Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βραβευμένα Ποιήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βραβευμένα Ποιήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 



 
Κι ήρθε η εποχή του έρωτα
κι έγιναν τα βουνά και θάλασσες μια γλώσσα που πάνω της ταξίδεψα.
Στα σπίτια με τους πελαργούς μιλούσαν για τα ρήματα
που ‘χαν τα σχήματα των αστερισμών
Μουρμούριζαν τα θαυμαστικά
και στ΄ αποσιωπητικά χτίζανε στο άγνωστο το μέλλον.
Απέραντες εποχές σαν κάμποι πλούσιοι και μεστοί,
γευότανε πότε τη γλύκα κάθε λέξης και  πότε την αλμύρα της.
Πότε σε κάποιο ακρογιάλι του Αιγαίου και πότε στα καλντερίμια της Ηπείρου.
Άλλοτε πάλι Όμηρο κι άλλες στιγμές στην άνοιξη του Ελύτη,
στο καλοκαίρι του Σεφέρη και στο χνώτο του Ρίτσου.
Η καρδιά μου το ήξερε!
Το σώμα μου σαθρό, φθαρτό, μα η ψυχή μου ζούσε αιώνια ένα ταξίδι,
ξεκινώντας από τις αγκάλες των προ – Ελλάδας, μυρίζοντας μέντα και δυόσμο,
λειτουργώντας με το δενδρολίβανο στις στροφές των τραγουδιών,
υμνώντας τη λευτεριά και τον χάροντα,
για να γίνει η ρίζα μιας ελιάς και φύλλο μιας ειρήνης.
Κι αν εγώ α- πέθανα κι αν εγώ α-ποθάνω,
μπροστά στον ήλιο θα σταθεί άφθαρτη και ωραία
ως μια πατρίδα πάνσοφη, η γλώσσα μου.
 
Το παραπάνω ποίημα, συμμετείχε και διακρίθηκε στον 13οΔιαγωνισμό Ποίησης και Πεζόμορφου Στοχασμού (2024) με τίτλο “Η Γλώσσα μου, η δύναμή μου” που διοργανώθηκε από τον Σύνδεσμο Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου. Ανακοινώθηκε πως θα συμπεριληφθεί στην έντυπη ποιητική ανθολογία που θα εκδοθεί. 
 

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024

Πολιτεία * του Δημητρίου Γκόγκα

 *Έλαβε Εύφημο Μνεία στον Ζ' Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (2024) και στην ενότητα : Ποίηση Ενηλίκων από τους "Πνευματικούς Ορίζοντες Λεμεσού" 

* Το ποίημα γράφτηκε το έτος 1992, στη νήσο ΚΩ, κατά την υπηρέτησή μου εκεί ως στρατιωτικός, και είδε το φως της "δημοσιότητας" το έτος 2024!



 
Τον χρόνο που τρέχει, είχε βγει βόλτα η πρωινή υγρασία,
απ΄ το ηλιόφωτο θόλο, κάτω στα αλώνια και πέρα,
που κλείνει την ανθρώπινη μοναξιά στις απέραντες ορέξεις μας.
Κρέμονται χρυσόπλεκτα σκουλαρίκια οι ανάσες,
στα καλλίγραμμα αυτιά της – ακόμα - κοιμώμενης πόλης.
Αμέριμνη, αμετανόητη για τις βραδινές ασελγείς πράξεις της.
Ουδέν ίχνος πόνου στην μέση της ραχοκοκαλιάς, στη κένωση της απληστίας. 
Ένα πέπλο μυστηρίου, αραχνοΰφαντο, τυλίγει αλόγιστα
τους περαστικούς σκουρόχρωμους επισκέπτες,
της ξεπεσμένης εποχής σε μια ρατσιστική εξέδρα από ράβδους και πίνακες. 
Μα να, η νομιμόφρονα παράνοια
και εκείνων που έρχονται γονυπετείς με τα ναυλωμένα πλοιάρια εξ ανατολών,
παραδομένοι στο μαύρο πέπλο ενός γαληνεμένου προφήτη
και των υποταγμένων στον μονογενή δοξασμένο θεό.
Κι όμως χρηστή δεν κατέστη η αλλόφρονα ζωή τους.
Εικάζεται πως θα γραφεί στο κιτάπι, με το στερητικό πρώτο γράμμα.
 
Η ώρα που περιεργάζεται τις πνιγηρές ερωτικές ανάσες,
προχωρά αργά και τρανώνεται.
Ο μαύρος ύπνος, πρόσκαιρος απαθής θάνατος,
γλυκόπικρους καρπούς αφήνει,
συνεχίζει μονάχος και γυμνός να βρει τραχείς ανθρώπινους θορύβους
που θα ορίσουν την μέρα, θα σκαλίσουν το ρολόι και θα πούνε:
«Να οι βηματισμοί των ανθρώπων,
να η ιλαρή ιστορία, να το μέλλον μας»
 
Και οι ύστεροι τυφλοί, κρατώντας στο χέρι μια φωνή ανήκουστη και άυλη,
με ύφος απελπισμένων και ανέλπιδων κι άλλοι αμήχανοι κρατώντας κέρατα, δικράνια και φτυάρια, υψώνουν τη τσιμεντένια πολιτεία, πιο πάνω,
ίσα με τον ουρανό.
 
Σ΄ ένα μονόδρομο που αλυχτά, κραυγάζει και πνίγεται,
καθώς ανοίγει συθέμελα, μια πελώρια γούρνα με το άλικο νερό της να κοχλάζει.
Σ΄ ένα αδιέξοδο δρόμο που ουρλιάζει και χάνεται ,
ως λιγοστεύει ο αέρας των ανθρώπων.

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Κατεπείγον γράμμα στους ποιητές* του Δημητρίου Γκόγκα

 



 
Στα Super Market μέσα καταναλωτή,
σου κλέβουν τα ριάλια. Και στην εντατική
σε βάζουν κάθε μέρα και σα επιλογή
σου πίνουνε το αίμα του κράτους  οι ταγοί.
 
Στις λαϊκές, ντομάτες πουλάνε μετρητοίς.
Κυκλοφορούν με μάσκες, κι ονόματα: κανείς.
Χίλιοι ανθρωποφάγοι με ξίφη και σφυριά,
που χαίρονται να καίνε αθώους σε κελιά.
 
Κι εγώ επαναστάτης, στο lapto μου μπροστά,
το παίζω αποστάτης, με σώβρακα λερά.
Ολημερίς να βλέπω, το σκουπιδαριό,
και τρέμω από φοβέρα, μη μ έβρει το κακό.
 
Τα γκλόπ των αστυνόμων, στις κεφαλές γροθιά
κι οι σφαίρες να πετάνε σαν αποδημητικά
πουλάκια, που τα πιάνουν οι αμπελουργοί
και πίνουν στην υγειά μας κρυφά σε μια γιορτή.
 
Τα φώτα χαμηλώστε, περνά ο υπουργός
«μπα, δεν φοράει μάσκα;» ρωτάει ο φτωχός.
Μα έχει ανοσία, σ΄ εργάτες λαϊκούς.
Έδωσε φακελάκι σε επίορκους γιατρούς!
 
Τα φώτα χαμηλώστε, το έργο ξεκινά.
Θα πνίξει ο πνιγμένος τον ντελιβερά,
που βόμβες μας μοιράζει και νεκρούς μετρά
κι αφήνει αγνοημένους, στου έθνους τα γραπτά.
 
Ζήστε και ψηφίστε, πατήστε το κουμπί.
Γελά η τηλεπερσόνα που δεν φορά βρακί.
Γίνηκε πρώτο θέμα και ΄γω ο θλιβερός
μαζί με τους αμάχους, το παίζω τραγικός.
 
Ησύχως κοιμηθείτε και γω στον καναπέ
μαστουρωμένο ζώο ρουφώντας ναργιλέ,
με σώου και τραγούδια με παρουσιαστές
που χαίρονται να λένε συνήθως ότι θες.
 
Αγαπημένοι φίλοι, σεμνοί μου ποιητές,
οι στίχοι έχουν όλοι, μικρούλες εκδορές
και τρέχουν ματωμένοι στις ανηφοριές,
για να γλυτώσουν ίσως από τους εμπρηστές.

*Έλαβε Έπαινο  στον Ζ' Λογοτεχνικό Διαγωνισμό και στην ενότητα : ΣΑΤΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ Παύλου Πολυχρονάκη, από τους "Πνευματικούς Ορίζοντες Λεμεσού" 

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2024

Στερνός αποχαιρετισμός του Δημητρίου Γκόγκα

 
 Μάνα μην κλαις, δεν θ΄ αργήσω.
Έχω χρόνια μπροστά, να τρυγήσω.
 
Κι έχω πάρει μαζί,
τη ζακέτα τη γκρι,
μη κρυώσω.
Έρχομαι στις οκτώ,
ετοιμάσου κι εγώ,
φιλί θα σου δώσω.



 
Μάνα μην κλαις, δεν σ΄ αφήνω.
Είμαι μες στη φωτιά και νιώθω πως σβήνω.
 
Έχω πάρει μαζί,
τη δική σου ψυχή
και το χάδι.
Φίλησε ότι αγαπώ.
Σπείρε βασιλικό,
να μυρίζω στον Άδη.
 
Μάνα μην κλαις,
οι δικές μου εποχές
ποτέ δεν ανθήσαν.
Στο κουρνιαχτό,
λάβα και ουρλιαχτό,
μόνο αφήσαν.

Σημείωση: Το παραπάνω ποίημα (Κατηγορία Μουσικού Στίχου)  έλαβε ΑΡΙΣΤΕΙΟ στον 14ο παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό ποίησης του ΕΠΟΚ (2024)

ΠΟΡΕΙΑ του Δημητρίου Γκόγκα

 

 


Έτρεχε να προλάβει την ύστερη σφαίρα μην φτάσει στο στήθος.
«Θέλω να τη κρατήσω στη χούφτα μου» έλεγε «να αισθανθώ τη κάψα της,
την ορμή του θανάτου καθώς διαπερνά την ανάσα»
Έτρεχε να προλάβει ένα μπουκέτο λουλούδια στη ξώπορτα
κι ένα τελευταίο μαύρο χελιδόνι που έφευγε στα ξένα.
«Θέλω να γευτώ το αγνό αίμα της θυσίας» έλεγε
και μοίραζε τους καμένους ήλιους που κούρνιαζαν στα φυλλοκάρδια του.
 
Έφτασε, με τον άνεμο απρόσκλητος έξω από την μαρμαρωμένη μαρτυρία.
«Ποιος σκελετός» αναρωτήθηκε «κρατά το μυστικό στα δίχτυα του
και τούτο το αστέρι γιατί λαγοκοιμάται στην αυλή του σπιτιού μου;»
Δεν υπάρχει μαχαίρι που να σκορπά γλυκά τον θάνατο!
Έφτασε γυμνός και τα χέρια του τρέμουν καθώς σφουγγίζει την Άνοιξη
κι ένα γαρούφαλλο στολίζει στεφάνη τη μνήμη.
 
Έφυγε, μα η θύελλα που έσπειρε δεν φάνηκε στον κάμπο.
Πλάγιασε στις δασιές πλαγιές του Καραβά, ψηλά στον Πενταδάκτυλο.
Χαιρέτησε την αιώνιο θλίψη, τη σκιά της πολέμου που φοβότανε,
κι είπε: «έτρεξα, σώθηκα, έφτασα και τώρα φεύγω να ζήσω ακόμα πιο πέρα»

Σημείωση: Το παραπάνω ποίημα έλαβε το Α΄ βραβείο στον 14ο παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό ποίησης του ΕΠΟΚ (2024)

Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Χαικού / του Δημητρίου Γκόγκα (Έπαινος στην κατηγορία : Ποίηση Χαικού/ Ζ' Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού- Εφαλτήριο Λόγου Τέχνης και Πολιτισμού /2024)

 





Απολογούμαι.
Εκλιπαρώ λύτρωση
στο σπαθί της γης.
 
Στην άβυσσό μου,
θα βρεις σταγόνες μελιού
και αίμα πικρό.
 
Στη λίμνη βουτά
το φεγγάρι. Η νύχτα
εξορίζεται.

Πολιτεία / του Δημητρίου Γκόγκα (Εύφημη Μνεία στην κατηγορία : Ποίηση Ενηλίκων σε ελεύθερο στίχο/ Ζ' Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού- Εφαλτήριο Λόγου Τέχνης και Πολιτισμού /2024)

 


 

Τον χρόνο που τρέχει, είχε βγει βόλτα η πρωινή υγρασία,
απ΄ το ηλιόφωτο θόλο, κάτω στα αλώνια και πέρα,
που κλείνει την ανθρώπινη μοναξιά στις απέραντες ορέξεις μας.
Κρέμονται χρυσόπλεκτα σκουλαρίκια οι ανάσες,
στα καλλίγραμμα αυτιά της – ακόμα - κοιμώμενης πόλης.
Αμέριμνη, αμετανόητη για τις βραδινές ασελγείς πράξεις της.
Ουδέν ίχνος πόνου στην μέση της ραχοκοκαλιάς, στη κένωση της απληστίας. 
Ένα πέπλο μυστηρίου, αραχνοΰφαντο, τυλίγει αλόγιστα
τους περαστικούς σκουρόχρωμους επισκέπτες,
της ξεπεσμένης εποχής σε μια ρατσιστική εξέδρα από ράβδους και πίνακες. 
Μα να, η νομιμόφρονα παράνοια
και εκείνων που έρχονται γονυπετείς με τα ναυλωμένα πλοιάρια εξ ανατολών,
παραδομένοι στο μαύρο πέπλο ενός γαληνεμένου προφήτη
και των υποταγμένων στον μονογενή δοξασμένο θεό.
Κι όμως χρηστή δεν κατέστη η αλλόφρονα ζωή τους.
Εικάζεται πως θα γραφεί στο κιτάπι, με το στερητικό πρώτο γράμμα.
 
Η ώρα που περιεργάζεται τις πνιγηρές ερωτικές ανάσες,
προχωρά αργά και τρανώνεται.
Ο μαύρος ύπνος, πρόσκαιρος απαθής θάνατος,
γλυκόπικρους καρπούς αφήνει,
συνεχίζει μονάχος και γυμνός να βρει τραχείς ανθρώπινους θορύβους
που θα ορίσουν την μέρα, θα σκαλίσουν το ρολόι και θα πούνε:
«Να οι βηματισμοί των ανθρώπων,
να η ιλαρή ιστορία, να το μέλλον μας»
 
Και οι ύστεροι τυφλοί, κρατώντας στο χέρι μια φωνή ανήκουστη και άυλη,
με ύφος απελπισμένων και ανέλπιδων κι άλλοι αμήχανοι κρατώντας κέρατα, δικράνια και φτυάρια, υψώνουν τη τσιμεντένια πολιτεία, πιο πάνω,
ίσα με τον ουρανό.
 
Σ΄ ένα μονόδρομο που αλυχτά, κραυγάζει και πνίγεται,
καθώς ανοίγει συθέμελα, μια πελώρια γούρνα με το άλικο νερό της να κοχλάζει.
Σ΄ ένα αδιέξοδο δρόμο που ουρλιάζει και χάνεται ,
ως λιγοστεύει ο αέρας των ανθρώπων.

Κατεπείγον γράμμα στους ποιητές / του Δημητρίου Γκόγκα (Έπαινος στην κατηγορία : Σατυρική Ποίηση στη μνήμη του Παύλου Πολυχρονάκη / Ζ' Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού- Εφαλτήριο Λόγου Τέχνης και Πολιτισμού /2024)

 


 



Στα Super Market μέσα καταναλωτή,
σου κλέβουν τα ριάλια. Και στην εντατική
σε βάζουν κάθε μέρα και σα επιλογή
σου πίνουνε το αίμα του κράτους  οι ταγοί.
 






Στις λαϊκές, ντομάτες πουλάνε μετρητοίς.
Κυκλοφορούν με μάσκες, κι ονόματα: κανείς.
Χίλιοι ανθρωποφάγοι με ξίφη και σφυριά,
που χαίρονται να καίνε αθώους σε κελιά.
 
Κι εγώ επαναστάτης, στο lapto μου μπροστά,
το παίζω αποστάτης, με σώβρακα λερά.
Ολημερίς να βλέπω, το σκουπιδαριό,
και τρέμω από φοβέρα, μη μ έβρει το κακό.
 
Τα γκλόπ των αστυνόμων, στις κεφαλές γροθιά
κι οι σφαίρες να πετάνε σαν αποδημητικά
πουλάκια, που τα πιάνουν οι αμπελουργοί
και πίνουν στην υγειά μας κρυφά σε μια γιορτή.
 
Τα φώτα χαμηλώστε, περνά ο υπουργός
«μπα, δεν φοράει μάσκα;» ρωτάει ο φτωχός.
Μα έχει ανοσία, σ΄ εργάτες λαϊκούς.
Έδωσε φακελάκι σε επίορκους γιατρούς!
 
Τα φώτα χαμηλώστε, το έργο ξεκινά.
Θα πνίξει ο πνιγμένος τον ντελιβερά,
που βόμβες μας μοιράζει και νεκρούς μετρά
κι αφήνει αγνοημένους, στου έθνους τα γραπτά.
 
Ζήστε και ψηφίστε, πατήστε το κουμπί.
Γελά η τηλεπερσόνα που δεν φορά βρακί.
Γίνηκε πρώτο θέμα και ΄γω ο θλιβερός
μαζί με τους αμάχους, το παίζω τραγικός.
 
Ησύχως κοιμηθείτε και γω στον καναπέ
μαστουρωμένο ζώο ρουφώντας ναργιλέ,
με σώου και τραγούδια με παρουσιαστές
που χαίρονται να λένε συνήθως ότι θες.
 
Αγαπημένοι φίλοι, σεμνοί μου ποιητές,
οι στίχοι έχουν όλοι, μικρούλες εκδορές
και τρέχουν ματωμένοι στις ανηφοριές,
για να γλυτώσουν ίσως από τους εμπρηστές.

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ * του Δημητρίου Γκόγκα

 


Την ώρα που τα βλέφαρα θα κλείνεις
κι οι δούλοι το δωμάτιο θα σκουπίζουν.
Την αυγή θα ονειρεύεσαι, π αφήνεις
τις ποιήσεις στο συρτάρι να σαπίζουν.
 
Θα χαϊδεύουν οι αγάπες σου το χέρι.
Θα ζητούν να συγχωρέσεις κάποια λάθη.
Να ρωτήσεις τον Θεό σου αν θα ξέρει,
πως ματώνει της ζωής τους το αγκάθι.
 
Το σαρκίο σου με λίβανο θα ραίνουν.
Οι στιγμές σου μυροφόρες θα ντυθούνε.
Λυπημένες και δειλές θα ξεμακραίνουν
κι οι αόρατες ματιές σου θ απορούνε.
 
Πώς δεν σταύρωσες τη φύση σου, ν αλλάξεις.
Μ έναν όφη η καρδιά σου χαραγμένη.
Τις ψυχές των ποιητών να απαλλάξεις,
απ' την μοίρα τους, την καταδικασμένη.

* Β΄ βραβείο στην κατηγορία Ποίηση στον 13ο Λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ (Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων) 2022-2023


Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

Χαικού * του Δημητρίου Γκόγκα


  


Επί λειψάνων,
κοράκια καραδοκούν.
Αποκάλυψη!

 **
Θάλασσα πλατιά.
Γλάρος τη κουβαλά στην
πλάτη μονάχος.
 
 ***

Στο τζάμι βλέπεις,
χελιδόνια να χτυπούν,
τη λευτεριά μας!


*Χαικού του έλαβε το Α΄ βραβείο στον Ε΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Σωματείου ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ ΕΦΑΛΤΗΡΙΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ της ΛΕΜΕΣΟΥ /2022-2023

Δευτέρα 15 Μαΐου 2023

ΣΜΥΡΝΗ* του Δημητρίου Γκόγκα

 


Δεν παρέλειψε 
να πάρει τη Σμύρνη σε ένα κάδρο.
Χωρούσε, δεν χωρούσε, 
πήρε όση μπόρεσε να πάρει.
Στρίμωξε ουρανό, χώμα, την αυλή της.
 
Μέσα στο δισάκι της η Σμύρνη.
Μέσα στην εικόνα της εξορίας, 
ο ασαβάνωτος άνδρας της
και στην άκρη νεκρή η Σμύρνη
Στο πρώτο τσιγάρο του γιου της η Σμύρνη.
«Η φωτιά μάνα φώναξε δεν ήρθε απ΄ τη κάφτρα! Πάψε!»  
Το άλλο, σε ένα τσουβάλι τυλιγμένο με φίμωτρο μην κλάψει,
να προλάβει να το πετάξει σε μια βάρκα;
Δεν θα προλάβει;
 
Τρέξε, τρέξε εκείνη η φωνή να τη σπρώχνει,
οι καμπάνες, ο κόσμος, στο μπόγο της η Σμύρνη.
Πίσω οι Τσέτες, οι Κούρδοι, έξω από το μπόγο της όλοι οι οχτροί της.
 
Ένας φαντάρος με δεκανίκι την κοιτάει χωρίς μάτια, χωρίς γλώσσα.
Τι να πει;
Χωρίς χέρι, «πως κρατά το δεκανίκι χωρίς χέρι;»
«Παναγιά μου χωρίς μάτια!»
 
Φυσούσε μια πίκρα.
Πόνο ο βοριάς, μπλέχτηκε και η αύρα της θάλασσας
τα δίχτυα ιστοί αράχνης, ψάρευες νεκρούς ανθρώπους,
ξέβραζε η θάλασσα τη Σμύρνη.
Μα περίεργο, μύριζε ακόμα, βασιλικό κι αγιόκλημα!
 
Και κει στη προκυμαία, να ένα γδούπος.
Το τσουβάλι με το παιδί στη βάρκα μέσα.
Λες- λες να αναπνεύσει.
«Ελπίζω» της φωνάζει  φαντάρος, της κλείνει το μάτι.
Μες στο χαμό «πως είδε Παναγιά μου;»
 
*Το ποίημά του «ΣΜΥΡΝΗ» έλαβε 3ο έπαινο στον 18ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ποίησης και Πεζογραφίας της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδας 
και συμπεριλήφθηκε στην Ανθολογία που προέκυψε από τον εν λόγω Λογοτεχνικό διαγωνισμό με τίτλο : Το δάκρυ της Μικρασίας

Τρίτη 9 Μαΐου 2023

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ* / Δημήτριος Γκόγκας

 


 Συνήθιζα να της φέρνω λουλούδια.
Χρόνια τώρα το πουλί του παραδείσου.
Κι αν,  εξέλειψε αυτή η τραγική συνήθεια,
κι αν μερικώς αποσιωπήθηκε από τη βαθύτατη εκτίμηση,
είναι γιατί πλην των θεατρικού τίτλου: «Ο έρωτας που έγινε αγάπη»
ο χρόνος γέμισε και υποχρεώσεις, αποχρώσεις δύσμορφες και αναιμικές.
Κάθε υποχρέωση και ένα λουλούδι, πιθανόν του πουλιού του παραδείσου.




έπαινος στον Ποιητικό Διαγωνισμό "«Νίκος Καζαντζάκης» των εκδόσεων Ραδάμανθυς  κατά το έτος 2020

Σάββατο 6 Μαΐου 2023

ΝΑ ΜΕ ΘΑΨΕΤΕ ΟΡΘΙΟ* του Δημητρίου Γκόγκα

 



 
Είναι κάτι βράδια, που σκέφτομαι πως θέλω να ταφώ όρθιος.
Αρκετά ξάπλωσα στη ζωή μου, όχι ιδιαίτερα από ανάγκη ξεκούρασης.
Και τώρα που θα μου δοθεί η ευκαιρία να είμαι αιωνίως όρθιος
τουλάχιστον το ανάστημά μου, κάτω από τα κλινοσκεπάσματα της γης,
είναι κάτι και τούτο.
Μη νομίζετε πως δεν το όρθωσα όσο ζω, όσο ζούσα.
Ε ΄ καλά τώρα δεν κάνει να μιλώ ως πεθαμένος, όντας πεθαμένος.
Μα πεθαμένο δεν με θέλουν όλοι αυτοί;
 
Θα ΄μαι λοιπόν ένας όμορφα όρθιος πεθαμένος
Κι όλα τα ασπόνδυλα των υπόγειων στοών και οι έρποντες υπό της γης
που περιμένουν νυχθημερόν, θα απορούν, με τούτο το θέαμα.  
Δεν το είδαμε ποτέ, θα μονολογούν.
 
Και ευτυχώς για μένα θα είμαι απόλυτα μόνος,
καθώς τους λοιπούς συνταξιδιώτες, θα τους θωρείτε ξαπλωμένους
να μιλούν με τις ρίζες των δένδρων, να προσπαθούν να ξεδιψάσουν
όταν σταγόνες βροχής θα ξεγλιστρούν ανάμεσα από πέτρες και χώματα.
Και θα ακούω καλύτερα τα βήματα και τα συμπονετικά λόγια των επισκεπτών,
θ΄ ακούω το κλάμα και τα δάκρυα που θα σβήνουν πριν ακουστεί ο ήχος τους, πάνω στο λασπωμένο χώμα. Και δεν θα μου λύνεται καμιά απολύτως απορία.
 
Κι άλλοι που δεν πρόλαβαν το τραίνο, να χάνονται στο βάθος,
στις ακροποταμιές, στα αναχώματα, μέσα στα σκεπάσματα των ερώτων,
στους λογαριασμούς που φράζουν τα  γραμματοκιβώτια,
στις απελπισμένες εξόδους των σαββατοκύριακων
και δεν ξέρουν το γιατί, δεν απαντούν στα γιατί, αφήνοντας μόνο
ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια, ζουμπούλια τα προτιμώ ή και χρυσάνθεμα,
όμορφα μυρίζουν, πάνω από την μικρή ταφόπλακα, άσπρη κατά βάση.
 
Και γω θα είμαι όρθιος, νεκρός μα όρθιος, όχι όπως τώρα όρθιος νεκρός,  
ανάμεσα στους άλλους όρθιους νεκροζώντανους, που αναδύουν σήψη
ξαπλώνοντας στο κρεβάτι, στον καναπέ, πάνω στο δείλι και την αυγή, πάνω στο αργυρό μελάνωμα.  
Κι όχι, πρώτη φορά νεκρός από τους ώμους των τεσσάρων,
στους κουρασμένους ώμους της γης.
 
*Το ποίημα: "Να με θάψετε όρθιο" έλαβε το Γ΄βραβείο στον Γ΄ Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού 2019 – 2020 από τους Πνευματικούς Ορίζοντες Λεμεσού (Κατηγορία Ποίηση ενηλίκων στον ελεύθερο στίχο)

Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Κλειδωμένη Ελευθερία* του Δημητρίου Γκόγκα

 


 

Τι να ΄ναι αυτή, η παλιό-ελευθερία;
Έκλεισε τα μάτια, κοίταξε τον ήλιο,
ύψωσε τα χέρια, έσφιξε τις γροθιές, ξέχασε τους αγώνες.
Ένας δύσμοιρος πόνος αναρίγησε τα εύθραυστα κόκκαλα του. 
Πόσο μπορεί να ασθενήσει η λευτεριά;
Πόσο ακόμα η θνητότητα του ανθρώπου;
 
Χρόνια καιροφυλακτούσε μια αδιόρατη ασχήμια
πίσω από τα σκουριασμένα συρματοπλέγματα.
Κλείδωσαν, όπως – όπως με πρόχειρα άνοα διατάγματα,
τις ξώπορτες των σπιτιών, των αυλών, τα παραθύρια
κι άνοιξαν τις κερκόπορτες του ουρανού βράδυ.
Άρεσε το φεγγάρι να κλαίει παρήγορα, το νυχτολούλουδο στο βάζο.
Αδελφικός χαιρετισμός στην πρόωρη εξόδιο.
Η απτή σιωπή μετέδιδε τη σιωπή της ψυχής.
Το αόρατο του εντός της, γίνηκε ορατό στον άνεμο.
Μια ορατή αέρινη θνησιγενής σιωπή. 
 
Έβαλε με επιμέλεια τη μάσκα στο γερασμένο πρόσωπο.
Πήρε το πρώτο λεωφορείο της μέρας από μια ξεχασμένη στάση.
Άδειο, κενό, μια ανάσα στον αέρα, έκλεισε τις κουρτίνες!
Μυρωδιά μούχλας.
Κρατώντας ένα μπουκέτο κόκκινο τριαντάφυλλα,
ήλπιζε ότι θα άλλαζε την εικόνα του.
Η λευτεριά που ποθούσε, ως δάσκαλος του έμαθε να ζει στα χρώματα.
Απίθωσε τα, στον άσπρο τάφο και ράγισε ο θρήνος από τον ανασασμό.
 
Ξερίζωσε τη μάσκα, μάτωσαν τα μάγουλα, γέμισε αίμα το χείλος, δάκρυσαν τα μάτια.
 
Τούτο θα πει ελευθερία.
Να αντέξεις τον πόνο σα βγάζεις τη μάσκα.
Πάνω από αυτούς που δεν πρόκαμες να φροντίσεις.
Τη μια έκαμε το σταυρό του, την άλλη γονάτιζε ευλαβικά με τα χέρια προς τον θεό.
Αιτήθηκε το απέραντο έλεός του και χάθηκε στη λευτεριά.


*Έπαινος στον 4ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμοό 2021 – 2022 των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2023

Σμύρνη, πόλη μου Αγαπημένη *… του Δημητρίου Γκόγκα

 

 


«Συνωστίζονταν;»
«Συνωστίζονταν» αδελφές μου;
Αμαρτία εκ θεού.
Με το σχολικό βιβλίο να κραδαίνει στο δεξί μου χέρι,
έτρεχα να τους προλάβω τη λάθος ανάγνωση.
Δεν ήμουν εγώ, παρά ένας ασύνορος άνδρας χωρίς πλούτη,
χωρίς τη πόλη μου, όπως όλοι εκείνοι που δεν πίστεψαν στο χαμό της.
Η πίστη φορές λαθεύει!
 
Ήμουν τριών ετών, τώρα υπερήλικας.
Κάποτε – κάποτε το προτιμώ να σβήνω τρία κεριά στη γενέθλια μέρα,
γιατί τότε τελείωσε η ζωή μου.
Πονούσα, σα με κρατούσε η μάνα μου το χέρι.  
 
Σμύρνη πόλη μου αγαπημένη, κόρη του σιωπηλού γιαλού,
που τ΄ όνομά σου σημαίνει θλίψη.
Τι παράξενη φασαρία είναι αυτή;
Οχλαγωγία από την Αγία Φωτεινή που στενάζει, ως τον Μπουρνόβα.
Φωνάζουν αλλόφρονες οι Αρμένιοι, ουρλιάζουνε οι προδομένοι Έλληνες
καθώς ανοίγουνε οι κερκόπορτες στους δρόμους.
Ρακένδυτοι στρατιώτες χάνονται μέσα στο φως τους.
 
Βιαστικοί που είναι οι ανθρώποι, καλή μου μάνα.
Πως τρέχουν ασύντακτοι, τρομαγμένοι.
Οι ώρες βιάζονται και κείνες να τελειώσουν τη μέρα.
Συνθλίβεται το στήθος της από τους κτύπους των γροθιών.
Τρέχουνε μάνα –τρέχουνε- να ξεφύγουν
από τη σκιές των μαύρων σύννεφων που στραγγίζουνε οι Τσέτες
Δες τους, ορμούν με το μίσος και τη καταχνιά στα μάτια τους,
παραμονεύουν στις γωνιές με το χαλάζι στα χέρια,
και το σουγιά στο ζωνάρι.
Τα άλογα ποδοπατούν την αιμόφυρτη ειρήνη,
χλιμιντρίζοντας τη πανούργα ωραιοπαθή Πανδώρα.
 
Πως μικραίνει μάνα έτσι ο ουρανός;
Πως μακραίνουν πατέρα έτσι οι δρόμοι;
Χάνεται ο κόσμος μας, μια θάλασσα αλμυρή μας πνίγει.
Σπαραγμός.
Ο θάνατος ολοένα και πλησιάζει,
με την αιμάτινη ρομφαία να κυματίζει στην προβλήτα.
Να προλάβουμε;
Θα προκάμουμε;
 
Μας κυνηγά ένας καπνός και μια φωτιά στα στήθια.
Πέφτουν βαριές οι σκεπές και χτίζουν μαύρους τους τάφους μας
αναποδογυρίζουν τα όνειρα
και ένας δροσερός αγέρας παράταιρος μέσα στο Σεπτέμβρη τα παρασέρνει
μέσα σε μπόγους μια ζωή,
[χωρά η ζωή σε μπόγους;]
στα ορθάνοιχτα μάτια των παιδιών,
στο κλάμα των ανήμπορων γερόντων.
Σβήνω μαζί με τα κάρβουνα, σβήνω ζωή μαζί σου.
Σπονδή με το κρασί του Φθινοπώρου.
 
Ο αγέρας λιγοστός κυκλοφορούσε ελεύθερος ανάμεσά μας
ώσπου κουράστηκε και αυτός,
έπεσε βαρύς στα τσιμεντένια κεφαλόσκαλα,
βαριανάσαινε, μαζί με τις κοπελιές που πνίγονταν στα δάκρυά τους.
Οι βιαστές γδύνανε τη παρθενιά τους.
 
Και ο δίκαιος χρόνος ας γράψει πως δεν οδεύαμε σε ταξίδι αναψυχής,
δεν είχαμε εισιτήρια α΄ θέσης, παρ εκτός κάτι διαρκείας για τις ψυχές μας.
Κι αυτή η απέραντη γελαστή και μυριστικά ευωδιαστή πόλη μου,
δεν έχει θέση στη καρδιά τους, δεν έχει θέση στην ιστορία των απολίτιστων.
 
Αυτά να πείτε και να γράψετε για τους ανθρώπους.


*Το ποίημά : Σμύρνη πόλη μου αγαπημένη, έλαβε Τιμητική διάκριση στον Η' Ποιητικό Διαγωνισμό της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά και επιλέγει να συμπεριληφθεί σε σχετική έκδοση της Εταιρείας.

[… λάβα βασίλευσε στον Κάμπο] * του Δημητρίου Γκόγκα



 
 
Πριν έρθουν οι Τσέτες, διάβαζα για την έξοδο του Μεσολογγίου.
Ο Διονύσιος μιλούσε και μου έλεγε πως:
«Άκρα του τάφου σιωπή, στον κάμπο βασιλεύει…»
Πώς να τον πιστέψω με τόση χαρά Ελλάδας στα χώματα μας;
 
Ήθελα ν΄ ανοίξω ολοζώντανους δρόμους στη θάλασσα,
να τους στρώσω χαλίκια, κοχύλια και φύκια.
Με φτυάρι και αξίνα.
Να έσκαβα το νερό του Αιγαίου.
 
Μέρα παρά μέρα βρισκόμασταν,
όμορφες μέρες και κείνη η Τρίτη πιο όμορφη από ποτέ,
φώναξα τη γειτόνισσα: «Κυρά Σμυρνιά, κόπιασε να πιούμε το σέρτικο»
Με μια φθαρμένη βαλίτσα κι αρχοντιά,  μ΄ απάντησε στάζοντας σάλιο
και βαριά ανάσα : «Όρεξη την έχεις, πλησιάζουν κι ούτε που σκιάζεσαι.
 Βάζουν φωτιές… πάμε καημένε»
 
Μα που να πάω.
Πώς να αφήσω αυτά τα σύννεφα που όριζαν τον ουρανό μου.
Πως ν΄ αφήσω τις μυρωδιές της αυλής μου.
Όλο ψέματα έλεγα.
Έβαζα κέρινα φτερά κι όποτε σηκωνόμουν ένα Δαιδάλειος ήλιος μου τα έκαιγε.
 Κι ας μύριζαν Πασχαλιές στο πέλαγος, ας μύριζε Πατρίδα.
Πατρίδα μου ήταν η Σμύρνη, φωλιά μου.
 
Πήρα ακόμα ένα κλαράκι να την αρματώσω.
Κι ούτε που κατάλαβα πως ένα κύμα δροσιάς έφυγε
και μια λάβα βασίλευσε στον Κάμπο.





* Α΄βραβείο στον 22ο Ετήσιος Διεθνή Διαγωνισμός Ποίησης, του Λογοτεχνικού περιοδικού «Κελαινώ»  με Θέμα: Την Πατρίδα μ’ έχασα… [2022]

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

ΠΡΟΣ ΧΑΜΕΝΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 




Αγάπησα τους ποιητές που κείτονται θαμμένοι.
Για ζωντανούς - μη με ρωτάς- καμιά τιμή δεν μένει!
Αγάπησα κι αυτούς, που δεν γεννήθηκαν ακόμα
κι εγκυμονούν στα όνειρα των γυναικών σε κώμα.
 
Αγάπησα κι αυτούς που πνίγηκαν στο Αιγαίο.
Θαρρώ πως το ξανάβαψαν, το ΄κάμαν πιο ωραίο!
Αγάπησα τους ποιητές τους πρόσφυγες,  που στρώνουν
τους ουρανούς της προσφυγιάς και στο θεό σιμώνουν.
 

Αγάπησα τους ποιητές που χάθηκαν στις μάχες
και οι φωνές τους αντηχούν στα πέρατα μονάχες.
Ψάχνοντας κάποια σώματα,  φτωχές ψυχές να μπούνε
και απ’ των αιώνων τις ρωγμές να μας γλυκολαλούνε.
 
Αγάπησα τους ποιητές που ΄ναι καταραμένοι
και στη κατάρα τους πιστοί. Και καταδικασμένοι
να περπατούν στα σύννεφα και πίσω απ’ τις σκιές τους, 
να σέρνονται ανδρείκελα οι μαύρες συλλογές τους.
 
Αγάπησα τους ποιητές που κλείδωσαν τους χρόνους
κι  αγάπησαν και δόξασαν  στη γη,  όλους τους πόνους
των ανθρώπων. Και πιθανόν,  αγάπησαν της νύχτας τη γαλήνη
κι ένα κερί στον τάφο τους που πάντα αναβοσβήνει.
 
Τέλος αγάπησα πολύ τους ποιητές εκείνους
που γέμισαν τους στίχους μας μ΄ αμέτρητους καρκίνους.
Και δεν μπορεί ποτέ κανείς, όσο και αν προσπαθήσει
κείνους τους στίχους που γερνούν, να τους γεροκομήσει.
 
 
 

Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

Χρόνος Ανάτασης * του Δημητρίου Γκόγκα


 Ο Αρχιεπίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στα Καλάβρυτα. Πίνακας του Λουδοβίκου Λιπαρίνι (1800-1856). Λιθογραφία του πίνακα εκτίθεται στην μόνιμη έκθεση του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.


Την ώρα που ανθίζανε οι πασχαλιές στον κάμπο,
στους λόγγους και στις λαγκαδιές φυτρώνανε λειχήνες,
ψηλά στα όρη, στα βουνά, αστράφτανε οι ήλιοι,  
κάποιες ακτίνες γυάλιζαν ξυστά στα κυπαρίσσια.  
 
Στα πέλαγα σηκώνονται κυματισμοί, σημαίες
και τ΄ άσπρα σύννεφα φιλούσανε το ίσο της θαλάσσης.
Στην πλώρη κάθε καραβιού στεκόταν μια γοργόνα.  
Μαρμαρωμένος βασιλιάς που χάθηκε κινούσε.  
 
Κι όλες οι λέξεις μια φωνή και μια κραυγή ελπίδας.
Το κάθε κύμα έφερνε τη δόξα της Ελλάδας.
Στο χώμα δάκρυ – φίλημα, στα χέρια μία σπάθη
και δυο φτερά στους ώμους της, αετός και περιστέρα.
 
Κείνο τον χρόνο οι νυχτιές γινήκαν μαύρες μέρες.
Σ΄ ώρες αλύτρωτες ακούγονταν το κλάμα και ο θρήνος,  
και μέσα σε κρυφό σχολειό ανάβανε φιτίλια
ως η ψυχή μπαρούτιαζε μ΄ ένα αμβλύ αγέρι!
 
Αγία Λαύρα, Τρίπολη, Σούλι και Μεσολόγγι,  
Σπέτσες, Ψαρά. Το Ζάλογγο που εχάθη,
παντιέρες ανεμίζανε στο μέσο του Αιγαίου,
κι όλα τ΄ αδέλφια σμίξανε κάτω απ΄ τη Παναγιά μας.
 
Και τραγουδώντας, ψάλλοντας, χορεύοντας με μέθη,
λέγαν με μια τρανή φωνή, φωνή στον κόσμο όλο:
«Ελευθερία ή Θάνατος» Ελευθεριά στη μνήμη
στον χρόνο τον καρτερικό, η δόξα της Πατρίδας.
 
 * Β΄ Βραβείο στον 11ο Παγκόσμιο Ποιητικό Διαγωνισμό [2021]του ΕΠΟΚ