Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 16 αριθμοί και 24 γράμματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 16 αριθμοί και 24 γράμματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

«16 αριθμοί και 24 γράμματα» : Ποιητική του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2019 (ISBN 978-9925-7392-6-40) /(e-book))Α΄μέρος: 16 αριθμοί..

 16 αριθμοί ισούνται με το οξυγόνο


 
 
 
 
Στο μισό του δρόμου το τέλος αργεί ακόμη
 
 

 
1.        
 
Στο μικρό δωμάτιο,
μέτρησε τέσσερις
άσπρους τοίχους.
Ψηλά ο ουρανός.
«Ήρθε η Άνοιξη», σκέφτηκε.
Τους έβαψε γαλάζιους
και πνίγηκε στη θάλασσα.
 
2.        
 
Στο σκονισμένο κομοδίνο
είχε ξεχάσει τα σκουλαρίκια της.
Με χάλκινες ζωγραφιές.
               Σε κλουβί,
μικρά πουλιά
είχαν τα φτερά της.
Το ίδιο βράδυ
πέταξαν μακριά.
 
3.        
 
Ήθελε πάντα
να περπατήσει
κάτω απ΄ τους ήχους της βροχής,
με μια ομπρέλα να γέρνει
στον κυρτό της ώμο.
Κάποια ημέρα
έβρεχε πολύ
από το χάραμα,
πήρε απ΄ το μπαούλο την ομπρέλα,
την έβαλε με προσοχή στον ώμο,
η βροχή σταμάτησε ευθύς.
 
4.        
 
Η δουλειά που είχε
δεν τον ευχαριστούσε απόλυτα.
Κρύφτηκε με επιμέλεια
πίσω από τη φράση: δόξα τω θεώ
που έχω δουλειά.
«Αυτονόητο»,
μονολόγησε,
και συνέχισε να μαζεύει
τα σκουπίδια του Δήμου.
Κάπου – κάπου κοίταζε
τον κόσμο που περνούσε
βαδίζοντας
στην κορυφογραμμή των βλεφάρων.
 
 
5.        
 
Το είχε αποφασίσει από βραδύς.
Μόλις ξημερώσει θα συγυρίσει
το σπίτι.
Σηκώθηκε,
ήπιε κρύο καφέ,
έκανε ζεστό μπάνιο,
έβαψε είκοσι νύχια,
είδε τηλεόραση,
ντύθηκε αργά,
βγήκε έξω στην πόλη.
Συγύρισε τον εαυτό της,
δεν ήθελε να λερωθεί.
 
6.        
 
Την αγαπούσε,
ήταν σίγουρο.
(σίγουρο;)
Μα ακόμα περισσότερο,
τα μικρά του βράδια,
τα κουρασμένα εκείνα βράδια
όταν πονούσε το κορμί του,
την αγαπούσε με την απουσία της,
ακόμα πιο πολύ.
Κι απουσία τώρα είχε γίνει μόνιμη,
σαν τον κισσό σ’ ένα παράθυρο ανοιγμένο.
 
 
 
7.        
 
Ο διπλανός ζούσε στην αίγλη
του έρωτα.
Ήξερε το λυγερό κορμί της
πιο πολύ κι απ΄ το δικό του.
Υμνούσε τον έρωτα.
Σ΄ ολάκερο το σπίτι
οι ήχοι του
κεντούσαν στο μεσότοιχο.
 
Όμως το αν μ΄ αγαπάς και σ’ αγαπώ
 σταματούσε
μόλις τα σώματα εξαγνίζονταν
    στη δίνη της φωτιάς.
 
Ο έρωτας ήταν
τοίχος που τους χώριζε.

 
 
8.        
 
Βλέπω,
σαν ανοίγω τα μάτια μου,
τα δικά της μάτια
πάνω στ’ αρώματα της μέρας.
Πως αγαπά τα μάτια της!
Βλέπω τον ήλιο
συντροφιά της,
καθώς μυρίζει το πρωινό
κι κείνο το φεγγάρι.
Το φεγγάρι με τη νύχτα του,
το φεγγάρι
που κρεμιέται στη ζώνη της.
Μα δε βλέπω τη μέση της.
 
 
9.        
 
Αυτή η  αναμονή
δεν είχε ποτέ μια γεύση γλύκας
στην γωνία που σε περίμενα.
Φούσκωνα
και ησύχαζα
καθώς πρόβαλες
με στητή την ομορφιά.
Πως μπορώ
να μη ρίξω
σε τούτο το διάβα σου
την προβιά μου
και να απλώσω
τους πόθους της αγάπης μου,
καθώς τα σπίτια γύρω μου
σβήνουν τα φώτα
και κοιμούνται;
 
10.      
 
Κάτω απ΄ τις  σκιές
των ματοτσίνορων,
τα μάτια μου
πεταμένα σε χωματιές.
Είχαν δει τόσα!
Στις γύψινες ακτές,
με μαζεύουν οι ρακοσυλλέκτες.
 
 
 
11.      
 
Πήραμε τον δρόμο
για το κρεβάτι.
Σε κρατώ απ΄ το χέρι.
 
Περπατάμε με τη μουσική
και την ποίηση
μέχρι την άκρη.
 
Πολλές φορές
τις αφήνουμε μόνες στο σπίτι.
Στη μοναξιά τους
όπως και τη δική μας.
 
 
 

 
12.      
 
Στο ιατρείο η μέρα ήταν αλλιώτικη.
Μυστικές αγωνίες.
Ο σφυγμός της πόρτας
που έτριζε.
Το σπαρτάρισμα
ενός χαλασμένου θερμόμετρου,
επιτάχυνε τους κτύπους τις καρδιάς μου.
Για σένα!
 
Ο επόμενος παρακαλώ!
 
Στο χτύπο του κρεμασμένου ρολογιού
ένα βήμα ακόμα μπροστά,
για τη ζωή,
για τη ζωή και τοθάνατο.
 
13.      
 
Στην εποχή που ζούμε,
-χωρίς ανάσες-
στο μισό του δρόμου,
στα μισά της λευτεριάς
στο μισό των δικαίων
στο μισό του ονείρου
στο μισό που καίει το χώμα,
η επανένταξη αργεί.
 
Και θ΄ αργήσει ακόμα,
είπαν οι σοφοί του κράτους.
Κούνησε το κεφάλι ο κόσμος.
 
Ζούμε με την ανάσα μας μισή.
 
 

 
14.      
 
Βρείτε τη φωνή.
Φωνάξτε.
Το νύχι υνί.
Σκάψτε.
 
Στης αυγής το τέλος,
το τέλος αργεί ακόμα.
 
Πολύ φοβούμαι
ότι στην τελεία της διαδρομής,
θα ζητωκραυγάσουν
δικαιωμένοι πως νικήθηκαν.
Στην πολυθρόνα τους τα λάβαρα.
 
 
15.      
 
Οι καρδιές λειτουργούσαν
ηχεία.
Σε χαμηλή πτήση.
Έλικες .
 
Η καρδιά μου, κοίτα να δεις δούλευε!
 
 
16.      
 
Περίμενε ν΄  ανθίσει η γαρδένια.
Δυο χρόνια περίμενε.
Αναρωτήθηκε!
Ίσως και περισσότερο.
Αυτή την Άνοιξη,
πήγε και αγόρασε μιαν ανθισμένη.
Δεν άντεχε άλλο χρόνο χωρίς λουλούδια.



https://www.openbook.gr/16-arithmoi-kai-24-grammata/

Β μέρος της Ποιητικής Συλλογής «16 αριθμοί και 24 γράμματα» : του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2019 (ISBN 978-9925-7392-6-40) /(e-book))β΄μέρος: 24 γράμματα..

 

 


24 γράμματα
 
Ισούνται με την προσευχή της ζωής
 
 
 
α .
 
Το δέρμα των βουνών
                      είναι το πράσινο.
Το δικό μου ενός μύδρου που δεν λιώνει
ή το φίδι.
 




 
β.
 
Βραδιάζει
ξημερώνει
το τριαντάφυλλο ανθίζει
όπως  και η ψυχή μου.
 
 Στο σκέλεθρο η πνοή
ασθμαίνει.
 
 
γ.
 
Το κλάμα του ανθρώπου
χωρίς γιατί,
είναι παράδεισος.
Αν απαντήσεις,
συναντάς φωτιά !
 
Πως γίνεται να μην ρωτήσεις!

 
δ.
 
Όταν μιλάς μονάχος
είσαι σπασμένος καθρέφτης.
Βλέπεις
την αλήθεια
απ΄ τα ραγίσματα.
 
Δεν τον κρατάς.
Αγοράζεις καινούργιο
και πετάς την αλήθεια.
 
 
ε.
 
Μια θάλασσα που λείπει
όπως η παρουσία σου,
είναι μια θάλασσα
η αυλή που γεννήθηκα.
 
Οι ευχές μου, νησιά ακατοίκητα.
 
ζ.
 
Κι όταν ανέστησες τη μήτρα
 -ήρθανε πρώτες οι μοίρες-
Αναρωτήθηκα,
που είναι ο Θεός;
 
Είδα δεξιά,
έστρεψα ψηλά
κι  αντίκρισα εμένα. 
 
Όλοι φωνάξανε με μιας: Ντροπή
Δεν γνωρίζουν ότι ο καθένας μας είναι Θεός.
 
η.
 
Φορτώθηκαν τα γέλια
με τόσα περιττά,
που βούλιαξαν
στη θλίψη.
 
Χαμογέλασες λιγότερο
και σηκώθηκες.
 
 
θ.
 
Πόσο πονούν
 οι άνθρωποι,
 που πήρε ο πόνος
 τ΄ όνομά τους;
 
 
ι.
 
Πόσο πονούν,
που ο Ιούδας
κρεμάστηκε
κι άλλοι φορέσανε
το  φωτοστέφανο;
 
Είναι πρακτικό το πρόβλημα.
Αν κρεμαστείς,
τα πόδια δεν φτάνουνε στο έδαφος.
Και πώς θα περπατήσεις;

κ.
 
Το αίμα φουσκώνει
 και η φλέβα σπάει.
Η λύπη γίνεται χαρά
και η χαρά αγκάθι.
 
Κι αναρωτιόμαστε:
τι είναι παράπλευρες απώλειες;
Να κλαις εσύ
και να γελώ εγώ;
 
λ.
 
Ζωή είναι ότι ζύμωσες
και πρόσφερες στους άλλους.
Θάνατος είναι: ότι δεν έδωσες ενώ μπορούσες,
στο τραπέζι της Κυριακής.
 
μ.
 
Γι αυτό πρέπει να βγεις!
Ζωντάνεψε το δέρμα
που μάζωξε
τη ζωή μέσα
σε μια σιδερόφρακτη
               μάντρα από σύννεφα.
ν.
 
Και αν μου πεις πως
δεν λογαριάζεις 
που θα πας,
πρέπει να πας
εκεί που λογαριάζεις.
 
Λίγο πριν
ράγισε το σώμα σου.
 
 
 
 
ξ.
 
Πάλι  δεν βγάζεις νόημα.
Είμαι εδώ
να πάρω χρώμα
από τον ήλιο και να
στήσω βουνά και  θάλασσες.
 
ο.
 
Και δεν είναι παράξενο;
Ρίχνεις τα δίχτυα,
πλησιάζουν τα  ψάρια.
Μα πιάνεις όνειρα
με τρύπια πανέρια;
Με τα  νερά να ξεγλιστρούν,
να βρέχουνε τα πόδια σου.
 
π.
 
Κλείνω τα μάτια
μήπως και σφαλιστεί η καρδιά.
Μα δεν μπορεί
στο σκοτάδι να ζει η καρδιά σου.
 
Με την καρδιά σου λυχνάρι,
φώτισε το σώμα σου.
 
ρ.
 
Κι έτσι γλυκιά μου,
γύρε το κεφάλι
στο στήθος.
Άκου
την καρδιά που ακουμπά
στα βράχια των πνευμόνων.
Μην φοβηθείς να πέσεις στις λάμες τους. 
 
 
 
 
σ.
 
Μόνο ως καημός,
μόνο ως δάκρυ
κύλησε ανάμεσα
στις ρίζες
του ασημένιου στήθους μου.
Μικρά κλαδιά
που κρατούν το είναι σου.
 
τ.
 
Στην αυλή της μάνας
υπάρχει μια μυλόπετρα.
Μέσα στο χώμα.
Μισή μέρα και μισή νύχτα.
 
υ.
 
Τη μέρα
 οι λέξεις
γίνονται ακτίνες,
το βράδυ άστρα.
Τη μέρα
τα λόγια μας πονάνε,
το βράδυ ακονίζονται.
 
φ.
 
Το πρωί που ξυπνάς
ένα ποτήρι γάλα,
ψωμί και βούτυρο,
Η αγάπη μου
επάνω στο τραπέζι.
 
 
 
 
 
 
 
 
χ.
 
Κάθε μέρα
θέλω να βραδιάζει.
Κάθε βράδυ,
να ξημερώνει.
Πότε σαν ακτίνα,
πότε σαν άστρο.
Μες στη καρδιά μου
σκοτάδι και φως.
 
 
ψ.
 
Φθινόπωρο
Άνοιξη
Χειμώνας
Καλοκαίρι
Τετράφυλλη η καρδιά μου.
Ποιό φύλλο να βαστάξω;
 
 
ω.
 
Το μόνο που με σώνει:
 γεννιέμαι
ξανά και ξανά
μες στην αγκαλιά σου.
 
Ποτέ μην χαλάσεις τη φωλιά μου!