Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σατυρική Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σατυρική Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Κατεπείγον γράμμα στους ποιητές* του Δημητρίου Γκόγκα

 



 
Στα Super Market μέσα καταναλωτή,
σου κλέβουν τα ριάλια. Και στην εντατική
σε βάζουν κάθε μέρα και σα επιλογή
σου πίνουνε το αίμα του κράτους  οι ταγοί.
 
Στις λαϊκές, ντομάτες πουλάνε μετρητοίς.
Κυκλοφορούν με μάσκες, κι ονόματα: κανείς.
Χίλιοι ανθρωποφάγοι με ξίφη και σφυριά,
που χαίρονται να καίνε αθώους σε κελιά.
 
Κι εγώ επαναστάτης, στο lapto μου μπροστά,
το παίζω αποστάτης, με σώβρακα λερά.
Ολημερίς να βλέπω, το σκουπιδαριό,
και τρέμω από φοβέρα, μη μ έβρει το κακό.
 
Τα γκλόπ των αστυνόμων, στις κεφαλές γροθιά
κι οι σφαίρες να πετάνε σαν αποδημητικά
πουλάκια, που τα πιάνουν οι αμπελουργοί
και πίνουν στην υγειά μας κρυφά σε μια γιορτή.
 
Τα φώτα χαμηλώστε, περνά ο υπουργός
«μπα, δεν φοράει μάσκα;» ρωτάει ο φτωχός.
Μα έχει ανοσία, σ΄ εργάτες λαϊκούς.
Έδωσε φακελάκι σε επίορκους γιατρούς!
 
Τα φώτα χαμηλώστε, το έργο ξεκινά.
Θα πνίξει ο πνιγμένος τον ντελιβερά,
που βόμβες μας μοιράζει και νεκρούς μετρά
κι αφήνει αγνοημένους, στου έθνους τα γραπτά.
 
Ζήστε και ψηφίστε, πατήστε το κουμπί.
Γελά η τηλεπερσόνα που δεν φορά βρακί.
Γίνηκε πρώτο θέμα και ΄γω ο θλιβερός
μαζί με τους αμάχους, το παίζω τραγικός.
 
Ησύχως κοιμηθείτε και γω στον καναπέ
μαστουρωμένο ζώο ρουφώντας ναργιλέ,
με σώου και τραγούδια με παρουσιαστές
που χαίρονται να λένε συνήθως ότι θες.
 
Αγαπημένοι φίλοι, σεμνοί μου ποιητές,
οι στίχοι έχουν όλοι, μικρούλες εκδορές
και τρέχουν ματωμένοι στις ανηφοριές,
για να γλυτώσουν ίσως από τους εμπρηστές.

*Έλαβε Έπαινο  στον Ζ' Λογοτεχνικό Διαγωνισμό και στην ενότητα : ΣΑΤΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ Παύλου Πολυχρονάκη, από τους "Πνευματικούς Ορίζοντες Λεμεσού" 

Κυριακή 28 Μαΐου 2023

Σ(Κ)ΑΣΜΟΣ μιλά η Καλλιόπη

 


 

Το τελευταίο διάστημα έχω φρικάρει,
που σ΄ ένα σήριαλ, φονιάς την σκαπουλάρει.
Έχει σκοτώσει ένα ξάδελφο γιατί,
κακοποιούσε κάθε μέρα μια γυνή.
 
Το όνομα αυτής είναι Βασίλω.
Γαλανομάτα και τσαχπινομπιρμπίλω,
που δεν κατάλαβε ποτέ της πως το ταίρι,
μέσα στο κόρφο του κρατούσε ένα μαχαίρι.
 
Το φονικό αυτό, το είδε ένα αγόρι.
Βλαμμένο απ΄ την κούνια κι είχε ζόρι.
Να μην το μάθει ο Μαθιός, ότι το ξέρει
και του πετάξει απ΄την κοιλιά του το τζιέρι.
 
Τη μάνα του Μαθιού, τη λεν Καλλιόπη.
Γριά κοκέτα και ολίγον παρθενόπη.
Είχε και δεύτερο παιδί, κάποιον Αστέρη,
που ήταν στ΄ αλουμίνια ξεφτέρι.
 
Αυτός αγάπησε την Αργυρώ Βρουλάκη.
Της έταξε λαγούς ένα βραδάκι.
Τον αδελφό της, έστειλε κάπως τυχαία
στον άδη να πουλά CD λαθραία.
 
Μόλις το  έμαθε η μάνα η Μαρίνα
Πήγε στον πόλισμαν, την αστυνομικίνα.
«Αντώνη αγάπη μου» του είπε το και το
«Πάει ο Πέτρος μου ντουγρού στον ουρανό»
 
Ο Αντώνη είν΄ ο πιο έξυπνος απ΄ όλους
Στο καφενείο πάντα τρώει καραόλους.
Ο Παντελής, ο καφετζής διαόλου κάλτσα
Στο στόμα του, πιάνει όλη την πιάτσα.
 
Εκεί συχνάζει κι ο παπάς. Τα ξέρει όλα
Κι η παπαδιά, η μέγα κουτσομπόλα
Που πάντα δίαιτα καινούργια ξεκινάει
Μπρος στους κεφτέδες ποτέ δεν σταματάει.
 
Αυτό που ξέρουμε και όλους μας πληγώνει
Είναι που  ο Μαθιός δεύτερο παντελόνι
Δεν έχει αλλάξει, γιατί η Καλλιόπη μόνο
Ξέρει μονάχα να σκορπάει λίγο πόνο.
 
«Άμα Μαθιό μου θέλεις τα ρούχα να (ν) πλυμένα,
Πουκάμισα, βρακιά σιδερωμένα,
Να πας στην τσούλα που από τον φεγγίτη
Σε έμπαζε τις νύχτες μες στο σπίτι.
 
Και μια και δυο γινήκατε ζευγάρι
Αλλά είσαι ο μεγάλος κι έχε χάρη.
Που είν΄ο αδελφός σου; Που γυρίζει;
Ή στο βρακί της Αργυρώς του, σαλιαρίζει;
 
Σας δίνω την ευχή μου μ΄ ένα όρο
Που για τον γάμο σας θα είναι θείο δώρο.
Τους βρουλάκηδες να πάτε να σκοτώστε.
Στη δόλια μάνα σας λίγη χαρά να δώστε.
 
Θέλω να εύρω την γριά τη σιχαμένη,
δίπλα στον σκύλο αιματοβαμμένη.
Τη μη μου άπτου τη Μαρίνα, χτυπημένη.
Την Αργυρώ σε κάδο πεταμένη»
 
«Μάνα τι λες έλα στα συγκαλά σου
Κανείς δεν κάνει τα καλτσούνια τα δικά σου.
Άμα σε κλείσουν φυλακή θα ΄χω μαράζι.
Ποιος πάνες στον ποπό μου θ αλλάζει!»
 
«Είναι κι η Άσπα, δεν ξέρω πως την βγάζει.
Απ΄την καντίνα της οξώ ξεροσταλιάζει!
Αυτή να την φοβάσαι διχως άλλο!»
«Μαθιέ τον θείο της θα πάω να ξεκάνω!»
 
«Μάνα να γίνει σήμερα που έχει σελήνη.
Να εύρει η ψυχούλα σου γαλήνη.
Φορά τη μάσκα όταν τον μαχαιρώσεις
Και μην ξεχάσεις όταν φύγεις να κλειδώσεις»
 
«Μην χολοσκάς έχω και νου και γνώση.
Το πανελλήνιο τους φόνους μου θα νιώσει.
Εγώ είμαι η Καλλιόπη η ρουφιάνα.
Για σας αγία, για όλους μια πουτάνα.»

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2022

Η Δίαιτα του Δημήτρη του Βενέτη Βενετίου*

 

 


Η πιο κατάλληλη στιγμή ν΄ αδυνατίσω
δεν είναι όταν πάω να τσιμπήσω,
εις την ταβέρνα μια μπριζόλα, παστουρμά
κι αν έχει έτοιμο, μερίδα μουσακά.
 
Κείνη η στιγμή δεν έφτασε σας λέω.
Σε κάθε πειρασμό: τραβάτε με κι ας κλαίω.
Λίγο τζατζίκι, χτυπητή και μπουγιουρντί!
Βρε κάτι δίαιτες που έχει η ζωή!
 
Τα γλυκερίδια, η πίεση, στο αίμα,
όλα ανεβαίνουνε, μα είν΄ μεγάλο ψέμα!
Άλλα αισθάνομαι και άλλα ο γιατρός!
Δεν με φοβίζει ο μεταβολισμός!
 
Κάθε κοψίδι, το βαφτίζω κουνουπίδι.
και του παράδεισου κρατώ το αντικλείδι.
Ο άγιος Πέτρος μου φωνάζει μα εγώ,
μόνο εξηγήσεις, δίνω στον θεό!
 
Η  διαιτολόγος μου το είπε: ναι, τα σκέτα
να προτιμώ τη μπάρα απ΄ την γκοφρέτα.
Μα της απάντησα η γλύκα της μεγάλη.
Μέχρι να φτάσει στο στομάχι θέλω κι άλλη!
 
«Πάω», η σύζυγος μου λέει: «κατά διαόλου»
«Δεν αγαπάς τις δίαιτες καθόλου»
Κι αν θέλετε να πω το μυστικό.
Πάτε γυράδικο για ένα τυλιχτό.
 
«Από Δευτέρα» υποσχέθηκα και πάλι.
Μα ο γείτονας μας, άναψε μαγγάλι.
«Έλα Δημήτρη, για παρέα και ποτό!
Έχω λουκάνικο, μπιφτέκι γεμιστό!»
 
Μην τον προσβάλλω, δεν θ΄ αρέσει στην Κυρία.
Πιάσε κουμπάρε μου την κρύα Ζιβανία.
Ετοίμασε το ξηροκάρπι, επιτέλους
και κάλεσε τ΄ ασθενοφόρο για το τέλος!
 
Οι συγγενείς κι οι φίλοι με φωνάζουν.
«Δημήτρη σου τα λέγαμε!» κραυγάζουν.
Τώρα μου δίνουνε ορούς σ΄ ένα κρεβάτι
και η γυναίκα μου, μου κλείνει τ΄ ΄να μάτι.
 

*Κατά κόσμον: Δημήτριος Γκόγκας

Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΠΟΥΛΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ του Βενέτη Βενετίου


 Το μεγαλύτερο πουλί της Μεσογείου,
στην Κύπρο βρέθηκε εντός γηροκομείου.
Μα γερασμένο ήταν και να σηκωθεί,
δεν ημπορούσε κι όλο κοίταγε τη γη.
 
Μικρό σαν ήτανε ποτέ δεν ενοχλούσε.
Στην εφηβεία κάπου- κάπου τα χαλούσε.
 Έβγαλε μούσι και μακρύναν τα μαλλιά του.
Κοκορευότανε  παντού η αφεντιά του.
 
Σαν άνδρας έγινε, πετούσε στους αιθέρες.
Μ΄ άλλα πουλιά ανοίγανε παντιέρες.
Οι καρδερίνες, οι όρνιθες κι οι χήνες,
με φόβο κρύβονταν μέσα σε σωλήνες.
 
Ποτέ δεν ήθελε μες στο κλουβί να μένει,
τα  βράδια του άρεσε για τσάρκες να πηγαίνει.
Για να ξεφύγει άνοιγε το φερμουάρ
και δεν το έπιαναν ποτέ τους τα ραντάρ.
 
Σαν έγινε μεσήλικας στο χρόνο,
μια πέτρα του προκάλεσε ένα πόνο.
Οι φίλοι του τον στείλαν στο γιατρό
και κείνος έμεινε με στόμα ανοικτό.
 
«Πουλί μεγάλο, που στο μήκος είσαι στέκα, 
δεν θα πειράζεις από δω και μπρος γυναίκα.
Έχεις λιθίαση και λοίμωξη στα χείλη 
και ο παράδεισος για σε δεν έχει πύλη!

Αν θέλεις όμως θα σου βρούμε εμείς λύση, 
αλλάζουμε τους νόμους και τη φύση.
Η θεραπεία σου θα είναι μυστική 
και δεν θα σκύβεις, δεν θα βλέπεις πια τη γη!»
 
Όμως σαν έφτασε τα εξήντα και πιο πέρα.
Τα αχαμνά του σκίασε τρελή φοβέρα.
Άσπρα μαλλιά, σαν χιόνι η κεφαλή,
κακά μαντάτα για το δύσμοιρο πουλί!
 
Τα περασμένα μεγαλεία του θυμάται
και κάθε σούρουπο κλαίει και συλλογάται!
Κι όλοι το ξέρουνε στης Κύπρου το νησί,
πως ήταν κάποτε το μέγα το πουλί!