Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

Αι δημητριάτικο λουλούδι / Δημήτριος Γκόγκας

 



Πάνω στη χλόη της ψυχής σου,
δροσοσταλιές τα δάκρυά σου.
Τα όνειρά σου που χαθήκαν,
ειν΄ και δικά μου.
 
Ήρθε ο ήλιος κι η Σελήνη.
Σε μύρωσαν στην αγκαλιά μου
και σου χαρίσανε τον κόσμο.
Αχνοφεγγιά μου.
 
Όταν μου φεύγεις και μου λείπεις,
με συντροφεύουνε οι λύπες.
Μα όταν είσαι στο πλευρό μου,
κρέμεσαι χάντρα στο λαιμό μου.
 
Λάβα το αίμα στη καρδιά μου.
Κάφτρα και φως του έρωτά μου.
Κι όσα μαζί σου έχω ζήσει.
Αυγή και Δύση.
 
Αι δημητριάτικο λουλούδι,
τ΄ Οκτώβρη μήνα είσαι χνούδι.
Γέρνεις στο στήθος, Με κατέχεις.
Αιώνια μ΄ έχεις!

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

Η Γη Μέσα Tου: Διήγημα του Δημητρίου Γκόγκα που συμμετείχε στον διαγωνισμό διηγήματος 2021 : Αναζητώντας μια άλλη γη των εκδόσεων ΠΗΓΗ. Το διήγημα επιλέχθηκε και εντάχθηκε, στην έκδοση.

 



 «Ανάθεμα την πόρνη γρίπη» μονολόγησε με φόβο. Ρούφηξε με λαχτάρα μια γουλιά από το τσάι χαμομήλι που του ετοίμασε η σπιτονοικοκυρά του και τυλίχτηκε με την κουβέρτα καλύτερα. Μια δυνατή γρίπη δεν τον άφηνε να ξεμυτίσει μέρες τώρα και η απουσία από το πανεπιστήμιο μόνο χαρά δεν τον γέμιζε. Οι καθημερινές επισκέψεις από τους φίλους και συμφοιτητές αραίωσαν από τον φόβο της μετάδοσης. Το μικρό δωμάτιο επί της οδού Ποτιδαίας 6, μικρό και ανήλιαγο γεμάτο από αφόρητη υγρασία δεν ήταν και η καλύτερη λύση που έπρεπε να μένει αλλά με την κρίση στην εύρεση κατοικίας, αλλά δεδομένων των συνθηκών που βίωνε με την ταχεία αναχώρηση των δικών του για το εξωτερικό ελέω εργασίας, συμβιβάστηκε.  Δεν παραπονιόταν σχεδόν ποτέ. Οι γονείς του είχαν φροντίσει να το επιπλώσουν όσο καλύτερα μπορούσαν, ενώ δεν του έλειπε τίποτα από ηλεκτρικές συσκευές. Ως φοιτητής ζούσε καλά, πολύ καλύτερα από πολλούς συμμαθητές του αν και ο πατέρας του πάντα του υπενθύμιζε με εύσχημο τρόπο ότι ανήκανε στη μεσαία τάξη! Γι αυτό και δεν περνούσε μέρα που να μην ευχαριστήσει τον θεό, αν και κάποιες αριστερίζουσες ιδέες τον κρατούσαν μακριά από την εκκλησία. «Θεέ μου βοήθα» ήταν η φράση που πρώτη ξεστόμιζε στις ακραίες καταστάσεις.  

   Η γρίπη δεν υποχωρούσε. Τα λιγοστά παυσίπονα που βρήκε στα συρτάρια του, είχαν πάρει μόνιμη θέση στο κομοδίνο όπως και τα χαρτομάντιλα. Η σπιτονοικοκυρά, μέρα παρά μέρα τον επισκεπτότανε και του άφηνε ένα ζεστό πιάτο φαγητό. «Καλά να είναι» σκέφτηκε, σαν παιδί της τον είχε. Η μητέρα του τηλεφωνούσε σχεδόν κάθε μέρα και αυτός την καθησύχαζε ότι όλα βαίνουν καλώς. Πώς να την κουβαλούσε από το εξωτερικό στην Αθήνα και που να την φιλοξενούσε. Το δωμάτιο μετά βίας χωρούσε αυτόν. Οι μέρες περνούσαν, ο πυρετός τον έφερνε ζάλη, αφόρητη ζέστη, ιδρώτας έλουζε όλο του το κορμί και τα σκεπάσματα μούλιαζαν. Ήταν στιγμές που παραμιλούσε, θόλωνε το μυαλό και τα μάτια του έβλεπαν έναν άλλο στον καθρέφτη. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ζούσε μια παρωδία τραγωδίας, λίγη ώρα πριν από τα μεσάνυχτα, η αϋπνία του προκαλούσε αφόρητη ναυτία και έπεφτε ουσιαστικά νεκρός στο κρεβάτι του. «Ψυχραιμία- ψυχραιμία» έλεγε. «Θα περάσει και τούτο»

   Σαπούνισε και έπλυνε με επιμέλεια το πρόσωπό του. Απ΄ έξω ακούγονταν φωνές, βρισιές και συνθήματα. Πάλι κάποιοι διαμαρτύρονταν και τα έβαζαν με τις δυνάμεις ασφαλείας. Πάλι οι κάδοι θα έπαιρναν φωτιά, ξανά θα έσπαγαν βιτρίνες, κάποιος θα έχανε τη ζωή του, οι πολιτικοί θα συμπονούσαν τους οικείους, θα υπόσχονταν τη λήψη μέτρων και πάλι όλα αυτά θα τον έκαναν να γελάσει και να αισθανθεί απογοήτευση. Συνηθισμένα πράγματα σε μια χώρα που μόνο θαύματα δεν περίμενε κανείς να συμβεί. Μα τι θαύματα να περιμένει κανείς ότι η δυσωδία από τη σήψη κάλυπτε όλη τη μέρα την ατμόσφαιρα; Δεν ήταν αυτός ο κόσμος του, δεν ήταν η όμορφη ζωή στη δική του πατρίδα που ονειρευόταν, δεν ήταν η γη του. Ήταν η γη που κάποιοι άλλοι όρισαν και δεν τους το συγχωρούσε ποτέ.

   Ήθελε ξύρισμα. Θυμάται  ακόμα τον πατέρα του να παραπονιέται για αυτό. Με το κεφάλι γεμάτο σκέψεις στάθηκε μπροστά από τον καθρέφτη του μπάνιου και διέκρινε στο βάθος τα βλέφαρα να πάλλονται και τα χείλη του ακίνητα να του μιλούν. Την ώρα που έπεφτε χάμω, κατάλαβε πως η ψυχή του περιδιάβαινε το δωμάτιο και συνέλεγε αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών, βιβλίων και ιστοσελίδων, με διάφορα είδη ζώων, φυτών, δένδρων. «Είσαι ο μοναδικός επιζών, θα είσαι ο μοναδικός επιζών» του φώναξε. «Είσαι αυτός που επέλεξα να βρίσκεται στη ζωή εις τους αιώνας των αιώνων, ως πιστό αντίγραφο μου. Γι αυτό και η ψυχή σου αποστέλλεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του διαδικτύου να συγκεντρώσει όλα εκείνα που θα  σου υποδειχθούν και όλα όσα εσύ θα πιστέψεις ότι αρκούν για ένα καλύτερο κόσμο, για μια ιδανικότερη μελλοντική γη και πατρίδα». Κάθε μέρα η τρομαγμένη ψυχή του εκτελούσε με στρατιωτική πειθαρχία το σχέδιο της φωνής. Κάθε φορά που κοίταζε τον καθρέφτη έπεφτε άψυχος στο πάτωμα, έβγαινε από το ίδιο του το αδύναμο σώμα και γύριζε τον κόσμο για να συγκεντρώσει όλα όσα του ανατέθηκαν στην αποστολή. Τα συλλεχθέντα στοιχεία αποθηκεύονταν με τάξη και επιμέλεια εντός του σε μια νοητή κιβωτό που κατασκεύαζε δίπλα από την καρδιά, δίπλα από τους πνεύμονες και πίσω από τον θώρακα. Βρήκαν αποκούμπι εκεί όλα τα ευγενή ζώα του κόσμου, τα πετούμενα, τα βότανα και τα καλλωπιστικά φυτά.  Οι αγνές θεωρίες των επιστημόνων τοποθετήθηκαν σε μια σκαλιστή βιβλιοθήκη, εξοστρακίστηκαν οι αιμοδιψείς ηγέτες και δυνάστες, οι τακτικές των πολέμων και των μαχών, οι ανθρώπινες δουλείες  και ανισότητες και πήραν τη θέση που τους αξίζει οι λέξεις: αγάπη, θυσία, μάνα, αξιοσύνη, αξιοπρέπεια, ευθύνη, αλτρουισμός, συμπαράσταση και όλες οι συναφείς λέξεις και τα ρήματα και λάμβανε χρίσμα να ηγεμονεύσει ο άνθρωπος ως άνθρωπος.

     Με τον καιρό η νοητή κιβωτός έπαιρνε σχήμα, γινόταν στέρεα κοκάλινη κατασκευή και κατόπιν στέρεα γη, οι λέξεις και τα ρήματα σάρκα και οστά κι όλα αυτά εντός του. Τα ζώα ζωντάνευσαν κατά ένα περίεργο τρόπο. Άμωμος Πανάγια γέννηση για όλους και για όλα. Τα φυτά και τα δένδρα ανδρώνονταν μέσα του και η κιβωτός μοσχομύριζε μέντα και ρίγανη.

    Ο πυρετός είχε αρχίσει να υποχωρεί το ίδιο και ο πονοκέφαλος. Η σπιτονοικοκυρά συνέχιζε να τον προσέχει σαν το παιδί της και αυτός έδειχνε ιδιαίτερα ικανοποιημένος από την πορεία της ασθένειά του. Πίστευε ότι ζούσε μέσα σε ένα όνειρο όπου όλα θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν και κυρίως να αλλάξει η ζωή του καθώς πάντα πίστευε ότι φοιτούσε σε κάποια άλλη εποχή ή τουλάχιστον ότι προσπαθούσε να ζήσει σε κάποια άλλη εποχή. Κάθε φορά που η ψυχή του έμπαινε ξανά μέσα στο σώμα η μνήμη του τρανταζόταν από δεκάδες νευρικές σεισμικές δονήσεις και προσπαθούσε μάταια να καταλάβει τι του συνέβαινε. Όταν όμως έβγαινε από το όνειρο και έπιανε το στήθος τα χέρια του ψηλάφιζαν το ανάγλυφο μιας κιβωτού.

      Ξημέρωνε πρώτη του Δεκέμβρη. Ο πυρετός είχε υποχωρήσει τελείως και αγόρασε εισιτήρια για να ταξιδέψει στους δικούς του. Θα περνούσε τις γιορτές των Χριστουγέννων μαζί τους. Πάντα τον γοήτευαν οι γιορτές του χειμώνα, καθώς έντυνε το σύμπαν του με παιδικά όνειρα και νιφάδες. Αγουροξυπνημένος κατευθύνθηκε προς το μπάνιο και η φωνή επανήλθε πολύ πιο σίγουρη και πολύ πιο επιτακτική. «Πλησιάζει η μέρα που θα μείνεις μόνος στον κόσμο. Έφτασε η μέρα που ο κόσμος θα πληρώσει βαρύ τίμημα για όλες τις συμφορές που προκάλεσε, προξένησε στη γη που δανείστηκε για να ζήσει. Κανείς δεν θα καταλάβει τίποτα. Θα είναι μια χειμέρια νάρκη που απλώς θα διαρκέσει μέσα σε έναν αιώνιο χειμώνα. Μόνο εσύ ως εκλεκτός μου θα εκπληρώσεις την θέλησή μου, την επιθυμία μου να μεταβείς σε άλλη γη και να δημιουργήσεις ένα νέο πολιτισμό βασισμένο στις πραγματικά ανθρώπινες αξίες και ιδανικά. Σου δίνω το δικαίωμα να βάλεις μέσα σου συγκεκριμένα πράγματα από τη ζωή σου και να τα αρχειοθετήσεις στη βιβλιοθήκη της κιβωτού ως μνήμες. Αυτό θα σε βοηθήσει να κατανοήσεις εκεί που θα φτάσεις ποιος είναι ο προορισμός και ποιοι οι στόχοι σου. Θα μηδενιστείς και θα πολλαπλασιαστείς. Έχεις στη διάθεσή σου άλλες έντεκα ημέρες. Προετοιμάσου» Έπεσε νεκρός στο πάτωμα. Η ψυχή του έβλεπε το κουλουριασμένο σώμα και αγνοούσε το εγώ της. Έπρεπε να υπακούσει στην εντολή. Κάποια συλλογή γραμματοσήμων, τα παιχνίδια του στον υπολογιστή, οι φωτογραφίες των γονιών του, τα εισιτήρια των αγώνων της αγαπημένης του ομάδας, τα βιβλία με τους παιδικούς του ήρωες, κάτι κάρτες με αγαπημένα σχέδια, ότι σκεφτότανε αυθόρμητα μάζευε, μάζευε και δεν κατάλαβε ότι είχε ξεπεράσει κατά πολύ τον αριθμό των αγαπημένων του πραγμάτων που θα έπρεπε να πάρει μαζί του. Η χαραυγή πλησίαζε και μπήκε άρον- άρον στο κορμί του. Ξύπνησε έκανε μπάνιο  και βγήκε μια βόλτα να ξεσκάσει. Ο κόσμος του δεν είχε αλλάξει.

   Οι άνθρωποι αγχώδεις έτρεχαν να προλάβουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τις δουλειές τους, τις συνεχείς υποχρεώσεις τους, κουρέλια και πτώματα πεταμένα μαζί στις λεωφόρους, τρακαρισμένα αυτοκίνητα, επιβολή προστίμων, αυστηρές προειδοποιήσεις, ξυλοδαρμοί, αστυνομικές ανεξέλεγκτες σκληρές συμπεριφορές, κάλπικα λόγια από παρωδίες πολιτικές, όλα στο δρόμο του και όλα μέσα του. Θα τα άλλαζε κάποια στιγμή η φωνή; Αυτό ήλπιζε. Οι λιγοστές μέρες μέχρι και την 12η Δεκεμβρίου – ύστερα έκανε τον συνειρμό – 12 μέρες του 12ου μήνα, όχι – όχι μάλλον θα έκανε και πάλι λάθος, άνθρωπος ήταν, πέρασαν πολύ γρήγορα. Όπως του είχε υποσχεθεί σήμερα δεν θα έπρεπε να βγει από το σώμα του, δεν θα το εγκατέλειπε κάπου στο μπάνιο. Θα έπρεπε να  πάει στην πλησιέστερη παραλία. Να ορίσει τις συντεταγμένες και τις παράλληλους του. Να επισημάνει το ακριβές σημείο. Ύστερα θα έκανε αυτό που θα κινούσε τη μηχανή του μυαλού του μια αόρατη δύναμη. Η φωνή.

   Πήρε τηλέφωνο τους δικούς του, του είπε πόσο πολύ τους αγαπά, η μαμά του τον κορόιδεψε « Βρε, σε λίγες μέρες εδώ θα είσαι και εγώ σε αγαπώ μωρό μου» Έπιασε το βρεγμένο πρόσωπό του, χαιρέτησε την σπιτονοικοκυρά – καλά να είναι- τον φρόντιζε σαν πραγματικό γιό της, έδωσε τα φιλιά του στην γειτόνισσα, γριούλα έτοιμη και εκείνη να μεταναστεύσει στην άλλη γη που η ιεροσύνη υπόσχονταν έναν απατηλό πιθανόν παράδεισο ή μια εξοργισμένη κόλαση, έστειλε αποχαιρετιστήρια μηνύματα αγάπης στους φίλους του. «Δεν θα είχαν σε λίγο σκέφτηκε καμιά απολύτως αξία» μα συνέχισε ίσως με την ελπίδα ότι δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα. Δεν κατάλαβε πότε έφτασε στην προκυμαία. «Μα πέρασαν κιόλας οι έντεκα μέρες;»  Περπάτησε ακόμα λίγο και αντιλήφθηκε ότι παράλληλα με αυτόν περπατούσαν και άλλοι έντεκα άνθρωποι. Μαζί με αυτόν δώδεκα. Λίγο πιο πίσω κάποιοι σαν να δέχονταν την υπεροχή του. Χαμογέλασε. Είχε αρχίσει και ήταν εκτός προγράμματος.

    Παρατάχθηκαν σε αποστάσεις ακανόνιστες. Η θάλασσα μπροστά τους πιο ήρεμη και πιο γαλήνια από ποτέ. Μια ζάλη και μια εσωτερική ένταση άρχισε να κυριεύει το κορμί και το μυαλό του. Με την άκρη των ματιών του είδε την ένταση και στους  διπλανούς του κι ύστερα αυτό που θα κρατούσε, ήλπιζε ότι θα κρατούσε,  η έξοδος της ψυχής τους και η είσοδός τους στη θάλασσα. Μετά οι εικόνες τους χάθηκαν. Υπήρχε μόνο αυτός.

 

   Το κορμί του είχε αρχίσει να παραμορφώνεται και να παίρνει τη μορφή μιας κιβωτού. Το δέρμα του έβγαινε και η  ξύλινη κιβωτός ένα ολοκληρωμένο καράβι διάσωσης, είχε αρχίσει να πλέει κάτω από την επιφάνεια του νερού  και η ψυχή του είχε γίνει ο καπετάνιος του. Το μόνο που σταδιακά απόμεινε από το δύσμοιρο κορμί, ήταν η καρδιά του. Φώτιζε μέσα στην κιβωτό σαν ένα ανέσπερο φως και ταξίδευε με όλα τα ζώα, τα φυτά, τα δένδρα, τα βιβλία και τα αποκόμματα της ζωής του, της ανθρώπινης ζωής, βαθύτερα μέσα στη θάλασσα. Ο κόσμος πάνω κατέρρεε, κάθε τι παλιό μέχρι και χθες, έως και πριν από λίγο, γκρεμιζόταν.

    Στο πάτο της θάλασσας συναντήθηκαν όλες οι κιβωτοί, όλες οι δώδεκα καρδιές. Απομακρύνθηκε δια μαγείας το θαλασσινό νερό σε μια τεράστια έκταση και φάνηκε πεντακάθαρος ο βυθός. Η φωνή ήρθε και πάλι μπροστά του, μπροστά τους και τους κάλεσε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί. «Φίλοι μου είστε οι μοναδικοί επιζώντες του νέου κατακλυσμού, της ολικής καταστροφής που συντελείτε αυτή τη στιγμή στην επιφάνεια της γης και σε λιγότερο από δύο ημέρες θα ολοκληρωθεί με την παντελή καταστροφή της. Έχετε επιλεγεί για την νέα εποχή του ανθρώπου δώδεκα. Έξι αγόρια και έξι κορίτσια, όλοι λόγο μετά την ενηλικίωσή σας. Έχετε χωριστεί ήδη σε ζευγάρια με μέριμνα των συμβούλων μου και με την βοήθεια των αγγέλων θα μεταφερθείτε στο βάρος του σύμπαντος σε έξι πλανήτες που έχουν επιλεγεί. Οι πλανήτες θα είναι ήδη στην ώριμη κατάστασή τους και δεν θα χρειαστούν παρεμβάσεις από εσάς. Τα ζώα, τα φυτά θα αφεθούν και θα φυτευτούν σε ειδικά πάρκα με μνεία στον πλανήτη προέλευσής τους. Στη γη σας. Σε σας έχω φροντίσει με ειδικές διαδικασίες που δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζετε να αποκτήσετε ένα νέο σώμα, άφθαρτο. Θα καταστείτε απέθαντοι. Το ίδιο και τα παιδιά σας, οι απόγονοί σας. Το δικαίωμα αυτό θα χαθεί εάν παραβείτε τις ανθρώπινες αξίες και τα ιδανικά όπως αυτά θα σας δοθούν ως εντολές σε μια διαθήκη που θα κληθείτε να την τηρήσετε με ευλάβεια. Όλες οι υπόλοιπες πληροφορίες αλλά και οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που θα έχετε θα σας δοθούν κατά την διάρκεια της νέας σας ζωής και η εποπτεία θα διαρκέσει συγκεκριμένο χρόνο. Ύστερα και πάλι θα σταθείτε απέναντι στους εαυτούς σας. Σας χαιρετώ, σας εύχομαι καλό ταξίδι.»

    Έξι άγγελοι στάθηκαν απέναντι από το κάθε ζευγάρι. Η δίδυμη καρδιά που επιλέγει για αυτόν, χτυπούσε το ίδιο δυνατά με τη δική του. Πανέμορφη! Είχε αρχίσει η διαδικασία ενσωμάτωσης των κιβωτών μέσα σε ειδικές διαμορφωμένες ακτίνες φωτός που θα λειτουργούσαν ως κάψουλες μεταφοράς. Οι άγγελοι τοποθέτησαν στα φτερά τους τις κιβωτούς και τις καρδιές τους και αισθάνθηκαν απλώς πανέτοιμοι ταξιδιώτες.

    Απομακρύνονταν από τη γη χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Ο κόσμος όπως τον ήξερε είχε τελειώσει. Μπροστά του απλωνόταν το σύμπαν και η πρόκληση ήταν για αυτόν και την δεύτερη καρδιά για την οποία ήταν πλέον υπεύθυνος. Ρούφηξε το κενό, έπιασε το χέρι… (το χέρι;). Είχε αρχίσει παράλληλα και η μεταμόρφωση στο απέθαντο σώμα. Από το βάθος ενός νεφελώματος τους καλούσε και πάλι η φωνή. Να δούνε ακόμα πιο μακριά, αλλά κυρίως να δούνε μέσα στη καρδιά τους. Εκεί που όλα έγιναν και γίνονται ένα. Εκεί που υπάρχει η νέα γη, η νιόφερτη πατρίδα, η γη μέσα του, η ελευθερία του.

 

 

ΓΚΟΓΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2021

Πίσω από τις κολόνες (η ξεχασμένη ιστορία της Φανής, της Φανούλας)

 


 γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας



Την είχα δει για πρώτη φορά πολύ μικρός θυμάμαι, θα ήμουν και 8 χρονών, να κάθεται όρθια στηριζόμενη σε στύλο της ΔΕΗ στην μικρή γειτονιά που έμενα. Έρχεται στον νου μου, η λεπτή κορμοστασιά της, το αχτένιστο αρύ μαλί της, το αμίλητο στεγνό πρόσωπό, χαρακωμένο από τις σκέψεις και τις έννοιες, από κάποια θαρρείς περίεργη καταφρόνια και ένα βαρύ μειδίασμα που ταξίδευε αδιόρατα, σε κάθε κίνησή της, που δεν ήξερες αν σε παρέπεμπε σε πόνο ή σε χνάρια χαράς. Το δεύτερο θεωρούσα πως ήταν απίθανο.
  Οι απορίες μας για την Φανή ήταν πολλές, αλλά ποτέ δεν εύρισκαν απαντήσεις. Οι μεγαλύτεροι, οι γονείς μας απέφευγαν να μιλήσουν. Αυτό όμως που δεν μπορούσαν να μας κρύψουν, γιατί το ζούσαμε όλα τα παιδιά ήταν η γελαστική διάθεση με την οποία εμείς τα σώφρονα παιδιά αντιμετωπίζαμε την Φανή. Σαν ένα περιθώριο τετραδίου, που έπρεπε να το μουντζουρώνουμε.
   Ζούσε με την γιαγιά της σε μια γερασμένη μπαράγκα, απ΄ όπου έμπαινε το κρύο και η μοναξιά. Οι δύο πλευρές της παράγκας ήταν πλινθόχτιστες και οι άλλες με τσιμεντολιθους. Ένα μικρό ακατάσταστο σπιτάκι κάπου εκεί στην άκρη του δρόμου προς την Εκκλησία.
Το καθημερινό της φαγητο, σαν σκύβαλλα του δρόμου. Το τσουκάλι πάντα άχνιζε, άλλά καθώς προχωρούσε η μέρα, πάντα μασούσε κάτι στο στόμα της. Μια φέτα χωμί, κάποιο λαχανικό, ήθελε θαρρείς να έχει την γεύση της ζωής μέσα στο στόμα της.
   Δεν μιλούσε σχεδόν σε κανένα, πληροφορίες για την παιδική της ηλικία δεν υπάρχαν. Οι γονείς χάθηκαν μέσα στον χρόνο και αυτή αφέθηκε στην αγκαλιά της απαιτητικής και δεσποτικής γιαγιάς. Μεγάλωνε κλεισμένη στο καβούκι της, με μια ζακετούλα να καλύπτει τους ασθενικούς ώμους της. Φλερτ στην ζωή της δεν γνώρισε, αν και υπήρχε μια φήμη ότι το σαλεμένο της μυαλό, ακρωτηριάστηκε ακόμα περισσότερο από μια ερωτική απογοήτευση. Έτσι δεν γνώρισε και τον σαρκικό έρωτα. Παρθένα στην μοναχική ζωή της.
   Η πίεση της γιαγιας, μια πίεση που δεν καταλάβαμε ποτέ, που δεν μπορέσαμε να κατανοήσουμε ποτε, δημιούργησε κάγκελα παντού. Στο σπίτι, στην αυλή ακόμα και στον μπαξέ. Κάπου κάπου, συμμετέχοντας στις συζητήσεις έβγαζε κάποιες λέξεις από το στόμα της, σαν ήχους παράξενους και από άλλο κόσμο. Τον κόσμο της.
   Και επειδή ο κόσμο της, δεν συμβάδιζε με τον δικό μας, αποφάσισε να υποταχτεί. Θα την πάντρευαν καθώς πλησίαζε και ο θάνατος της γιαγιάς με ένα συνδημότη, για να έχει ένα αποκούμπι στην ζωή της. Ο γάμος έγινε βράδυ, όπως σκοτάδι είχε και στην ψυχή της. Οι γυναίκες της γειτονιάς καταπιάστηκαν από νωρίς με τις προετοιμασίες του γάμου της, και κάποιες μίλησαν όχι με κακία για μια μεταμόρφωση ενός ασχημόπαπου. Τα ανθάκια από τον κήπο της στόλιζαν τα αραιά μαλλιά της.
Στην Εκκλησιά όλο το χωριό, να γεμίσει το περιθώριο της ζωής μας.
Αργά πολύ αργά μάθαμε ότι η Φανή έφυγε από το νυφικό κρεβάτι και επέστρεψε στην παράγκα της. Από τότε που έφυγα ακόμα δεν έχω ακούσει νέα της. Μάλλον θα χάθηκε και αυτή όπως τα ανθάκια του κήπου της. 

 Μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα την έκαναν να περιθωριοποιείται από μόνη της αν και η υπόλοιπη υγιής κοινωνία του χωριού ποτέ δεν την είχε διαγράψει από την ζωή της. Πάντα την καλούσαν στις γυναικείες συζητήσεις, αλλά πάντα απέφευγε την συντροφιά.
   Συνηθισμένη σκηνή, στα πλαίσια μιας εννοούμενης καλής συμπεριφοράς οι γυναίκες όταν κατέβαιναν στο περίπτερο δίπλα από την αλάνα του γηπέδου, την φώναζαν να πάει και να καθίσει στην παρέα τους αλλά μέχρι εκεί. Η ίδια η Φανούλα καθότανε παράμερα και δεν συμμετείχε καθόλου.  
  Η Φανή δεν βοηθούσε την κατάσταση και με την συμπεριφορά της. Κλεινότανε όλο και περισσότερο στον κόσμο της και δεν έβγαζε καμιά μιλιά . Λες και ήθελε να πνίξει και να κρατήσει μέσα της όλες τις λέξεις του κόσμου, όλο της το βιος, μικρό ή μεγάλο κανείς δεν έμαθε ποτέ. Η καρδιά της ένας καλά κρυμμένος θυσαυρός. Φορούσε πάντα ρούχα χρώματος σκούρου, με ιδιαίτερη έμφαση στα γκρίζα και τα μαύρα, αν και δεν θα θα ταίριαζε κάτι άλλο στην περίπτωσή της. Η ζακέτα επιμελώς μπαλωμένη και η στενή της φουστίτσα, κάλυπτε τα μικρά κοκκάλινα πόδια της. Περπατούσε σχεδόν σέρνοντας τα πόδια της στην χωμάτινη γη, μια γη που μετά βίας την άντεχε. Είχε εκείνο το περπάτημα του ετοιμοθάνατου όνειρου, το περπάτημα της νυσταγμένης ζωής, της έτοιμης από καιρό να πέσει και να κοιμηθεί στον αιώνα των αιώνων. Η Φανή ζούσε μέσα στην δική της κόλαση, στο δικό της κοινωνικό αδιέξοδο, στην σιδερόφρακτη φυλακή της.
  Κάπου κάπου ξεπρόβαλε με το μικρό τσαπάκι στον λαχανόκηπο της θείας της, σκαλίζοντας τις ντοματιές, τις πιπεριές, τις μαλιτζάνες. Όταν περνούσε κάποιος γνωστός σήκωνε το κεφάλι σαν κάτι να ζητούσε, σαν να ήθελε να πει μια κουβέντα, να ανταλλάξει έναν χαιρετισμό, αλλά έβγαζε εκείνο το τρεμουλιαστό μειδίαμα, όμοιο με κατηφόρα θανάτου, ίδιο με την διαδρομή προς την τελευταία κοίμηση. Η Φανή πίστευα ότι κοιμότανε ενώ ζούσε στον άλλο κόσμο. Παρέα με αγγέλους ή διαόλους δεν ξέρω, δεν γνωρίζα τις σκέψεις της, δεν συζητούσα τα όνειρά της, ήμουν πολύ μικρός και αυτή πολύ μεγάλη για να ανταλλάσει κουβέντες μαζί μου. Ένα γεια σου Φανούλα έφτανε αλλά εκείνη ποτέ δεν μου έλεγε κάτι. Μόνο κουνούσε το κεφάλι της σαν να το θεωρούσε δεδομένο τον χαιρετισμό μου και προσπερνούσε την κίνησή μου σαν να έλεγε  εγώ φεύγω και πάω στον κόσμο μου, φεύγω γιατί με περιμένουν......Ποιοι; 
   Πολλά χρόνια αργότερα, αφού απεβίωσε η γιαγιά της τα ίχνη της χάθηκαν. Κάποιοι ανέφεραν στις συζητήσεις των καφενείων και στα κουτσομπολιά των γυναικών, ότι βρισκότανε σε μοναστήρι παρακείμενης περιοχής και άλλη την εντόπισαν σε Κεφαλοχώρι του Κάμπου, πλησίον της δικής μας Κοινότητας, του Στρυμονικού. 
Η Φανή, η Φανούλα για όλους μας, στα 70 χρόνια της,  αποχαιρέτησε την ζωή μια ανοιξιάτικη μέρα του Φλεβάρη το 2014. Η σωρός της μεταφέρθηκε στην πατρίδα της το Στρυμονικό και τοποθετήθηκε εκεί που η αιώνια κοίμηση θα την ξεκουράζει από την μοναξιά και το περιθώριο. Αγκαλιά, είμαι σίγουρος πλέον για αυτό, με τους αγγέλους. Καλό της ταξίδι

============================================
 
Παρατήρηση: Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική και  απλώς βοηθά την φαντασία και ενισχύει την ιστορία.


Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021

Κάμπος μιας Νιότης: Ποιητική του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2019 (ISBN 978-9925-7392-2-6) /(e-book)(Απόσπασμα: 7 ποιήματα)

 Η ποιητική Συλλογή είναι αφιερωμένη 

Στους γονείς μου Αντώνιο και Νεραντζούλα

 


Στους συμμαθητές μου

Πετρούλα Μήτκα, Δήμητρα Μόνη,

Άγγελο Παγώνη, Κωνσταντίνο Γκόγκα,

Ιωάννης Στρουμπίνη, Αθανάσιο Δεμερτζή,

Βασίλειο Τερμπεζίδη, Νικόλαο Χατζησταυρίδη,

Νίκο Τουρμπεσλή,  Άλκη Δουλγέρη,

Νίκο Δεμερτζή, Άγγελο Γεωργαντά,

Ευαγγελία Γκιόση, Μορφούλα Τσελέπη

 

και στους υπόλοιπους

της σχολικής φωτογραφίας του εξωφύλλου

καθώς  ο χρόνος σκίασε τη μνήμη

και δεν θυμάμαι πλέον τα ονόματά τους.

Δασκάλα μας η κα Ασημίνα Λάγκα 

 

 *


Ήμασταν φτωχοί πάντα
έλεγε ο παππούς στο χαγιάτι
και έβαζε την στάμνα με το κρύο
καθαρό νερό
στο γόνατο.
Γέμιζε το ποτήρι.
Από το ίδιο ποτήρι πίναμε όλοι.
Όταν ακούγαμε πως έφυγε κάποιος
φωνάζαμε όλοι πως
«τον αγάπησε ο θεός»
Οι φράκτες στην αυλή μας
ήταν δένδρα.
Οι πιο νέοι έσκουζαν να πάρουμε
περισσότερα ποτήρια.
Στο παζάρι της Τρίτης
αγοράσαμε δώδεκα γυάλινα.
Ο καθένας να έχει το δικό του.
Γέμιζε ο πέτρινος νεροχύτης άπλυτα ποτήρια.
Φώναζε η μαμά.
Γκρίνιαζε ο παππούς.
Δεν μπορούσε πια,
να δίνει νερό από το ίδιο ποτήρι.
Αυτός κράτησε την παλιά συνήθεια
για τον ίδιο.
Σήκωνε την στάμνα
γέμιζε πάλι το ποτήρι
ρουφούσε το νερό
από τον πάτο του πηγαδιού!
 
 
 
*
 
Αιφνιδίως έκλεισα
- αργοκίνηταστην στάση-
τα Φθινόπωρο στα  χέρια και το βιβλίο της έκτης Δημοτικού.
«Ένα το χελιδόνι κι η Άνοιξη ακριβή»*
Και ύστερα, αιφνιδίως και πάλι ούρλιαξα,
για την προδομένη ποιητική ενασχόληση.
Τι ανθρώπινος στίχος για μένα,
τον χρόνο και το γεράκι…
Ο πατέρας πετάχτηκε έντρομος
- με την ανάσα του παγωμένη-
και τα μάτια ορθάνοικτα και σαστισμένα.
 
Μέσα από τα παραθυρόφυλλα η φωτιά στη ξυλόσομπα
στην πόρτα ο αγέρας επισκέπτης, το κρυστάλλινο νερό
και τ΄ αγκάθι από το Σιβρί*.
Πάνω στα κάρβουνα, τσίκνιζε μια ζωή.
Στο ένα χέρι του πατέρα δετό το χελιδόνι
στο άλλο κρυφά η Άνοιξη!
 
 
* στίχος του Οδ. Ελύτη
 
*
Την τελευταία χρονιά ήμουν μικρός,
ο κόσμος μεγάλος.
Κουφόβραση στον κάμπο.
Ειδοποιηθήκαμε,
-εδώ θα πρέπει να το πω-
η κοινότητα και ο αστυνόμος
- νάναι καλά- οι θεσμοί
άριστοι στο έργο τους,
η πρώτη με το μεγάφωνο στα χείλη
κι ό άλλος με το μπεγλέρι στα χέρια.
Στην δημοσιά-που ήθελε επειγόντως επιδιόρθωση-
το έλεγε και το επείγον τηλεγράφημα
(με κόκκινα γράμματα
 η λέξη επείγον: εγκυμονεί κινδύνους  για το έθνος)
θα σταματούσε ο Παττακός και ο Μακαρέζος,
στον δρόμο για την πόλη των Σερρών.
Σε δυο ώρες γέμισαν τις λακκούβες
σε δυο ώρες
πλέναμε τα χέρια (για το χειροκρότημα)
χτενίσαμε τα μαλλιά μας
ποδιές στο χρώμα του ουρανού και της Θάλασσας
(αγόρια και κορίτσια)
σημαιούλες
στο μυαλό
σε δυο ώρες, η κυρία Δασκάλα (πιο κυρία από ποτέ)
εν δυο.
 
Το αμάξι πέρασε
-τι ωραίο μαύρο χρώμα-
….κυρία. (κόμπιασε η λέξη στο λαιμό)
 
Οι σημαίες χρόνια τώρα κυματίζουν μέσα μου.
Δεν γνώρισαν ποτέ τους άπνοια.
 
*
Χρεωμένος θα φύγω στην ζωή και στον θάνατο.
Χρεωμένος σε σένα.
 
Πρώτες σκέψεις.
Μόλις υπέγραψα συμβόλαιο ζωής και θανάτου.
 
Σαν καταβόδωσα την ζωή 
ήρθε ο θάνατος.
Ήρθαν μαζί  οι  χάριτες,
κουνάμενη κι η μοίρα.
 
Τρεις ευχές.
Μια στεγνή πατρίδα που ανάσανε μέσα μου.
Ένας σταυρός που καρφώθηκε στη πλάτη μου.
Μια μάνα που όρισε τη τύχη μου.
 
Μου χρωστάει λοιπόν η ζωή
μου χρωστά και ο θάνατος.
Ένα αιχμάλωτο πατέρα.
-χάθηκε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα από τα μάτια μας-
ένα μικρό σπιτάκι στην θάλασσα, μια χαμένη Ιθάκη
( ας μην μιλάμε πια για την Ιθάκη, ίσως να ήταν μόνο μία)
 
Μου χρωστάει λοιπόν η ζωή,
μου χρωστά επιστροφές ο θάνατος.
 
Αν ισχύουν αυτά
γιατί το συμβόλαιο
κάτω από την καλλιγραφημένη ένδειξη:  ο δανειζόμενος
φέρει την υπογραφή μου;
 
 
*
ΟΤΑΝ ΕΒΗΣΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
 
Όταν  έσβησε ο πατέρας,
έπεσε στο έδαφος,
ένα δένδρο στην αυλή
που γεννήθηκα.
Κοίταζα το ταβάνι,
πατούσα το πάτωμα,
λείψανε τα κλαδιά,
λείψανε
ο κορμός και τα φύλλα,
οι ρίζες μου.
Ήρθαν συγγενείς, φίλοι
ξενιτεμένα αδέλφια,
μοιρολογίστρες,
από τον πέρα μαχαλά,
ήρθαν οι μοίρες.
«Θα γίνεις εσύ ένα δένδρο
θ΄ απλώσεις τις δικές σου ρίζες»
Εγώ όμως το ήξερα,
βαθιά μέσα στην γη μου,
ένα δένδρο έπεσε
και χάθηκε το δάσος.
 
 
 
 
*
 
 
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
 
Βαριόμουν τις επίκαιρες
ερωτήσεις του παππού,
όπως αυτή σήμερα, που θα περνούσε
ο μαύρος δράκος
και η συνοδεία του από τα στενά της αυλής
και τους ριγμένους μαντρότοιχους των δρόμων.
Είχε ήδη βγει σχετική ανακοίνωση.
Ο γραμματέας να ναι καλά.
--Τι είναι παιδί μου αυτοί που κατηφορίζουν
με τα κορμιά τσίτσιδα και τον ήλιο παραμάσχαλα
χωρίς να κρύβουν τα αχαμνά τους;
--Και τα μάτια που ακολουθούν την πομπή, μέσα από
τα αγκάθια του φράχτη, είναι από κάποια θυσία;
 
Περίεργα μα όμορφα μιλούσε ο παππούς.
Αγράμματος, μ΄ απόστολος!
 
Πήρα το βιβλίο και άνοιξα στο γράμμα Θ.
Θυσία, θυσία!
Εγώ δεν κατάλαβα ποιας μορφής θυσία
εξυπηρετούσε η κάθοδος των ανθρώπων
από την δύση.
Φοβήθηκα και του το είπα
βάζοντας το πρόσωπο μέσα στην αγκαλιά του
που μύριζε γέρικες στεναχώριες και έννοιες επιβίωσης.
 
Πριν από  το Θ κρατούσε το ίσο  χρόνια τώρα και αιώνες το Η.
Ήρωες σκέφτηκα!
 
*
Άραγε τι σκέφτονται οι άνθρωποι αυτοί
κρατώντας την άκρη του τσιγάρου
πατώντας στα λερωμένα χόρτα
κάθε μέρα
κάθε βράδυ
λίγο πριν τους πούνε : φύγετε
 
Το πρόσωπό τους μοιάζει
με κερί κίτρινο από συνειδήσεις
μοιάζει
πράσινο σαν τα  πεύκα νεκροταφείων
μοιάζει
σαν αυλή μικρότερη της παλάμης.
 
Μια σπιθαμή τσακισμένες τσουκνίδες
τόσο απάντησαν, είναι αρκετός τόπος να ζήσουν.
 
Μα δες τόσο τόπο δεν  έδωσαν.
Και κείνοι απάντησαν μασώντας
την άκρη του τελειωμένου τσιγάρου
σβήνοντας με την μύτη των παπουτσιών
την κάφτρα ως αντίδοτο, στα λερωμένα χόρτα.
 
 
*
ΣΤΑΧΤΕΣ
 
Βγήκε στο μπαλκόνι πριν
από τον ήλιο πριν
να τινάξει την κουβέρτα της ζωής της
να σκορπίσει τον χρόνο
που την πλάκωνε χρόνια τώρα
με τα δυο της χέρια στραγγιστό
βγήκαν οι στάχτες κοράκια στους δρόμους.
 
Στάχτες οι πίκρες κι οι χαρές
στάχτες ότι αγάπησε
η αγάπη της στάχτες
 
τρία μέτρα(έτσι υπολόγιζε) 
πριν την γη που βοτάνιζε
γερμένη την κάθε μέρα
η μικρή αυλή της – ο κόσμος της-
με τους μικρούς βασιλικούς της γης
και τον Κωνσταντινοπολίτικο της μάνας της.
 
Κι ύστερα
στάχτες και τα μικρά
στάχτες και τα μεγάλα (ποια μεγάλα; γέλασε)
στάχτες και τα δάκρυα που έχυσε
 
τόσο ποτάμι που πέρασε
δεν πήρε μαζί του τίποτα
δεν καθάρισε η γη και
το χώμα μπούχτισε από κλάματα
ραβδισμούς και μαύρες πέτρες.
 
Φώναξε τον χρόνο πίσω
τίναξε για τελευταία φορά την κουβέρτα
-είναι αλήθεια φύγανε σκόνες-
έκλεισε με βρόντο πίσω την πόρτα
 
-τα παιδιά πείνασαν-
 
 
 ***
 
 
 
Επεξηγήσεις
 
Πέγκο:  Παρθένα περιοχή του Στρυμονικού Σερρών
Τσάλτεπε, Τουλμπέσι: Περιοχές της Κοινότητας
Τουλμπέσι: Περιοχή πλησίον του Στρυμονικού, Ζευγολατειό Σερρών
Άγιος Αντώνιος: Εκκλησία του Χωριού, Πολιούχος
Άγιος Χαράλαμπος: Ξωκλήσι στην περιοχή
Σιβρί (Κορφοβούνι): Βουνό
Μαγκίλα, Κρίστο: Λόφοι του Στρυμονικού
Ξεροπόταμος: ρέμα που περνά μέσα από την Κοινότητα.

η βέργα της Δασκάλας, η βίτσα του Δασκάλου

 γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

βέργα:   1. λεπτό και ίσιο κλαδί δέντρου ή θάμνου, καθαρισμένο από τα φύλλα: ~ αμπελιού. Ένα δεμάτι βέργες. Ο δάσκαλος έπαιρνε τη ~ και μας τάραζε στο ξύλο, τη βίτσα.
              2. μακρύ και λεπτό στέλεχος από ξύλο, μέταλλο, πλαστικό: 
βίτσα η [vítsa]  : λεπτή και ευλύγιστη βέργα: Πήρε μια ~ και άρχισε να τον χτυπάει.

             [μσν. βίτσα < σλαβ. vitsa]

Η βεργα ή η βίτσα της Δασκάλας και του Δασκάλου, ήταν το μακρύ χέρι του παιδαγωγικού νόμου, του σωφρονισμού των ατάκτων, των αδιάβαστων μαθητών, των ζωηρών συμμαθητών αλλά πολλές φορές και των παιθαρχιμένων. Εξάλλου η βέργα αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο για όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές των Δημοτικών σχολείων και το Δημοτικό του Στρυμονικού δεν αποτελούσε εξαίρεση. Η βέργα δεν αποτελούσε μόνο ένα πρόσθετο όπλο στα χέρια των Δασκάλων, αλλά επιτάχυνε την σκληρότητά τους και εξαντλούσε πολλές φορές μια αυνήθιστη σκληρότητα πάνω στα σώματα των μαθητών. Οι γονείς την επόχή εκείνη θεωρούσαν επιβεβλημένη αυτή τη σκληρότητα των δασκάλων και δεν αντιδρούσαν, ακόμη κι αν τραυματιζόταν το παιδί τους από το δάσκαλό του. Πολλές φορές εξάλλου είχαν ήδη δώσει εν λευκώ εξουσιοδότηση του δάσκαλου να χτυπά το παιδί τους για να συναιτιστεί . Το αγαπητό αυτό όργανο των δασκάλων, κατασκεύαζονταν από κυδωνιά, ή βατσινιά για να είναι εύκαμπτη και θραυστη. Το κτύπημά της ήταν πολύ οδυνηρό γιατί αγκάλιαζε σαν ένα μαστίγιο την πλάτη, τους μηρούς, τα χέρια. Αυτή η κατασκευή της δεν επέφερε βαρείς τραυματισμούς και το συνηθέστερο ήταν τα μεγάλα κόκκινα σημάδια πάνω στα κορμιά μας. Είχαμε φτάσει σε σημείο να φοβόμαστε την καθημερινή εικόνα του δασκάλου με την βέργα πάνω στο θρανίο παρά τους...Τούρκους. Έτσι αναγκαζόμασταν να διαβάζουμε άχρηστα πράγματα και να μαθαίνουμε πολλές φορές παπαγαλία τα μαθήματά μας. Αυτό ηρεμούσε τον δάσκαλο.....θαρρείς και ήταν το ναρκωτικό του.



Η αγριότητα της βέργας ήταν πολύ μεγάλη. Πολλές φορές οι δαρμένοι μαθητές, ουρούσαν επάνω τους, έκλαιγαν, φωνάζανε ότι δεν θα το ξανακάνουν (να πάνε αδιάβαστοι, ή να κάνουν αταξίες) ενώ οι υπόλοιποι παρακολουθούσαμε απαθείς (με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο ξύλινο θρανίο) χωρίς ποτέ να μπορούμε να αντιδράσουμε.....Κολαστήριο και μεσαίωνας. Ευτυχώς έγκαιρα κάποιο κατάλαβαν ότι αυτή η μέθοδος σωφρονισμού δεν ήταν και η κατάλληλη και απομάκρυναν την βέργα από την έδρα. Φυσικά η ρήση " το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο" δεν αναφέρετε σε αυτές τις καταστάσεις.



Μερικοί δάσκαλοι, όταν η βέργα για κάποιους λόγους έσπαγε ή χανότανε, χρησιμοποιούσαν ως σωφρονιστικό μέσο το χάρακα για να κτυπούν τις ανοικτές μαθητικές παλάμες. Αλλοι τραβούσαν τα αυτιά και μπάτσιζαν τα μάγουλα. Πολύ λίγοι έβαζαν τα παιδιά να περπατούν με τα γόνατα πάνω στα χαλίκια. Τακτικά έπεφταν και ορισμένες κλωτσιές.Ορισμένοι μαζί με το τράβηγμα των αυτιών, χτυπούσαν και το κεφάλι στον τοίχο.  Θυμάμε πολύ καλά την κυρία Ασημίνα Λάγκα, μια εξαίρετη δασκάλα, που την είχα στο Δημοτικό άπό την πρώτη και μέχρι την τρίτη τάξη, αλλά θεωρούσε την βέργα ως το έσχατο μέσο επιβολής της πειθαρχίας μέσα στην αίθουσα. 'Έκανε και συλλογή από βέργες που της έφερναν οι μαθητές όταν οι πατεράδες τους πήγαιναν στο Τσάλτεπε ή το Σιβρί για ξυλεία. Και φυσικά αυτοί που τις έφεραν τις δοκίμαζαν πρώτοι (Διαστροφή; , Συνήθεια;) Φυσικά δεν ισχύει αυτό που ακούγεται πολλές φορές.....τι έγινε πάθαμε τίποτα που φαγαμε ξύλο.....τελικά πάθαμε, ακόμα το κρατάμε μέσα μας...



Ελάχιστοι δάσκαλοι χρησιμοποιούσαν την καλή πλευρά του χαρακτήρα τους για να μεταδώσουν γνώσεις. Δεν θα ξεχάσω ποτέ κάποιον νεαρό δάσκαλο από το Δημιτρίτσι στην Πέμπτη Τάξη. Καθόμασταν στο ίδιο θρανίο με τον αξέχαστο συμμαθητή Ιωάννη Στρουμπίνη (νομίζω τώρα ότι είναι πνευματικός στο Άγιο όρος ) και όταν λέγαμε καλό μάθημα μας έδινε σοκολατάκια, όπως και σε αυτούς που δεν έλεγαν. Γλυκειά μάθηση.

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2021

Γ. Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book) (γ΄μέρος)


ΠΑΕΙ ΚΙ ΑΥΤΗ Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

 
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των Φεγγαριών.
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών.
Πέρασες και συ και έφυγες, μονάχα ο χρόνος,
έμεινε εδώ συντροφιά του είναι ο πόνος.
 
Μες στα σοκάκια του χωριού και την πλατεία,
τότε που σου ΄λεγα την ίδια ιστορία,
για τα πουλιά στις ερημιές.
Αχ  να ΄τανε πολλές οι πρωτομαγιές!
 
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των Φεγγαριών 
μ΄ ένα λουλούδι στα μαλλιά και ένα δάκρυ.
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών
μ΄ ένα αστέρι λαμπερό στου ουρανού την άκρη.
 
Και τώρα πού σαι εδώ κοντά στην άκρη των ματιών μου
Να λαμπυρίζεις να σε βλέπω ξαστεριά
όπως θυμάμαι στου χωριού το ποταμάκι
και να σου ψιθυρίζω σ΄ αγαπάω αληθινά
 
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των Φεγγαριών
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών
 
 
ΠΟΙΟ ΝΑ ΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
 
Ποιο νάναι αυτό το περιστέρι
που κάθεται στο ένα μου χέρι,
και περπατά πάνω στους ώμους
και  μ΄ οδηγεί σ΄ άγνωστους δρόμους.
 
Ποιο νάναι αυτό το περιστέρι
που μ΄ οδηγεί σ΄ άγνωστο θάμπο
και από την σκοτεινή την πόλη
σ΄ ένα χωριό μέσα στο κάμπο.
 
Ποιο νάναι αυτό το Περιστέρι
που κελαηδάει στο ένα χέρι.
Και βγάζει ήχους από μια λύρα
όσα του έδωσα,τα πήρα.
 
Ποιο νάναι αυτό το περιστέρι
που λέει κλαδί το ένα μου χέρι,
κι απ΄ την Ανατολή στην Δύση
δεν λέει ποτέ του, να μ΄ αφήσει.
 
Δείχνει νοτιά, δείχνει Βοριά
δείχνει μικρούλα εκκλησιά,
και μ΄  οδηγεί μ΄ ένα καημό
στο όμορφό Στρυμονικό.
 
 
 
ΈΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΟΥ

Έλα να δεις τον τόπο μου, που είναι μεταξένιος,
μακρό φυλλες καλαμ
ποκιές, πράσινο-φρουρημένος.
Ξερολιθιές στα μέσα του,μα όταν γερνούν τα όρη,

δέκα σκιές επάνω του και βγαίνει βόλτα η κόρη.

Δεν είναι φύση αλαργινού, πουλί ξενιτεμένου,
μα η καρδιά του στεναγμού, του χιλιο
πονεμένου,

που απ΄ τα ξένα έρχεται και στο Σιβρί ανεβαίνει,
ένα σταυρό στον Αι Λια κι ύστερα κατεβαίνει.



Το
πονάμε,σας  στο λέω, το πονάμε,
τ ΄ αγα
πάμε, να ξέρεις μάνα, τ΄ αγαπάμε.
Τραγουδάμε!

Τρέχα να δεις την μάννα μου,που στο κατώφλι κλαίει,
βροχόνερο α
π΄ τα μάτια της, την μοναξιά της καίει.
Βούρκος α
πό λασπόνερα στον Αι Χαραλάμπη,
μια Εκκλησιά μετέωρη, ολόχρονα  που λάμ
πει.

Έλα να δεις τον τό
πο μου, της ξενιτιάς Πατρίδα.
Έχει ο κόσμος  ομορφιές.Πιο όμορφη δεν είδα.

Μες στης καρδιάς το χτύπημα, ένα καρφί ακόμα
κι εγώ φιλί
που της χρωστώ στο νοτισμένο χώμα! 


 
ΣΤΙΣ ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΤΟΥ ΠΛΑΓΙΕΣ

Στις ανθισμένες του πλαγιές, πέρασα καλοκαίρια
στις χωματένιες γειτονιές, τρεχάματα στ΄ αστέρια.
Βαδίζω στην Μαγκίλα του, στου Αι Λια τα ύψη
στο
πανηγύρι του Αντώνιου, που τόσο μου χει λείψει!

Και δίνω μια στον Ουρανό και δυο στα βήματά μου,
η τρίτη είναι μαχαιριά, που σ
πάει τα σωθικά μου.
Στρυμονικό μου όμορφο, της νιότης μου
πετράδι.
Ας ήσουνα στην ζήση μου, το
πιο στερνό μου χάδι.





 
ΓΑΜΟΣ ΣΤΟ ΣΤΡΥΜΟΝΙΚΟ
 
Στο Κορφοβούνι μια βραδιά
παντρεύεται μια κοπελιά.
 
Και φέρανε ψωμί γλυκό,
τα δυο της μάτια φυλακτό.
Και φέρανε ψάρια πολλά
σ΄  ένα πανέρι τα προικιά
Και φέρανε μπρούσκο κρασί,
να πιει ο γαμπρός κι οι προεστοί.
 
-Μα κοπελιά, αχ κοπελιά
που είναι η δικιά σου η χαρά;
-Την έχει πάρει ένα παιδί
που δέκα χρόνια ναυαγεί.
-Και δεν μπορεί, αχ δεν μπορεί
να μου χαρίσει ένα φιλί.
 
Αχ κοπελιά βρε κοπελιά,
Στρυμονικιώτισσα μου νια.
 
 
 
ΕΚΕΙ ΣΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΤΙΣ ΓΩΝΙΕΣ ...
 
Εκεί στου κάμπου τις γωνιές, χτυπάει ο σφυγμός μου
στις γειτονιές που αγάπησα, στο Στρυμονικό μου.
Τι κ αν ταξίδεψα στο χθες, το χθες με αποφεύγει
καλώ το σήμερα εδώ,κι αυτό απλά κωφεύει.
 
Εκεί σε χιόνι και νερό, είν΄ οι πατημασιές μου.
Στις λάσπες στ΄ αγριόχορτα, π΄ ανθούν μες στις αυλές μου.
 
Ήλιε που βγαίνεις το πρωί, ανάστα το μυαλό μου
πιάσε, το στήθος μου πονά, για το Στρυμονικό μου.
Τι κι αν αυτό με γέννησε, αλλού θαρρώ θα ζήσω
θα σπείρω στη εικόνα του, μνήμες για να μυρίσω.
 
 
 
 
ΣΚΟΡΠΙΟΙ ΑΝΕΜΟΙ ΣΤΟ ΣΤΡΥΜΟΝΙΚΟ
 
Αλαφροΐσκιωτη ζωή
κι ο Γιάννης σπάει μια χορδή απ΄ την κιθάρα
με το ανέβασμα του φα
διώχνει απ΄ τα μάτια του, την γκρίζα αντάρα.
 
Κι η Γιάννα ρίχνει μια στροφή
σ΄ ένα ζεϊμπέκικο βαρύ, τα βήματά της
σπίθες μέσα από την κραυγή
μία χωμάτινη βροχή τα δάκρυά της.
 
Κι ο Μήτσος μπαίνει στην γραμμή,
είναι βαριά η προσοχή στην αρβυλιά του,
στον ξεχασμένο μαχαλά,
βρήκε ένα τρόπο να γλιστρά στα όνειρά του.
 
Ανοίγει η πόρτα και βαρύς,
μπαίνει αγέρας ο μπεκρής με το τσιγάρο.
Φεύγει ψηλά ο στεναγμός,
άντε στον πάτο οι τσικουδιές,και θα κρεπάρω.
 
Μια ανεπίδεκτη στιγμή,
βγαίνουνε σπίθες μέσα από την λαλιά τους,
στο χρυσαφένιο τους μυαλό
μάτσο ανεμώνες που ανθούν στην αγκαλιά τους.
 
Φίλοι του κάμπου μου καλοί
στίχοι της γλώσσα μου, ανθοί μες στον μπαξέ μου
ας ζούσαμε έστω μια στιγμή
όλο το χθες σε μια πνοή.Ο αμανές μου!
 
 
Στον Γιάννη, την Γιάννα, τον Δημήτρη,
τον άλλον Δημήτρη, τον μικρό Γιάννη,
και στους λοιπούς μικρούς φίλους του χωριού μου
που τώρα είμαστε άλλος εδώ και άλλος εκεί...
 
 
 
ΣΤΟΥ ΠΕΓΚΟ ΤΟ ΝΕΡΟ
 
Στου Πέγκου το νερά,
λούζεται η αγάπη μου,μονάχα μια φορά.
Λούζεται με ροδόνερο,λούζεται και με μέλι,
κι αν έχει φεγγαρόφωτο,καθόλου δεν της μέλλει .
 
Την είδα να χτενίζεται,την είδα να μαζεύει ,
τα όμορφα χτενάκια της,κι εμένα να παιδεύει.
 
Στου Πέγκου το νερό,
είδα την αγάπη μου,
λουλούδι δροσερό.
 
Της έστειλα αγριοκέρασα,της έστειλα λουλούδια,
μες στη καρδιά μου έγραψα,αμέτρητα τραγούδια .
 
Στου Πέγκου  το νερό,
χάθηκε η αγάπη μου,
χάθηκα κι εγώ.
 
 
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΩΝΗΣ

Όσο θυμάμαι το χωριό,
θα λέω για τον Δημητρό
και τον Αντώνη.
Για του Δεκέμβρη την δροσιά
της μάνας μου την αγκαλιά
που δεν παγώνει.

Σε μια αυλή από πηλό,
είχαν στην στέγη
είχαν στην στέγη πελαργό
και χελιδόνια.
Που ξενιτεύονταν θαρρώ
με της βροχής τον ερχομό
τα πρώτα χιόνια.


Κάθε πρωί, πριν το σχολειό
από το χέρι με κρατούσε
ο παππούς μου.
Και με ταξίδευε μακριά

μ΄ ένα μπισκότο λιχουδιά
θυμάται ο νους μου.

Ζεύει τα ζώα ο Δημητρός
«άσε γυναίκα ο αγρός
γεννά χορτάρι,

από τα βάσανα εγώ
δεν θα γλυτώσω, κι αν
ο χάροντας με πάρει»

Μες στο τσεμπέρι τ΄ αργυρά
στην υφασμάτινη ποδιά
το χαρτζιλίκι.

Βόλοι, κρυφτό και γλυτωμό
και ένας ήχος ξύλινος
απ' το τσιλίκι.

 
Και απ΄ των συννέφων την δροσιά
σαν από κάδρου ζωγραφιά
πάνω σε άτι,
μ΄ άσπρα φτερά ο Αντωνιός
και ο παππούς ο Δημητρός
σ΄ ένα παλάτι.
 
 
ΜΝΗΜΕΣ
 
Ξεσκονίζω μνήμες του σπιτιού μου
την απλωσιά του λόφου μου
κομμένα χαμομήλια
τα πράσινα κρινάκια που μαζεύαμε
τον δρόμο του Αι Χαραλάμπη.
 
Κατακερματίζω τις εικόνες
τις μυρωδιές της Άνοιξης
τις άσπρες ανεμώνες
τους φίλους
που καθόμασταν στις γειτονιές
 
Έχω πει: Ξεχνάω το χωριό μου
τον ήλιο που ζωγραφίζαμε
που κόβαμε με ξύλο,
τα μήλα στις αγκαλιές
κι ύστερα κρυφτό, κυνηγητό και γλυτωμό
στις πέρα γειτονιές.
 
 
 
 
 
 
 
ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΞΕΝΑ
 

Γράμμα σου στέλνω μάννα μου, κι ας είσαι ο καημός μου
σ΄ όσους ρωτούν, να α
παντάς,είναι καλά ο γιός σου.

Μου τ
o λεγες δεν πίστευα, η ξενιτιά ειν΄ αγκάθι
κι ό
ποιος ποτέ δεν μάτωσε, ποτέ του δεν θα μάθει.

Αν το
 ριζώνεις όλο κλαις, αν το τραβάς ματώνεις
αν τ΄ ασ
παστείς μανούλα μου, μόνος σου ξημερώνεις.

Γράμμα σου στέλνω κι εύχομαι ο χρόνος να
περάσει,
άλλος εδώ να μην μας βρει, δάκρυα να μας κεράσει.

Στου Αι Αντώνη την γιορτή, θα ρθώ μες στην αυλή μας
ν΄ αφουγκραστώ τις μυρωδιές, που ντύσαν την ζωή μας.

Κι αν δεν μ
πορέσω, άναψεένα κερί  για μένα
τ΄ αγκάθια
πού χω στην καρδιά, νάναι ευωδιασμένα! 

 
 
 
 
ΠΑΤΡΙΔΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ
 
 
Που είσαι καρδιά  μου
παρηγοριά μου
στου κόσμου την ζωή.
Έλα να πιούμε
ν΄ αγαπηθούμε
στου Πόντου το χαλί.
 
Η λύρα κλαίει
με νότες λέει
στις μάνες που φορούν,
μαύρα τσεμπέρια
να δουν  χαμπέρια,
από τους γιους που πονούν.
 
Κλαίνε οι μάνες,
κλαίνε τα αδέλφια,
κλαίει και το χωριό.
Μάτια του Πόντου,
πότε καρδιά μου,
εγώ θα ξαναδώ.
 
 
 
 
ΣΤΗΣ ΑΥΓΗΣ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ
 
Αχ της Αυγής τα χρώματα
τα είδε και
και ξεψύχησε.
Και σε βαμμένα χώματα
πήγε και
την ψυχή του οδήγησε.
 
Γεια  σας μαυροντυμένες ώρες
γεια σας ρεματιές
γεια των ωραίων  κόρες
πικρές αμυγδαλιές.
 
Αχ της αυγής τα χρώματα
κυνήγησε
και λύγισε
και σε βαρκούλα ο χάρος
τον λάβωσε
τον σαβάνωσε.
 
 
 
ΣΤΙΣ ΓΚΙΟΛΕΣ ΤΟΥ ΠΕΓΚΟΥ
 
Κάτω στην γκιόλες του χωριού, δυο όμορφα κορίτσια
ψηλά σαν Κυπαρίσσια.
 
Πλέκουν στης γκιόλας τα νερά , με καλαμιές πανέρια
με τ΄ άσπρα τους τα χέρια.
 
Κι  ένα παιδί, σαν το πουλί, τραγούδαγε σε βάρκα
καθότανε στα άκρα.
 
-Ομορφονιές μου σας ποθώ και στο βυθό θα πέσω
στα δίχτυα να σας δέσω.
 
-Δεν μας αφήνει ο κύρης μας, για τι είμαστε μικρούλες
κόκκινες παπαρούνες.
 
-Πίκρα μεγάλη κοπελιές, μες στην καρδιά μου στάζει
σαν γυάλινο χαλάζι.
 
Κι ευθύς στον πάτο ο αετός, ψάρια πέφτει να πιάσει
και την ζωή να χάσει
 
 
 
ΜΑΝΟΥΛΑ ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ
 
Μανούλα μην κλαις. Στο υγρό προσκεφάλι
κουφέτα έχω απλώσει, (νύχτα) σφαίρες κενές.
Δεν μιλώ για ημέρες που θεός θα μας βάλλει
να χορεύουμε σπίθες, σ΄ απλωμένες φωτιές.
 
Αχ μανούλα…το κρυφό χτυποκάρδι
είναι πόνος σε πόνο που δεν έχει γιατρειά
σαν την αύρα που απλώνει στα μαλλιά σου ένα χάδι
και πριν ξημερώσει  είναι στάλα, δροσιά.
 
Ναι μανούλα, μην κλαις. Ο γιός σου εχάθη
στου πολέμου την νίκη. Κι ένα άστρο που ήρθε,
λαβωμένο απ΄ του εχθρού την ολόχαρη σπάθη
σαν χνώτο σε τζάμι, απ΄ το στόμα σου απήλθε.
 
Και τώρα; Τώρα μανούλα τα μαλλιά σου ασπρίσανε
και στα δάκτυλα έπλεξαν. Πόσο δύσκολο είναι
τους εχθρούς να δεχτείς, που κι αυτούς τους μισήσανε,
Κυριακή σε τραπέζι. «Γιε μου αστέρι έλα δίπλα και μείνε,
 
χτένισε τον Χειμώνα κι άπλωσέ μου την λύπη
να στεγνώσει στο σύρμα, που κουρνιάζουν πουλιά
πριν μετρήσω τις σφαίρες και δω πως μου λείπει
μια θα αστράψει και θα φύγουν μακριά».
 
 
 
ΚΙ ΕΡΧΕΣΑΙ ΠΑΛΙ ΦΩΣ ΜΟΥ
 
Εκεί που απλώνω λογισμούς και την καρδιά μου λιάζω
έρχεται κύμα απ΄ το βαθύ της θάλασσας και στάζω.
 
Εκεί που μου χτυπά η καρδιά την πόρτα της συνήθειας
μια σπίθα ψέμα μου χαλά τ΄ όνειρο της αλήθειας.
 
Κι έρχεσαι φως μου να μου πεις πως όλα θα αλλάξουν
όλα θα πάρουν την στροφή και θα μας αγκαλιάσουν.
 
Εκεί που ο αφρός της λησμονιάς μαύρο ποτίζει δάκρυ
εγώ από την μια πλευρά και συ στην άλλη άκρη.
 
Εκεί που ο ερχομός πικρός είναι για σένα αντίο
εγώ αγκαλιά αναζητώ, ζεσταίνεσαι στο κρύο.
 
Κι έρχεσαι φως μου να μου πεις, πως θα΄ μαστε  ζευγάρι
απ΄τον Φλεβάρη ήρθαμε, φτάσαμε Αλωνάρη!
 
(Μια ιστορία του Στρυμονικού Σερρών)
 
 
Σ΄ ένα χωριό του κάμπου, κει στο Στρυμονικό
Ύφαναν ιστορίες, σιμά στον αργαλειό.
 
Τούτη η ιστορία, που θα διηγηθώ
την έμαθα απ΄ πάππου, την λέω και εγώ.
 
Σ΄ ένα σπιτάκι ζούσε, άσχημη κοπελιά
τα δειλινά γυρνούσε, σε λόγγους και βουνά.
 
Παρέα με τους λύκους και τα λυκάκια της.
Τα ερπετά, τα φίδια, με τα φιδάκια της.
 
Για προσκεφάλι είχε, κοτρόνα* (μασαλά!) *
Βολτάριζε τα νύχτες στον πάνω μαχαλά.
 
Τ΄ αγόρια της σφυρίζαν στα μονοπάτια της
κι ανάβαν τα φιτίλια και τα γινάτια της.
 
Εκείνη μες στη τρέλα, αρπάζει δυο παιδιά.
Τα βρήκανε σφαγμένα κάπου στη ρεματιά,
 
Του Αι Χαραλάμπη*, σ΄ ένα κρυφό γκρεμό.
Ανάψανε κεράκια από βαθύ καημό. 
 
Οι χωρικοί καρτέρι, μέρα της στήνουνε.
Τη Κοπελιά να πιάσουν, να ανακρίνουνε.
 
Μα η κοπελιά συνήθως, γινόταν ζωτικό
και στοίχειωνε τα βράδια, στο έρημο χωριό.
 
Τρία σημάδια βάλαν, μες στα περάσματα,
Στο Πέγκο*, στη Μαγκίλα* και στα χαλάσματα.*
 
Και μια και δυό και πέντε και δεκατρείς φορές
τη φέραν στη πλατεία, μπροστά στους δικαστές.
 
Η άσχημη γυναίκα με δάκρυα και λυγμούς,
το έλεος ζητάει από τους χωριανούς.
 
Αν δεν με κοροϊδεύαν, αν δεν με σφύριζαν.
Αν δεν πετροβολούσαν, αν δεν με πείραζαν.
 
Εγώ θα ΄ μουν στο δάσος με τα φιδάκια μου
Κι οι νιοι, τα παλικάρια, τα παιχνιδάκια μου.
 
Μα οι δικαστές πεισθήκαν για μέγα φονικό
Κι ορθώς όπως μου είπαν βαρύ κατηγορώ.
 
Τη σύρανε δεμένη και με θηλιά πλεκτή
στη γέφυρα κρεμάσαν, που έχει γκρεμιστεί.
 
Κι αφού τη ρίξαν χάμω, λυγάει ο δοκός
Κι όλοι αναφωνήσαν «μεγάλος ο θεός»
 
Η άσχημη γυναίκα, με  ξωτική πνοή
Βγάζει απ΄ το λαιμό της, κειν΄ το τραχύ σχοινί.
 
Τα μάτια της σηκώνει, ψηλά στον ουρανό
και πέφτει μια αντάρα στο ξεροπόταμο*.
 
Οι χωριανοί τραπήκαν σε άτακτη φυγή
«Αθώωση» ζητούσαν από το Δικαστή.
 
Για να τελειώνω τώρα, να μη πολυλογώ,
η άσχημη γυναίκα, γίνηκε ξωτικό.
 
Αν πάτε στη πατρίδα μου, κει στο Στρυμονικό
αν ψάξετε τις νύχτες στο μαύρο ουρανό.
 
Θα δείτε ένα λαμπιόνι, η Πούλια να κρατά
έν΄ άσπρο χελιδόνι μονάχο να πετά.
 
Είναι η κοπελιά μας, το μόνο ξωτικό
που ζει μες στη καρδιά μας, σαν τρέμουλο καλό.
 
 
 
Και τώρα αν απορείτε, η γέφυρα γιατί
χρόνια που γκρεμισμένη, όλους μας, μας θωρεί.
 
Να πάτε να ρωτήσετε ποιοί είδαν ξωτικό
και χώρισε στα δύο, το έρημο χωριό.
 
 
Επεξηγήσεις αναφορών στο ποίημα:
 
*Στρυμονικό: Χωριό του Ν. Σερρών
*Κοτρόνα: Μεγάλη πέτρα
*Μασαλά: (αφερίμ) μπράβο!
*Αι Χαράλαμπος: Ξωκλήσι στη περιοχή
*Χαλάσματα: Αναφέρομαι σε ευρήματα αρχαίου οικισμού στη περιοχή
*Πέγκο: Δασώδη περιοχή του Στρυμονικού
* Ξεροπόταμος: Το ρέμα της Κοινότητας
* Μαγκίλα: Λόφος
 
 
ΣΤΑ ΞΕΝΑ
 
Μάνα που με μεγάλωσες, μέσα στην αγκαλιά σου,
κάνε το δάκρυ σου δρομί, να ρθω στα όνειρά σου.
 
Να κολυμπήσω στο βαθύ, της θάλασσας που πλάθεις. 
Ότι έμαθα στην ξενιτειά, μανούλα μην το μάθεις.
 
Έμαθα πως τους κλείσανε τους δρόμους να γυρίσω
 για να με κάνουν πιο πολύ τα ξένα ν΄ αγαπήσω.
 
Πώς να ξεχάσω μάνα μου πως κάτω απ΄ το τσεμπέρι
ισχνό χαμόγελο πικρό κανείς μην υποφέρει.
 
Μην δούνε τα ματάκια σου που στέγνωσε το δάκρυ
πως παίζουν τα παιδιά κρυφτό στου ουρανού την άκρη.
 
Εδώ στα ξένα μάνα μου ο ουρανός μολύβι,
την ώρα που σε σκέφτομαι πέφτει και με συνθλίβει .
 
Πεθύμησα την στράτα μου κάπου δυο πήχες μέτρα
αυτός ο τόπος για καρδιά έχει μια μαύρη πέτρα.