κι έγιναν τα βουνά και θάλασσες μια γλώσσα που πάνω της ταξίδεψα.
Στα σπίτια με τους πελαργούς μιλούσαν για τα ρήματα
που ‘χαν τα σχήματα των αστερισμών
Μουρμούριζαν τα θαυμαστικά
και στ΄ αποσιωπητικά χτίζανε στο άγνωστο το μέλλον.
Απέραντες εποχές σαν κάμποι πλούσιοι και μεστοί,
γευότανε πότε τη γλύκα κάθε λέξης και πότε την αλμύρα της.
Πότε σε κάποιο ακρογιάλι του Αιγαίου και πότε στα καλντερίμια της Ηπείρου.
Άλλοτε πάλι Όμηρο κι άλλες στιγμές στην άνοιξη του Ελύτη,
στο καλοκαίρι του Σεφέρη και στο χνώτο του Ρίτσου.
Η καρδιά μου το ήξερε!
Το σώμα μου σαθρό, φθαρτό, μα η ψυχή μου ζούσε αιώνια ένα ταξίδι,
ξεκινώντας από τις αγκάλες των προ – Ελλάδας, μυρίζοντας μέντα και δυόσμο,
λειτουργώντας με το δενδρολίβανο στις στροφές των τραγουδιών,
υμνώντας τη λευτεριά και τον χάροντα,
για να γίνει η ρίζα μιας ελιάς και φύλλο μιας ειρήνης.
Κι αν εγώ α- πέθανα κι αν εγώ α-ποθάνω,
μπροστά στον ήλιο θα σταθεί άφθαρτη και ωραία
ως μια πατρίδα πάνσοφη, η γλώσσα μου.