Κυκλοφόρησε το Βιβλίο "Προσφύγων Νόστος" του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου. Είναι μια ανθολογία Ποίησης Κυπρίων Λογοτεχνών με εικαστικά έργα Κυπρίων Καλλιτεχνών, με αφορμή τα 100 χρόνια μνήμης τυ Προσφυγικού Μικρασιαστικού Ελληνισμού. Ανάμεσα στους εξαίρετους Κύπριους Ποιητές είναι τιμή που συμπεριλαμβάνεται και το δικό μου όνομα και η δική μου συμμετοχή [δύο ποιήματα]
ΤΟ
ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ
Θυμάται ακόμα τη μάνα
να σπάει ένα σταρένιο ψωμί στο κεφάλι της νύφης.
«Να στεριώσετε» φώναξε να τ΄ ακούσουν όλοι.
Προ πάντων να τ΄ ακούσουν οι εχθροί της.
Στις γιορτές το ίδιο.
Σταύρωνε τα χριστόψωμο, μοίραζε στους γειτόνους.
«Να μπολιάσουν τα τραύματα» μονολογούσε.
«Να σιάξουν οι χρόνοι»
μέχρι την επόμενη στάση της ζωής, στο ψήσιμο της αλμυροκουλούρας.
Ύστερα
με μια λαγάνα αποχαιρετούσε
το μπάρκα της ζωής της για να γευτεί τη λαμπρόπιτα.
Μα η μάνα έγινε άνεμος και σαν άνεμος πάει.
Παίρνει πότε πότε τα μαλλιά και τα χτενίζει με τον τρόπο της.
Ευθύς ανοίγουν τα μάτια του,
καμπάνες τον καλούν.
Ψάχνει να βρω, λίγο αλεύρι, νερό, μαγιά, κι αγίασμα να ζυμώσει,
να θέσει σε μια πινακωτή τη ζωή του.
Ν΄ αγγίξει τη φωτιά του.
Να μυρίσει ο δρόμος του ψημένη κόρα
να θρυμματιστεί ο αχνός της ψίχας του.
Έτσι να πορεύεται, το σκέφτεται, το θέλει
ζυμωτός σε σταρένιο κάμπο,
με το ψωμί παραμάσχαλα,
πότε κομμένο στα δύο, πότε μοιρασμένο
και πότε στον κόσμο ολάκερο.
Για «να σιάξουν οι χρόνοι» ακούστηκε ξανά η φωνή από την
άβυσσο.
**
ΒΥΘΙΣΜΕΝΗ
ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ…
Λησμονημένος ο κάμπος είναι το μικρό σπίτι που χάσαμε.
Στα δύο κόπηκε ο αέρας.
Καταβυθίζεται άδοξα πικρός.
Τα δένδρα, τούτα στα βουνά είναι άνδρες που χάθηκαν.
Στο πρόσωπο ηρώων αισχύνη μιας αδιαίρετης πατρίδας.
Ουτοπία εκτός.
Οι θάμνοι που φύτρωσαν, αγριάδες θαρρώ, είναι παιδιά μας.
Δικά τους, δικά μας ,στο πράσινο σύνορο,
είναι παιδιά μας.
Το μέλλον τυφλό δεν θα δούμε.
Ενωμένο μέλλον με απειλές, λιβέλους, αίματα και αγχόνες.
Οι ευκάλυπτοι και τα ζυγόφυλλα, γεννιόνται στις αγριωπές ξερολιθιές
κι είναι όρθιες γυναίκες.
Οι γυναίκες μας,
Μαυροντυμένες, σκληρές, πνιγμένες σε μια αγνοούμενη σιωπή
Μια ελπίδα ανέλπιδη ξεπηδά από τα μάτια του ήλιου Οδυσσέα
Τσακίζεται στα λιθάρια και στ ΄αμπέλια της νήσου αλλόφρονη
Συνθλίβει το φως που ηρωικά ξεμυτίζει
μέσα από τα καταπράσινα φύλλα
της πορτοκαλιάς, της λεμονιάς, της ελιάς,
της βυθισμένης στην άμμο πολιτείας.
Αρσινόη, Κωνστάντια, Αμμόχωστος.
να σπάει ένα σταρένιο ψωμί στο κεφάλι της νύφης.
«Να στεριώσετε» φώναξε να τ΄ ακούσουν όλοι.
Προ πάντων να τ΄ ακούσουν οι εχθροί της.
Σταύρωνε τα χριστόψωμο, μοίραζε στους γειτόνους.
«Να μπολιάσουν τα τραύματα» μονολογούσε.
«Να σιάξουν οι χρόνοι»
μέχρι την επόμενη στάση της ζωής, στο ψήσιμο της αλμυροκουλούρας.
Ύστερα
με μια λαγάνα αποχαιρετούσε
το μπάρκα της ζωής της για να γευτεί τη λαμπρόπιτα.
Παίρνει πότε πότε τα μαλλιά και τα χτενίζει με τον τρόπο της.
Ευθύς ανοίγουν τα μάτια του,
καμπάνες τον καλούν.
Ψάχνει να βρω, λίγο αλεύρι, νερό, μαγιά, κι αγίασμα να ζυμώσει,
να θέσει σε μια πινακωτή τη ζωή του.
Ν΄ αγγίξει τη φωτιά του.
Να μυρίσει ο δρόμος του ψημένη κόρα
να θρυμματιστεί ο αχνός της ψίχας του.
ζυμωτός σε σταρένιο κάμπο,
με το ψωμί παραμάσχαλα,
πότε κομμένο στα δύο, πότε μοιρασμένο
και πότε στον κόσμο ολάκερο.
Της
Κύπρου και της Αμμοχώστου
Στα δύο κόπηκε ο αέρας.
Καταβυθίζεται άδοξα πικρός.
Τα δένδρα, τούτα στα βουνά είναι άνδρες που χάθηκαν.
Στο πρόσωπο ηρώων αισχύνη μιας αδιαίρετης πατρίδας.
Ουτοπία εκτός.
Οι θάμνοι που φύτρωσαν, αγριάδες θαρρώ, είναι παιδιά μας.
Δικά τους, δικά μας ,στο πράσινο σύνορο,
είναι παιδιά μας.
Το μέλλον τυφλό δεν θα δούμε.
Ενωμένο μέλλον με απειλές, λιβέλους, αίματα και αγχόνες.
Οι ευκάλυπτοι και τα ζυγόφυλλα, γεννιόνται στις αγριωπές ξερολιθιές
κι είναι όρθιες γυναίκες.
Οι γυναίκες μας,
Μαυροντυμένες, σκληρές, πνιγμένες σε μια αγνοούμενη σιωπή
Μια ελπίδα ανέλπιδη ξεπηδά από τα μάτια του ήλιου Οδυσσέα
Τσακίζεται στα λιθάρια και στ ΄αμπέλια της νήσου αλλόφρονη
Συνθλίβει το φως που ηρωικά ξεμυτίζει
μέσα από τα καταπράσινα φύλλα
της πορτοκαλιάς, της λεμονιάς, της ελιάς,
της βυθισμένης στην άμμο πολιτείας.
Αρσινόη, Κωνστάντια, Αμμόχωστος.