γράφει με σεβασμό ο Δημήτριος Γκόγκας
Από την αρχή του κόσμου οι ποιητές και οι
ποιήτριες ασκούσαν ιδιαίτερη γοητεία στους ανθρώπους. Είχαν μέσα τους εκείνη τη
δύναμη να κεντούν τη ζωή και τον θάνατο με μαεστρία, σε μια προσπάθεια να τον αλλάξουν και να τον κάνουν
καλύτερο. Σίγουρα τον έκαναν καλύτερο και συνεχίζουν να το κάνουν, αν και δεν κατορθώνουν
να τον αλλάξουν ριζικά.
Όλοι στην αυλή τους θα θέλουν να έχουν έναν
ποιητή, μια ποιήτρια, κάποιον δικό τους που θα αποτυπώνει σε λίγες γραμμές όλα όσα
ονειρεύονται, όσα έχουν μέσα στη ψυχή τους και δεν μπορούν οι ίδιοι. Μόνο ο ποιητής,
η ποιήτρια, έχει αυτή την δύναμη, την τεχνική
του λόγου. Την τέχνη να υψώνει στον ουρανό το άπτερο πουλί, να ζωγραφίζει στο διάφανο
χαρτί, να λειτουργεί με θεϊκή λαλιά.
Κι όμως, ενώ η παρουσία του ποιητή και της
ποιήτριας κρίνεται αναγκαία στο διάβα του χρόνου, αυτοί είναι αναγκασμένοι να εργάζονται
για να μπορέσουν να επιβιώσουν και να ζήσουν εαυτούς και οικογένειες και στον ελεύθερο
χρόνο τους να ασχολιούνται με την ποίηση. Πολλές φορές μάλιστα δεν έχουν την ευτυχία
του ελεύθερου χρόνου ως εργαζόμενοι, οπότε αναμένουν να συνταξιοδοτηθούν προκειμένου
να βγάλουν τα εσώψυχα τους και τα μελανά σκοτάδια τους. Που δεν είναι άλλα, παρά
η πορεία τους και η βάδιση της πλάσης. Φυσικά δεν θα πρέπει να αμελήσουμε την ύπαρξη
ποιητών που έχουν λύσει το βιοποριστικό τους πρόβλημα, οπότε αφήνονται αμέριμνοι
στην τέχνη της ποιήσεως.
Το όνειρο κάθε ποιητή/τριας και σκοπός, προφανώς
είναι η έκδοση μιας ποιητικής συλλογής ή εφ΄ όσον είναι πολυγραφότατος, η έκδοση
πολλών ποιητικών συλλογών. Δεν τον/την προβληματίζει η απουσία αγοράς. Δεν τον/την
ενοχλεί σχεδόν καθόλου, έχει συμβιβαστεί με την πραγματικότητα. Τον/την ενδιαφέρει
η υστεροφημία. Καλή ή κακή. Δεν είναι μάταιη αυτή η προσπάθεια, όμως το στίγμα του/της
πρέπει, επιβάλλεται να μείνει επί της γης.
Στην προσπάθεια της έκδοσης θα πάρει προσφορές
από διάφορους εκδοτικούς οίκους, που θα εκμεταλλευτούν ότι καλό και κακό έχει το
πνεύμα του, θα του την χρεώσουν ως χρυσόμαλλο δέρας και στα ψιλά γράμματα που κανείς
και κει δεν διαβάζει θα αποποιηθεί και τα πνευματικά του δικαιώματα. Αν, ως ποιητής/τρια
είναι τρανός/νη και μεγάλος/λη, μπορεί μετά από χρόνια να δει τις ποιητικές του/της
συλλογές να πουλιούνται σε υπαίθριους πάγκους ή παλαιό- βιβλιοπωλεία σε εξευτελιστικές
τιμές. Σε τέτοια στέκια αγόρασα πριν από χρόνια συλλογές του Ο. Ελύτη και του Κ.
Παλαμά έναντι ενός (1)ευρώ!
Ο ίδιος/ η ίδια βέβαια, θα προσπαθήσει να
προωθήσει το πόνημα και θα μεριμνήσει την πραγματοποίηση μιας παρουσίασης. Εκεί
θα βρεθούν φίλοι και συγγενείς και ελάχιστοι λάτρεις της ποίησης, ίσως κάποια μέλη
μιας Πνευματικής – Πολιτιστικής Κίνησης, θα υπάρξουν εδέσματα, πιθανώς μια αοιδός
ή ένας τροβαδούρος, αν είναι και κοινωνικά δικτυωμένος μέλη της υψηλής κοινωνίας
και εκπρόσωποι των δημοτικών αρχών. (Αν δεν υπάρχει μουσική και φαγητό, άρτος και θεάματα , πώς να επιβιώσεις.) Θα υπογράψει
περιχαρής και θα πουλήσει ένα πολύ μικρό ποσοστό των αντιτύπων, ίσα που αγγίζει
την αξία του μισού χρηματικού ποσού που ξόδεψε. Τα υπόλοιπα με το χαμόγελο στα χείλη
τα μοιράζει από εδώ και από εκεί, προκειμένου να αδειάσει και η αποθήκη στο σπίτι,
γιατί χρειάζεται για άλλους λόγους.
Σε μια άλλη τραγική πολλές φορές κατάληξη είναι
η συμμετοχή, είτε με συμβολικό ποσό ή όχι σε ποιητικούς διαγωνισμούς που διοργανώνονται
από Πολιτιστικούς Ομίλους, Ενώσεις Λογοτεχνών, κτλ . Με το πέρας του διαγωνισμού
εκδίδεται ποιητική συλλογή και ο συμμετέχων καλείται να την αγοράσει σε μικρότερη
τιμή της αγοράς. Καταβάλλει δηλαδή τέλος για τα δικά του πνευματικά δικαιώματα.
Παρ΄ όλα αυτά συνεχίζει διότι η τέχνη θέλει θυσίες και ο πραγματικός ποιητής/τρια
δεν πτοείται από αυτές τις ποταπές ανθρώπινες μικρότητες.
Με όλα αυτά δεν θέλω παρά να επισημάνω το
αυτονόητο. Ο ποιητής, η ποιήτρια, που γεννιέται με το χάρισμα αυτής της τέχνης
και καλείται να το «πελεκήσει» προκειμένου να τον/την οδηγήσει στη θέωση, ή θα
εργαστεί σκληρά επί της τέχνης γιατί πρέπει να βάλλει ένα τέλος στους εφιάλτες
που τον/την κατατρέχουν, είναι αναγκασμένος από τη ματαιότητα του κόσμου, να αποτυπώνεται
επί της γης για να μπορεί να αναπνέει, να ζει, να πεθαίνει και να ανασταίνεται.