς,
τα πόδια δεν φτάνουνε στο έδαφος.
Και πώς θα περπατήσεις;

κ.
 
Το αίμα φουσκώνει
 και η φλέβα σπάει.
Η λύπη γίνεται χαρά
και η χαρά αγκάθι.
 
Κι αναρωτιόμαστε:
τι είναι παράπλευρες απώλειες;
Να κλαις εσύ
και να γελώ εγώ;
 
λ.
 
Ζωή είναι ότι ζύμωσες
και πρόσφερες στους άλλους.
Θάνατος είναι: ότι δεν έδωσες ενώ μπορούσες,
στο τραπέζι της Κυριακής.
 
μ.
 
Γι αυτό πρέπει να βγεις!
Ζωντάνεψε το δέρμα
που μάζωξε
τη ζωή μέσα
σε μια σιδερόφρακτη
               μάντρα από σύννεφα.
ν.
 
Και αν μου πεις πως
δεν λογαριάζεις 
που θα πας,
πρέπει να πας
εκεί που λογαριάζεις.
 
Λίγο πριν
ράγισε το σώμα σου.
 
 
 
 
ξ.
 
Πάλι  δεν βγάζεις νόημα.
Είμαι εδώ
να πάρω χρώμα
από τον ήλιο και να
στήσω βουνά και  θάλασσες.
 
ο.
 
Και δεν είναι παράξενο;
Ρίχνεις τα δίχτυα,
πλησιάζουν τα  ψάρια.
Μα πιάνεις όνειρα
με τρύπια πανέρια;
Με τα  νερά να ξεγλιστρούν,
να βρέχουνε τα πόδια σου.
 
π.
 
Κλείνω τα μάτια
μήπως και σφαλιστεί η καρδιά.
Μα δεν μπορεί
στο σκοτάδι να ζει η καρδιά σου.
 
Με την καρδιά σου λυχνάρι,
φώτισε το σώμα σου.
 
ρ.
 
Κι έτσι γλυκιά μου,
γύρε το κεφάλι
στο στήθος.
Άκου
την καρδιά που ακουμπά
στα βράχια των πνευμόνων.
Μην φοβηθείς να πέσεις στις λάμες τους. 
 
 
 
 
σ.
 
Μόνο ως καημός,
μόνο ως δάκρυ
κύλησε ανάμεσα
στις ρίζες
του ασημένιου στήθους μου.
Μικρά κλαδιά
που κρατούν το είναι σου.
 
τ.
 
Στην αυλή της μάνας
υπάρχει μια μυλόπετρα.
Μέσα στο χώμα.
Μισή μέρα και μισή νύχτα.
 
υ.
 
Τη μέρα
 οι λέξεις
γίνονται ακτίνες,
το βράδυ άστρα.
Τη μέρα
τα λόγια μας πονάνε,
το βράδυ ακονίζονται.
 
φ.
 
Το πρωί που ξυπνάς
ένα ποτήρι γάλα,
ψωμί και βούτυρο,
Η αγάπη μου
επάνω στο τραπέζι.
 
 
 
 
 
 
 
 
χ.
 
Κάθε μέρα
θέλω να βραδιάζει.
Κάθε βράδυ,
να ξημερώνει.
Πότε σαν ακτίνα,
πότε σαν άστρο.
Μες στη καρδιά μου
σκοτάδι και φως.
 
 
ψ.
 
Φθινόπωρο
Άνοιξη
Χειμώνας
Καλοκαίρι
Τετράφυλλη η καρδιά μου.
Ποιό φύλλο να βαστάξω;
 
 
ω.
 
Το μόνο που με σώνει:
 γεννιέμαι
ξανά και ξανά
μες στην αγκαλιά σου.
 
Ποτέ μην χαλάσεις τη φωλιά μου!

Λεξικό της κρητικής διαλέκτου με αλφαβητική σειρά.

 

Του Γιάννη Τσικαλάκη
(α)βαρεσά τεμπελιά, οκνηρία
αβατζέρνω πλεονάζω, περισσεύω
(α)βιζέρνω εφιστώ τη προσοχή καποιου, ειδοποιώ
αφορδακός βάτραχος
αμπώθω σπρώχνω
αγαπητερά με αγάπη, με στοργή, συμπαθητικά
αγαπητερός αυτός που με την συμπεριφορά του γίνεται αγαπητός
αγλάκι τρέξιμο
αγγελοσκιάζομαι σκιάζομαι από τον άγγελό μου, βλέπω προμηνήματα του θανάτου μου
άγγουρος νεαρός, νέος
αγγουροφαίνεται μου κακοφαίνεται
αγριγιεύγω γίνομαι άγριος, αγριεύω, ερεθίζω κάποιον, τον εξάπτω
αγιάγερτος αγύριστος, δεν έχει γυρίσει ακόμα
ανάπλα κουβέρτα
ανεβαστώ ανασηκώνω
ανετρανίζω αποκτώ πάλι τις δυνάμεις μου
ανεστορούμαι θυμούμαι και διηγούμαι
ανεβόλεμα ανηφόρα
αγκανάρηση αγανάκτηση, εξόργιση
(α)γκανίζω γκαρίζω, φωνάζω δυνατά
αγκίνιαστος άθικτος, αχρησιμοποίητος
αγγίνιο καινούριο
αντέτι συνήθεια
αγριοξανοίγω αγριοκοιτάζω
αργουλίδα η άγρια ελιά που δεν έχει εμβολιασθεί
αδέλοιπος αποδέλοιπος, υπόλοιπος
αντίντερο αντίδωρο
αδιάρμιστος ακατάστατος , αταχτοποίητος
ανύχι νύχι (μτφ.το κομμάτι)
αδικοθανατίζω βρίσκω κακό και άδικο θάνατο
αντόδια δόντια
αδυναμίζω χάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι σωματικά
αελιά αγελάδα
αερινίζει αρχίζει να πνέει δροσερός αέρας
απάκι καπνιστό χοιρινό κομμάτι
απανωπρούκια προίκα πέρα της κανονικής
αθάλη θερμή στάχτη
άθαφος άταφος
αθιβολή κουβέντα, συζήτηση
αθός ανθός
άθος στάχτη
αμπλά αδερφή
αίγα η γίδα
άρκαλος ο ασβός
ακούω (άρωμα) μτφ. μυρίζω
ακρημιά ακρινή
αλάργο μακρυά (από κάτι – κάποιον)
αλαργοξορίζω στέλνω πολύ μακρυά, στην ξενιτιά
αμαθιά (αμάτι) ματιά (μάτι)
αμοναχός μόνος
αναλέγω μαζεύω
ανεμαζώνομαι ησυχάζω, ηρεμώ, γυρίζω στα παλιά
ανεστορούμαι θυμάμαι
ανεδιάζω βγαίνω σε ξάγναντο
ανιμένω περιμένω
ανυφαντήρι υφαντό
αξογύρου στο κατόπι-παίρνω κάποιον απο πίσω
απείς αφού
απλάτανος ο πλάτανος
απλωτός απλώστρα
αποδιαφωτά ξημερώνει
αποκαμαρώνω καμαρώνω
απύρι θειάφι
άρκαλος ασβός
αρμηνεύω λέω, στέλνω μήνυμα
ασάλευτος ακίνητος , ακούνητος
αργατινή η βραδιά
ασκιανός ίσκιος
αρισμαρί το δεντρολίβανο
ασπάλαθος αγκαθωτό φυτό που υπάρχει στην Κρήτη
αστιβίδα θάμνος αγκαθωτός
αφουγκράζομαι ακούω
αχός θόρυβος
βαβαλίζω φροντίζω, καλοπιάνω
βάρηκε χτύπησε
βαροπρουκισμένη νύφη με ιδιαίτερα μεγάλη προίκα
βαταλαλώ θορυβώ άσκοπα σε χαμηλό τόνο
βιόλα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κόκκινα λουλούδια (παπαρούνα – γαρύφαλλο)
βαρεμένη η έγγυος
βουτσές οι ακαθαρσίες των βοδιών
βρίχνω βρίσκω
βολά φορά
γειαίνω ή γιάνω βρίσκω την υγεία μου
γιαγιέρνω επιστρέφω
γιάντα γιατί
γιδάρης βοσκός σε γίδες
γλακώ τρέχω
γλεντοκόπισμα το έντονο (δυνατό – άγριο) γλέντι
γομάρι φορτίο
γράδες οι γριές
γρα η γριά
γρόθος η γροθιά, μτφ. (βρισιά) αυτός που είναι για γροθιές, ο βλάκας
γροικώ νιώθω, δίνω προσοχή, ακούω
γραντίζω βρίσκω τον μπελά μου
γροικώ ακούω
γυρού γυρού κυκλική συναγωγή
δάμακας ο μικρός γκρεμός σε σχετικά ομαλά εδάφη
δείλι το δειλινό
δεμαθιά δεμάτι
διάβα πέρασμα
διακονιάρης ζητιάνος
διαρμίζομαι καθαρίζω, τακτοποιώ
δίφορος αυτός που καρπίζει δύο φορές το χρόνο
δίμουρος διπρόσωπος
δικολογιά συγγενολόι
εκειαμέ όχι δα
έκειε εκεί
εκουζουλάθηκα τρελάθηκα
εδάκαρα άρχισα
εργώ κρυώνω
έξε έξι
επαέ εδώ
επόχτισα τελείωσα το χτίσιμο
ερέχτηκα θαύμασα
εσάσαμε εφτιάξαμε
έτζοις νάτους
ετουλόγου σου εσύ
ετουτανά αυτά
ετσά έτσι
έτσαναι έτσι είναι
ζα(ωζα) τα ζώα
ζάλα βήματα
ζούμπερα τα οικόσιτα ζώα
ήφυγε έφυγε
φταρμίζω ματιάζω
φταρμός βασκανία, μάτιασμα
θαρρεύγομαι εμπιστεύομαι
θέτω ξαπλώνω
θρινάκι εργαλείο για το χωρισμό του άχυρου από τον καρπό στο αλώνι
θωρώ βλέπω
θρουλί κομματάκι, ψίχουλο
ιδώ
δω – βλέπω
ίντα τί (χρησιμοποιείται για ερώτηση)
καβαλίνα η ακαθαρσία γαϊδουριού ή αλόγου
καβρός ο κάβουρας
καερέτι βοήθεια
καζάς μπελάς
καλλιά καλύτερα
καλίκωση υποδήματα, παπούτσια
κατακεφαλίδι δυνατή ξυλιά στο κεφάλι
κατέ(χ)ω ξέρω, γνωρίζω
κάτης ο γάτος
κατσούνα μπαστούνι βοσκού
κατσά-κατσά κρυφά
κατσουκανιά αταξία, απάτη
κατσούλα η γάτα
καψάλι (γίνομαι καψάλι) καίγομαι
καψώνομαι ξεσταίνομαι
κειοσάς εκείνος
κίντα και τι
καφάς σβέρκο
καρτσόνι κάλτσα
κλουθώ ακολουθώ
κουκοσάλιο χιονόνερο
κονάκι σπίτι
κοντό περίπου
κοντό άραγε
κόπιασε πρόσκληση στο σπίτι
κουζουλάδα τρέλλα, χαζομάρα
κουζουλός τρελλός
κουκουβίζω κάθομαι με διπλωμένα πόδια
κουλαντρίζω καταφέρνω κάτι, τα βγάζω πέρα
κούμος μικρό κτίσμα στο βουνο που χρησιμοποιεί ο βοσκός για να βάλει 1-2 ζώα
κουλουμούντρα τούμπα
κουλούκι σκυλάκι
κριγιός κριός
(να) κρεπάρει να εκραγεί
κρούβγω πνίγω
κρυγιότι
το κρύο, κρύος καιρός (κάνει κρύο)
κρυγιός κρύος, παγωμένος
κουράδι το κοπάδι
κολώ βράω, δέρνω
κοπέλι παιδί
κωλόπανα μωρουδιακά ρουχαλάκια
λάτρα καθαριότητα, δουλειές του σπιτιού
λιοπύρι ημέρα με πολύ μεγάλη θερμοκρασία
λιόχεντρα οχιά
λογιέμαι περνιέμαι, περνάω για…
λογοφέρνω φιλονικώ
λούσα πολυτελή ρούχα και κοσμήματα
μαθιά ματιά
μαϊνάρω ησυχάζω, κοπάζω, γαληνεύω
μαλάθρακας μεγάλο σπυρί
μάλαμα χρυσός
μάνι-μάνι γρήγορα
μαρακλής αυτός που έχει μεράκι(α) – αυτός που γλεντάει χωρίς να παρεκτρέπεται
μαγαρισά βρωμιά
μελίτακας μυρμήγκι
μεϊντάνι
πλατεία,αγορά
μερακλίκι το μεράκι η αγάπη για αυτό που κάνω
μεσεδόκι χοντρός κορμός που στήριζε στέγες ή οντάδες
μιαολιά λίγο
μικιός μικρός
μισεύγω φεύγω
μιτάτο κτίσμα στο βουνό στο οποίο γίνονται τυροκομικές εργασίες
μολαρητός ελεύθερος, αυτός που δεν είναι δεμένος
μολάρω αφήνω
μονιάζω συμφιλιώνω
μονομερίζω
συγκεντρώνω σε ένα μέρος
μονοπαντώ συγκεντρώνω σε ένα μέρος
μολέρνω φεύγω τρέχοντας
μουζούρι παλιά Κρητική μονάδα μέτρησης (1 μουζούρι ήταν περίπου 5 οκάδες)
μουσταρά μαστάρι.βυζί κατσίκας
μουχλιάζει βραδυάζει
μουζώνω μουντζουρώνω με καπνιά
μπάντα
πλευρά, περιοχή
μπαξές περιβόλι, κήπος
μπαλω(θ-τ)ιά
πυροβολισμός
μπέτης το στήθος
μπλιό πλέον
μπούκα στόμα
μπουνταλάς βλάκας, χαζός
μπουργιά έχω έχω τα νεύρα μου
μπουρμάς ο εξωμότης
νάμι ξακουστό όνομα
νέικη νέα
(α)νέφαλο σύννεφο
νογώ σκέφτομαι, καταλαβαίνω
νοθιάς νοτιάς
νταγιαντώ αντέχω
ντακέρνω ή δακέρνω ξεκινώ
ντάκος παξιμάδι
ντελόγο αμέσως
ντιρμπάζα ατίθαση
ντόδια δόντια
ντουνιάς ο κόσμος, ο λαός
ντουχιουντίζω σκέφτομαι
ξα σου εσύ ότι πεις
ξαμώνω σκοπεύω (σημαδεύω)
ξανοίγω κοιτάζω, θωρώ
ξεκορφίζω
περνώ την κορυφή κάποιου άλλου
ξεκορφίζω βγαίνω στην κορυφή ενός υψώματος
ξεπατώνομαι ξεριζώνομαι
ξυφαίνω υφαίνω
ξωμένω διανυκτερεύω
ξεγιβεντίζω ατιμάζω
ξεπαραλώ ξηλώνω
ξελαφάσωο(υ)λιά
ξεκουράζομαι για λίγοστιγμή, μικρό κομμάτι
όντε όταν
όξω έξω, εκτός
όρνιθα η κότα
όσαμε μέχρι
οστοσανά τόσα
οφτό ψητό στα κάρβουνα
οψάργας εχθές το βράδυ
οψές εχθές
οψές ταχιά εχθές το πρωί
παέ-πέρα εδώ πέρα
παραβαρώ πειράζω, ενοχλώ
παντέρμος παντέρημος
παντίδει (δεν παντίδει) δεν έρχεται, δεν είναι εύκολο
παπούλες είδος όσπρια
παραμερώ βάζω παράμερα, παραμερίζω
παράωρος ανάπηρος
πατούλια ομάδα
παρασύρα σκούπα
περαματίζω όρος της υφαντικής
παινιέται παινεύεται
ποβγάνω βγάζω έξω, διώχνω
ποδίδω καταντώ
ποκρεμούμαι αποκρεμιέμαι
πορευτής αυτός που περνάει περαστικός
πορίζω περνάω, βγαίνω έξω, φεύγω
πορπατώ περπατώ
πούλαρος πουλάρι αρσενικό
πράμα τίποτα
πρεπίζω ταιριάζω, το φέρνω στα μέτρα μου
πριχού πριν, προτού
προβατάρης βοσκός σε πρόβατα
πυρώνω ζεσταίνω
ριζιμιό ριζωμένο (π.χ. ριζιμιό χαράκι – ριζωμένος βράχος)
ρόβι όσπριο που η χρησιμοποιούταν για τροφή σε βόδια
ραέτι κέρασμα
ροζωνάρω κουβεντιάζω
σάζω φτιάχνω
σαμιά χαρακτηριστικό σημάδι για να γνωρίζεται ένα ζώο
σαμώνω η εργασία που κάνω για τη σαμιά
σανίδι μια σειρά αυλάκια στο περιβόλι
σάχνω φτιάχνω
σεβντάς ερωτικός καϋμός
σειρώνω σουρώνω υγρά
σεφέρι χρονική φάση – εποχή
σιγούρλιο (με το ..) παρηγοριά, (με το μαλακό)
σιμώνω πλησιάζω
σκάρα γυπαετός
σκλόπα κουκουβάγια
σκρόφα γουρούνα
στένω στέκομαι
στιβάνια μπότες
συβάζομαι πείθομαι
σφακολούλουδο ο ανθός της πικροδάφνης
σφαλίζω κλειδώνω, ασφαλίζω
σώπατο πεδινό μέρος
σωρά ο σωρός
ταβλί τάβλα, κομμάτι ξύλου
ταγή η βρώμη
τσαλίμι φιγούρα
τάξε πως σάμπως
ταχινή το πρωί
τερτίπι καμωματιά, κόλπο
τζαναμπέτης ο καταφερτζής
τουτουνέ αυτό
τουτοσές αυτός, ετούτος
τραβάγια φασαρία
τσάρουκας λαιμός
τσιγκλώ πειράζω, ενοχλώ
τσιλιό ευκοίλια
τσινιά κλωτσιά
τσίπα μεμβράνη που σχηματίζει το φρέσκο γάλα στην επιφάνειά του
φαίνω υφαίνω
φανταξά φάντασμα
φάλι ομφαλός
φιλεύω κερνάω
φιλιά φιλία
φιλιότσα(-ος) το βαπτιστίρι
φιντάνι βλαστάρι
φλέμονας πνεύμονας
φορούμαι θεωρώ
φαμέγιος υπηρέτης
φωλεύγω κάνω φωλιά
χάβδαλο το τελείως ξερό
χαβεσιλίκι πόθος επιθυμία , πάθος
χαβρίζω φωνάζω πολύ δυνατά ή δεν κάνω τίποτα
χάζι διασκέδαση (από θέαμα ή πράξη)
χαζιρεύγω ετοιμάζω
χαζίρικα έτοιμα
χαέρι το τυχερό
χαϊνης αντάρτης
χαιράμενος χαρούμενος
χάλαβρο χάλασμα
χαλακατέβας αδέξιος , ανεπιτείδιος
χαλασάς (ο) τόπος με χαλάσματα ή τόπος με χαλασμένες πέτρες
χαλέπα περιοχή με πετρώδες και ίσιο έδαφος
χαλίσικος γνήσιος , άδολος , ανόθευτος
χάμαι κάτω, καταγής
χαντώ νομίζω , πιστεύω
χαράκι μεγάλη πέτρα, ριζωμένος βράχος
χαραμπατεμένο χέρσο ( αυτό που δεν καλλιεργείται πια)
χαρκιάς σιδηρουργός
χαρκιδειό σιδηρουργείο
χαροκοπώ γλεντώ διακεδάζω
χαρχαλεύω ανακατώνω διάφορα πράγματα με θόρυβο
χαχαλιά χούφτα
χαχαλόβεργα διχαλόβεργα
χεϊτάνης διάβολος
χούγια ιδιοτροπίες
χούι συνήθεια
χούρδος ακατάστατος
χούμελι γλυκό υγρό που έβγαινει από το βράσιμο της κερήθρας
χουρχούδα μαγκούρα , ρόπαλο
χουφθιά χούφτα
χωρατό αστείο
χοχλιός σαλιγκάρι
χτήμα κτήμα (αλλά και το γαϊδούρι)
χυνοβολώ ορμώ
χυταρίζω κατηφορίζω
χώνω κρύβω
χωσμένος κρυμμένος
ψαθούρι χαμόστρωμα
ψακώνω πικραίνω, δηλητηριάζω
ψαλάσσω τσιμπολογώ
ψαλιμουδίζω σιγομουρμουρίζω
ψαργάτινος χθεσινοβράδυνος
ψεγαδιάστρα η κουτσομπόλα γυναίκα
ψέγος ψεγάδι , ελλάτωμα , ατέλεια
ψεσινός χθεσινός
ψήμα ψήσιμο
ψήφος εκτίμηση
ψακί πικρό, αλλά και δηλητήριο
ψίκι ακολουθία , πομπή γάμου
ψιμάρνι όψιμο αρνί
ψιμιδευτός στολισμένος
ψιμοκαιριάζω αδυνατίζω
ψιμύθια στολίδια σε κέντημα ή υφαντό
ψιχαλίδα ψιλή βροχή , ψιχάλα
ψόμα ψέμα
ψόμματα ψέμματα
ψομματάρης μεγάλος ψεύτης

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2024

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 22 Μαρτίου 2003



ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ




Θέλησες να γλιτώσεις α
πό την πείνα,
Και πήγες στο Μαντράς.
Σε κείνο το κρυφό σχολείο
Σου δώσανε να πιείς αθάνατο νερό
και να γευτείς το φρέσκο όπιο.
Διδάχτηκες αρχές που αμέσως ξέχασεςκαι έγινες σοφός.
Τόσο μικρός τόσο σοφός.
Με ένα όπλο στα χέρια.
Η σοφία σου μετριέται – είπανε- με σφαίρες.

Τώρα σαν πολεμάς στης Κανταχάρ τις απόκρημνες κορυφές,
Τις χιονισμένες καρδιέςτων γυναικών έχεις ξεχάσει.


Η λάβα κυλάει και καίει τα σωθικά σου.
Ποιος θα ζεστάνει τις καρδιές των κοριτσιών;
Ποιος θα φιλήσει τα χείλη τους.

Είσαι μόνο στα δέκα οκτώ και έχεις ζήσει τον θάνατο.