Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ωράρια Επιστροφών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ωράρια Επιστροφών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

ΕΚΛΟΓΗ ΣΥΝΕΝΟΧΩΝ: Από την ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)

 


 
Κάθεσαι στον καναπέ σου
(τον αγόρασες θυμάμαι, 
εσύ ούτε που το είχες λογαριάσει, 
σε τιμή ευκαιρίας, 
πάντα έτσι έλεγες)
και κλαις.
Με μια κίνηση, 
να έτσι 
κόβοντας τον αέρα,
κλείνεις και την κουρτίνα στον ήλιο. 
Σε λίγο πεθαίνεις και με λυγμούς 
Φωνάζεις: «Φοβάμαι τη ζωή» 
Δεν είναι ζωή ο θάνατος!
Άλλη ώρα θα το συζητήσουμε!
Το χτύπημα στη πόρτα
Σου σκούπισε αστραπιαία το δάκρυ 
Μην σε δούνε κλαμένη. 
Ντρέπεσαι. 
Ντρέπεσαι για τη ψυχή σου
Χρόνια μια φοβισμένη ζωή, κατοικούσε μέσα σου. 
Ή όχι;
Τώρα γινήκατε δύο
Και κείνος 
είχε φύγει τρέχοντας απ΄ τους δρόμους
Κλείστηκε στις μουχλιασμένες κάμαρες 
Μες τις ζωντανές κολάσεις
Όπου οι ψυχές καθαγιάζονται 
Μονάχα με γραφές.

ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ:Από την ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 
 

Λάρνακα, Κυριακή πρωί.
Η πρώτη μέρα της εβδομάδας.
Η  τελευταία της ανθρώπινης ξεκούρασης.
 
Κάτι τελειωμένοι από την ανοησία συνάνθρωποι,
δεν έχουνε προχωρήσει δα και τόσο πολύ
πάνω στης ζωής μας την σοφία,
κείτονται στην αφυδατωμένη παραλία,
πρόσκαιρα νεκροί
(άλλοι νομίζουν ότι περπατούν τρικλίζοντας)
έχοντας εξευτελίσει ότι είναι
στο μάταιο της διασκέδασης
στην πυρά της μέθης.
 
Και άλλοι, προχωρημένης νιότης
με τα λιγδωμένα έντερα να έχουν πάρει
το δρόμο της καύσης, κάνουνε πιάτσα
μέσα στην οσμές των κατουρημένων  θάμνων
στο Ταχυδρομείο της πόλης
(όπου σεμνότυφοι και άλλης λογής ηθικοί πολίτες
ταχυδρομούν τις σκέψεις και τις συναλλαγές της ζωής τους,
μα όχι σήμερα Κυριακή)
πιάνουν το χέρι μια μαυρούδας
για να γευθούν το βρώμικο της ηδονής
όπου η λίρα έχει το λόγο
κι ο λόγος κατοικεί
στην φαυλότητα και την ανοησία μας.
 
Η ζωή φυσικά και συνεχίζεται.
Ας φύγω τρέχοντας απ΄ το θέαμα
των Φοινικούδων αρένα
διότι πλησιάζουν και απειλητικά
οι μαύροι τύποι της τροχονομίας.
 
Τα έσοδα και φέτος ήταν περιορισμένα
όπως και της ζωής μας τα πλούτη.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ: Από την ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)

 
 
Περπατάμε στους δρόμους
Μαζί και οι ματιές μας θερίζουν τον αέρα.
Πότε σου πιάνω το χέρι
και πότε  το αφήνω (ιδρώτας)
Ψάχνουμε να βρούμε μάρτυρες
για τις δολοφονίες μας
και δολοφόνους για ενόρκους.

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Η ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 

Την κάλεσαν ως νέα ποιήτρια να πει την γνώμη της.
Όχι πως την είχαν ανάγκη
αλλά να έπρεπε να καλέσουν και μια νέα ποιήτρια.
Αυτή έγραφε από χρόνια και κάποια στιγμή
εξέδωσε μια συλλογή  ποιημάτων.
Οι κριτικοί έφαγαν τις σελίδες οι αναγνώστες αγνόησαν τους κριτικούς.
Έβαλε τα καλά της ρούχα, τίποτα το ιδιαίτερο
και στα μαλλιά της μια κορδέλα δώρο της μαμάς που πέθανε νωρίς.
Θα έδειχνε πιο σοβαρή ψέλλισε.
Πήρε την θέση με το όνομά της.
Δίπλα της καθότανε άνθρωποι του ...πνεύματος.
Που δεν της ρίξανε ούτε μια ματιά.
Έπλεξε τα δάκτυλά της.
Κέντησε ένα προσποιητό χαμόγελο.
Έξυσε λιγάκι το μάγουλό της και έβηξε.
Ζήτησε νερό.
Δεν της φέρανε.
-δεν προβλέψανε νερό για νέες ποιήτριες-
Έβηξε και πάλι.
Ο καημός την έπνιγε.
Κανείς δεν έδωσε σημασία.
Κανείς δεν θα μάθει πως έδενε τα μαλλάκια της με στίχους.
Ξέπλεξε τα δάκτυλά της.
Πήρε την κορδέλα από τα χτενισμένα μαλλιά της.
Την φόρεσε στο λαιμό.
Τότε κατάλαβε πως την κοιτούσαν.
Αισθάνθηκε δεκάδες χέρια να τραβούν την κορδέλα,
πιο σφιχτά για να την πνίξουν.
 
 

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

ΔΥΟ ΞΥΛΑ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)





 ΔΥΟ ΞΥΛΑ

 
Ήμασταν φίλοι
και τώρα εχθροί
 
δυο ξύλα σ΄ ένα σταυρό

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΚΟΙΜΗΘΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Από την ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 
 

Όταν πλαγιάζει και κρυώνει
βάζει τα χέρια κάτω απ΄ το πάπλωμα
μην τ΄ αγγίξει η παγωνιά και τα σπάσει
Μερικές φορές κοιτά
με την άκρη του ματιού του την γυναίκα
που κοιμάται δίπλα του
και πιάνει την καρδιά του
Δεν θέλει να πεθάνει πρώτος
Θέλει να είναι δεύτερος όπως πάντα
 
Κάτω απ΄ την σκιά των σκεπασμάτων
μπορεί να δει πιο καθαρά
τους δικούς του που έφυγαν,
τους άλλους που κοιμούνται
και κείνους που έρχονται
για να γεράσουν μαζί του.
Όταν τον παίρνει ο ύπνος
είναι σίγουρος ότι έκανε το σωστό
αλλά πάντα στο βαθύ της ψυχής του
πεταρίζει ένα μικρό πουλί
έτοιμο να του κλείσει τα χείλη
να του αρπάξει με το ράμφος
την άκρη του σκεπάσματος.
 
Φοβάται πολύ
τρέμει μην πεθάνει πρώτος.

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

ΦΟΒΟΣ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 
 

Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι;

ΠΕΝΤΕ ΔΑΚΡΥΑ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)



 
 
Χιόνι
 
Σπογγισμένο αίμα
που στράγγιξε
κι έγινε λάβα που καίει
στα σπλάχνα της.
Κάποτε,
μέσα απ΄ τις ρωγμές του σώματος της, 
γίνεται γραμμή κόκκινου μολυβιού. 
Καίει ότι την πόνεσε.
Κι ύστερα
στάχτη
και χιόνι που πέφτει στο έρημο σπίτι.
 
Βροχή
 
Κάθε χρόνο
την ίδια μέρα,
μικρή ώρα δειλινού,
βρέχει.
Επέτειος θλίψης,
απώλειας
και χωρισμού.
 
Ρίγη στα μάρμαρα.
Μια ξαφνική μπόρα,
τον ύπνο των νεκρών ταράζει.
 
Ιδρώτας
 
Της πατρίδας το χρέος ξεπληρώθηκε.
Είπες : Με το παραπάνω
και –θυμούμαι- έκανες και μια κίνηση
με το χέρι, σαν να ΄ θελες να ξεφύγεις.
Τώρα ήρθε η σειρά της.
Βάλανε κάτω όλα τα ίχνη και τις υπογραφές,
οι πέτρες και τα σίδερα έτοιμα
-είχε καλούς σιδηρουργούς η Πατρίδα-
Τα καινούργια συμβόλαια έτοιμα.
Και πάλι χρέος.
Ο Ιδρώτας κυλούσε σαν τον κόμπο στο λαιμό σου.
 
Γάλα
 
Πίσω από αυτές τις βιτρίνες δούλευες.
Εγώ στους δρόμους.
Συναντιόμασταν στο ίδιο καφενείο
με άλλους συντρόφους και δεν
ανταλλάσαμε κουβέντα.
Χαρτιά έπαιζα μόνο με τον καφετζή.
Απορούσα βέβαια ,
καθώς είχαμε πιει από το ίδιο ποτήρι, γάλα.
 
Αίμα
 
Είναι στη μοίρα μας.
Έτσι να πεθάνουμε.
Σε κάποιο χρόνο ανομβρίας.
Όταν τα δένδρα θα διψούν,
θα μας φυτέψουνε στις ρίζες τους,
το αίμα  μας να πιούνε.
 

ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 

Όταν κοιμάσαι,
βλέπω ένα μικρό σπιτάκι με τριαντάφυλλα
και μια Στρελίτζια στην άκρη του κήπου.
 
Να ξέρεις εγώ
                     (ναι εκείνο το εγώ μου)
Δεν μπορώ να μετρώ τ΄ άστρα
και να ψάχνω την Αφροδίτη.
Είμαι ερωτευμένος
γιατί ξεχνώ στο μέτρημα.
Κι ύστερα πάλι απ΄ την αρχή
                                            (τελετουργίες της νύχτας)
 
Να ξέρεις εγώ,
Έχω αρχίσει να ξεχνώ τις λέξεις.
Μιλώ όλο και λιγότερο.
Βυθίζομαι στην κινητή άμμο της σιωπής
και σηκώνω το χέρι για βοήθεια.
Αγκίστρι της αγάπης.
Πως η σιωπή είναι το δόλωμα
και πως, εγώ μετρώ τ΄ άστρα
στους γαλαξίες της.
                                         (τελετουργίες της ποίησης)

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

ΔΕΙΠΝΟ ΜΕ ΕΝΑ ΝΕΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 

Σήμερα θα δειπνήσω μ΄ ένα νέο άγνωστο στρατιώτη.
Θα καθίσουμε απέναντι,  σ΄ ένα καλό εστιατόριο,
σαν αυτά που σερβίρουν με ευγένεια τη ακρίβεια,
κι΄  αλλοίμονο  θ΄ ανεχτούμε την υπεροπτική ματιά, 
του τελευταίου τραπεζοκόμου.
 
Θα παραγγείλουμε όλα εκείνα που μας αναγκάζουν
να καθόμαστε αμέριμνοι,  σαν τις καλαμιές
έτοιμες να καούν στους κάμπους της υπαίθρου
και μας καθιστούν ώρες- ώρες δειλινές, 
όμορφα αγάλματα στα σαλόνια των φυλακών μας.
 
Θα πιούμε ένα γλυκύ ηδύποτο,  κοιτάζοντας
ο ένας στα μάτια του άλλου,
μέχρι ότου κουραστεί κάποιος και
κατεβάσει σιγανά τα βλέφαρα.
 
Ο ήλιος θ΄ αρμενίζει στις καρδιές
και θα ξεκουράζεται στις αγκαλιές των νέων
που πέφτουν αμαχητί στα χαρακώματα της ραστώνης
και υποκλίνονται στις συνήθειες των σοφών.
Πατρίς, αγκαλιά με τη  Θρησκεία και λίγη οικογένεια.
Μην ταραχτεί η χρόνια τάξη.
Μην λησμονηθούν και οι άγνωστοι στρατιώτες, 
εκείνων των χρόνων που δεν θέλει να θυμάται κανείς.
Μα είναι τόσο καλά δομημένες οι παρελάσεις, 
της λεβεντιάς και της υπερηφάνειας.
 
Δεν θα τον πιέσω με οχλήσεις του κοινού νου.
Δεν θα σκιάσω αυτή την έξοδο
από τις σκοτεινές πύλες της πολιορκίας.
Έτσι τα βλέφαρα κάποιος θα τα σηκώσει.
Θ΄ αντικρύσουμε και πάλι ο ένας τα μάτια του άλλου
βαθειά για να βρούμε καθαρό νερό στο βυθό της ίριδας.
Και πριν υπογραφή το συμβόλαιο του.
Θα τον ρωτήσω: Γιατί κινήθηκε από την πολυθρόνα του;
Ήρωας θέλει να γίνει;

ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ:από την ποιητική συλλογή :Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 

Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
 
Έτσι έρχονταν και οι γείτονες
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη, 
χρέη φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας .
 
Ποιος τα θυμάται πια;
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και τα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
ξωπίσω του έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και εργάτριες
σκυφτές  από τους πόνους της μέσης
λίγες μπροστά στα τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της Παναγιάς.
Ύφαιναν την λύπη
κένταγαν το χρέος
βελόνιαζαν τις πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
 
Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της,
Στην τύχη της,
Στον χρόνο της,
Στην ζωή της.
 
Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει  την νύχτα
να δώσει το φιλί της.
Και   οι γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας
το πιατάκι με το γλυκό
πάλι πίσω.
Tο πιατάκι της Κυριακής με τ  ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.

 

ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ: από την ποιητική συλλογή :Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 

Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
 
Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανά μετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
 
Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
 
Η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές.
 
Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
 
Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: «ήταν το θέλημά της…»
 
Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους,
 
ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
 
Τον πήρε και κείνο ο ύπνος.
 

 

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024

ΕΞΕΤΑΣΗ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 


Το κεφάλι του βούιξε απ΄ τον αχό της απεργίας.
Οι παλμοί του αυξήθηκαν στην διάρκεια της ανάβασης.
«Ήρθε ο καιρός της εξέτασης»  είπε.
Σκούπισε την σανίδα σωτηρίας, σκούπισε δηλαδή το χέρι του αντιπάλου.
Κι ύστερα,
σκούπισε και το δικό του μην μολυνθεί.
Το κεφάλι του βούιζε ακόμα.
 
Στο απέναντι πεζοδρόμιο, κάποιοι ήδη είχαν βγει από τις σπηλιές τους
και κάπνιζαν την λήθη ρίχνοντας επιμελώς στο έδαφος.
Οι κυρίες ίδιοι οι άνδρες πλέον. Άγουρες.
Την ψυχή του,  πήρε και την έκλεισε μέσα στον κύκλο του φεγγαριού.
Και κείνο χάρηκε.
Τώρα βούιζε και το δικό του κεφάλι.
 
Κοίταξε την τσέπη του βαθειά και απόρησε.
Ομίχλη βγήκε μαζί με το χέρι του
και μια τεράστια μαργαρίτα πάνω στην κάνη που κάπνιζε.
 
Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει.
Οδός Δημοκρατίας , πρώτο στρίψιμο αριστερά, μονολόγησε.
Εκεί το γραφείο του Ιατρού για μια δόση υγείας.
 
 
 

ΠΟΝΟΥΣΕ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)



Πονούσε
και περίμενε
-κρατώντας την υπομονή με το ασθενικό χεράκι-
τον θάνατο
να επουλώσει τις πληγές της.

ΑΚΡΟΑΣΗ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)



 
Και τώρα στον πεθαμένο κόσμο που  ζούμε
ήρθε η ώρα να το παραδεχτούμε πως ο θάνατος είναι μια λύτρωση.
Θα πάρω μόνος το βαθύ μονοπάτι για να ξεθάψω τις ποταμίσιες ρίζες,
αποκαλύπτοντας ότι απόμεινε πάνω στην σκουριά των κοκκάλων.
Το νερό θα καλεί σε ακροάσεις τους βατράχους .
 
Στο γυρισμό
θα σταματήσω να πιω ένα καφέ στη μνήμη μου
δίπλα στη γέφυρα της λύτρωσης και του θανάτου.
 
Η Μυρσίνη στο ραδιόφωνο ακόμα τ΄ άσπρα θα βάζει!
 
 
 
 
* Η Μυρσίνη βάζει τ’ άσπρα :
Στίχος του στιχουργού:
Λευτέρη Παπαδόπουλου
 

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 
Ο Ανδρέας άπλωσε τα καπακλούδια
πάνω στο λερωμένο τραπέζι.
Η Μαρία γέμισε με ψίχουλα τις συγνώμες της.
Ο αυτόματος φωτισμός τρεμόπαιζε στους λερωμένους ανεμιστήρες.
Ο κάδος απορριμμάτων ανέδυε την μυρωδιά των στομάχων
την ασχήμια της εργασίας, τους φόβους.
Ο νεροχύτης βούλωνε συχνά από τα αποφάγια  
την συμπεριφορά της τυφλής υπευθύνου, την αλαζονεία της.
Το μαύρο τηλέφωνο της εταιρείας δίπλα από τον βρώμικο νεροχύτη.
Κάθε που χτυπούσε- και χτυπούσε συχνά- ένας απολυόταν.

ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 


Δίπλωναν απ΄ την ασίγαστη κούραση
τα γόνατά του.
Τα πρωινά για την δουλειά
στην γιομάτη από εργάτες στάση του λεωφορείου
τρία στενά πιο κάτω
άφηνε στις πέντε τα ξημερώματα
από νωρίς, τον κρύο ιδρώτα να κυλήσει στον υπόνομο.
Τώρα ήταν σίγουρος
Η συγκατάβαση στον θάνατο
υποταγή στη ζωή του χρέωνε.
Έξι με δύο – μείον τις υπερωρίες-
Κατέβαλε τον φόρο εργασίας που του αναλογούσε
Από τις συχνές υποκλίσεις, καλό μπαστούνι έγινε!

ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 

Μεγάλωσε μ΄  ένα πίνακα στο βλέμμα του: ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ.
Πίσω από τις πληροφορίες, οι αλλαγές και οι παραλαβές τσαντών.
Η Υποδοχή.
Στα καταστήματα που σύχναζε, τα είχε μάθει όλα τόσο καλά!
Τις ημέρες και τις ακριβείς  ώρες των επιστροφών.
Τους ομιχλώδεις όρους.
Μάλιστα, κάποια στιγμή  - παρελθόντα ανάμνηση-
είχε επιστρέψει ένα ολάκερο χρόνο ως ελαττωματικό προϊόν.
Ξήλωσε ένα μήνα, πέταξε στην άκρη της ιστορίας, δυο – τρεις ημέρες,
τίποτα παραπάνω.
Εκείνοι της Υποδοχής με το προσποιητό χαμόγελο, το δέχτηκαν.
Στις πάντα αναγκαίες επιστροφές (εισβολή, κατοχή)
δεν απαιτούσε χρήματα.
Του αρκούσε να αγοράζει άλλα, καινούργια προϊόντα.
Η ίδια δουλειά, μισό αιώνα τώρα. Γιόρταζε!
Η κίβδηλη γειτονιά του έφερε δώρο την αγάπη.
Την δέχτηκε (από συνήθεια) αρνούμενος ευγενικά.
 
Όπως τότε, που φερνε πρόσφορα
ο διπλανός με το τρύπιο ποτιστήρι
ο μεμέτης που βρεχε τα χωράφια με άσβεστο μίσος
η ασέληνη νύχτα σαν μπόλιαζε την κραγμένη σιωπή στο κορμί του
και η προσφιλή προσφυγιά τον ακολουθούσε στο κάθε βήμα.
 
Έπρεπε να την επιστρέψει, σκέφτηκε,  το δίχως άλλο.
Πήρε ένα μικρό μαχαίρι, την τρύπησε κρυφά. Μάτωσε.
Ποια αγνή αγάπη δεν ματώνει;
Απευθύνθηκε νομότυπα στους υπεύθυνους.
 
Πεισματικά κλειδώνανε στα κόκκινα βαμμένα χείλη το «όχι».
«Μόνο υγιή προϊόντα» του είπαν.
 
Πήγε την επομένη, βρήκε κλειστό το κατάστημα.
Την άλλη, είχε μια πίκρα που ενοχλούσε η φωνή, μα πάλι,  τα ίδια.
Έκλεισε με τα χέρια το θαμπό πρόσωπό του και είδε εχθρό τον εαυτό του. Μέσα του.
Αποφάσισε να την κρατήσει.
Την φώλιασε σ΄ ένα από τα ράφια της καρδιά του,
δίπλα από το μαύρο τσεμπέρι της μάνας και
από την λευτεριά  που σκότωσε τον πατέρα του νέο.
Από τότε, έμαθε να ζει με μια μισή αγάπη.
 
 

Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

Η ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ / Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών / ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ/ 2015

 


 


Την κάλεσαν ως νέα ποιήτρια να πει την γνώμη της.
Όχι πως την είχαν ανάγκη
αλλά να έπρεπε να καλέσουν και μια νέα ποιήτρια.
Αυτή έγραφε από χρόνια και κάποια στιγμή
εξέδωσε μια συλλογή  ποιημάτων.
Οι κριτικοί έφαγαν τις σελίδες οι αναγνώστες αγνόησαν τους κριτικούς.
Έβαλε τα καλά της ρούχα, τίποτα το ιδιαίτερο
και στα μαλλιά της μια κορδέλα δώρο της μαμάς που πέθανε νωρίς.
Θα έδειχνε πιο σοβαρή ψέλλισε.
Πήρε την θέση με το όνομά της.
Δίπλα της καθότανε άνθρωποι του ...πνεύματος.
Που δεν της ρίξανε ούτε μια ματιά.
Έπλεξε τα δάκτυλά της.
Κέντησε ένα προσποιητό χαμόγελο.
Έξυσε λιγάκι το μάγουλό της και έβηξε.
Ζήτησε νερό.
Δεν της φέρανε.
-δεν προβλέψανε νερό για νέες ποιήτριες-
Έβηξε και πάλι.
Ο καημός την έπνιγε.
Κανείς δεν έδωσε σημασία.
Κανείς δεν θα μάθει πως έδενε τα μαλλάκια της με στίχους.
Ξέπλεξε τα δάκτυλά της.
Πήρε την κορδέλα από τα χτενισμένα μαλλιά της.
Την φόρεσε στο λαιμό.
Τότε κατάλαβε πως την κοιτούσαν.
Αισθάνθηκε δεκάδες χέρια να τραβούν την κορδέλα,
πιο σφιχτά για να την πνίξουν.