Σελίδες
- Αρχική σελίδα
- Δημήτριος Γκόγκας (βιογραφικό σημείωμα)
- ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ
- «16 αριθμοί και 24 γράμματα» / Β΄Μέρος
- «16 αριθμοί και 24 γράμματα» / Α΄Μέρος
- Δέκα [10] μικρά ταξίδια
- Ξέρω ένα Τόπο / Α΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Β΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Γ΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Δ΄
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Α΄μέρος
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Β΄μέρος
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Γ΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Α΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Β΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Γ΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Δ΄ μέρος
- Κάμπος μιας Νιότης (απόσπασμα)
- Σημείο Συνάντησης [Δ.Γκόγκας/Ρ.Τριανταφύλλου]
- Απανθίσματα [Δ.Γκόγκας/Ρ.Τριανταφύλλου/Χ.Γαλιάνδρα]
- Ταξίδια Πολύτιμα του Νου[Δ.Γκόγκας, Σ.Σκουλίκα, Α.Βλαχιώτης, Ε. Δράτσελος],
- 199 χρόνια Ελεύθερης Ζωής +1 (αφιέρωμα στην Ελληνική Επανάσταση του 1821)
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ταξίδια Πολύτιμα του Νου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ταξίδια Πολύτιμα του Νου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024
Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024
ΟΡΑΣΗ / Δημήτριος Γκόγκας / Ταξίδια Πολύτιμα Του Νου: Ποιητική Συλλογή [ομαδικό έργο]
Μετάφραση στα Γαλλικά από την κα Παναγιώτα Τσορού
Μέσα στην ερημική πόλη που ζούσε
στο καψαλισμένο μυαλό του φύτρωναν πυκνόφυλλα δένδρα
δάφνες τα έλεγαν έγραφε στους τοίχους.
Μασώντας τα φύλλα τους,
ένιωθε την πίκρα της ερήμου σαν την πίκρα της μοναξιάς
κέρναγε τον εαυτό του πάνω στο ασημοκέντητο τσεβρέ,
ένα πιατάκι γλυκό κι ένα φεγγάρι στο μπράτσο ραμμένο σταυροβελονιά
να μην αιμορραγεί -που καιρός για έξοδα στα νοσοκομεία-
Πέρσι το καλοκαίρι – και φέτος το ίδιο συνέβη-
απέναντι στην άλλη φάση της πανσελήνου
με τους δαιμονισμένους γέλωτες
μακρύ χέρι ενός ιδιώτη νόμου
έπεφτε βαρύ και έσβηνε με γομολάστιχα τη μορφή της Άνοιξης.
Τα φεγγάρια του Καλοκαιριού του άρεσαν πιο πολύ.
Του άρεσαν περισσότερο τα χρώματα
Του άρεσαν περισσότερα τα σχήματα
Μέσα στους χρόνους τα σχήματα των εποχών
Και κείνος μια γραμμή μαύρη στο σχήμα του φόβου
Καθώς η σκιά της συκιάς λάκτιζε από τον τοίχο
Η μορφή της –γυναίκα από πικραμύγδαλο-
έλιωνε στο πυρόξανθο της φωτιάς και του μίσους.
Βέβαια αυτός έκλεινε επιμελώς τα μάτια
Η όρασή του ουδεμία σχέση είχε με το έγκλημα.
Φόρεσε τα γυαλιά του για ν΄ αποκτήσει άλλοθι.
.
VUE
Dans la ville déserte où il vivait
dans son cerveau flambé poussaient des arbres en feuillage touffu
des lauriers on les appelait, c'était écrit sur les murs.
En mâchant ses feuilles,
il sentait l'amertume du désert comme l'amertume de la solitude
il offrait son être sur son mouchoir de tête argenté
un petit plat de gâteau et une lune cousue
au point de croix sur son bras
qui ne saigne pas - il n'y avait pas de temps
pour des dépenses d'hôpitaux -
L'été passé - et cette année c'est arrivé le même -
face à l'autre phase de la pleine lune
avec les rires possédés
la main étendue d'un loi particulier
tombait lourde et effaçait avec une gomme la forme du printemps.
Les lunes d'été lui plaisaient le plus
les couleurs lui plaisaient le plus
les formes lui plaisaient le plus
dans les années, les formes des saisons
Et lui une ligne noire comme une figure de la peur
au moment que l'ombre du figuier
donnait un coup de pied du mur.
La forme de la femme - femme d'amande amère -
fondue au blond enflammé du feu et de la haine.
Bien sûr, il fermait les yeux soigneusement
Sa vue n'avait rien à faire avec le crime
il a porté ses lunettes pour avoir d'alibi.
Dans la ville déserte où il vivait
dans son cerveau flambé poussaient des arbres en feuillage touffu
des lauriers on les appelait, c'était écrit sur les murs.
En mâchant ses feuilles,
il sentait l'amertume du désert comme l'amertume de la solitude
il offrait son être sur son mouchoir de tête argenté
un petit plat de gâteau et une lune cousue
au point de croix sur son bras
qui ne saigne pas - il n'y avait pas de temps
pour des dépenses d'hôpitaux -
L'été passé - et cette année c'est arrivé le même -
face à l'autre phase de la pleine lune
avec les rires possédés
la main étendue d'un loi particulier
tombait lourde et effaçait avec une gomme la forme du printemps.
Les lunes d'été lui plaisaient le plus
les couleurs lui plaisaient le plus
les formes lui plaisaient le plus
dans les années, les formes des saisons
Et lui une ligne noire comme une figure de la peur
au moment que l'ombre du figuier
donnait un coup de pied du mur.
La forme de la femme - femme d'amande amère -
fondue au blond enflammé du feu et de la haine.
Bien sûr, il fermait les yeux soigneusement
Sa vue n'avait rien à faire avec le crime
il a porté ses lunettes pour avoir d'alibi.
Πέμπτη 17 Αυγούστου 2023
ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Λιγόλογη σαν μικρό ποίημα
Σαν έναν στίχο
Η μάνα μου, η πατρίδα μου
Δεν απήγγειλε ποτέ της
Δεν έγραψε ούτε ένα ποίημα
Κι όμως μέσα στο πόνο της
Γέννησε μυριάδες.
Δημήτριος Γκόγκας
από την Ομαδική Ποιητική Συλλογή: Ταξίδια Πολύτιμα του νου
Πίνακας: Lucian Freud, «Το κορίτσι με το λευκό σκυλί» (1951-1952). Tate Gallery
ΑΤΙΤΛΟ / Δημήτριος Γκόγκας/ Συλλογή: Ταξίδια πολύτιμα του νου / 2016
Τον ενοχλούσε πολλάκις ο αγέρας που φυσούσε.
Είτε από την ανατολή, είτε από το φεγγάρι,
μα θες από τον ουρανό, από το χώμα που φιλούσε.
Τον ενοχλούσε…
Τον ενοχλούσε…
Έπιασε με τη χούφτα του την ωραία του κόμη.
Τη ξερίζωσε.
Δεν ήθελε άλλο ν΄ ανεμίζει χωρίς νόημα.
Είτε από την ανατολή, είτε από το φεγγάρι,
μα θες από τον ουρανό, από το χώμα που φιλούσε.
Τον ενοχλούσε…
Τον ενοχλούσε…
Έπιασε με τη χούφτα του την ωραία του κόμη.
Τη ξερίζωσε.
Δεν ήθελε άλλο ν΄ ανεμίζει χωρίς νόημα.
Κυριακή 16 Ιουλίου 2023
Σάββατο 18 Μαρτίου 2023
ΣΚΙΑ: Ποίημα από το συλλογικό έργο Ταξίδια Πολύτιμα Του Νου που υπογράφεται από τους ποιητές: Σκουλίκα- Βέλλου Σοφία, Βλαχιώτη Αλέξανδρο, Δημήτριο Γκόγκα και τον Δράτσελο Ευριπίδη
ΣΚΙΑ / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ /2016
Στο λιτό γραφείο μια λάμπα πετρελαίου
Ήταν η πολυτέλεια που επιζητούσε
Η σκιά στο τοίχο έλαμπε από χαρά
Μια λιπόσαρκη σκιά
Ενός άδοξου ποιητή
Που πέθανε πάνω στη πένα του
και άλλαξε χρώμα από μελάνι
Λυπήθηκε πολύ
Κι η στεναχώρια του πιο λύπη
Έκαμε τη λιπόσαρκη σκιά να δακρύσει.
Ήταν η πολυτέλεια που επιζητούσε
Η σκιά στο τοίχο έλαμπε από χαρά
Μια λιπόσαρκη σκιά
Ενός άδοξου ποιητή
Που πέθανε πάνω στη πένα του
και άλλαξε χρώμα από μελάνι
Λυπήθηκε πολύ
Κι η στεναχώρια του πιο λύπη
Έκαμε τη λιπόσαρκη σκιά να δακρύσει.
Ότι αγάπησε
Ήτανε σκιές σε ένα τοίχο.
Ήτανε σκιές σε ένα τοίχο.
Τρίτη 1 Ιουνίου 2021
Ταξίδια Πολύτιμα Του Νου: Ποιητική Συλλογή [ομαδικό έργο] στην οποία συμμετέχει ο Δημήτριος Γκόγκας με 18 ποιήματα
Τον Ιανουάριοι του 2016 εκδίδεται από τις Εκδόσεις: Όστρια το Συλλογικό Ποιητικό έργο: Ταξίδια Πολύτιμα Του Νου που υπογράφεται από τους ποιητές:
- Σκουλίκα- Βέλλου Σοφία,
- Βλαχιώτη Αλέξανδρο,
- τον υπογράφοντα το κείμενο Δημήτριο Γκόγκα και τον
- Δράτσελο Ευριπίδη
Πέντε [5] ποιήματα του Δημητρίου Γκόγκα από τη συλλογή αυτή:
ΑΤΙΤΛΟ
Τον ενοχλούσε πολλάκις ο αγέρας που φυσούσε.
Είτε από την ανατολή, είτε από το φεγγάρι,
μα θες από τον ουρανό, από το χώμα που φιλούσε.
Τον ενοχλούσε…
Τον ενοχλούσε…
Έπιασε με τη χούφτα του την ωραία του κόμη.
Τη ξερίζωσε.
Δεν ήθελε άλλο ν΄ ανεμίζει χωρίς νόημα.
Είτε από την ανατολή, είτε από το φεγγάρι,
μα θες από τον ουρανό, από το χώμα που φιλούσε.
Τον ενοχλούσε…
Τον ενοχλούσε…
Έπιασε με τη χούφτα του την ωραία του κόμη.
Τη ξερίζωσε.
Δεν ήθελε άλλο ν΄ ανεμίζει χωρίς νόημα.
**
ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Λιγόλογη σαν μικρό ποίημα
Σαν έναν στίχο
Η μάνα μου, η πατρίδα μου
Δεν απήγγειλε ποτέ της
Δεν έγραψε ούτε ένα ποίημα
Κι όμως μέσα στο πόνο της
Γέννησε μυριάδες.
***
ΣΚΙΑ
Στο λιτό γραφείο μια λάμπα πετρελαίου
Ήταν η πολυτέλεια που επιζητούσε
Η σκιά στο τοίχο έλαμπε από χαρά
Μια λιπόσαρκη σκιά
Ενός άδοξου ποιητή
Που πέθανε πάνω στη πένα του
και άλλαξε χρώμα από μελάνι
Λυπήθηκε πολύ
Κι η στεναχώρια του πιο λύπη
Έκαμε τη λιπόσαρκη σκιά να δακρύσει.
Ήταν η πολυτέλεια που επιζητούσε
Η σκιά στο τοίχο έλαμπε από χαρά
Μια λιπόσαρκη σκιά
Ενός άδοξου ποιητή
Που πέθανε πάνω στη πένα του
και άλλαξε χρώμα από μελάνι
Λυπήθηκε πολύ
Κι η στεναχώρια του πιο λύπη
Έκαμε τη λιπόσαρκη σκιά να δακρύσει.
Ότι αγάπησε
Ήτανε σκιές σε ένα τοίχο.
Ήτανε σκιές σε ένα τοίχο.
****
ΠΑΡΑΔΟΧΗ
Εκείνος μιλούσε συνεχώς για τους νέους φόρους
τις μυστικές αόρατες συνευρέσεις των ισχυρών
κοίταζε τις σάπιες σιδεροκατασκευές που του πλήγωναν τη καρδιά
απέναντι από το διακριτό σπίτι
η αφρικάνικη σκόνη που μύριζε μπαρούτι έκρυβε τα φώτα της μέρας
ζωγράφιζε τις τελευταίες βρόχινες νύχτες
οι ξένοι μετανάστες γαύγιζαν σαν αδέσποτοι σκύλοι στα πεζοδρόμια
με μια μπύρα στο γεμάτα άθλια τατουάζ χέρια
αγνώστου εμφιαλώσεως μάρκας,
καιροφυλακτεί και το κενότατο ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο.
Εκείνη σεμνά στην αρχή, απλώνει τα άπλυτα χέρια της
τα ντύνει με την γυναικεία προστυχιά της Εύας
χώνει τα δάκτυλα στο στόμα -η μαρμελάδα στάζει ακόμα απ΄ τα χείλη της-
θέλει να το βουλώσουν οι πολιτικοί, πόσο θ΄ ανέβει η πίεση
το θέλει πολύ μα δεν το βλέπει. Κλειστή η τηλεόραση.
Και πάλι εσύ ως ο τελευταίος νικητής, ο κυρίαρχος
Ξέρεις πως έρχεται ακόμα μια νύχτα με το σιδηρόδρομο
ή με την άμαξα στη λεωφόρο των Φοινικούδων
Με τη σκόνη να σβήνει τα χρώματά της.
Και τις σιδεροκατασκευές μια φυλακή για μετανάστες βιαστές
Και αδέσποτους σκύλους.
τις μυστικές αόρατες συνευρέσεις των ισχυρών
κοίταζε τις σάπιες σιδεροκατασκευές που του πλήγωναν τη καρδιά
απέναντι από το διακριτό σπίτι
η αφρικάνικη σκόνη που μύριζε μπαρούτι έκρυβε τα φώτα της μέρας
ζωγράφιζε τις τελευταίες βρόχινες νύχτες
οι ξένοι μετανάστες γαύγιζαν σαν αδέσποτοι σκύλοι στα πεζοδρόμια
με μια μπύρα στο γεμάτα άθλια τατουάζ χέρια
αγνώστου εμφιαλώσεως μάρκας,
καιροφυλακτεί και το κενότατο ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο.
Εκείνη σεμνά στην αρχή, απλώνει τα άπλυτα χέρια της
τα ντύνει με την γυναικεία προστυχιά της Εύας
χώνει τα δάκτυλα στο στόμα -η μαρμελάδα στάζει ακόμα απ΄ τα χείλη της-
θέλει να το βουλώσουν οι πολιτικοί, πόσο θ΄ ανέβει η πίεση
το θέλει πολύ μα δεν το βλέπει. Κλειστή η τηλεόραση.
Και πάλι εσύ ως ο τελευταίος νικητής, ο κυρίαρχος
Ξέρεις πως έρχεται ακόμα μια νύχτα με το σιδηρόδρομο
ή με την άμαξα στη λεωφόρο των Φοινικούδων
Με τη σκόνη να σβήνει τα χρώματά της.
Και τις σιδεροκατασκευές μια φυλακή για μετανάστες βιαστές
Και αδέσποτους σκύλους.
*****
ΟΡΑΣΗ
Μετάφραση στα Γαλλικά από την κα Παναγιώτα Τσορού
Μέσα στην ερημική πόλη που ζούσε
στο καψαλισμένο μυαλό του φύτρωναν πυκνόφυλλα δένδρα
δάφνες τα έλεγαν έγραφε στους τοίχους.
Μασώντας τα φύλλα τους,
ένιωθε την πίκρα της ερήμου σαν την πίκρα της μοναξιάς
κέρναγε τον εαυτό του πάνω στο ασημοκέντητο τσεβρέ,
ένα πιατάκι γλυκό κι ένα φεγγάρι στο μπράτσο ραμμένο σταυροβελονιά
να μην αιμορραγεί -που καιρός για έξοδα στα νοσοκομεία-
Πέρσι το καλοκαίρι – και φέτος το ίδιο συνέβη-
απέναντι στην άλλη φάση της πανσελήνου
με τους δαιμονισμένους γέλωτες
μακρύ χέρι ενός ιδιώτη νόμου
έπεφτε βαρύ και έσβηνε με γομολάστιχα τη μορφή της Άνοιξης.
Τα φεγγάρια του Καλοκαιριού του άρεσαν πιο πολύ.
Του άρεσαν περισσότερο τα χρώματα
Του άρεσαν περισσότερα τα σχήματα
Μέσα στους χρόνους τα σχήματα των εποχών
Και κείνος μια γραμμή μαύρη στο σχήμα του φόβου
Καθώς η σκιά της συκιάς λάκτιζε από τον τοίχο
Η μορφή της –γυναίκα από πικραμύγδαλο-
έλιωνε στο πυρόξανθο της φωτιάς και του μίσους.
Βέβαια αυτός έκλεινε επιμελώς τα μάτια
Η όρασή του ουδεμία σχέση είχε με το έγκλημα.
Φόρεσε τα γυαλιά του για ν΄ αποκτήσει άλλοθι.
.
VUE
Dans la ville déserte où il vivait
dans son cerveau flambé poussaient des arbres en feuillage touffu
des lauriers on les appelait, c'était écrit sur les murs.
En mâchant ses feuilles,
il sentait l'amertume du désert comme l'amertume de la solitude
il offrait son être sur son mouchoir de tête argenté
un petit plat de gâteau et une lune cousue
au point de croix sur son bras
qui ne saigne pas - il n'y avait pas de temps
pour des dépenses d'hôpitaux -
L'été passé - et cette année c'est arrivé le même -
face à l'autre phase de la pleine lune
avec les rires possédés
la main étendue d'un loi particulier
tombait lourde et effaçait avec une gomme la forme du printemps.
Les lunes d'été lui plaisaient le plus
les couleurs lui plaisaient le plus
les formes lui plaisaient le plus
dans les années, les formes des saisons
Et lui une ligne noire comme une figure de la peur
au moment que l'ombre du figuier
donnait un coup de pied du mur.
La forme de la femme - femme d'amande amère -
fondue au blond enflammé du feu et de la haine.
Bien sûr, il fermait les yeux soigneusement
Sa vue n'avait rien à faire avec le crime
il a porté ses lunettes pour avoir d'alibi.
Dans la ville déserte où il vivait
dans son cerveau flambé poussaient des arbres en feuillage touffu
des lauriers on les appelait, c'était écrit sur les murs.
En mâchant ses feuilles,
il sentait l'amertume du désert comme l'amertume de la solitude
il offrait son être sur son mouchoir de tête argenté
un petit plat de gâteau et une lune cousue
au point de croix sur son bras
qui ne saigne pas - il n'y avait pas de temps
pour des dépenses d'hôpitaux -
L'été passé - et cette année c'est arrivé le même -
face à l'autre phase de la pleine lune
avec les rires possédés
la main étendue d'un loi particulier
tombait lourde et effaçait avec une gomme la forme du printemps.
Les lunes d'été lui plaisaient le plus
les couleurs lui plaisaient le plus
les formes lui plaisaient le plus
dans les années, les formes des saisons
Et lui une ligne noire comme une figure de la peur
au moment que l'ombre du figuier
donnait un coup de pied du mur.
La forme de la femme - femme d'amande amère -
fondue au blond enflammé du feu et de la haine.
Bien sûr, il fermait les yeux soigneusement
Sa vue n'avait rien à faire avec le crime
il a porté ses lunettes pour avoir d'alibi.
Ταξίδια Πολύτιμα Του Νου: Ποιητική Συλλογή με έργα των : Σκουλίκα- Βέλλου Σοφίας, Βλαχιώτη Αλέξανδρου, Γκόγκα Δημητρίου και Δράτσελου Ευριπίδη
Σημείωση του Δημητρίου Γκόγκα
Τον Ιανουάριοι του 2016 εκδίδεται από τις Εκδόσεις: Όστρια το Συλλογικό Ποιητικό έργο: Ταξίδια Πολύτιμα Του Νου που υπογράφεται από τους ποιητές:
- Σκουλίκα- Βέλλου Σοφία,
- Βλαχιώτη Αλέξανδρο,
- τον υπογράφοντα το κείμενο Δημήτριο Γκόγκα και τον
- Δράτσελο Ευριπίδη
Το Συλλογικό έργο πλην του προλόγου, αποτελείται από πέντε (5) ενότητες.
Η πρώτη, αξίζει να σημειωθεί, ότι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθ΄ όσον οι ποιητές σε ζεύγη συνθέτουν κοινά ποιήματα.
Η δεύτερη ενότητα, ανήκει στην κα Σκουλίκα- Βέλλου Σοφία. Η ίδια όπως αναφέρει και στο βιογραφικό της σημείωμα συνηθίζει να λέει: "Για μένα η ποίηση δεν χρειάζεται να είναι τέλεια...Αρκεί μόνο να είναι αληθινή, να με αγγίζει, ό, τι αγαπώ... από ό, τι πονώ, ό, τι πονάς να μου θυμίζει..."
Ακολουθεί ποίηση του κ. Αλεξάνδρου Βλαχιώτη. Με τρεις Ποιητικές Συλλογές στο ενεργητικό του και δημοσιευμένες δουλειές του, ποιήσεις και κείμενα στα ιστολόγια που διαχειρίζεται, βαδίζει με σταθερότητα στο χώρο της ποίησης.
Στη τρίτη ενότητα βρίσκονται δεκαοκτώ (18) ποιήματα δικά μου. Η συμμετοχή αυτή ήταν η πρώτη ουσιαστικά προσπάθεια έκδοσης ποιημάτων μου, εάν εξαιρέσει κανείς τη σποραδική συμμετοχή με ένα ή δύο ποιήματα σε κάποιες άλλες εκδόσεις. Γι αυτό και θα ήθελα να ευχαριστήσω την κα Σκουλίκα- Βέλλου Σοφία για την πρόσκληση που μου είχε απευθύνει.
Το Συλλογικό έργο κλείνει με την πέμπτη ενότητα, πλημμυρισμένη με την ποίηση του κ, Ευριπίδη Δράτσελου, της οποίας (όπως και ο ίδιος αναφέρει) η δυναμική εντάσσεται στην επαναφορά στη ζωή Ιαπωνικής Μετρικής Ποιητικής φόρμας.
Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016
Ταξίδια Πολύτιμα Του Νου: Ποιητική Συλλογή με έργα των : Σκουλίκα- Βέλλου Σοφίας, Βλαχιώτη Αλέξανδρου, Γκόγκα Δημητρίου και Δράτσελου Ευριπίδη (Απόσπασμα από τη Συμμετοχή του Δημητρίου Γκόγκα / τρία ποιήματα)
ΑΤΙΤΛΟ
Τον ενοχλούσε πολλάκις ο αγέρας που φυσούσε.
Είτε από την ανατολή, είτε από το φεγγάρι,
μα θες από τον ουρανό, από το χώμα που φιλούσε.
Τον ενοχλούσε…
Τον ενοχλούσε…
Έπιασε με τη χούφτα του την ωραία του κόμη.
Τη ξερίζωσε.
Δεν ήθελε άλλο ν΄ ανεμίζει χωρίς νόημα.
Είτε από την ανατολή, είτε από το φεγγάρι,
μα θες από τον ουρανό, από το χώμα που φιλούσε.
Τον ενοχλούσε…
Τον ενοχλούσε…
Έπιασε με τη χούφτα του την ωραία του κόμη.
Τη ξερίζωσε.
Δεν ήθελε άλλο ν΄ ανεμίζει χωρίς νόημα.
ΑΚΟΥΩ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΣΑΣ
Ακούω τους στίχους σας.
Μα πιότερο ακούω
Τις φωνές των αστέγων
Τις φωνές των αγνοουμένων
Τις φωνές των προσφύγων
Τις φωνές των αστέγων
Τις φωνές των αγνοουμένων
Τις φωνές των προσφύγων
Τι να δώσω
Ψάχνω στην υποταγή μου
Ψάχνω στη σκλαβιά των στίχων μου
Ένα άρμα για σπίτι
Ένα όνομα σε μάρμαρο
Μια πατρίδα, μια σημαία
Ένα όνομα σε μάρμαρο
Μια πατρίδα, μια σημαία
Ψάχνω ένα καθρέφτη.
ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Λιγόλογη σαν μικρό ποίημα
Σαν έναν στίχο
Η μάνα μου, η πατρίδα μου
Δεν απήγγειλε ποτέ της
Δεν έγραψε ούτε ένα ποίημα
Κι όμως μέσα στο πόνο της
Γέννησε μυριάδες.
Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016
ΤΑΞΙΔΙΑ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΤΟΥ ΝΟΥ (Συλλογικό έργο) (Ποίημα ΣΚΙΑ του Δημητρίου Γκόγκα)
Στο λιτό γραφείο μια λάμπα πετρελαίου
Ήταν η πολυτέλεια που επιζητούσε
Η σκιά στο τοίχο έλαμπε από χαρά
Μια λιπόσαρκη σκιά
Ενός άδοξου ποιητή
Που πέθανε πάνω στη πένα του
και άλλαξε χρώμα από μελάνι
Λυπήθηκε πολύ
Κι η στεναχώρια του πιο λύπη
Έκαμε τη λιπόσαρκη σκιά να δακρύσει.
Ήταν η πολυτέλεια που επιζητούσε
Η σκιά στο τοίχο έλαμπε από χαρά
Μια λιπόσαρκη σκιά
Ενός άδοξου ποιητή
Που πέθανε πάνω στη πένα του
και άλλαξε χρώμα από μελάνι
Λυπήθηκε πολύ
Κι η στεναχώρια του πιο λύπη
Έκαμε τη λιπόσαρκη σκιά να δακρύσει.
Ότι αγάπησε
Ήτανε σκιές σε ένα τοίχο.
Ήτανε σκιές σε ένα τοίχο.
Κυριακή 3 Ιουλίου 2016
ΟΡΑΣΗ
Μετάφραση στα Γαλλικά από την κα Παναγιώτα Τσορού
Μέσα στην ερημική πόλη που ζούσε
στο καψαλισμένο μυαλό του φύτρωναν πυκνόφυλλα δένδρα
δάφνες τα έλεγαν έγραφε στους τοίχους.
Μασώντας τα φύλλα τους,
ένιωθε την πίκρα της ερήμου σαν την πίκρα της μοναξιάς
κέρναγε τον εαυτό του πάνω στο ασημοκέντητο τσεβρέ,
ένα πιατάκι γλυκό κι ένα φεγγάρι στο μπράτσο ραμμένο σταυροβελονιά
να μην αιμορραγεί -που καιρός για έξοδα στα νοσοκομεία-
Πέρσι το καλοκαίρι – και φέτος το ίδιο συνέβη-
απέναντι στην άλλη φάση της πανσελήνου
με τους δαιμονισμένους γέλωτες
μακρύ χέρι ενός ιδιώτη νόμου
έπεφτε βαρύ και έσβηνε με γομολάστιχα τη μορφή της Άνοιξης.
Τα φεγγάρια του Καλοκαιριού του άρεσαν πιο πολύ.
Του άρεσαν περισσότερο τα χρώματα
Του άρεσαν περισσότερα τα σχήματα
Μέσα στους χρόνους τα σχήματα των εποχών
Και κείνος μια γραμμή μαύρη στο σχήμα του φόβου
Καθώς η σκιά της συκιάς λάκτιζε από τον τοίχο
Η μορφή της –γυναίκα από πικραμύγδαλο-
έλιωνε στο πυρόξανθο της φωτιάς και του μίσους.
Βέβαια αυτός έκλεινε επιμελώς τα μάτια
Η όρασή του ουδεμία σχέση είχε με το έγκλημα.
Φόρεσε τα γυαλιά του για ν΄ αποκτήσει άλλοθι.
.
VUE
Dans la ville déserte où il vivait
dans son cerveau flambé poussaient des arbres en feuillage touffu
des lauriers on les appelait, c'était écrit sur les murs.
En mâchant ses feuilles,
il sentait l'amertume du désert comme l'amertume de la solitude
il offrait son être sur son mouchoir de tête argenté
un petit plat de gâteau et une lune cousue
au point de croix sur son bras
qui ne saigne pas - il n'y avait pas de temps
pour des dépenses d'hôpitaux -
L'été passé - et cette année c'est arrivé le même -
face à l'autre phase de la pleine lune
avec les rires possédés
la main étendue d'un loi particulier
tombait lourde et effaçait avec une gomme la forme du printemps.
Les lunes d'été lui plaisaient le plus
les couleurs lui plaisaient le plus
les formes lui plaisaient le plus
dans les années, les formes des saisons
Et lui une ligne noire comme une figure de la peur
au moment que l'ombre du figuier
donnait un coup de pied du mur.
La forme de la femme - femme d'amande amère -
fondue au blond enflammé du feu et de la haine.
Bien sûr, il fermait les yeux soigneusement
Sa vue n'avait rien à faire avec le crime
il a porté ses lunettes pour avoir d'alibi.
Dans la ville déserte où il vivait
dans son cerveau flambé poussaient des arbres en feuillage touffu
des lauriers on les appelait, c'était écrit sur les murs.
En mâchant ses feuilles,
il sentait l'amertume du désert comme l'amertume de la solitude
il offrait son être sur son mouchoir de tête argenté
un petit plat de gâteau et une lune cousue
au point de croix sur son bras
qui ne saigne pas - il n'y avait pas de temps
pour des dépenses d'hôpitaux -
L'été passé - et cette année c'est arrivé le même -
face à l'autre phase de la pleine lune
avec les rires possédés
la main étendue d'un loi particulier
tombait lourde et effaçait avec une gomme la forme du printemps.
Les lunes d'été lui plaisaient le plus
les couleurs lui plaisaient le plus
les formes lui plaisaient le plus
dans les années, les formes des saisons
Et lui une ligne noire comme une figure de la peur
au moment que l'ombre du figuier
donnait un coup de pied du mur.
La forme de la femme - femme d'amande amère -
fondue au blond enflammé du feu et de la haine.
Bien sûr, il fermait les yeux soigneusement
Sa vue n'avait rien à faire avec le crime
il a porté ses lunettes pour avoir d'alibi.
Κυριακή 5 Ιουνίου 2016
ΟΡΑΣΗ
Ανάμεσα στα 42 ποιήματα που διακρίθηκαν στον 5ο Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό ΕΛΙΚΩΝ. βρίσκεται και η δική μου συμμετοχή με τον τίτλο: ΟΡΑΣΗ Τα 42 ποιήματα θα περιληφθούν στη συλλογή ΕΛΙΚΩΝ 2015 που θα εκδοθεί από τις Εκδόσεις Momentum.
ΟΡΑΣΗ
Μέσα στην ερημική πόλη που ζούσε
στο καψαλισμένο μυαλό του φύτρωναν πυκνόφυλλα δένδρα
δάφνες τα έλεγαν έγραφε στους τοίχους.
Μασώντας τα φύλλα τους,
ένιωθε την πίκρα της ερήμου σαν την πίκρα της μοναξιάς
κέρναγε τον εαυτό του πάνω στο ασημοκέντητο τσεβρέ,
ένα πιατάκι γλυκό κι ένα φεγγάρι στο μπράτσο ραμμένο σταυροβελονιά
να μην αιμορραγεί -που καιρός για έξοδα στα νοσοκομεία-
Πέρσι το καλοκαίρι – και φέτος το ίδιο συνέβη-
απέναντι στην άλλη φάση της πανσελήνου
με τους δαιμονισμένους γέλωτες
μακρύ χέρι ενός ιδιώτη νόμου
έπεφτε βαρύ και έσβηνε με γομολάστιχα τη μορφή της Άνοιξης.
Τα φεγγάρια του Καλοκαιριού του άρεσαν πιο πολύ.
Του άρεσαν περισσότερο τα χρώματα
Του άρεσαν περισσότερα τα σχήματα
Μέσα στους χρόνους τα σχήματα των εποχών
Και κείνος μια γραμμή μαύρη στο σχήμα του φόβου
Καθώς η σκιά της συκιάς λάκτιζε από τον τοίχο
Η μορφή της –γυναίκα από πικραμύγδαλο-
έλιωνε στο πυρόξανθο της φωτιάς και του μίσους.
Βέβαια αυτός έκλεινε επιμελώς τα μάτια
Η όρασή του ουδεμία σχέση είχε με το έγκλημα.
Φόρεσε τα γυαλιά του για ν΄ αποκτήσει άλλοθι.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)