περισυνέλεξε από το διαδίκτυο και από άλλες πηγές ο Δημήτριος Γκόγκας
Γράμματα |
Παροιμίες |
Α |
Ø Αγαπώ, κυρά, να κλάνεις αλλά μην το παρακάνεις Ø Άδεια είχε το μουνί και μάζωνε αγγάρεια. Ø Άδεια που ‘χει το μουνί και παίζει τις αμάδες. Ø Αλάργα από στραβού ραβδί κι από κουτσού γαμήσι. Ø Αλάργα από πλώρη καραβιού και μουλαριού τον κώλο. Ø Αλάτισε τον κώλο σου και [τότε] ρώτα τι βρωμάει. Ø Άλλος γαμεί κι άλλος πλερώνει. Ø Άλλος κώλος φαίνεται κι άλλος μαγειρεύεται. Ø Άλλοι ψυχομαχάνε και άλλοι ψωλοβαράνε. Ø Άλλος ψυχομαχάει κι άλλος γκαυλομαχάει. Ø Άλλος το ‘χει και το κατουρεί κι άλλος δεν το ‘χει και το λαχταρεί. Ø Άγιος και κώλος μαρτυρούν, μα ο άγιος αγιάζει κι ο κώλος ζοχαδιάζει. Ø Άλλοι τρων τ’ αυγά με το πιπέρι, κι άλλοι κρατούν τ’ αρχίδια με το
χέρι. Ø Αλλού τρώει, αλλού χέζει, αλλού πάει και τον παίζει! Ø Αλλού τρώει κι' αλλού χέζει! Ø Άμα σε βάλει κάτω, όπως θε θα σε γαμήσει. Ø Άμα σε γαμήσει κανένας, να ‘ναι και μάστορας Ø Αμ’ πότε σε ξεβράκωσα και δεν ήσουνα χεσμένος; Ø Ανάθεμά το το μουνί τόσα κακά που σέρνει. Ø Αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρια δεν τρως. Ø Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί το ‘χει τραβήξει Ø Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το' χει σύρει. Ø Αν δε σε κλάσει ο μάστορης δε γίνεσαι τεχνίτης. Ø Αν είχε η θεια μας αρχίδια, την ελέγαν μπάρμπα. Ø Αν είχ’ αρχίδια η βάβω μας, την έλεγαν παππούλη. Ø Αν ήταν το βιολί ψωλή, θα το παίζανε πολλοί. Ø Αν ήταν η ψωλή βιολί, θα το έπαιζαν πολλοί. Ø Αν κατουρείς στην πόρτα μου, σου χέζω στη γωνιά σου. Ø Αν σε γαμήσει ο κατής, πού θα πας για να κριθείς; Ø Αν σου βαστάει ο κώλος... Ø Από τα μάτια σου στον κώλο σου δεν μπορείς να μάθεις την αλήθεια. Ø Άπ' όταν η γριά γαμήθηκε, εσφιχτομανταλώθη. Ø Από της μυλωνούς τον κώλο ορθογραφία γυρεύεις Ø Από ‘να μουνί κι από ‘να αρχίδι. Ø Από φωνή, μουνί και από μουνί, φωνάρα. Ø Απ’ τον κώλο μου βγήκες και κολύμπι θες να μου μάθεις; Ø Άσπρα γένια, πούτσα σιδερένια. Ø Άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα στην ψωλή. Ø Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στο πέρασμα του ποταμού θα φανεί. Ø Άσπρο κώλο που ‘χει η νύφη, να ‘χαμε και μεις οι γύφτοι. |
Β |
Ø Βάλαμε
χέρι στο βυζί, δέξου μουνί μαντάτα. Ø Βάλαν τον τρελό να χέσει κι έκατσε και ξεκωλιάστει. Ø Βαστάτε
ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος μου. Ø Βιαστικό
γαμήσι βγάζει τρελλό παιδί. Ø Βιαστικός
γάμος της νύφης, πουτσοχάμπερα. Ø Βρακί δεν
έχει ο κώλος μας, γαρίφαλο στ’ αυτί μας. Ø Βρέξ’ τον
κώλο σου να φας μπαρμπούνι. Ø Βρήκε ο
γύφτος λάδι, αλείφει και τα αρχίδια του. |
Γ |
Ø Γάϊδαρο σκουντάς; Πορδιές θ` ακούσεις. Ø
Γαμάει και δέρνει. Ø
Γάμα με να σε γαμώ να
περνούμε τον καιρό. Ø
Γαμιέσαι, κόρη μ’, χαίρεσαι,
στη γέννα θα τα πούμε Ø
Γαμεί γαϊδούρα στην ανηφόρα. Ø
Γαμεί η χελώνα το λαγό, όταν
ο αετός είναι από πάνω. Ø
Γαμεί και δέρνει Ø
Γαμήσου μουνί μου, να δεις
την προκοπή σου. Ø
Γάτος γαμάει, γάτος σκούζει. Ø
Γέλασε η κατσίκα που φάνηκε
της προβατίνας ο κώλος. Ø
Γέρου χάιδεμα και νιου
γαμήσι. Ø
Για να γίνεις ηγούμενος
πρέπει να σε γαμήσει ο προηγούμενος. Ø
Για την ορφανή τη ξένη, έχει
ο θεός ψωλή κρυμμένη. Ø
Για, να σφίξουν οι κώλοι! Ø
Γιατί; Εμείς στο πηγάδι
κατουρήσαμε; Ø
Γκαστρωμένο μουνί,
ξεροψημένο αρνί Ø
Γλυκά τρως, πικρά κλάνεις. Ø
Γλυκός ο ύπνος το πρωί,
γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή. Ø
Γοργά-γοργά ας τον θάψουμε
να μη σκωθεί η ψωλή του. Ø
Γούμενος καθούμενος, τ’
αρχίδια του έλυε κι έδενε. |
Δ |
Ø
Δεν είδε παπά κώλο. Ø
Δεν ηύρες ακόμα τον
μαλλιαρόκωλό σου. Ø
Δεν μας φτάνει η χολή μας,
καυλώνει και η ψωλή μας. Ø
Δεν μπορείς εσύ να κλάσεις,
και κουλούρες θες να πλάσεις; Ø
Δεν κατούρησα στο πηγάδι. Ø
Δόξα να 'χεις τρυγητή μου
που 'δα τρίχα στο μουνί μου. Ø Δουλειά δεν έχει ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του. Ø
Δουλειά δεν έχει ο διάβολος,
τα αρχίδια του θα τρίβει Ø Δώσε θάρρος στο χωριάτη ν΄ ανεβεί και στο κρεβάτι. |
Ε |
Ø Εβατεύονταν η γίδα και τον τράγο τσούζει ο κώλος. Ø Έγινε της πουτάνας το κάγκελο. Ø Εγώ καλά καθόμουνα, τι μου ‘ρθε για να χέσω, να τσακιστεί το πατερό,
να γκρεμιστώ να πέσω. Ø Εγώ με τον παρά μου, γαμώ και την κυρά μου. Ø Εδώ γαμούν αρσενικούς και συ γυρεύεις νύφη. Ø Εδώ ο κόσμος χάνεται και το μουνί χτενίζεται. Ø Είδα και παραείδα, ποντικού ψωλή δεν είδα. Ø Είδε κι η αλεπού τρίχα στο μουνί τς. Ø Είδες παπά στον ύπνο σου; Κώλο γυρεύει. Ø Είδες χιόνι στο βουνί, βάλε χέρι στο μουνί. Ø Είν’ το μουνί και γλυτών’ ο κώλος. Ø Είπαν του τρελού να χέσει, κι εκείνος ξεκωλώθηκε. Ø Είπε ο χέστης του κλανιάρη, βάρδα απ’ εδώ ρε ξεκωλιάρη. Ø Είχαμ' ένα σωρό σκατά, μας ήρθε κ' ένα στράστο. Ø Είχαμε μουνιά σακιά, κι ένα πούτσο καπαμά. Ø Είχαμε ψωλές σακιά, μας ήρθαν κι απ’ τα χωριά. Ø Έκαμε τον κώλο του ντουφέκι και βροντάει και δεν στέκει. Ø Έκανε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο. Ø Έκανε κι η ψείρα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο. Ø Εκατό ξυλιές στον ξένο κώλο λίγες είναι. Ø Εκβήκεν από τα πηλά και έπεσεν εις τα σκατά. Ø Εκεί που βγάζεις το ψωμί σου, μη βάζεις το καυλί σου. Ø Εκεί που βγάζεις το ψωμί σου, μη βάζεις το πουλί σου. Ø Έλα μουνί στον τόπο σου Ø Έλα μουνί στον τόπο σου και ρέστα μη γυρεύεις. Ø Έλα μουνί στον τόπο σου και πούτσο μη γυρεύεις Ø Έλα παππού μου να σου δείξω πού το' χει η γιαγιά μου. Ø Έμαθε να βελονιάζει και γαμεί το μάστορή του. Ø Εμακρύναν οι ποδιές σου, σκεπαστήκαν οι πομπές σου. Ø Έμεινε με την ψωλή στο χέρι. Ø Έμεινε με τον πούτσο στο χέρι. Ø Ένα βρακί δυο κώλους δε χωρεί. Ø Ένα το 'χει η Μαριορή το στεγνώνει το φορεί. Ø Έπεσε στο λάκκο με τα κωλοδάκτυλα. Ø Έπιασε τον παπά απ’ τ’ αρχίδια. Ø Έχει μάτια και στον κώλο. |
Ζ |
Ø Ζει στα άνθη και ψοφά στα κωλόπανα. Ø Ζούπα-ζούπα τον κώλο σου, σκατά θα βγάλει. |
Η |
Ø
Η αξίνα θέλει κώλο και
κομμάτι απ’ άλλον κώλο. Ø Η γρια η κοτα εχει το ζουμι. Ø
Η γριά το μισοχείμωνο
ξυλάγγουρο γυρεύει Ø
Η κότα όταν έρθει το αβγό
στον κώλο της ψάχνει για φωλιά. Ø
Η κουρούνα όπου κι αν πάει,
τον κώλο της μαζί της τον κουβαλάει. Ø
Η λίρα, και μέσα στα σκατά
να πέσει, πάλι λίρα θα είναι. Ø
Η μαϊμού είδε τον κώλο της
και τρόμαξε. Ø
Η μαλακία πάει σύννεφο Ø
Η μαλακία πάει σύννεφο κι ο
πούτσος τρεχαντήρι Ø
Η μάνα του του δίν’ βυζί,
και η γυναίκα του μουνί. Ø
Ή μικρή μικρή γαμήσου ή
μεγάλη κωλοστήσου. Ø
(Η) Μουνότριχα τραβάει
(και) καράβι. Ø
Η πουτάνα απ’ τη χαρά της,
διαλαλεί την πουτανιά της. Ø
Η πουτάνα κάνει τόσα κι έχει
μακριά τη γλώσσα Ø
Η πουτάνα κάνει τόσα, έχει
και μεγάλη γλώσσα. Ø
Η πουτάνα σα γεράσει, πέντε
τέχνες θε να πιάσει: μάγισσα, μαμή, μεσίτρα, φκιασιδού ή χαρτορίχτρα. Ø
Η πουτάνα όταν γεράσει,
πέντε τέχνες θε να πιάσει: κόφτρα, ράφτρα, μάντισσα, μαμμή και
ψευδογιάτρισσα. Ø
Η πουτάνα το ξεφτίλισμα για
πανηγύρι το ‘χει. Ø
Η προσταγή σου φιρμάνι κι ο
κώλος σου ντουμάνι. Ø
Η ψωλή δεν είναι βρύση,
άφησέ την να γεμίσει να φχαριστηθεί γαμήσι. |
Θ |
Ø Θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός. Ø Θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια. Ø Θα μας κλάσεις μια μάντρα αρχίδια Ø Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί και η χαρά δεν την αφήνει. Ø Θέλει μουνί, και ναν’ και ξουρισμένο Ø Θέλει να κλάνει με ξένο κώλο. Ø Θες μουνί, το θες και στο πιάτο. Ø Θύμωσε ο Αγάς κι έκοψε τ’ αρχίδια του |
Ι |
Ø Ιερόδουλη παρθένα, και αρχίδια χωρίς φρένα |
Κ |
Ø Κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν εφράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά
είναι πικρό μαράζι. Ø Και στου μουνί της μάνας σου να πας, θα σ’ εύρω εγώ. Ø Και την πούτσα στο μουνί, και την ψυχή στον παράδεισο. Ø Κάλλιο να βαστώ σκατά, παρά παιδί, στην αγκαλιά. Ø Καλογερικό γαμήσι βουβαλινό όργωμα. Ø Καλογριά στο μοναστήρι, το μουνί της εργαστήρι. Ø Καλύτερα να είσαι η καύλα ενός γέρου παρά η σκλάβα ενός νέου. Ø Καράβι που αργεί, σκατά είναι φορτωμένο Ø Κατά τα σκατά και το φτυάρι. Ø Κατουράει την πέτρα και γίνεται ασβέστης. Ø Κεχαγιάς στ’ αρχίδια μου. Ø Κι ο ωραιότερος κώλος, πορδές κλάνει. Ø Κλέφτης τον κλέφτη δεν γελά, πουτάνα την πουτάνα. Ø Κόκκορος ελάλησε, σήκω, γέρο, γάμησε. Ø Κομμένη ψωλή, μασημένα λόγια. Ø Κουμπάρα δω, κουμπάρα κει, κουμπάρα, λύσε το βρακί. Ø Κουρασμένο μουνί γαμιέται, κουρασμένος πούτσος δε γαμεί. Ø Κράζει η πουτάνα την παρθένα. Ø Κρουφά κρουφά κατούρισε κι α δε θωρείς θωρού σε. Ø Κώλο βάζει o μάγειρας, σκατά θα μαγειρέψει. Ø Κώλο είδες; Καρτέρα και τα σκατά του. Ø Κώλοι υπάρχουν, λεφτά δεν υπάρχουν. Ø Κώλους είνι κι φαίνητι κι μη σας κακοφαίνητι. Ø Κώλος και βρακί. Ø Κώλος κλαμένος, γιατρός χεσμένος. Ø Κώλος χιονάτος, μούνος αφράτος. Ø Κώλος αφορμιάρης πορδές γεμάτος. Ø Κώλος κουνιστός, μούνος ανοιχτός. Ø Κώλος κουνάμενος πούτσος τρεμάμενος. Ø Κώλος μαθημένος δεν ξεχνάει ο καημένος. Ø Κώλο μυρίζεσαι; Σκατά λιγουρεύεσαι. Ø Κώλος που ‘μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει. Ø Κώλος, πο ‘μαθε να κλάνει, πάντα πρου θέλει να κάνει. |
Λ |
Ø Λέν’ του καλόγερου, θες μουνί; Ø Λωλού κεφάλι δε γερνά μηδέ πουτάνας κώλος. |
Μ |
Ø
Μαγκιά, κλανιά και κώλος
φινιστρίνι. Ø
Μάθαν πως γαμιόμαστε,
πλακώσανε κι οι γύφτοι. Ø
Μακριά απ’ τον κώλο μου, κι
ας είναι δέκα μέτρα. Ø
Μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι. Ø
Μαμ και νάνι, πούτσο και
σεργιάνι. Ø
Μας έπρηξες τ’ αρχίδια! Ø
Μας πάει γαμιόντας Ø
Μας πιάσανε τον κώλο. Ø
Μάστορης είναι και της
κατσίκας ο κώλος! Ø
Με ένα κώλο γερνάει κανείς,
με μια γνώμη δεν γερνάει. Ø
Μ’ ένα χέσιμο και δυο, δεν
περνάμε τον καιρό. Ø
Με σάλιο και υπομονή, ο
κώλος γίνεται μουνί. Ø
Με τον λύχνον κατουρεί. Ø
Με τον παρά μου γαμώ και
την κυρά μου. Ø
Μήτε στον διάβολο κερί, μήτε
στον Τούρκο κώλο Ø
Μικρόν κώλο δεν έδειρες,
μέγαν μη φοβερίζεις. Ø
Μιλάν’ όλοι, μιλάνε κι οι
κώλοι. Ø
Μουνιά μουνιάσανε, τον πασά
κρεμάσανε. Ø
Μουνιά-μουνιά είχαν ριζικό,
μουνιά-μουνιά είχαν μοίρα, και το δικό μου το μουνί το έφαγε η ψείρα. Ø
Μουνί καλλιγραφία. Ø
Μπήκαν τα σκατά στο πιάτο κι
ήρθανε τα πάνω κάτω. Ø
Μωρέ τσούπες, μωρέ τσούπες
έχει ο μούνος σας τουλούπες; Ø
Μωρή πουτάνα θάλασσα που σε
γαμάν τα ψάρια. Ø
Μωρή πουτάνα αμυγδαλιά, που
ανοίγεις τον Γενάρη, δεν καρτερείς την άνοιξη, ν’ ανοίξουμ’ ουλ' αντάμα; |
Ν |
Ø
Να ‘χα μοίρα, να ‘χα τύχη,
να ‘χα ψώλο μία πήχη. Ø
Νερό από του Πούση και μουνί
απ΄του Πετούση Ø
Ντέρτι που το ‘χει η Μάρω
που ‘ναι το μουνί της μαύρο. |
Ξ |
Ø
Ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι. Ø
Ξένος κώλος, ξένος πόνος. Ø
Ξερά σκατά, στον τοίχο δεν
κολλάνε. Ø
Ξερά σκατά, μικρή ζημιά και
λίγη βρώμα. Ø
Ξέφτια δεν είχε το μουνί και
μάθαινε τσαγκάρης. |
Ο |
Ø
Ο Βοριάς κι η Τραμουντάνα
είπαν τη Νοτιά πουτάνα. Ø
Ο γέρος ή από πέσιμο ή από
χέσιμο θα πάει. Ø
Ο θεός να σε φυλάξει από τυφλού
ξυλιά κι από κουτσού γαμήσι. Ø
Ο γάτος όταν νιαουρίζει για
γαμήσι τριγυρίζει. Ø Οι πουτάνες κι οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές. Ø
Ο καθένας το σκατό του,
μηλοκύδωνο το έχει. Ø
Ο κοντός, για φωνή – για
ψωλή. Ø
Ο κώλος είναι κόλαση και το
μουνί πηγάδι, και όποιος κώλο δε γαμεί, στραβός πάει στου Άδη. Ø
Ο κώλος μας ξεβράκωτος κι η
σκούφια μας με φιόρα. Ø
Ο κώλος μου κι ο κώλος σου
σ' ένα σκαμνί δεν κάθονται. Ø
Όλα σου ξανάστροφα κι ο
κώλος σου παράτρουπα. Ø
Όλοι γαμούν και λειτουργούν
κι εγώ αν σημάνω βλάφτει; Ø
Όμοιος τον όμοιο γύρευε,
πουτάνα την πουτάνα, κι ο κερατάς τον κερατά να περπατούν αντάμα. Ø
Όμορφα σκατά τα βλίτα και τα
κάνουνε και πίτα. Ø
Όμορφέ μου και όμορφή μου,
τι σκατά θα φάμε βράδυ; Ø
Ο μουρλός άντρας και η
πουτάνα γυναίκα δεν γερνάνε ποτέ. Ø
Όξω φτει, μέσα κατουρεί. Ø
Όξω φτεί και μέσα χέζει. Ø
Ούτε εκκλησιά χωρίς καμπάνα,
ούτε χωριό χωρίς πουτάνα. Ø
Όποιος βρέσκει και γαμεί,
αστοχιά του αν παντρευτεί. Ø
Όποιος διαβάζει με τ’
αρχίδια γαμάει με τα μάτια. Ø
Όποιος πηδάει πολλά
παλούκια, στο τέλος κάποιο θα χωθεί στον κώλο του. Ø
Όποιος νύχτα περπατεί, ή
κλέφτης είναι ή γαμεί. Ø
Όποιος νύχτα περπατεί,
λάσπες και σκατά πατεί. Ø
Όποιος σε κλάσει χέσε τον,
μη βγει καλύτερός σου. Ø
Όποιος σε πόρνη εμπιστευτεί,
στον κώλο του ρεπάνι. Ø
Όποιος ‘μπιστεύεται τον
κώλον του, χέζει το βρακίν του. Ø
Όποιος τον Αύγουστο γαμεί,
κακό χειμώνα βγάζει. Ø
Όποιος τρώει σκατά, δεν τον
κάνουνε παπά. Ø
Όπου μούναρος σου τύχει,
χώστηνε βαθιά μια πήχη. Ø
Όπου υπάρχουν νταβατζήδες,
υπάρχουν και πουτάνες. Ø
Όσα βγάλαμε στα ξένα, στο
μουνί και στην ταβέρνα. Ø
Όσα ξέρει ένας κώλος, δεν τα
ξέρει ο κόσμος όλος. Ø
Όσα σέρν’ η τρίχα του
μουνιού, καράβι δεν τα σκώνει. Ø
Ο στρατός και το μουνί
θέλουνε υπομονή. Ø
Όταν κλάσει ο νοικοκύρης, θε
να χέσει ο μουσαφίρης. Ø
Όταν πάω να χέσω, τότε σε
θυμούμαι Ø
Ο τεμπέλης ο μπακάλης τ’ αρχίδια
του ζυγίζει. Ø
Ότι βάνει ο στόμος, βγάνει
κι ο κώλος. Ø
Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι
ό,τι αρπάξει ο κώλος μας. Ø
Ο ύπνος θρέφει μάγουλα και
ξεγυμνώνει κώλους. Ø
Ουρανός που θ’ αστράψει θα
βρέξει και κώλος που θα κλάσει θα χέσει. Ø
Ο χορός και το γαμήσι είναι
της γυναικός η φύση. |
Π |
Ø
Παρακαλετό μουνί, ξινό
γαμήσι. Ø
Πάρε κώλο-δώσε κώλο,
γνώρισες τον κόσμο όλο. Ø
Πείσμωσε ο καλόγερος κι
έκοψε τ’ αρχίδια του. Ø
Περσινός πούστης, φετινός
κωλομπαράς. Ø
Πες πες το κοπέλι κάνει
την κυρά και θέλει. Ø
Πετάγεται σαν την πορδή. Ø
Πετάγεται σαν την ψωλή από
το βρακί. Ø
Πήγα να πω τον πόνο μου και
μου ‘πιασαν τον κώλο μου. Ø
Πιε μουνί νερό, κι έχουμε
καιρό. Ø
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά
και το γουρούν’ τ’ αρχίδια. Ø
Πολλά μουνιά τριγύρω μας,
στον πούτσο μας κανένα. Ø
Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί,
πότε ο κώλος τον πονεί. Ø
Πούστηδες και παλικάρια
γίναμε μαλλιά κουβάρια. Ø
Πούστης τον πούστη αγαπά,
πουτάνα τη πουτάνα, κι ο Μήτσος ο κωλομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα. Ø
Πουτάνα με τα κλάματα και
κλέφτης με τους όρκους. Ø
Πουτάνας κόρη έπαρε,
πουτάνας γιο μην πάρεις. Ø
Πούτσες μπλε κι αρχίδια
καπαμά. Ø
Πώς να χέσω που πεινάω. |
Ρ |
Ø Ρούφα τον να σε χαρώ, ν΄ ανεβούμε στο βουνό |
Σ |
Ø
Σα δε ντραπείς να με κλάσης,
δε θα ντραπώ να σε χέσω. Ø
Σαν κλαμένο μουνί. Ø
Σαν περάσ' η όρεξή σου, ρίξε
στάχτη στο μουνί σου. Ø
Στάζει μέλι η πούτσα του
Βαγγέλη. Ø
Στ’ αρχίδια μας κι εμάς
–Κωστής Παλαμάς. Ø
Στην ξαδέρφη και στην θεια
μπαίνει πάντα πιο βαθιά. Ø
Στο φαΐ και στο γαμήσι ο
Θεός δεν κάμει κρίση. Ø
Σκατά στα μούτρα σου. Ø
Σκατό κι' εν, η γιαγια
μ' έχεσεν. Ø
Σηκωθήκανε τ’ αγγούρια να
γαμήσουν το μανάβη. Ø
Στον πόρδο μη θαρρεύεσαι και
χέσεις το βρακί σου. |
Τ |
Ø
Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι
επιδέξιους κώλους. Ø
Τ’ αρχίδια του Καράμπελα και
το μουνί της Χάιδως. Ø
Την Καθαροδευτέρα παίρνει το
μουνί αέρα. Ø
Την πουτάνα και στο μπουκάλι
να την κλείσεις, με τον φελλό θα το κάνει. Ø
Της θείας σου ο πάτος
γαρύφαλλα γεμάτος. Ø
Της κοντής ψωλής οι τρίχες
της φταίνε Ø
Της γυναίκας ο καημός,
λούσα, πούτσα και χορός. Ø
Της πουτάνας το κάγελο Ø
Της κοντής ψωλής οι τρίχες
της φταίνε. Ø
Της κοντής ψωλής τα
μαλλιά της φταίγανε . Ø
Της στραβιάς της ψωλής οι
τρίχες της φταίνε. Ø
Τις μεγάλες Αποκριές
στέκονται οι ψωλές ορθές. Ø
Τι το κάμαμε; Τσιριγώτικο
μουνί; Ø
Το γαμήσανε και ψόφησε. Ø
Το πολύ το τάκα-τάκα κάνει
το παιδί μαλάκα. Ø
Το πολύ το τίκι τίκι
κάνει το παιδί φυστίκι. Ø
Το γαμπρό ακόμα δεν τον
είδαμε, τ' αρχίδια του μεγάλα. Ø
Τον Απρίλη και το Μάη το
μουνί φαρομανάει. Ø
Τον Ιούλη κι οι γριές
κάνουνε ξετσιπωσιές Ø
Το μερακλίδικο μουνί βουνά
ξεθεμελιώνει, στερεύει λίμνες και γιαλούς και ποταμούς θολώνει. Ø
Το μουνί σου κι ένα πράσο, τι
μου δίνεις να στο πιάσω; Ø
Το μουνί σέρνει καράβι Ø Το μουνί τραβά καράβι Ø
Το μουστάκι είναι η κουρτίνα
του πούστη. Ø
Το μουνί και το πριόνι,
όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει. Ø
Το μουνί και το χταπόδι με
το χτύπημα απλώνει. Ø
Τον Απρίλη και το Μάη το
μουνί φαρομανάει. Ø
Το ‘να του χέρι στα σκατά
και τ’ άλλο στο καθίκι. Ø
Τον πάει πίπα – κώλο. Ø
Τον πιάσανε κωλοπιλάλες Ø
Το ‘να παιδί καλό παιδί και
τ’ άλλο γαμώ τη μάνα του. Ø
Τον κώλο βάζει o μάγειρας, σκατά θα μαγειρέψει. Ø
Το μαχαίρι είν’ για τους
εχθρούς κι η ψωλή για τους δικούς. Ø
Το μουνί και το μπουκάλι μ'
έφεραν σ' αυτό το χάλι. Ø
Το μουνί μου φλόγες βγάζει,
λες να είναι πετρογκάζι; Ø
Το ντέφι κι’ η Αποκριά είναι
του πούστη η χαρά. Ø
Το ράσο θέλει καλοπέραση κι
η πουτανιά φτιασίδι. Ø
Το συχνομπουκουνάτο κάνει το
μουνί δροσάτο. Ø
Το χωριό καιγότανε και η
Μαριώ γαμιότανε. Ø
Το χωριό καιγότανε και η
πουτάνα λουζότανε. Ø
Του κώλου τα εννιάμερα, του
πούτσου τα σαράντα. Ø
Του μουνιού σου το γλωσσίδι
μου ‘ριξε κλωτσιά στ’ αρχίδι. Ø
Του φτωχού η κοιλία όταν
γομούτε, η ψωλίατ’ σκούτε. Ø
Τσολιάς στ’ αρχίδια μου. Ø
Τύφλα να χει το γαμήσι σαν
πετύχει η μαλακία. Ø
Τώρα που ‘ρχεται το βράδυ θα
σου κάνω το μουνί πηγάδι. |
Υ |
Ø Υστερία με πιάνει, με το μουνί σου χοάνη! |
Φ |
Ø
Φάε κώλε μου αλεύρια και
μουνί μου βερεσέδια. Ø
Φοβέριζε τη γυναίκα του κι
έκοψε την ψωλή του. Ø
Φοβέρισε τον κώλο σου μη
χέσει τα κλιτσιά σου. Ø
Φοβέρισε τον κώλο σου, μην
κλάσει στο παζάρι Ø
Φυλάξου από καινούριο
αφεντικό κι από παλιά πουτάνα. Ø
Φυλάξου από νιο πραματευτή
και από παλιά πουτάνα. |
Χ |
Ø
Χάσκει ο κώλος να βγει η
ψυχή του. Ø
Χέσε θέατρο, κατούρα
παράσταση. Ø
Χέζει ο κώλος του λεφτά, και
κατουράει λάδι. Ø
Χέσε μέσα. Ø
Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν
γίναμε Ευζώνοι. Ø
Χέσε μες στη θάλασσα να
μαζευτούν τα ψάρια. Ø
Χέσε ψηλά κι αγνάντευε. Ø
Χέσε ψηλά κι αγνάντευε
και πέτα βοτσαλάκια Ø
Χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει. Ø
Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί
τζαμί. Ø
Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι. Ø
Χέστηκε η φοράδα στο
Γενί Τζαμί και κατούρησε στ' άχυρα. Ø
Χέστηκε ο Πολύδωρος που ‘ναι
στα πόδια γρήγορος. Ø
Χήρας κώλο γάμησε, πουτάνας
μην ζηλέψεις. Ø
Χήρας κώλος που πονάει, άλλα
πράματα ζητάει. |
Ψ |
Ø
Ψηλό μουνί, καμαρωτό γαμήσι. Ø
Ψωλή καυλωμένη θεόν δεν
ονομάζει. Ø
Ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα μας,
μουνάκι θέλει η ψωλίτσα μας Ø
Ψωμί, τυρί δεν είχαμε,
χοντρή ψωλή γυρεύαμε. |
Ω |
ü Ω! μεγάλη κουδουνίστρα,
πού χεις το μουνί σα ξύστρα! |