κι ύστερα ψάχνω να βρω ένα άλλοθι.
Τους διαγράφω απ΄ το τεφτέρι
και λέω ήταν όλοι παράλογοι.
και πίνω ούζο εις τις υγείες τους.
Για κείνους γράφω αυτό το ποίημα
δεν τις αντέχω τις σκευωρίες τους.
Το τραίνο σφύριξε ακόμα δυο φορές.
Έχω προβάλλει τη ψεύτικη στολή μου
σ΄ αυτούς που παίζουνε παντού τους δικαστές.
Κι όσο μας φτύνουνε και εμείς γελάμε
εγώ σεμνά θα σου το πω πως τους φοβάμαι.
καθώς περνούνε δεκάδες άστεγοι.
Τους σημειώνουν σαν να ναι κλέφτες
μα δεν τους πιάνουν γιατί ανάρμεγοι.
και παραγγέλνω γλυκό κρασί.
Στο βάθος ψάλλει κάποια λατέρνα
και η ζωή μας που αγκομαχεί.
καθώς μας κλείνουν στα διαμερίσματα.
Ο επαναστάτης που χω σπιτώσει
μ έχει σκλαβώσει με σαλιαρίσματα.
Κι όσο μας φτύνουνε και εμείς γελάμε
σεμνά σου λέω πως ναι φοβάμαι.