Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΞΕΝΑ: Από την ποιητική Συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικο / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ



Γράμμα σου στέλνω μάννα μου, κι ας είσαι ο καημός μου
σ΄ όσους ρωτούν, να α
παντάς,είναι καλά ο γιός σου.

Μου τ
o λεγες δεν πίστευα, η ξενιτιά ειν΄ αγκάθι
κι ό
ποιος ποτέ δεν μάτωσε, ποτέ του δεν θα μάθει.

Αν το
 ριζώνεις όλο κλαις, αν το τραβάς ματώνεις
αν τ΄ ασ
παστείς μανούλα μου, μόνος σου ξημερώνεις.

Γράμμα σου στέλνω κι εύχομαι ο χρόνος να 
περάσει,
άλλος εδώ να μην μας βρει, δάκρυα να μας κεράσει.

Στου Αι Αντώνη την γιορτή, θα ρθώ μες στην αυλή μας
ν΄ αφουγκραστώ τις μυρωδιές, που ντύσαν την ζωή μας.

Κι αν δεν μ
πορέσω, άναψεένα κερί  για μένα
τ΄ αγκάθια 
πού χω στην καρδιά, νάναι ευωδιασμένα! 

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΩΝΗΣ*: Από την ποιητική ζωή : Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό Σερρών / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 



Όσο θυμάμαι το χωριό,
θα λέω για τον Δημητρό
και τον Αντώνη.
Για του Δεκέμβρη την δροσιά
της μάνας μου την αγκαλιά
που δεν παγώνει.

Σε μια αυλή από πηλό,
είχαν στην στέγη πελαργό
και χελιδόνια.
Που ξενιτεύονταν θαρρώ
με της βροχής τον ερχομό
τα πρώτα χιόνια.

Κάθε πρωί, πριν το σκολειό
από το χέρι με κρατούσε
ο παππούς μου.
Και με ταξίδευε μακριά

μ΄ ένα μπισκότο λιχουδιά,
θυμάται ο νους μου.

Ζεύει τα ζώα ο Δημητρός
«άσε γυναίκα ο αγρός
γεννά χορτάρι,

από τα βάσανα εγώ
δεν θα γλυτώσω, κι αν
ο χάροντας με πάρει»

Μες στο τσεμπέρι τ΄ αργυρά,
στην υφασμάτινη ποδιά,
το χαρτζιλίκι.

Βόλοι, κρυφτό και γλυτωμό
και ένας ήχος ξύλινος
απ' το τσιλίκι.

Και απ΄ των συννέφων την δροσιά
σαν από κάδρου ζωγραφιά
πάνω σε άτι,
μ΄ άσπρα φτερά ο Αντωνιός
και ο παππούς ο Δημητρός
σ΄ ένα παλάτι.

*Αφιερωμένο στον παππού ΔΗΜΗΤΡΗ και στον πατέρα ΑΝΤΩΝΗ

ΣΚΟΡΠΙΟΙ ΑΝΕΜΟΙ ΣΤΟ ΣΤΡΥΜΟΝΙΚΟ / από την ποιητική συλλογή : Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό


Αλαφροΐσκιωτη ζωή
κι ο Γιάννης σπάει μια χορδή απ΄ την κιθάρα
με το ανέβασμα του φα
διώχνει απ΄ τα μάτια του, την γκρίζα αντάρα.
 
Κι η Γιάννα ρίχνει μια στροφή
σ΄ ένα ζεϊμπέκικο βαρύ, τα βήματά της
σπίθες μέσα από την κραυγή
μία χωμάτινη βροχή τα δάκρυά της.
 
Κι ο Μήτσος μπαίνει στην γραμμή,
είναι βαριά η προσοχή στην αρβυλιά του,
στον ξεχασμένο μαχαλά,
βρήκε ένα τρόπο να γλιστρά στα όνειρά του.
 
Ανοίγει η πόρτα και βαρύς,
μπαίνει αγέρας ο μπεκρής με το τσιγάρο.
Φεύγει ψηλά ο στεναγμός,
άντε στον πάτο οι τσικουδιές,και θα κρεπάρω.
 
Μια ανεπίδεκτη στιγμή,
βγαίνουνε σπίθες μέσα από την λαλιά τους,
στο χρυσαφένιο τους μυαλό
μάτσο ανεμώνες που ανθούν στην αγκαλιά τους.
 
Φίλοι του κάμπου μου καλοί
στίχοι της γλώσσα μου, ανθοί μες στον μπαξέ μου
ας ζούσαμε έστω μια στιγμή
όλο το χθες σε μια πνοή.Ο αμανές μου!
 
 
Στον Γιάννη, την Γιάννα, τον Δημήτρη,
τον άλλον Δημήτρη, τον μικρό Γιάννη,
και στους λοιπούς μικρούς φίλους του χωριού μου
που τώρα είμαστε άλλος εδώ και άλλος εκεί...
 

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

Πέντε (5) ποιηκοτράγουδα για το Στρυμονικό Σερρών: από την ποιητική συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)

 


ΠΑΕΙ ΚΙ ΑΥΤΗ Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

 
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των Φεγγαριών.
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών.
Πέρασες και συ και έφυγες, μονάχα ο χρόνος,
έμεινε εδώ συντροφιά του είναι ο πόνος.
 
Μες στα σοκάκια του χωριού και την πλατεία,
τότε που σου ΄λεγα την ίδια ιστορία,
για τα πουλιά στις ερημιές.
Αχ  να ΄τανε πολλές οι πρωτομαγιές!
 
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των Φεγγαριών 
μ΄ ένα λουλούδι στα μαλλιά και ένα δάκρυ.
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών
μ΄ ένα αστέρι λαμπερό στου ουρανού την άκρη.
 
Και τώρα πού σαι εδώ κοντά στην άκρη των ματιών μου
Να λαμπυρίζεις να σε βλέπω ξαστεριά
όπως θυμάμαι στου χωριού το ποταμάκι
και να σου ψιθυρίζω σ΄ αγαπάω αληθινά
 
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των Φεγγαριών
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών
 
**
ΠΟΙΟ ΝΑ ΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
 
Ποιο νάναι αυτό το περιστέρι
που κάθεται στο ένα μου χέρι,
και περπατά πάνω στους ώμους
και  μ΄ οδηγεί σ΄ άγνωστους δρόμους.
 
Ποιο νάναι αυτό το περιστέρι
που μ΄ οδηγεί σ΄ άγνωστο θάμπο
και από την σκοτεινή την πόλη
σ΄ ένα χωριό μέσα στο κάμπο.
 
Ποιο νάναι αυτό το Περιστέρι
που κελαηδάει στο ένα χέρι.
Και βγάζει ήχους από μια λύρα
όσα του έδωσα,τα πήρα.
 
Ποιο νάναι αυτό το περιστέρι
που λέει κλαδί το ένα μου χέρι,
κι απ΄ την Ανατολή στην Δύση
δεν λέει ποτέ του, να μ΄ αφήσει.
 
Δείχνει νοτιά, δείχνει Βοριά
δείχνει μικρούλα εκκλησιά,
και μ΄  οδηγεί μ΄ ένα καημό
στο όμορφo Στρυμονικό.
 
***

ΈΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΟΥ

Έλα να δεις τον τόπο μου, που είναι μεταξένιος,
μακρό φυλλες καλαμ
ποκιές, πράσινο-φρουρημένος.
Ξερολιθιές στα μέσα του,μα όταν γερνούν τα όρη,

δέκα σκιές επάνω του και βγαίνει βόλτα η κόρη.


Δεν είναι φύση αλαργινού, πουλί ξενιτεμένου,
μα η καρδιά του στεναγμού, του χιλιο
πονεμένου,

που απ΄ τα ξένα έρχεται και στο Σιβρί ανεβαίνει,
ένα σταυρό στον Αι Λια κι ύστερα κατεβαίνει.


Το 
πονάμε,σας  στο λέω, το πονάμε,
τ ΄ αγα
πάμε, να ξέρεις μάνα, τ΄ αγαπάμε.
Τραγουδάμε!

Τρέχα να δεις την μάννα μου, που στο κατώφλι κλαίει,
βροχόνερο α
π΄ τα μάτια της, την μοναξιά της καίει.
Βούρκος α
πό λασπόνερα στον Αι Χαραλάμπη,
μια Εκκλησιά μετέωρη, ολόχρονα  που λάμ
πει.

Έλα να δεις τον τό
πο μου, της ξενιτιάς Πατρίδα.
Έχει ο κόσμος  ομορφιές, πιο όμορφη δεν είδα.

Μες στης καρδιάς το χτύπημα, ένα καρφί ακόμα
κι εγώ φιλί 
που της χρωστώ στο νοτισμένο χώμα! 

****

ΣΤΙΣ ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΤΟΥ ΠΛΑΓΙΕΣ

Στις ανθισμένες του πλαγιές, πέρασα καλοκαίρια
στις χωματένιες γειτονιές, τρεχάματα στ΄ αστέρια.
Βαδίζω στην Μαγκίλα του, στου Αι Λια τα ύψη
στο 
πανηγύρι του Αντώνιου, που τόσο μου χει λείψει!

Και δίνω μια στον Ουρανό και δυο στα βήματά μου,
η τρίτη είναι μαχαιριά, που σ
πάει τα σωθικά μου.
Στρυμονικό μου όμορφο, της νιότης μου 
πετράδι.
Ας ήσουνα στην ζήση μου, το 
πιο στερνό μου χάδι.

*****

ΕΚΕΙ ΣΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΤΙΣ ΓΩΝΙΕΣ ...
 
Εκεί στου κάμπου τις γωνιές, χτυπάει ο σφυγμός μου
στις γειτονιές που αγάπησα, στο Στρυμονικό μου.
Τι κ αν ταξίδεψα στο χθες, το χθες με αποφεύγει
καλώ το σήμερα εδώ,κι αυτό απλά κωφεύει.
 
Εκεί σε χιόνι και νερό, είν΄ οι πατημασιές μου.
Στις λάσπες στ΄ αγριόχορτα, π΄ ανθούν μες στις αυλές μου.
 
Ήλιε που βγαίνεις το πρωί, ανάστα το μυαλό μου
πιάσε, το στήθος μου πονά, για το Στρυμονικό μου.
Τι κι αν αυτό με γέννησε, αλλού θαρρώ θα ζήσω
θα σπείρω στη εικόνα του, μνήμες για να μυρίσω.


https://www.openbook.gr/ena-tetradio-gia-to-strymoniko/

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΨΑΧΝΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)

 



 

Διάλογος.....
 
Πατέρα
 
Έψαχνα μια πατρίδα, στο μέσο  του ανέμου,
σε μίσχους ηλιαχτίδας, πατρίδα είδα καλέ μου!
Ανοίγω πόρτα και πατώ, το μουχλιασμένο χώμα.
Είναι πατρίδα; Ή θαρρώ, ένα κορμί σε κώμα;
 
Γιέ μου
 
Άνοιξε το παράθυρο, ένα κρινάκι ανθίζει,
κι ένα μικρό αετόπουλο, δίπλα σου πεταρίζει.
Με πόνο όλα τα μάζεψα, σε μια αγκαλιά. Ελπίζω.
Βουνά, πεδιάδες και νερά, Πατρίδα είναι νομίζω.
 
Πατέρα
 
Δες στο μυστρί ξεράθηκε, όλο το βιός που χτίζω,
μπήγω το όνειρο στην γη, πατρίδα δεν καρπίζω.
Και το κορμί που λύγισε, απ΄ τα όπλα μου στον ώμο,
φωνή όμως μάνας σίγησε, μα μ΄ οδηγεί στον δρόμο.
 
Κάθε τριγύρω που πατώ, ήλιος και καταιγίδα,
ξένη πατρίδα π΄ αγαπώ, η πέτρινη πατρίδα.
 

Γιε μου
 
Όλοι οι ανθοί που φύτεψες, σαν άνοιγες θεμέλια,
ρίζες οι λέξεις π΄ αγαπάς, φυτρώνουν Ευαγγέλια!
Σ΄ αφήνω γη κι έναν  θεό, εκτός αυτών ουκ είδα,
όπου ανάσες για να ζεις, είναι μικρή πατρίδα.
 
Όμως αυτή που άφησες, χρίζει το ριζικό σου,
κάθε σου δάκρυ και καημός, στον αναστεναγμό σου!
 
 
Πατέρα
 
Πήρα την γη που μου δωκες, την έπλασα προζύμι
και στην καρδιάς την πυροστιά, άπλωσα μια γαλήνη.
Ένωσα δρόμους, ποταμούς, μπόλιασα την ελπίδα,
βήμα στο βήμα έλιωσα μα βρήκα την πατρίδα!
 

Η ΖΩΗ ΜΑΣ, Η ΓΙΟΡΤΗ ΜΑΣ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)


 

Μια βραδιά του Δεκέμβρη μαζευτήκαμε
στης πλατείας τα παγκάκια κι αφεθήκαμε
στα πικρόχολα τα λόγια κι αρρωστήσαμε
μ ΄ όλα αυτά που μας πέρασαν και τα ζήσαμε.
 
Κοιταχτήκαμε στα μάτια και δακρύσαμε
κι ο καθένας πήρε δρόμους και χωρίσαμε
μα υπόσχεση και τάμα όλοι δώσαμε
και τα φίδια απ την καρδιά μας ξεριζώσαμε.
 
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ζήσουμε
κάνουμε τους δυστυχείς, να ευτυχήσουμε
σε παγκάρι την ψυχή μας και χαρήκαμε
κι απ  τον ήχο των τριάντα, ζαλιστήκαμε.
 
Δώσαμε τα χέρια πάλι, γύρω απ ΄την φωτιά.
Στου Δεκέμβρη που γιορτάζει μόνο η καρδιά.
Κουμπωθήκαμε στο κρύο, στήσαμε χορό,
ήχος γνώριμος πετιέται μέσα απ  τον χαλκό.
 
Στην υγεία μας, στην υγειά μας κι άντε στο καλό
σβήσαμε με μιας τους φόβους, κράτα τον ρυθμό
τσίπουρο γλυκό να ρέει, ύμνος στην νυχτιά
κι όλοι μας, για μια στιγμή, απέραντη αγκαλιά.
 
Κι όταν πάλι κοιταχτούμε και χωρίσουμε
κάρβουνα θαρρείς καμένα και θα σβήσουμε.
Κι όταν θα κοπάσει η φλόγα, κάμε τον σταυρό
που γεννήθηκες και λάμπεις στο Στρυμονικό.
 

ΟΤΙ ΠΟΛΥ ΤΗΝ ΠΟΝΕΣΕ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)

 

 
 
 
Το παρακάτω ποίημα γράφηκε με αφορμή ένα γάμο, μιας συνεσταλμένης- καταπιεσμένης  γυναίκας του χωριού.  Η γυναίκα αυτή τη πρώτη νύχτα του γάμου για άγνωστους ακόμα λόγους εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη. Έκτοτε ζούσε στη μικρή παράγκα μαζί με τη γιαγιά της, στην ίδια γειτονιά με την οικογένειά μου. Αργότερα, μετά το θάνατος της γιαγιάς της, έμενε σε συγγενικά σπίτια, σε άσυλα, γηροκομεία, κτίσματα εκκλησιών, μέχρι που παρέδωσε  το πνεύμα της, κοιμήθηκε και ηρέμησε! Θεωρώ ότι η κοίμησή της ήταν το θεϊκό δώρο που περίμενε η ψυχή της για να γλυτώσει από την καταφρόνια και την περιθωριοποίηση του χρόνου και των ανθρώπων.
 
 
Καλοκαιράκι φύσηξε, χτενάκι στα μαλλιά της.
Το νυφικό μια Κυριακή, στόλιζε η γιαγιά της.
 
Πως την μεγάλωσε εκεί;Σε ένα χαμοσπίτι.
Ψίχουλα έδινε σ ΄αυτή, όμως και στο σπουργίτι.
 
Μα τράνεψε και έφτασε,ο χρόνος να την ζώσει,
μ΄ ευχές την έντυσε ζεστά, σ΄έναν γαμπρό να δώσει.
 
Ότι πολύ την πόνεσε,ανοίγει το τεφτέρι,
χάδι στο χέρι όμως ζωής, που εγγόνια θα της φέρει.
 
Ο γάμος βράδυ έγινε,η εκκλησιά γεμάτη,
κάνανε τάμα οι χωρικοί, να μην τουςπιάσει μάτι.
 
Το νυφικό κρεβάτι της, στα μαύρα τυλιγμένο.
Και η τιμή της κόρης μας, τσεμπέρι ήταν δεμένο.
 
Κάποια αστέρια φώναξαν, την κόρη να γυρίσει.
Μα η κόρη έτρεχε πολύ, ποιος να την σταματήσει.
 
Κράτησε μέσα την τιμή, στο σώμα όμως θαμμένη
με το σεντόνι φάνηκε, στο βάθος τυλιγμένη.
 
Τα χάδια απ΄ της γειτονιάς  το χέρι, αγκαθάκια.
Αφήνανε τα δάκρυα,υγρά περιστεράκια.
 
Χώθηκε μες στα κλάματα, στην μαύρη αγκαλιά της,
κι έζησε στην παράγκα της, μαζί με τ΄ όνειρά της.
 
Φανούλα κάποιοι είπανεπως ήταν τ΄ όνομά της
μα τώρα φως στον ουρανό, μαζί με τη γιαγιά της.
 
 

ΕΙΚΟΝΑ ΕΤΟΥΣ 1975 : Ποίημα από την ποιητική συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)

 

Στο Δημοτικό σχολείο του Στρυμονικού Σερρών
είχαν ταχθεί άρματα. Άσκηση.
Προστασία χώρου συγκέντρωσης αιχμαλώτων.
Η εποχή, χτυπούσε όμως παλμούς χούντας.
 
 
Στο προαύλιο είχαν τα τανκς παραταχθεί
δυο τρεις φαντάροι ζαλισμένοι με τα κράνη
στο παραμάσχαλα, βάραγαν προσοχή
και οι χωρικοί πάνω στους ώμους το δικράνι.
 
Παιδιά εμείς, φορώντας για σακάκι αφοβιά
αγγίζαμε το σίδερο με-δικαίως – απορία
κάποιο πετάρισμα που έγραψε η καρδιά
ξεφύλλισμα ήτανε στα σχολικά βιβλία.
 
Και η περίπολος το βράδυ μες στους δρόμους
σαν την αγέλη κάποιων λύκων που αλυχτούσε
με τους σουγιάδες ακονίζαν λαιμητόμους,
για θεατή είχαν μια μάνα που πεινούσε.
 
Στης  μέρας το πουρνό, τους βρήκαμε εκεί
στην άκρη του Δημοτικού Σχολείου να χουχουλιάζουν.
Γύρω απ΄ τα κάρβουνα που άφησε η φωτιά. Σκυφτοί;
Και κάποια αετών φτερά στους ώμους τους ν΄ αλλάζουν.

Η ΦΟΝΙΣΣΑ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)



 

Έβγαλα ένα αχ και μία φόνισσα
πρόβαλλε. Mια ζοφερή γερόντισσα.
«Δεν έφταιγε που έκανε το τάμα της!»
που κάπνιζε την νύχτα η καμινάδα της.
 
Ονόματα στο κίτρινο τεφτέρι της,
της τ΄ άρπαξα με μιας από το χέρι της,
της είπα: πως τελειώνει το κερί της
αγέλαστη φροντίζει την φυγή της.
 
Τσεμπέρι μαύρο, άφησε στην πλάτη της,
πάτησε το αχ στο σκαλοπάτι της,
παράδεισους την είδα να σκουπίζει,
ανέμους με μια σκούπα να σκορπίζει!
 
Προσπάθησε να φύγει για τον Άδη,
κατηφορίζοντας  σ΄ ένα πηγάδι,
εκεί που πίστευε πως οι Αγγέλοι,
με ζάχαρη ζούνε και άγριο μέλι!
 
Και μια Αυγούλα, μια κακή γειτόνισσα,
της είπε με οργή πως: «είσαι φόνισσα»
Τα βήματα την πήγανε στην θάλασσα,
εκεί που τις φτερούγες της τις άπλωσα.
 
Τις πήρα υγρές, στεγνώσαν και σου χάρισα
αυτό το αχ, που πάτησε μια μάγισσα.
Στα σύννεφα  σαν άγγελοι ανθίσανε

και μυρωδιές στον κόσμο μας σκορπίσανε.

επισήμανση: η εικόνα είναι από την ιστοσελίδα: https://flix.gr/cinema/h-fonissa.html