σου κλέβουν τα ριάλια. Και στην εντατική
σε βάζουν κάθε μέρα και σα επιλογή
σου πίνουνε το αίμα του κράτους οι ταγοί.
Κυκλοφορούν με μάσκες, κι ονόματα: κανείς.
Χίλιοι ανθρωποφάγοι με ξίφη και σφυριά,
που χαίρονται να καίνε αθώους σε κελιά.
Ολημερίς να βλέπω, το σκουπιδαριό,
και τρέμω από φοβέρα, μη μ έβρει το κακό.
κι οι σφαίρες να πετάνε σαν αποδημητικά
πουλάκια, που τα πιάνουν οι αμπελουργοί
και πίνουν στην υγειά μας κρυφά σε μια γιορτή.
«μπα, δεν φοράει μάσκα;» ρωτάει ο φτωχός.
Μα έχει ανοσία, σ΄ εργάτες λαϊκούς.
Έδωσε φακελάκι σε επίορκους γιατρούς!
Θα πνίξει ο πνιγμένος τον ντελιβερά,
που βόμβες μας μοιράζει και νεκρούς μετρά
κι αφήνει αγνοημένους, στου έθνους τα γραπτά.
Γελά η τηλεπερσόνα που δεν φορά βρακί.
Γίνηκε πρώτο θέμα και ΄γω ο θλιβερός
μαζί με τους αμάχους, το παίζω τραγικός.
μαστουρωμένο ζώο ρουφώντας ναργιλέ,
με σώου και τραγούδια με παρουσιαστές
που χαίρονται να λένε συνήθως ότι θες.
οι στίχοι έχουν όλοι, μικρούλες εκδορές
και τρέχουν ματωμένοι στις ανηφοριές,
για να γλυτώσουν ίσως από τους εμπρηστές.
*Έλαβε Έπαινο στον Ζ' Λογοτεχνικό Διαγωνισμό και στην ενότητα : ΣΑΤΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ Παύλου Πολυχρονάκη, από τους "Πνευματικούς Ορίζοντες Λεμεσού"