Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ* του Δημητρίου Γκόγκα



Προσπάθησε να θυμηθεί τις τελευταίες συμβουλές του.
Να ασφαλίσει το ποίημα και προπάντων τις λέξεις.
Εάν χαθούν τι θα απομείνει;
Μια κάτασπρη, κενή σελίδα τετραδίου με δείκτη το αόρατο κι ένας σταυρός στο χέρι.
Τη μοναξιά να στραγγίζεται από τη κορυφή, στις παρυφές του ανθρώπου.
 
Όπου χρειαζότανε στήριξε τις λέξεις και τις προτάσεις με τελεία.
Να σώσει με ανάπαυλα, τη φωνή της ψυχής και τη δύναμη του πόνου.
Να εδραιώσει τη βάση του δίκαιου και του αδίκου, με την αλήθεια.
Κάπου – κάπου κάρφωνε την τελεία άνω, εντόνως.
Άνω δεξιά και άνω αριστερά.
Να χωρίσει τους παράδρομους, τα καλντερίμια και τα σοκάκια της σκέψης.
Χρησιμοποίησε διστακτικά το κόμμα,
για να προκαλέσει αιφνιδίως την προσδοκία πως κάτι θα συμβεί,
χωρίς πίεση αλλά με κάποιο αβέβαιο λόγο.
Κι ας επαναστατούσαν -έστω και- προσωρινά,
οι δευτερεύουσες προτάσεις, οι ερωτηματικές εξάρσεις,
οι συμπερασματικές απόπειρες, οι διαζευκτικές της αβεβαιότητας,
οι παντογνώστες χωρισμοί και τα παραστρατήματα του έντεχνου λόγου.
Όταν απαιτούνταν να δώσει περισσότερες εξηγήσεις, έσπερνε δύο τελείες.
Έτσι απλά, δίδασκε τα αποφθέγματα και τα σοφά λόγια των προκατόχων.
Την παύλα την απέφευγε και το υποστήριζε με παρρησία, λέγοντας: «δεν ωφελεί,
ούτε στον προσδιορισμό των προσώπων σε ένα τυπικό διάλογο.»
Πιότερο προκαλεί σύγχυση, σαν ένα σπαθί χωρίς σταυρό.
Σαν ένα βέλος χωρίς την άκριά του.
 
Τις παρενθέσεις, τις αγκύλες και τα εισαγωγικά, όλα τα αγάπησε στην φυλακή.
Καρφωμένα στα παράθυρα και στις πόρτες, έκλειναν όλα όσα ένιωθε κατάστηθα,
μα πιο πολύ την ελευθερία.
Κι όταν έκανε την εμφάνισή του το θαυμαστικό, απορούσε σιωπηλός
και σημείωνε με κόκκινη μελάνι ένα τεράστιο ερωτηματικό για την πορεία του ποιήματός
του. Σκήνωμα το βάφτιζε, λείψανο μέχρι να το αναστήσει.
Απέφευγε τους αστερίσκους.
Είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση στην ειλικρινή παράθεση των λέξεων.
Να μιλά με το όνομά της η λέξη, κι όχι με διφορούμενα.
Στο τέλος ξεβοτάνιζε τα αποσιωπητικά.
Πάντα ήθελε να πει περισσότερα,
μα τον σταματούσε το φεγγάρι της Άνοιξης και η αύρα του Αυγούστου.

*Το ποίημά: "Σημεία Στίξης" έλαβε Έπαινο ( 4ο με αξιολογική σειρά) του 5ου διαγωνισμού ποίησης Bonsaistories / 2019

Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Στο Πάσχα του Κόσμου / Δημήτριος Γκόγκας


 Είμαστε  εδώ και γύρω- γύρω
 απ΄τη φωτιά, που καίει παντού. 
Λέω: τον πόνο μου θα σπείρω 
για να φυτρώσει σ΄ αλλουνού

τόπο θεού, του Παραδείσου
κήπου, που ονόμασαν Εδέμ.
Κάν΄ τον σταυρό σου και κοιμήσου
βυθίσου σ΄ ένα Τεριρέμ. 

Ρωτάς : "παιδί, εκεί πεινάει;"
Και κάποια μάνα καταγής
σχίζει τα στήθη της και πάει 
στη Παναγιά γονυπετής.

Το άστρο της Βηθλεέμ γυρεύει
και τον Ιησού στο Γολγοθά.
Τ΄ αγκάθινο χρόνια στενεύει,
και τα καρφιά ποιος τα μετρά;

Αν ερημώσει το λιβάνι!
Μεταναστεύσει ο Λυτρωτής;
Ποιος θα διορθώσει αυτή την πλάνη,
ν΄ ευλογηθεί ο Ζηλωτής;

Ζω μες στο Πάσχα του καιρού μου, 
την ώρα που το Άγιο Φως, 
καίει το σκιάχτρο του εαυτού μου
και γω βαφτίζομαι σοφός!

Προβάλουνε οι Σταυροφόροι,
αυτοί που αλώνουν τους λαούς, 
αγιογδήτες και εμπόροι,
που χουν μεγάλους τους σταυρούς!

Και γω υψώνω το κερί μου,
μα αργοσβήνει, στη σιωπή. 
Ενός λεπτού οι Άγγελοί μου
κρατούν σιγή για τη ζωή. 

Που χάνεται ανεμοδαρμένη
και παραπαίει δανεική. 
Αιώνες μοιάζει ν΄ναι κλεμμένη
ποτέ δεν έχει επιστροφή. 


Σάββατο 3 Μαΐου 2025

Ιθαγενής /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 


 

Βελόνα, που το δέρμα σου τρυπάει για το αίμα.
Γυαλί, που σαν καθρέφτης, σου μιλάει για εγώ.
Σκιά, μπροστά απ΄ τα μάτια σου να φυλαχτεί το βλέμμα
κι ένα μαχαίρι μπρούτζινο κρυμμένο στον καρπό.
 
Στην πόλη που κατέβηκες γυρνούν μαύρο ντυμένοι.
Τα βράδια όλο στραγγίζουνε το φως του φεγγαριού.
Οι δρόμοι πάντα ξεγελούν στα φώτα τους λουσμένοι
και τρέμει η συγνώμη σου στο φως ενός κεριού.
 
Παρακαλώ ένα θεό να έρθει να σε σώσει.
Σειρήνες πάντα υπάρχουνε στ΄ αλώνι της ζωής
Μα αν ο θάνατος μπορεί τα δίχτυα του ν΄ απλώσει
ανδρώσου κι από τη μάχη αυτή θα είσαι ο νικητής!
 
Καρφί, μες στη παλάμη σου, ουρλιάζεις απ΄ τον πόνο.
Χολή σε δισκοπότηρο για να σαι ο Διγενής.
Στον πέρα σκάει η δημοσιά και συ μου λες «κρυώνω».
Χασκογελούνε στα ρηχά λαθραίοι ιθαγενείς.
 

Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

ΠΟΛΙΤΕΙΑ* / Δημήτριος Γκόγκας


Τον χρόνο που τρέχει, είχε βγει βόλτα η πρωινή υγρασία
απ΄ το ηλιόφωτο θόλο κάτω και πέρα, που κλείνει
την ανθρώπινη μοναξιά στις απέραντες παραλίες μας.
Κρέμονται χρυσόπλεκτα σκουλαρίκια οι ανάσες
στα καλλίγραμμα αυτιά της ακόμα κοιμώμενης πόλης.
Αμέριμνη, αμετανόητη για τις βραδινές ασελγείς πράξεις της.
Ουδέν ίχνος πόνου στην μέση της ραχοκοκαλιάς, στη κένωση της απληστίας.  
Ένα πέπλο μυστηρίου, αραχνοΰφαντο, τυλίγει αλόγιστα τους περαστικούς, σκουρόχρωμους επισκέπτες, της ξεπεσμένης εποχής σε μια ρατσιστική εξέδρα.  
Μα, η νομιμόφρονα παράνοια και εκείνων που έρχονται γονυπετείς 
με τα ναυλωμένα πλοιάρια εξ ανατολών,
παραδομένοι στο μαύρο πέπλο ενός γαληνεμένου προφήτη
και στον μονογενή δοξασμένο θεό.
Κι όμως χρηστή δεν κατέστη η αλλόφρονα ζωή τους.
Εικάζεται πως θα γραφεί με το στερητικό πρώτο γράμμα.

Η ώρα που περιεργάζεται τις πνιγηρές ώρες, προχωρά αργά και τρανώνεται.
Ο μαύρος ύπνος, πρόσκαιρος απαθής θάνατος, γλυκόπικρους καρπούς αφήνει, συνεχίζει μονάχος και γυμνός να βρει τραχείς ανθρώπινους θορύβους
που θα ορίσουν την μέρα, θα σκαλίσουν το ρολόι και θα πούνε:
Να οι βηματισμοί των ανθρώπων, να η ιλαρή ιστορία, να το μέλλον μας.

Και οι ύστεροι τυφλοί, κρατώντας στο χέρι μια φωνή ανήκουστη και άυλη, 
με ύφος απελπισμένων και ανέλπιδων κι άλλοι αμήχανοι κρατώντας κέρατα, 
δικράνια και φτυάρια, υψώνουν τη τσιμεντένια πολιτεία.
 Σ΄ ένα μονόδρομο που αλυχτά, κραυγάζει και πνίγεται, 
καθώς ανοίγει συθέμελα, μια πελώρια γούρνα με το άλικο νερό της να κοχλάζει.
Σ΄ ένα αδιέξοδο δρόμο που ουρλιάζει και χάνεται ,
ως λιγοστεύει ο αέρας των ανθρώπων.



* Το 2019 το ποίημα απέσπασε το Γ΄ βραβείο στον Πανελλήνιο διαγωνισμό Ποίησης ενηλίκωνμε θέμα: «Περιβάλλον: γη, νερό, αέρας» που διοργάνωσε η Εταιρία Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου (13ης  “ΛΥΡΙΚΗ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑ”)

Κυριακή 27 Απριλίου 2025

ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ; /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 



 
Αφού κοιμούνται τα παιδιά στις σκοτεινές
οδούς των βάλτων, των ελών.
Αφού καλούνται οι ανθοί να ζήσουν μες στ΄ αγκάθια,
που έσπειραν οι ζηλωτές.
Αφού πεινάνε οι μικροί και οι κατατρεγμένοι
κι οι άρχοντες μειδιάζουνε ψηλά από το μπαλκόνι.
Αφού ζητάνε τα όπλα μας να στρέψουμε στ αδέλφια
χωρίς αιδώ, χωρίς ντροπή, χωρίς μια στάλα αίμα, δροσιά μες στη ψυχή τους.
Αφού διψάνε αυτοί που περπατούν δίπλα από τα ποτάμια
και μόλυναν τα ξωτικά.
Αφού οι μάνες έπαψαν το δάκρυ τους να χύνουν
στη ζύμη και το ψωμί ε-πίκρανε.
Αφού στους άνδρες στέρεψε ο σεβασμός στους χρόνους των πολέμων
και πολεμούν ασύνετα
κι οι ποιητές σκοτώνονται μπροστά από τις λέξεις.
Τότε γιατί χρειάζονται;

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ * / Δημήτριος Γκόγκας



     Ξύπνησε πολύ πρωί, ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα και η πόλη προσπαθούσε να  βρει τους ξέφρενους ρυθμούς της. Έφαγε βιαστικά, ντύθηκε με το γκρι κουστούμι και κίνησε για το γραφείο της και το στούντιο του τηλεοπτικού σταθμού που δούλευε. Με τους δρόμους γεμάτους από αυτοκίνητα, υπολόγισε πως χρειαζόταν μία ώρα να φτάσει στην εργασία της. Τακτοποιούσε τις σκέψεις και το πρόγραμμα της ημέρας στο μυαλό της. Μεταξύ άλλων, θα έπαιρνε συνέντευξη με μια καινούργια μέθοδο ολογράμματος,από τον ήρωα της Επανάστασης του 1821 Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ενσωματωμένη με τεχνολογία μικρο-μηχανικής ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι ο φιλοξενούμενος στο στούντιο θα είναι όχι απλώς ζωντανός αλλά θα μπορεί και να απαντά. Αυτό θα ήταν εξαιρετικά θετικό για την τηλεοπτική καριέρα της, ειδικά φέτος που υπήρχε η αίσθηση ότι είχαν εξαντληθεί όλες οι πρωτοτυπίες και δεν υπήρχαν καινούργιες ιδέες  στην παρουσίαση των προγραμμάτων. Με το μυαλό της κινητή βιβλιοθήκη, αποθήκευσε όλες τις γνώσεις για τον μεγάλο αυτόν Έλληνα.
    Όταν έφτασε, διαπίστωσε ότι ο επίσημα «καλεσμένος» ήδη είχε αρχίσει να παίρνει τη μορφή του. Της φάνηκε αρκετά υπερβολικό το σκηνικό που προσπαθούσαν να στήσουν οι τεχνικοί, δίνοντας στο ολόγραμμα τη μορφή του Κολοκοτρώνη πάνω σε άλογο από πίνακα και πιο συγκεκριμένα από ελαιογραφία του Νέστορα Βαρβέρη. Την απέρριψε με συνοπτικές διαδικασίες, λέγοντας πως δεν θα κάνουν το πλατό, στάβλο. Αν΄αυτού, προτίμησε τη μορφή του Κολοκοτρώνη από πίνακα του PetervonHess όπου ο ήρωας κάθεται σε μια πέτρα και παρακολουθεί τα παλικάρια του να διασκεδάζουν.
Δέκα λεπτά πριν την καθοριζόμενη έναρξη της εκπομπής όλα ήταν έτοιμα. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στεκόταν απέναντί της, με την μακριά κατάλευκη φουστανέλα, το χρυσοκέντητο γιλέκο, τα κόκκινα τσαρούχια και την περικεφαλαία δίπλα του. Καλημέρισε τους θεατές της εκπομπής, δηλώνοντας ότι ήταν βαθύτατα συγκινημένη για τον σημερινό της καλεσμένο. Ξεκίνησε αναφέροντας την καταγωγή του, με πληροφορίες για τον τόπο που γεννήθηκε, το Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, την μητέρα του Ζαμπία Κωστάκη και τον πατέρα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Από τον πρόλογό της δεν παραλήφθηκε αναφορά στην αλλαγή του επιθέτου από τον παππού του, από Τσεργίνης σε Κολοκοτρώνης ως απόδοση στα ελληνικά του αρβανίτικου παρωνυμίου «Πιθεγκούρας».
    Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κοίταζε με απορία πότε την ίδια και πότε την κάμερα, προσέχοντας ιδιαίτερα τις απαντήσεις. Εξάλλου ο ίδιος γνώριζε πως αυτά που θα έλεγε, θα είχαν πολύ μεγαλύτερη απήχηση στην εποχή του και όχι στο σύγχρονο κόσμο,  καθώς η ελευθερία θεωρείται δεδομένο αγαθό. Επισήμανε την ανάγκη του αγώνα, τόνισε την σημασία της πολιορκίας της Τριπολιτσάς, ενώ στάθηκε δακρύζοντας στη μάχη στα Δερβενάκια. Στον πρώτο και στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο δεν ήθελε να επεκταθεί καθώς πετάρισε η καρδιά του και χρειάστηκε η επέμβαση της ομάδας των τεχνικών να σταθεροποιήσουν την λειτουργία του ολογράμματος. «Κύριε Κολοκοτρώνη» τον ρώτησε «φοβηθήκατε ποτέ για την ζωή σας; Το 1833 οι Έλληνες σας καταδίκασαν σε θάνατο για εσχάτη προδοσία» Η απάντηση έφερε ένα κόμπο στο λαιμό. Ο σκηνοθέτης, χρόνια στη δουλειά, έμπειρος, συνέλαβε τη στιγμή στο χρόνο και την επανέλαβε σε αργή κίνηση. «Αντίκρυσα τόσες φορές τον θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε και τότε» Δεν γνώριζε που θα οδηγούσε η συνέντευξη αυτή. Το κλίμα είχε φορτιστεί και οι συγκινητικές στιγμές διαδέχονταν η μία την άλλη. Ζήτησε και πήρε διάλλειμα. Ο σκηνοθέτης την πλησίασε και της χτύπησε την πλάτη. «Καλά τα πας» είπε. Οι τεχνικοί βρήκαν την ευκαιρία και επανεξέτασαν τις λειτουργίες του ολογράμματος, ενώ ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης έδειχνε να το απολαμβάνει λέγοντας «Θα αντέξω βρε παιδιά. Εδώ έντεκα ολόκληρους μήνες με είχανε έγκλειστο στο Παλαμήδι. Μια συνέντευξη είναι!»
     Σε λιγότερο από δέκα λεπτά άρχισαν και πάλι. Τα φώτα ξύπνησαν τον γέρο του Μοριά τη στιγμή που στο πίσω του στούντιο, σε μια τεράστια οθόνη αναγράφονταν τα λόγια «Ο θεός υπέγραψε την ελευθερία της Ελλάδος και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του». Ξύπνησε ο γέρος, ξύπνησε και η εθνική μνήμη. Η Μακιγιέρ έτρεξε και σκούπισε το δάκρυ μ΄ ένα άσπρο μαντήλι. Κύριε Κολοκοτρώνη είναι καταγεγραμμένο ότι είπατε: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμε την επανάσταση….» Το πιστεύετε ακόμα και σήμερα; «Κοπέλα μου, το τι πιστεύω εγώ πλέον δεν έχει καμία σημασία, αλλά έχει περισσότερο το τι πιστεύετε εσείς. Εμείς πολεμήσαμε, διώξαμε τους εχθρούς για να μπορείτε εσείς, να ζείτε ελεύθεροι. Αυτή την ελευθερία πρέπει να κρατήσετε ζωντανή εις τους αιώνες. Θα αρκεστώ να επαναλάβω κάποια από τα λόγια της ομιλίας μου στην Πνύκα «…Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε…Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.»
    Του έπιασε το ρυτιδωμένο χέρι, υπακούοντας στην εντολή του σκηνοθέτη. Δεν ήξερε αν  έπρεπε να υποβάλλει την τελευταία της ερώτηση για τον θάνατό του. 4 Φεβ 1843 μετά από χορό στα ανάκτορα. Τον ρώτησε εάν γεννιόταν ξανά θα έκαμε και πάλι την επανάστασή του; Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και τράβηξε με βία τα καλώδια. Το ολόγραμμα χάθηκε δια παντός.



* Το διήγημα συμπεριλήφθηκε μαζί με άλλα 40 (μετά από διαγωνισμό με θέμα: 1Φραση +821 λέξεις για το 1821) στην ειδική έκδοση και παρουσιάστηκε σε τελετή στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο την 9 Νοεμβρίου 2019