Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μικρά πεζά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μικρά πεζά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

"Η Λίλιαν δεν πήγαινε τις Κυριακές στην Εκκλησία" του Δημητρίου Γκόγκα

Επισημάνσεις: 

α: Το μικρό διήγημα εμπίπτει στην κατηγορία του ακατάλληλου!
β. Τυχόν ομοιότητες ονομάτων και γεγονότων είναι συμπτωματικές, οπότε η ιστορία ανήκει στη σφαίρα της μυθοπλασίας
γ. Ο πίνακας είναι από την ιστοσελίδα: https://e-pinakes.blogspot.com



   


Το γνωρίζαμε όλοι. Η Λίλιαν δεν πήγαινε τις Κυριαές στην εκκλησία. Πάνω στο ομορφάδα της, προτιμούσε να περνά το χρόνο της, πηγαίνοντας πέρα- δώθε στο στενό μπαλκόνι του διαμερίσματος που έμενε μαζί με τον πατέρα της, απέναντι από το στρατόπεδο της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών στην πόλη των Τρικάλων. Πριν καλά- καλά ξημερώσει και ο καυτός ήλιος χτυπούσε τον θεσσαλικό κάμπο, άνοιγε την μπαλκονόπορτα, φορώντας το άσπρο της μεταξωτό νυχτικό, αφήνοντας ξεκούμπωτα τα κουμπιά στο ύψος του στήθους. Αποκάλυπτε έτσι προκλητικά τις γραμμές του λαιμού της, που άγγιζε με τα ακροδάκτυλά της. Ύστερα καθόταν με τα πόδια ανοικτά, κρεμώντας κομμάτια του φορέματος της ανάμεσα στα γυμνά μπούτια της και τείνοντας το χέρι μπροστά, ήταν σα να καλούσε όλους τους άνδρες του κόσμου σε ερωτική σύναξη. 

    Οι μαθητές το ήξεραν πολύ καλά αυτό, το καταλάβαινα και εγώ. Και κάθε πρωινό της Κυριακής, μέρα εξόδου στην μικρή πόλη, έτρεχαν στο παράθυρο του 1ου λόχου, που έβλεπε στο διαμέρισμα της Λίλιαν και περίμεναν υπομονετικά την έξοδό της. Εκείνη με ένα ένα προκλητικό μειδίαμα , έβγαινε θριαμβευτικά σαν αρτίστα του καμπαρέ και λικνιζόταν μέχρι να πάρει τη θέση της στην ψάθινη καρέκλα. Κάπου- κάπου ακουγόταν η φωνή του πατέρα -όταν ήταν ξεμέθυστος- και έτρεχε να μπει μέσα στα δωμάτιά της. Δεν αργούσε βέβαια να ξαναβγεί, πότε για να μαζέψει τα ασπρόρουχά της και πότε να ποτίσει τις γλάστρες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έσκυβε να δει τους περαστικούς στο πεζοδρόμιο, αφήνοντας να πέφτουν τα δύο της στουμπουλά λευκόχρυσα στήθη της, που κάθε μαθητής ονειρευόταν να σφίξει στις ανδρικές του παλάμες. 

     Η διοίκηση της σχολής δεν άργησε να λάβει γνώση. Είχε τις υποψίες της, αλλά ο αρχηγός της αγέλης ήξερε πως έχει τουλάχιστον τετρακόσιους πενήντα χωλαράδες. Έτσι έλεγε και το καυχόταν! Πως να τους συγκρατήσει! Άφηνε λοιπόν την κατάσταση να εξελίσσεται και οι επόπτες έκαναν τα στραβά μάτια. Περισσότερο γελούσαν. Μήπως και αυτοί στην ηλικία των μαθητών δεν λυτρώνονταν με τη γνωστή μέθοδο και δεν δικαίωναν του σώματος την ηδονή; 

    Ήταν λοιπόν μια άτυπη συνάντηση, ένα οφθαλμόλουτρο των μαθητών που όλοι το γνώριζαν, όλοι το επέτρεπαν, αφού δεν ενοχλούσε κανέναν. Μια συμφωνία κυρίων και κυρίας. Οι φωνές "Λίλιαν - Λίλιαν" μόνο χαμόγελα σκορπούσαν, τόσο στην ίδια που καμάρωνε συνεχώς για τους θαυμαστές της, όσο και για τους μαθητές που γελούσαν, παιχνίδιζαν και ξέφευγαν κάπως από την καθημερινή πίεση των ασκήσεων και των μαθημάτων. Μέχρι που συναίβη το μοιραίο. 

    Κάποια Κυριακή, από αυτές που η Λίλιαν δεν πήγαινε στην εκκλησία και οι μαθητές ετοιμάζονταν για την έξοδό τους, ένας εξ αυτών που επέστρεφε από το λουτρό του, τυλιγμένος με την γκρίζα πετσέτα της σχολής, έτρεξε στο ανοικτό παράθυρο, για να επιδείξει στη ζηλευτή κόρη, τη γενετήσια ορμή του. Και έτσι έγινε. Τότε όμως ήταν που ξεπεράστηκαν τα όρια και οι λεπτές γραμμές ισορροπίας που κρατούσαν όρθια και υγιή αυτή τη σχέση. Η Λίλιαν με τα ξέπλεκα μαλλιά της και το ξώβυζο νυχτικό της άρχισε να ουρλιάζει, να στριγγλίζει και δεν άργησε να φανεί με τα σώβρακα στο μπαλκόνι ο ξεμέθυστος εκείνη την μέρα, πατέρας της. Καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί, άρχισε να βρίζει και απευθυνόμενος στο μπουλούκι των μαθητών που είχε μαζευτεί στο παράθυρο και κοίταζε με ανοικτό το στόμα, είπε: "Τώρα καθάρματα θα σας δείξω εγώ!" 

    Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα και η σειρήνα που σήμανε συγκέντρωση χτυπούσε σαν τρελή. Οι εντολές ήταν σαφείς. Όλοι οι μαθητές να κατέβουν για έκτακτο προσλητήριο, όπως είναι. Περιττό να πω ότι οι πραμάτειες στο πανυγήρι της Λάρισας ήταν πιο τακτοποιημένες. Μαθητές με πετσέτες γύρω από τη μέση, άλλοι έτοιμοι με τις στρατιωτικές στολές για έξοδο, περίπολα με όπλα, σκοποί, άλλοι με αθλητικές φόρμες, μια περίεργη ανδρομάζωξη μπροστά από τον Διοικητή της Σχολής, που είχε εδοποιηθεί και είχε φτάσει σε απρόβλεπτο χρόνο. Δίπλα του η Λίλιαν με τον πατέρα της. Ομολογώ πως από κοντά ήταν ακόμα πιο όμορφη. 

    Αφού ο Διοικητής μας χλεύασε, μας ταπείνωσε, μας κακολόγησε, αλλά άκρη δεν έβγαλε (και πως να βγάλει!) απομαρύνθηκε μαζί με την Λίλιαν και την θιγμένη κόρη υποσχόμενος πως θα τιμωρήσει τον υπαίτιο και τους συνόδευσε μέχρι την κεντρική πύλη του στρατοπέδου. Ύστερα επέστρεψε σε μας, που όπως ήταν φυσικό μας περίμενε  παραδειγματική τιμωρία. "Να τρέχουν όλη μέρα, μέχρι να πέσουν κάτω" ήταν η διαταγή του "μέχρι να παρουσιαστεί ο υπαίτιος" Όλοι όμως γνωρίζαμε πως ο Διοικητής το διασκέδασε και επιβεβαιωνόταν, πως είχε τουλάχιστον τετρακόσιους πενήντα χωλαράδες!

   Εκείνη λοιπόν τη μέρα, εκείνη τη Κυριακή που η Λίλιαν δεν πήγε στην εκκλησία, οι μαθητές της στρατιωτικής σχολής των Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα, έτρεξαν το μεγάλο τσιμεντένιο προαύλιο, πάνω από εκατόν είκοσι φορές. Όσοι "επέζησαν" ορκίστηκαν Μόνιμοι Υπαξιωματικοί το σωτήριο έτος 1984!

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

Ο παλιός κόσμος μας χάνεται.

 Ο παλιός κόσμος μας χάνεται. Έφυγαν οι πρόγονοι, οι γονείς, μας αποχαιρετούν. Η ζωή, μας οδήγησε σε άλλα μέρη. Ασπρόμαυρες οι εικόνες της Κυριακάτικης βόλτας στην πλατεία, το σουβλάκι με την ξεροψημενη φέτα ψωμιού στην κορυφή, το μουχαμπετ των γυναικών στο πλατυσκαλο, τα μαύρα σπόρια, τα πειράγματα, το τρέξιμο στις αλάνες, η ευτυχία μες στη ανέχεια και τη φτώχεια.

Άνοιξαν νέοι δρόμοι εξέλιξης, όχι δα και οι καλύτεροι, απομακρύνθηκαμε από τις εστίες, ξεχάστηκε το κρυφτό κυνηγητό και γλυτωμο, ξεχάστηκαν τα μήλα, το τσιλίκι, το τζαμι, δεν παίζουμε πια τα δέκατα. Οι παλιοί μας φίλοι κάπου μακριά κι αυτοί.
Μακριά τα αδέλφια, οι συγγενείς, έρχονται νέα πρόσωπα και παίρνουν τις θέσεις τους.
Και μεις κάπου κάπου γράφουμε κείμενα μπας και αναβιώσουμε κάποια μνήμη.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

50 χρόνια πρίν, μια αναλαμπή της μνήμης ...

     


Δέκα χρονών παιδί Τετάρτης Δημοτικού, είχα πάει στους θείους μου στη Νέα Τένεδο στην Χαλκιδική για διακοπές. Οι μέρες κυλούσαν όμορφα, μέχρι που μια γυναικεία φωνή από την απέναντι γειτονιά, μια σπαρακτική φωνή, τις διέκοψε ξαφνικά, Σαν αστραπή θανάτου. 

     Πόλεμος! πόλεμος! Οι Τούρκοι μπήκαν στην Κύπρο! Επιστράτευση! 

     Τριγύρω της μαζεύτηκαν αμέσως και άλλες γυναίκες. Έκλαιγαν, φώναζαν, μιλούσαν δυνατά. Εμείς τα παιδιά κοιτούσαμε σαν να μην γνωρίζουμε τι ακριβώς γινότανε! Που να ξέρουμε τι είναι πόλεμος. Δεν τον είχαμε γνωρίσει ποτέ. 

     Στον ουρανό της Χαλικιδικής πετούσαν αεροπλάνα της πολεμικής αεροπορίας. Με το παιδικό μας μυαλό, λέγαμε θα είναι τούρκικα. Κρυφτήκαμε κάτω από ένα υπόστεγο. 

     Μην είστε χαζά, μας είπε η θεία μας. Έλληνες είναι, κυνηγούν τους Τούρκους. Να δείτε που θα τους διώξουν από την Κύπρο!

     50 χρόνια μετά, εγώ 60 χρονών, οι Τούρκοι αμετακίνητοι! 

Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Η κυρά Μάγδα της γειτονιάς


από τις μικρές ιστορίες του Δημητρίου Γκόγκα


Τις ημέρες του Πάσχα συνηθίζουν οι Χριστιανοί να συρρέουν στις Εκκλησίες για τη συγχώρεση των αμαρτιών τους. Μέσα από το δράμα του Χριστού, τη σταύρωση και την Ανάσταση του θέλουν να δουν το τέλος και του δικού τους Γολγοθά. Ο σταύρος τους διαρκης και επώδυνος, βαρύς κι ασηκωτος. Στο δρόμο τους ίσως να μην βρεθεί ποτέ ένας πιστός να τους βοηθήσει.
Κάπως έτσι βηματίζει στη ζωή της φτωχή κι ανήμπορη η κυρά Μάγδα της γειτονιας. Του μικρού σπιτιού στην άκρη της πόλης. Ντύθηκε με τα βρώμικα ρούχα της, εβαλε τη ζακέτα που μύριζε ιδρώτα και λιγδα, μάζεψε όπως όπως τα μαλλιά της και έτρεξε στον Άγιο Λάζαρο. Ούτε που σκέφτηκε πως στις επισκέψεις του Κυρίου πρέπει να καθαρίζει ψυχή και σώμα. Πρέπει να ξεπλύνει τη βρωμιά του δέρματος και η καρδιά ανοικτή να δεχτεί το λόγο του.
Μπήκε σαν τη κατσιβελα στην εκκλησία, κι όλα τα μάτια έπεσαν μπροστά της. Μια δυσοσμία απλώθηκε κι ο κόσμος κράτησε βαθειά την αναπνοή του. Μόνο ένας δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Πώς να ξεκαρφωσει τα χέρια του; Πώς να πετάξει το ακάνθινο;
Η κυρά Μάγδα στράφηκε προς το μέρος του. Φίλησε τα πόδια του , το κορμί του κι ούτε που άκουσε το λόγο που ξεστομισαν κάποιοι.
--κι η βρωμισμενη στον τόπο μας!
Με μιας πέταξε τα ρούχα της, άφησε λευτερα τα μαλλιά της, πήρε τα ματωμένα καρφιά, τα έμπηξε στα στήθη της κι έγινε μυροφόρος.

Σάββατο 6 Μαΐου 2023

Τα μπισκότα

   του Δημητρίου Γκόγκα

Κάθε φορά που βλέπω στο περίπτερο γεμιστά μπισκότα έρχεται στη θύμησή μου ο παπούς του οποίου το όνομα έλαβα και αποτελούσε μέγιστη τιμή για εκείνον. Όσο τον θυμάμαι, δεν επέτρεπε σε κανέναν να απλώσει χέρι πάνω μου. Ήμουν και ο πρωτότοκος μεταξύ των εγγονών του...οπότε...

    Σηκωνόταν από τα άγρια χαρμάματα, για να ετοιμάσει όπως αυτός ήξερε το πρωινό για τα παιδιά των παιδιών του. Ειδικά τις άγριες νύχτες του Χειμώνα, άναβε τη σόμπα, ετοίμαζε τσάι ή γάλα πάνω στη ξυλόσομπα, ενώ το μικρό σπίτι μύριζε από την μεθυστική μυρωδιά των ντόπιων λουκάνικων που ψήνονταν πάνω στα κάρβουνα. Η γιαγιά η Πασχαλίνα δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Εξάλλου δεν είχε όρεξη να εισπράξει κάποια παρατήρηση. Τα έβρισκε όλα έτοιμα, τουλάχιστον μέχρι να φύγουμε για το σχολείο. Ο παπούς ο Δημητρός υπήρξε μάγειρας στο στράτευμα, υπηρέτησε στα β΄κλιμάκια του στρατού, στο πεζικό στον ελληνοιταλικό πόλεμο. Δεν μας διηγήθηκε ποτέ του καμία ιστορία. Και δεν μάθαμε ποτέ το γιατί. 

   Άστρωνε με επιμέλεια πάνω στο σοφρά, μικρές πετσέτες, ένα για κάθε του εγγόνι, στη μέση τα λουκάνικα, τυρί οπωσδήποτε, τσάι και ξεροψημένο ψωμί πάνω στην μασιά. Δεν μπορούσε κανένα μας να αρνηθεί αυτή την πρωινή ιεροτελεστία. Εξάλλου ο παπούς είχε αναλάβει μεγάλη υποχρέωση απέναντι στο μεγάλο του γυιό. Το κοίταγμα των παιδιών του, όσο εκείνος με την γυναίκα του δούλευαν στην ξενιτιά για ένα καλύτερο μέλλον. Το χωριό ξεστόμιζε καλές κουβέντες και κείνος φούσκωνε από καμάρι. 

  Όταν τελείωνε το πρωινό, έπερνε τα εγγόνια του από το χέρι και κατηφόριζε προς το γήπεδο. Εκεί υπήρχε το περίπτερο της γειτονιάς. Αγόραζε μια μικρή συσκευασία γεμιστά μπισκότα, τους τα έδινε στο χέρι και τα ξεπροβόδιζε με την ευχή του. Να έχουμε κολατσό γα το διάλειμμα. Και τα μπισκότα κάτω από το βλέμμα του παπού, έπαιρναν κι άλλη ζάχαρη και γίνονταν πεντανόστιμη λιχουδιά. Όπως και όλη η ζωή μαζί του. 

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Λαγός 1, Λαγός 2…

 γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας


 
      

Μας είχε μείνει μόνο η εκπαίδευση ενός μήνα στο Κέντρο Εκπαίδευσης των Καταδρομέων στην περιοχή της Ρεντίνας(κοινότητα με 500 κατοίκους) στο νομό Θεσσαλονίκης και ύστερα θα παίρναμε το πτυχίο της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών από την έδρας στα Τρίκαλα και θα κινούσαμε για τα ειδικά Κέντρα Εκπαίδευσης ανάλογα με τα «‘Όπλα» και τα «Σώματα» που  θα τύχαιναν στον καθένα από εμάς. Και λέω «τύχαιναν» διότι όπως αποδείχτηκε η διαδικασία επιλογής του Όπλου ή του Σώματος που θα υπηρετούσε και θα σταδιοδρομούσε ο καθένας, ήταν όχι μόνο τελικής κατάταξης ανάλογα με την τελική αξιολόγηση αλλά και σε μεγάλο ποσοστό θέμα τύχης.
 
      Ντυθήκαμε, φορέσαμε τις εξαιρετικά όμορφες στολές με τα πράσινα καπέλα και επιβιβαστήκαμε σε λεωφορεία που μας οδήγησαν ύστερα από ώρες στην κοινότητα της Ρεντίνας. Η ατμόσφαιρα ξεχωριστή και αφού ακούσαμε την αποχαιρετιστήρια ομιλία του Διοικητή μας και την παρότρυνσή του ο μήνας εκπαίδευσης να είναι ένας μήνας αξέχαστος και ουσιαστικός, σοκαριστήκαμε από την εντολή του Διοικητή των Καταδρομέων «πέσουμε» στο χώμα για κάμψεις. Σιωπή σε όλο το προαύλιο. Μας «έσπασε» ο τσαμπουκάς, όσων τουλάχιστον είχαν.
 
    Δεν πέρασε μέρα που να μην ήταν γεμάτη από μοναδικές εμπειρίες εκπαίδευσης. Κάποιοι από εμάς που δεν επιλεγήκαμε ή δεν μας επέλεξαν για καταδρομείς (δεν θυμάμαι ακριβώς και την διαδικασία) δεν θα συναντούσαμε ουδέποτε ξανά κάτι ανάλογο. Και φτάσαμε αισίως με όλα τα προβλήματα και τους μικρο-ανδρικούς ενθουσιασμούς , στην4η εβδομάδα της εκπαίδευσης που περιελάμβανε κυρίως τον ανορθόδοξο πόλεμο. Διαβίωση στην …ύπαιθρο, πορείες, αζιμούθια και άλλες μικρές και μεγάλες «ιστορίες» που συνηθίζω να λέω. Μας δώσανε ξηρά τροφή για μια εβδομάδα, κονσέρβες, τσάι, ψωμί και άλλα καλούδια. Που να τα αποθηκεύσεις όλα αυτά και πώς να τα κουβαλήσεις. Ο καθένας τα έπαιρνε όπως – όπως τα στοίβαζε στους σάκους και τα σακίδιά του, στην αγκαλιά του και ακολουθούσε την ομάδα του.
 
     Οδηγηθήκαμε στους χώρους κατασκήνωσης και εκεί (ίσως και πιο νωρίς) αφού στήσαμε τα αντίσκηνα, γνωριστήκαμε με τους … «λαγούς» .Όταν κάποιος εκπαιδευτής καταδρομέας θα σφύριζε 1 φορά που θα σήμαινε «λαγός 1» θα τρέχαμε να κρυφτούμε και όποιον πάρει ο χάρος. Δύο φορές ήταν ο  «λαγός 2». Τώρα θα σας γελάσω τι έπρεπε να κάνουμε κάθε φορά. Δεν θυμούμαι ειδικά. (πέρασαν και 39 χρόνια). Όμως θυμάμαι καθαρά, ότι γινότανε της « εκδιδομένης γυναικός το κάγκελο» και του «Κουτρούλη ο γάμος» Από την 2η μέρα δεν είχα ψωμί. Μου έπεσε στον πανικό σε κάτι ρυάκια. Κονσέρβες, φασόλια και πατάτες με κρέας. Κίτρινο γευστικό τυρί λιωμένο σε σιγανή φωτιά, γαλέτα (αθάνατη) και ζεστό τσάι.
 
     Ευτυχώς κάποια στιγμή τελείωσαν οι «λαγοί» πήγαν στα λαγούμια τους και εμείς ηρεμήσαμε. Η μεγάλη βραδινή πορεία, ως αποκορύφωμα της εκπαίδευσης, μια περιπέτεια πρώτης γραμμής μέσα στα χωριά της περιοχής. Η εύρεση των αζιμούθιων μια πρόκληση, η βροχή και η κούραση μας εξουθένωναν, τα πόδια δεν βάσταγαν, αλλά η εκπλήρωση του στόχου μας δυνάμωνε και όλοι μαζί φτάσαμε ξανά στο στρατόπεδο και στα κρεβάτια μας. Άλλοι φώναζαν, άλλοι ούρλιαζαν, άλλοι γελούσαν, όλοι βρεγμένοι κατάσαρκα.
 
     Το τέλος των «λαγών» σήμαινε και την «αρχή» για το δικό μας κυνήγι της ζωής.
 

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2022

Η Λίζα και ο Απόστολος του Δημητρίου Γκόγκα

        Ο κος Απόστολος από το Στρυμονικό Σερρών, την είχε υιοθετήσει στις αρχές του 1997. Του την είχε φέρει ένας συγχωριανός, δεν μπορούσε να κρατήσει όλα τα κουτάβια  και του την παρέδωσε, σχεδόν με το έτσι θέλω. Δεν δυσανασχέτησε ο κος Απόστολος. Θα μεγάλωνε όπως όλα τα ζωντανά γύρω του. Και έτσι έγινε. Η Λίζα μεγάλωσε κρατώντας συντροφιά όλα τα μέλη της οικογενείας του. Μα πιο πολύ τον ίδιο. Έγιναν αχώριστοι. Η πρώτη έννοια της ημέρας και η τελευταία. Το 2002 ο κος Απόστολος διαγνώστηκε ότι έπασχε από ανίατη αρρώστια. Την πολέμησε περίπου όσο μπορούσε. Η Λίζα στο πλάι του. Δεν απομακρυνόταν από την πόρτα του σπιτιού καθόλου. Έπασχε και η ίδια. Τον Μάιο του 2003, συγκεκριμένα στις 3  Μαΐου ο κος Απόστολος άφηνε την τελευταία του πνοή επί γης. Η καρδιά της Λίζας μετά βίας άντεχε. Στη κηδεία του, οι παρευρισκόμενοι μιλούσαν για το κλαψούρισμα της μικρής σκυλίτσας, στην άκρη της βεράντας. Για τα πραγματικά της δάκρυα. Τρεις μέρες μετά, κάτω από την Ροδιά της αυλής, βρήκανε την Λίζα νεκρή, πάνω σε ένα πουκάμισο του κου Απόστολου. Θάφτηκε στην αυλή του σπιτιού τους. 

Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ * / Δημήτριος Γκόγκας



Ξύπνησε πολύ πρωί, ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα και η πόλη προσπαθούσε να  βρει τους ξέφρενους ρυθμούς της. Έφαγε βιαστικά, ντύθηκε με το γκρι κουστούμι και κίνησε για το γραφείο της και το στούντιο του τηλεοπτικού σταθμού που δούλευε. Με τους δρόμους γεμάτους από αυτοκίνητα, υπολόγισε πως χρειαζόταν μία ώρα να φτάσει στην εργασία της. Τακτοποιούσε τις σκέψεις και το πρόγραμμα της ημέρας στο μυαλό της. Μεταξύ άλλων, θα έπαιρνε συνέντευξη με μια καινούργια μέθοδο ολογράμματος,από τον ήρωα της Επανάστασης του 1821 Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ενσωματωμένη με τεχνολογία μικρο-μηχανικής ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι ο φιλοξενούμενος στο στούντιο θα είναι όχι απλώς ζωντανός αλλά θα μπορεί και να απαντά. Αυτό θα ήταν εξαιρετικά θετικό για την τηλεοπτική καριέρα της, ειδικά φέτος που υπήρχε η αίσθηση ότι είχαν εξαντληθεί όλες οι πρωτοτυπίες και δεν υπήρχαν καινούργιες ιδέες  στην παρουσίαση των προγραμμάτων. Με το μυαλό της κινητή βιβλιοθήκη, αποθήκευσε όλες τις γνώσεις για τον μεγάλο αυτόν Έλληνα.
Όταν έφτασε, διαπίστωσε ότι ο επίσημα «καλεσμένος» ήδη είχε αρχίσει να παίρνει τη μορφή του. Της φάνηκε αρκετά υπερβολικό το σκηνικό που προσπαθούσαν να στήσουν οι τεχνικοί, δίνοντας στο ολόγραμμα τη μορφή του Κολοκοτρώνη πάνω σε άλογο από πίνακα και πιο συγκεκριμένα από ελαιογραφία του Νέστορα Βαρβέρη. Την απέρριψε με συνοπτικές διαδικασίες, λέγοντας πως δεν θα κάνουν το πλατό, στάβλο. Αν΄αυτού, προτίμησε τη μορφή του Κολοκοτρώνη από πίνακα του PetervonHess όπου ο ήρωας κάθεται σε μια πέτρα και παρακολουθεί τα παλικάρια του να διασκεδάζουν.
Δέκα λεπτά πριν την καθοριζόμενη έναρξη της εκπομπής όλα ήταν έτοιμα. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στεκόταν απέναντί της, με την μακριά κατάλευκη φουστανέλα, το χρυσοκέντητο γιλέκο, τα κόκκινα τσαρούχια και την περικεφαλαία δίπλα του. Καλημέρισε τους θεατές της εκπομπής, δηλώνοντας ότι ήταν βαθύτατα συγκινημένη για τον σημερινό της καλεσμένο. Ξεκίνησε αναφέροντας την καταγωγή του, με πληροφορίες για τον τόπο που γεννήθηκε, το Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, την μητέρα του Ζαμπία Κωστάκη και τον πατέρα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Από τον πρόλογό της δεν παραλήφθηκε αναφορά στην αλλαγή του επιθέτου από τον παππού του, από Τσεργίνης σε Κολοκοτρώνης ως απόδοση στα ελληνικά του αρβανίτικου παρωνυμίου «Πιθεγκούρας».
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κοίταζε με απορία πότε την ίδια και πότε την κάμερα, προσέχοντας ιδιαίτερα τις απαντήσεις. Εξάλλου ο ίδιος γνώριζε πως αυτά που θα έλεγε, θα είχαν πολύ μεγαλύτερη απήχηση στην εποχή του και όχι στο σύγχρονο κόσμο,  καθώς η ελευθερία θεωρείται δεδομένο αγαθό. Επισήμανε την ανάγκη του αγώνα, τόνισε την σημασία της πολιορκίας της Τριπολιτσάς, ενώ στάθηκε δακρύζοντας στη μάχη στα Δερβενάκια. Στον πρώτο και στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο δεν ήθελε να επεκταθεί καθώς πετάρισε η καρδιά του και χρειάστηκε η επέμβαση της ομάδας των τεχνικών να σταθεροποιήσουν την λειτουργία του ολογράμματος. «Κύριε Κολοκοτρώνη» τον ρώτησε «φοβηθήκατε ποτέ για την ζωή σας; Το 1833 οι Έλληνες σας καταδίκασαν σε θάνατο για εσχάτη προδοσία» Η απάντηση έφερε ένα κόμπο στο λαιμό. Ο σκηνοθέτης, χρόνια στη δουλειά, έμπειρος, συνέλαβε τη στιγμή στο χρόνο και την επανέλαβε σε αργή κίνηση. «Αντίκρυσα τόσες φορές τον θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε και τότε» Δεν γνώριζε που θα οδηγούσε η συνέντευξη αυτή. Το κλίμα είχε φορτιστεί και οι συγκινητικές στιγμές διαδέχονταν η μία την άλλη. Ζήτησε και πήρε διάλλειμα. Ο σκηνοθέτης την πλησίασε και της χτύπησε την πλάτη. «Καλά τα πας» είπε. Οι τεχνικοί βρήκαν την ευκαιρία και επανεξέτασαν τις λειτουργίες του ολογράμματος, ενώ ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης έδειχνε να το απολαμβάνει λέγοντας «Θα αντέξω βρε παιδιά. Εδώ έντεκα ολόκληρους μήνες με είχανε έγκλειστο στο Παλαμήδι. Μια συνέντευξη είναι!»
Σε λιγότερο από δέκα λεπτά άρχισαν και πάλι. Τα φώτα ξύπνησαν τον γέρο του Μοριά τη στιγμή που στο πίσω του στούντιο, σε μια τεράστια οθόνη αναγράφονταν τα λόγια «Ο θεός υπέγραψε την ελευθερία της Ελλάδος και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του». Ξύπνησε ο γέρος, ξύπνησε και η εθνική μνήμη. Η Μακιγιέρ έτρεξε και σκούπισε το δάκρυ μ΄ ένα άσπρο μαντήλι. Κύριε Κολοκοτρώνη είναι καταγεγραμμένο ότι είπατε: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμε την επανάσταση….» Το πιστεύετε ακόμα και σήμερα; «Κοπέλα μου, το τι πιστεύω εγώ πλέον δεν έχει καμία σημασία, αλλά έχει περισσότερο το τι πιστεύετε εσείς. Εμείς πολεμήσαμε, διώξαμε τους εχθρούς για να μπορείτε εσείς, να ζείτε ελεύθεροι. Αυτή την ελευθερία πρέπει να κρατήσετε ζωντανή εις τους αιώνες. Θα αρκεστώ να επαναλάβω κάποια από τα λόγια της ομιλίας μου στην Πνύκα «…Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε…Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.»
Του έπιασε το ρυτιδωμένο χέρι, υπακούοντας στην εντολή του σκηνοθέτη. Δεν ήξερε αν  έπρεπε να υποβάλλει την τελευταία της ερώτηση για τον θάνατό του. 4 Φεβ 1843 μετά από χορό στα ανάκτορα. Τον ρώτησε εάν γεννιόταν ξανά θα έκαμε και πάλι την επανάστασή του; Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και τράβηξε με βία τα καλώδια. Το ολόγραμμα χάθηκε δια παντός.



* Το διήγημα συμπεριλήφθηκε μαζί με άλλα 40 (μετά από διαγωνισμό με θέμα: 1Φραση +821 λέξεις για το 1821) στην ειδική έκδοση και παρουσιάστηκε σε τελετή στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο την 9 Νοεμβρίου 2019

Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Ο Θάνατος ενός ασήμαντου αγρότη

 


Πόσο ασήμαντος θάνατος μπορεί να είναι, το τέλος ενός ασήμαντου ζευγολάτη, ενός δουλευτή της γης, παρά όσο ένα ψίθυρος στο αυτί ενός δάσους, ένα θρόισμα ανέμου την ώρα που μάζευε τα στάχυα στο χωράφι και η τσουγκράνα υψωνόταν με θυμό προς τα ουράνια. 

Από μικρό παιδί πότε τρυπούσε τη γη μ΄ ένα ξύλινο σουβλί και έριχνε το σπόρο μέσα της και πότε κρατούσε μια γκλίτσα στο χέρι παρέα μ΄ ένα κοπάδι προβάτων δίπλα από το Στρυμόνα. Πάντα εκεί οδηγούσε το μονοπάτι του ξεροπόταμου.
 
Η μοίρα του όμως,  ήταν προδιαγραμμένη σε κάποιο περίεργο κιτάπι, σαν εκείνα των μπακάληδων που πλούτιζαν με τις υπερτιμολογήσεις. Η ζωή του τέθηκε στα χέρια του θεού,  ένα δροσερό απόγευμα,  καθώς ο πόνος δίπλωνε τις άκρες των δακτύλων. Λες και τα δάκτυλα, του έδειχναν τον δρόμο του αιώνιου αποχωρισμού.
 
Την εξόδιο ακολουθία τίμησαν οι ψίθυροι που πλήγωναν, τα θρο-ί-σματα που ρίγωναν κι όλες οι αγαπημένες του ασημαντότητες. Τα ζώα που σιώπησαν, οι χωμάτινοι σβόλοι που διέλυε,  η αυλή του που λάσπωνε.
 
Κι όσο περπατά κανείς, χρόνια τώρα σε κείνο το μονοπάτι, αν είναι κι αυτός ασήμαντος –έτσι τουλάχιστον λένε οι σοφοί-  μπορεί να ακούσει τη κραυγή ενός σπόρου που σαν ψάρι ψάχνει στη στεριά τη δική του λίμνη.

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Μη μιλάς, μην ακούς, μη βλέπεις… του Δημητρίου Γκόγκα




Μικρή αναφορά στον Υπουργό ως αρχή: Υπήρξε λογιστής στο επάγγελμα, αργότερα υπουργός μεταφορών και τώρα υπουργός υγείας. Νέος άνθρωπος με ανοικτό μυαλό, έτσι τουλάχιστον λέγανε οι φαρμακερές γλώσσες των διαδρόμων. Λάθεψαν και αυτές. Βλέπετε κάποτε λαθεύουν και οι οχιές.
«Οι συγκυρίες» ψιθύρισε «Οι συγκυρίες με κάνανε υπουργό» Μην προσβάλλει και τον φίλο του, τον Πρωθυπουργό. Οι συνθήκες σε περίοδο δεν ευνοούσαν καριέρα σε μια τέτοια θέση, οπότε γνώριζε ότι ήταν  υπουργός προς κατανάλωση.
Κατά την βασιλεία του στο Υπουργείο Υγείας επιβλήθηκε δια ροπάλου η χρησιμοποίηση της μάσκας σε όλους τους κλειστούς χώρους. Όχι ότι το πίστευε αλλά έπρεπε να γίνει και αυτό. Κάποιοι αποφάσιζαν και αυτός ακολουθούσε. Πάντα ακολουθούσε και ήταν πολύ καλός σε αυτό.
«Πώς να μιλήσεις με μάσκα; Πώς να μυρίσεις; Μιλάς λιγότερο. Καλό αυτό. Πολύ καλό. Αρκετά ακούσαμε τους πολλούς να μιλάνε. Τώρα πρέπει να σιωπήσουν. Εξάλλου σοφά λέει ο λαός πως η σιωπή είναι χρυσός. Αλλά για πόσο καιρό. Πόση διάρκεια θα πρέπει να έχει η σιωπή. Έξι μήνες, οκτώ, ίσως ένα χρόνο; Αλλά τελικά αν δεν μιλάς (πολύ ή λίγο πόση σημασία έχει;) δεν είναι αναγκαίο να ακούς. Και εδώ πάλι δεν έχει σημασία, καθόλου σημασία εάν ακούς λίγο ή πολύ. Απλά δεν ακούς. Αν δεν ακούς ας κλείσουμε και τα αυτιά. Ας επεκτείνουμε τη σοφή αλάνθαστη διάγνωση. Η ασθένεια προσβάλλει τον άνθρωπο και από τα αυτιά, Αν δεν μιλάς, αν δεν μυρίζεις, αν δεν ακούς,  τότε γιατί να βλέπεις; Είσαι μουγγός, είσαι κουφός, είσαι ανάπηρος. Δεν σου αξίζει το φως, δεν σου αξίζει να βλέπεις. Τι χρειάζονται λοιπόν ανθρωπάκο τα μάτια; Που θα σε οδηγήσουν; Σε άλλους τόπους όπου οι άνθρωποι δεν μιλούν, δεν ακούν, δεν βλέπουν, δεν μυρίζουν, δεν γεύονται. Μόνο ένα απρόσωπο προσωπείο τους σώζει. Μια πολυπρόσωπη τύφλωση του νου, της γλώσσας, της όρασης, της ακοής, της γεύσης, των αισθήσεων, της άνοιξης, του καλοκαιριού και ίσως και του χειμώνα. Ψύξη! Ένας μηδενισμός του ανθρώπου. Απαξίωση του είναι. Ανήμπορε, πανάθλιε ανθρωπάκο. Σας μιλά ο υπουργός σας και εσείς δεν δίνετε σημασία. Συνεχίστε με αυτό το ρυθμό και ακολουθήστε τη τακτική της αδιαφορίας. Η μάσκα που σας δίνετε δωρεάν, μεγαλόκαρδη προσφορά της πολιτείας, είναι μόνο η αρχή μιας νέας ζωής που ονειρευτήκατε. Ανδρείκελα ε ανδρείκελα.»
Μικρή αναφορά στον Υπουργό ως τέλος: Ο φίλος του πρωθυπουργός ενέδωσε στις πιέσεις. Ο υπουργός υγείας εξοστρακίστηκε από τη θέση του, από την κοινωνία, από την πολιτεία. Εξορίστηκε με ένδειξη ασυμπτωματικός ασθενής, σοβαρά διαταραγμένη προσωπικότητα. Του χορηγήθηκε ασπιρίνη.

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

Ο Μυστικός Δείπνος των Ποιητών /Δημήτριος Γκόγκας




    Γυροφέρνουν τα ομιχλώδη βράδια  μονάχοι στα ξεχασμένα καταγώγια του Καβάφη και χάνονται στην απειλητική ρουτίνα του Καρυωτάκη. Το μολύβι ξυσμένο πάντα στο κρόταφο, σημαδεύει την άβυσσο και αναβοσβήνει από νέον η ξεχασμένη ρήση του Καζαντζάκη.  Παραγγέλνουν ανοίγοντας και φυλλομετρώντας τους σαθρούς καταλόγους ποτά, με τους αυτάρεσκους σερβιτόρους. Ποτά που δεν υμνήθηκαν ποτέ για τη γλύκα τους. Μεθούν συλλαβίζοντας μία – μία τις Μούσες κι αναθεματίζουν την αυγή που θα τους βρει με το γέρικο κορμί ολόρθο. Θα έχουν τη δύναμη να διαβούν τη μονοτονία της ζωής που δεν έχει τέλος; Θα τη βρούνε. Κι είναι ένα μεικτό βάσανο, ένα χασμουρητό, μια βαριά ανάσα, ένα ξεχασμένο μειδίαμα στο γκρεμό του χείλους, μια ποιητική κατάρα.
  Αγγίζουν το στήθος της ποίησης, οχλαγωγούν ανάμεσα σε χαρακτηρισμούς, ουσιαστικά, υποκείμενα και επίθετα, απορρίπτουν όπως- όπως τα υποκοριστικά και ανεβαίνουν στα καράβια του Καββαδία, για να σαλπάρουν στις απέραντες θάλασσες του Ελύτη και να ξαποστάσουν μαζί με τον Σεφέρη στις ακρογιαλιές της Μεγαλονήσου.
Είναι μόνοι, αισθάνονται μόνοι και μόνοι θα μείνουν. Χωρίς την μεθυστική αγάπη του Λειβαδίτη και τα συμπονετικά γράμματα του Μόντη.
    Όταν σηκώνονται να χορέψουν ξεχνούν την Ιθάκη και αρματώνονται τον Θούριο. Κραυγές, αλαλαγμοί καθώς χτυπά ο ταμπουράς και το βαρύ ζεϊμπέκικο του Μάνου συνεπαίρνει τα βήματα και ξορκίζει τις ατασθαλίες των ποιημάτων. Σπάνε τα ποτήρια, τρέχουν να μαζέψουν τα γυαλιά οι λάγνοι του έρωτα και οι μεθύστακες των στίχων. Κόβονται και τρέχει πηχτό το αίμα ανάμεσα στα δάκτυλα που ενώνονται και θεραπεύονται. Πλέκονται τα χέρια τους σ΄ έναν λεβέντικο και ζωναράδικο καθώς ψάλλει στην άκρη της υπόγειας ταβέρνας ο Μελωδός. Αγαλλιάζουν εκστασιασμένοι τους κίονες, με τις γραμμώσεις τους να τιμούν τους προγόνους και να κτυπούν, ναι να κτυπούν τις γροθιές πάνω στους ασβεστωμένους τοίχους μέχρι να γραφεί ο αιώνιος και άταφος στίχος.
    Αναρωτιούνται μεθυσμένοι αν ο στίχος θα είναι κάποιου από τους ανάμεσά τους, αν είναι νεκροτράγουδο σιωπηλό, αν είναι δημοτικό, αν είναι άσμα των ασμάτων. Άδοξη νύχτα, μια κραυγή, ένα ουρλιαχτό κι ύστερα μια άδοξη νύχτα.
   Ένας- ένας καθώς κλείνουν οι παραγγελιές, τα σπαθιά και τα μαχαίρια εναποτίθενται στην τράπεζα και μεταλαβαίνουν το αίμα και το σώμα της ποιητικής. Κι όταν θωρούν το αόρατο και γαλήνιο κενό υπογράφουν άλλοι συνειδητά και άλλοι χωρίς να καταλαβαίνουν το δρόμο χωρίς επιστροφή. Πνίγονται στο πηγάδι της λήθης.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Απαγορευμένος Έρωτας*




Τι ήθελε και μίλησε για απαγορευμένο έρωτα; Κανείς δεν τον πίστεψε. Τον κοίταζαν ειρωνικά, χλευαστικά και γύριζαν αλλού τα πρόσωπά τους. Χρόνια λειτουργούσε με ένα ενδεδυμένο εγώ, σαν προστατευτική πανοπλία. Το αποτύπωμα στον καθρέφτη ήταν το είδωλό του. Τη σκιά του ακολουθούσε.

Δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Μοναδικά ο εαυτός του ανταποκρινόταν στον έρωτά του. Με τέτοιο τρόπο που θύμιζε δίδυμη ψυχή. Ίδια έντονα  συναισθήματα, όμοιο αξιολάτρευτο κορμί, κοινούς φίλους, μαζί στη  δουλειά. Δεν θα μπορούσε να του συμβεί στη ζωή τίποτα καλύτερο. Ο εαυτός του, ήταν το άλλο μισό της ζωής του.

Απορούσε βέβαια με τη στάση των αγαπημένων του ανθρώπων; Ζήλεια; Φθόνος; Κακία; Πώς να εξηγήσει το ρήμα «απαγορεύεται», αφού το είχε διαγράψει από το λεξιλόγιό του;

Δημήτριος Γκόγκας

*Συμμετοχή στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος 121 λέξεων

Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Η σταύρωση ενός ποιήματος




Πως εξελίχτηκε έτσι ο κόσμος. Μπροστά στην μήτρα του να διαρρηγνύει τα ιμάτιά του, να ξεπλένει τις αμαρτίες του με το βάπτισμα των χεριών στα νερά του Ιορδάνη, βαφτίζει το θύμα θύτη και το αντίθετο. Μίκρυναν οι λέξεις στο δαιμονικό στερέωμα, ενός άκαρπου λόγου που χάθηκε ανεξήγητα. Πέτρωσε μέσα στους στίχους. Το αέτωμα αποστράγγιζε την θλίψη των συναισθημάτων. Χάθηκαν οι μισές πατρίδες, χώρεσαν σε βιβλιαράκια τσέπης, κάηκαν οι φωλιές και γίνηκαν τα μάρμαρα αόρατη σκόνη που πασπαλίζει τις αδύναμες μνήμες των ανθρώπων.

Ύστερα φανερώθηκαν από το βάθος του χρόνου οι αστυνόμοι, αιχμαλώτισαν βιαίως το ποίημα. Κάτω από τις ιαχές της πλατείας, «σταυρώστε» το κάρφωσαν σε μια πισσωμένη κολόνα, με μαρτυρία ενοχής. Όποιος το βρει ας το σταυρώσει και κείνος. Θεία δίκη.

Ο Καλλιτέχνης και η μετανάστρια




Ο διάσημος αστέρας ήταν σχεδόν έτοιμος να βγει στη σκηνή. Το κοινό παραληρούσε, ζητωκραύγαζε, χειροκροτούσε και χόρευε στο ρυθμό που θα ακολουθούσε κι ας μην γνώριζε ποιο τραγούδι θα ήταν αυτό.
Την σκοτεινή σκηνή έκοβε στα δύο μία δέσμη φωτός.
Ο διάσημος τραγουδιστής, σαφώς συγκινημένος από τις αντιδράσεις του κοινού, σήκωσε ψηλά το χέρι. Το κοινό τον αποθέωσε. Απόλυτη σιωπή. Άνοιξε μια μικρή ταξιδιωτική μαύρη τσάντα, έβγαλε ένα καπέλο και το τοποθέτησε κάπως λοξά στο κεφάλι του. Έκρυψε επιμελώς το μέτωπο και τα μάτια. Μια κυρία στις πρώτες θέσεις ούρλιαξε για τελευταία φορά. Την μετέφεραν με φορείο. Δεν την ξαναείδε ποτέ κανείς. Ο καλλιτέχνης άνοιξε και πάλι τη μικρή μαύρη βαλίτσα, έβγαλε ένα ζευγάρι μαύρα γάντια, σήκωσε το κεφάλι προς την οροφή, θαρρώ πως θα προτιμούσε να βλέπει ουρανό, ούρλιαξε και παρέσυρε με την κραυγή του δεκάδες λύκους από το κοινό να αλληλοσπαραχθούν. Η μουσική ξεκίνησε, ο καλλιτέχνης χόρευε, τραγουδούσε, έπιανε τ΄ αχαμνά του και οι μεθυσμένες αιμοσταγείς κυρίες κατέρρεαν η μία μετά την άλλη. Τα φορεία πηγαινοέρχονταν. Χανόντουσαν μέσα στους οριοθετημένους δρόμους. Η συναυλία πέτυχε.

Λίγα τετράγωνα πιο πέρα, μια άσημη γυναίκα, κρατώντας μικρή ξεθωριασμένη βαλίτσα, πάτησε το κατώφλι του γραφείου μετανάστευσης. Περίμεναν και άλλοι έξω, οι περισσότεροι άνδρες,  που δεν ζητωκραύγαζαν ούτε χειροκροτούσαν. Κάθε που κάποιος από το σινάφι τους περνούσε τις ιατρικές εξετάσεις και έπαιρνε την τελική έγκριση του χτυπούσαν φιλικά την πλάτη. Ίσως να μην τον έβλεπαν ξανά, ίσως να χάνονταν και αυτός στην ομίχλη των οριοθετημένων δρόμων.
Η γυναίκα στάθηκε μπροστά στην τριμελή ανδρική επιτροπή. Στην άκρη όρθια, περίμενε εντολές μια νοσοκόμα. Της είπανε να βγάλει το φόρεμά της. Ξεκούμπωσε με αργές κινήσεις το σιδερωμένο φόρεμά, προσπάθησε να δείξει ότι δεν ντρεπότανε, δάγκωσε λίγο τα χείλη, έσκυψε το κεφάλι, αισθάνθηκε να την πυροβολούν τρία ζευγάρια μάτια. Διέκρινε μια σειρά από πυροτεχνήματα στα μάτια τους, σαν αυτά των ανδρών στις περίεργες κυριακάτικες βόλτες στο χωριό της. Ακολούθησε και δεύτερη εντολή. Να μείνει γυμνή. Διέκρινε, σε κάποια βλέμματα, ίχνη μειδιάματος, ένα μολύβι σε κάποιο στόμα, νευρικότητα στο τραπέζι, μετακινήσεις ποδιών. Έξω οι σύντροφοι περίμεναν. Δεν ακούγονταν φωνές. Η απόλυτη σιωπή χτυπούσε σαν χρυσός στις φλέβες τους. Ύψωσε το κεφάλι της, όρθωσε το γυμνό κορμί της και προχώρησε σαν κυπαρίσσι προς το μέρος τους. Οι τρεις άνδρες έχασαν τις αισθήσεις τους, η νοσοκόμα μόλις που πρόλαβε  να ειδοποιήσει ασθενοφόρο. Χάθηκε μεταφέροντας τις σωρούς στους οριοθετημένους δρόμους.
Η συναυλία είχε τελειώσει, η ιατρική εξέταση το ίδιο. Ο καλλιτέχνης κάλεσε στη σκηνή την μετανάστρια. Της έγνεψε το ναι, αυτή κατάλαβε το όχι και ούρλιαξε κοιτάζοντας την οροφή, θαρρώ πως θα ήθελε να βλέπει ουρανό. Πρώτη φορά ούρλιαξε και φάνηκαν τα άσπρα της δόντια. Ξέσκισε τον λαιμό του καλλιτέχνη. Το κοινό την αποθέωσε!

Το τέλος ενός ποιητή

για τον ΣΖ


Τους τελευταίους μήνες της ζωής του, τους έζησε καθηλωμένος στο κρεβάτι ενός αναρρωτηρίου γερόντων και πασχόντων από διάφορες ασθένειες του κορμιού και της ψυχής. Όχι από επιλογή, σίγουρα δεν θα επιθυμούσε ένα τέτοιο μέρος για τις τελευταίες στιγμές του. Ίσως έναν παρθένο δάσος όπου θα του κελαηδούσαν τα πουλιά και αυτός θα συνέθετε με το βιολί του απαγγέλλοντας τον νόστο της Αμμοχώστου. 

Εκείνες όμως τις στιγμές καταλάβαινες ότι η μουσική πρακτικά είχε κάνει το κύκλο της. Το βιολί δεν ακουμπούσε στους ώμους του αλλά τη θέση του είχαν πάρει σωληνάκια μηχανών αναπνευστικής υποστήριξης. Όσο και όταν καταλάβαινε γελούσε και ψιθύριζε "σας αγαπώ όλους, αγαπώ όλο τον κόσμο" και κουνούσα το κεφάλι συγκαταβατικά. Ήξερα ότι οι λέξεις αυτές γεννιόντουσαν στην καρδιά του και μόλις έβλεπαν το φως το ήλιου πέθαιναν γιατί οι άνθρωποι δεν τις καταλάβαιναν. 

Εκείνες τις στιγμές καταλάβαινες ότι και η ποίηση πρακτικά είχε κάνει τον κύκλο της στα χείλη και στο μυαλό του ποιητή. Όχι γιατί δεν θα μπορούσε να γράψει πλέον αλλά γιατί δεν είχε την δύναμη να απαγγείλει με εκείνον τον μοναδικό και εξαίσιο τρόπο που καθήλωνε τους ακροατές και έλεγες πως κάθε λέξη ενός ποιήματος, κάθε στίχος είναι και ένα διαφορετικό ποίημα και όλα μαζί ένα και όλα μαζί η ζωή. Μετά βίας του έλεγα δυο τρεις στίχους, που να βγούνε από το στόμα μου λέξεις. Κι ύστερα έφτανε ένα απλό φιλί στο μέτωπο. Οι άνθρωποι φιλούνε τους ανθρώπους στο μέτωπο όταν καταλαβαίνουν πως έρχετε ένα τέλος. Ένα οποιοδήποτε τέλος. 

Μια Κυριακή, τον επισκέφτηκα από νωρίς. Κουφόβραση στη Λάρνακα. Η υγρασία είχε καταλάβει κάθε μόριο του αέρα. Με δυσκολία αναπνέαμε. Ο ποιητής δυσκολευότανε και αυτός δεμένος στον αναπνευστήρα. Προσπαθούσε να κινηθεί, να πει κάτι, μουρμούριζε, ήταν η φωνή μια απόκοσμη οπτασία, με φόβισε. Η νοσοκόμα στην οποία απευθύνθηκα μου είπε πως δεν έχει τίποτα, κούκλο τον κάνανε από το πρωί. Μια κούκλα, σκήνωμα. Πως χάνεται η ψηχή μέσα στο σώμα και πως το σώμα λιώνει μέσα στη ψυχή. Και πάλι το φιλί,μ΄ ένα φιλί αποχαιρετάς το πρόσωπο, τη μέρα, τη πόλη που χάνεται και δεν θα την δεις ξανά. 

Από εκείνη την μέρα βουβάθηκε ο κόσμος, ξεράθηκε ο Αύγουστος. Ξέρω πως ηρέμησε, γνωρίζω πως δεν του άξιζε αυτή η επιλογή της μοίρας κι άρχισα  καταλαβαίνω ακόμα περισσότερο την πίκρα της μουσικής και τη σιωπή της ποίησης. 

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

Μονόλογος ενός Ποιητή




Πεθαίνω κι ανασταίνομαι μέσα από τους στίχους και το δάκρυ της πένας.
Αναζητώ καθημερινά λίγα λεπτά από τον χαμένο χρόνο μου, ίσως από τον θάνατο του χρόνου, τον δικό μου, που αναλογεί για να συνθέσω τα χίλια μύρια κύματα του αίματος μου.
Μια διαρκής αναζήτηση φθόγγων και λέξεων σ΄ ένα χορό, αρμονικό και ήσυχο, πάνω σε ένα πάλλευκο χαρτί, όμοιο με την ειρήνη κι άλλοτε πάνω σε ένα γυαλιστερό ξίφος έτοιμο να κόψει γόρδιους δεσμούς αλήθειας και ψέματος.
Ο ήχος του όπλου μου, είναι η φωνή της σιωπής καθώς βηματίζει ένα μολύβι.
Πικρά ερωτευμένος με την ουσία της ζωής, τον αληθή παράδεισο και τη σαγήνη του θανάτου.
Και κάπως έτσι θα καρφωθεί ένας φαρμακερό βέλος στα στήθη και στη καρδιά μου.

Αποχαιρετισμός του Δημητρίου Γκόγκα




Συνάχτηκαν οι χωριανοί γύρω από τη κεντρική γέφυρα να δούνε την εκτέλεση της. Μικρή «εξώλης και προώλης» διαμένουσα σ΄ ένα φτωχόσπιτο στην άκρη του ξεροπόταμου. Εκεί ξεκίνησαν όλα. Μόνη υποδέχτηκε τη μοίρα που της έλαχε, πρώτα με τα καλωσορίσματα του μουχτάρη, ύστερα ο αστυνόμος, ο δάσκαλος. Ο ιερέας της έγνεψε τη σιωπή. Την κοινωνού σε συχνά, κάθε Κυριακή και την έπιανε ένας κόμπος στο λαιμό.
Όταν κυρώθηκε το «ουδέν κρυπτόν υπό του ήλιου» έτρεξε μα δεν πρόλαβε. Το «ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο τα πρόσωπα». Κι αυτή πρόσωπο δεν είχε.
Έσφιξε το μίσος στα στήθη της, έπιασε το σχοινί, το έσφιξε πιότερο στο λαιμό της. Ήτανε καλό κορίτσι είπανε στο δείλι της μέρας, πίνοντας τον καφέ της συγχώρεσης.  

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Το έλατο που ήθελε να γίνει χριστουγεννιάτικο δένδρο


Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στη κορυφή ενός βουνού ένα έλατο που ήθελε να γίνει χριστουγεννιάτικο δένδρο. Κάθε λοιπόν που πλησίαζαν τα Χριστούγεννα παρακαλούσε να ανέβει σιμά του ένα ξυλοκόπος, να το κόψει και να πουληθεί σ’ ένα σπίτι. Να στολιστεί με τα ομορφότερα στολίδια και λαμπιόνια. Από τα καταπράσινα κλαδιά του να κρέμονται τα δώρα των μικρών παιδιών. Μα του κάκου, οι ξυλοκόποι δεν ανέβαιναν ποτέ. Έκοβαν τα δένδρα που βρίσκονταν στους πρόποδες του βουνού και έφευγαν. Αυτό συνεχίστηκε χρόνια ολόκληρα. Το μικρό έλατο από παιδάκι, έγινε έφηβος, ανδρώθηκε και τώρα μοιραία πλησίαζε τα βαθιά γεράματά του.
Κι έφτασε ο χρόνος που ο θεός το λυπήθηκε και στα φετινά Χριστούγεννα τύλιξε το έλατό μας, μ΄ ένα τεράστιο σύννεφο, στόλισε τα κλαδιά του με κατάλευκο χιόνι, έστειλε την Πούλια με τα επτά άστρα της να φωλιάσει στο κεφάλι του και παρήγγειλε στους δώδεκα αστερισμούς να φωτίζουν πολύχρωμα κάθε κουκουνάρι του. Κάλεσε δε όλα τα ζώα του βουνού να κουρνιάσουν στις ρίζες του. Το έλατο έλαμψε από χαρά, ξανάνιωσε και τίναξε τα κλαδιά του από ευγνωμοσύνη προς τον πλάστη του. Τα φετινά Χριστούγεννα θα είναι τόσο διαφορετικά και τόσο χαρούμενα. Πιο ανθρώπινα, πιο θεϊκά!

Τα 12 αγγελάκια /Δημήτριος Γκόγκας



Πάλι τα 12 αγγελάκια Στη σειρά με τσακισμένα τα άσπρα τους φτερά. Και πάντα μπροστά του η ίδια δικαιολογία. Έσπασαν στη μεταφορά.
Άναψε τον οξυγονοκολλητή κι άρχισε δουλειά. Τ΄ αγαπούσε αυτά τα αγγελάκια. Από μικρό παιδί, στόλιζαν, τις παραμονές των εορτών του δωδεκαήμερου την πλατεία του χωριού και δενόταν μαζί τους, με την εικόνα τους. Μετά τα Θεοφάνια τα μάζευαν χτυπημένα, λερωμένα, βανδαλισμένα. Δεν σέβονταν όλοι την παρουσία τους.    
Οι σκέψεις και οι τύψεις σπινθήριζαν στο μυαλό του. Ζήτησε συγνώμη σιωπηλά, καθώς κολλούσε φτερά, πρόσωπα, σώματα και καθάριζε ότι λερώθηκε από την ασχήμια των συγχωριανών του. Τα φύσηξε στο στόμα, τα κοίταξε στα μάτια. Κάνοντας μια ευχή, τα χτύπησε στους ώμους και είπε: πετάξτε. Εκείνα υπάκουσαν κι ανεβήκανε ψηλά στον ουρανό.



Σημείωση : η φωτογραφία είναι από τη σελίδα: https://sentra.com.gr/kastoria-ekptwtoi-aggeloi-1-000-evrw-thliveroi-dhmotikoi-stolismoi/

Παραιτήσου ‘Αι Βασίλη / Δημήτριος Γκόγκας




Αγαπητέ Αι Βασίλη. Σε είδα σήμερα σε διαφήμιση. ‘Ήσουν ανάμεσα σε φτωχά παιδιά της Αφρικής, να καμαρώνεις, σαν εκφράζανε τις ευχές τους. «Να έχω νερό» έλεγε ένα, «να τρώω κάθε μέρα, να μην φοβάται η μητέρα μου το άλλο, να έχει δουλειά ο πατέρας μου. Δεν ζήτησαν ούτε μπάλα, ούτε τρενάκι. Κι ύστερα χάθηκες τρέχοντας στην έρημο τη στιγμή που ένας ήλιος ανέτειλε ή έδυε. Δεν ξεχώρισα καλά…
Εκεί να μείνεις Άι Βασίλη. Να παραιτηθείς και να μείνεις στην Έρημο. Γιατί δεν λες την απλή αλήθεια; Πως κάθε χρόνο, δώρο δίνουν και παίρνουν όσοι έχουν χρήματα και πως κάποιοι φροντίζουν τα παιδιά εκείνα να ξυπνούν και να βλέπουν τους ίδιους καλικάντζαρους να πριονίζουν ακατάπαυστα το δένδρο της γης και της ζωής.