Σελίδες
- Αρχική σελίδα
- Δημήτριος Γκόγκας (βιογραφικό σημείωμα)
- ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ
- «16 αριθμοί και 24 γράμματα» / Β΄Μέρος
- «16 αριθμοί και 24 γράμματα» / Α΄Μέρος
- Δέκα [10] μικρά ταξίδια
- Ξέρω ένα Τόπο / Α΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Β΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Γ΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Δ΄
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Α΄μέρος
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Β΄μέρος
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Γ΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Α΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Β΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Γ΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Δ΄ μέρος
- Κάμπος μιας Νιότης (απόσπασμα)
- Σημείο Συνάντησης [Δ.Γκόγκας/Ρ.Τριανταφύλλου]
- Απανθίσματα [Δ.Γκόγκας/Ρ.Τριανταφύλλου/Χ.Γαλιάνδρα]
- Ταξίδια Πολύτιμα του Νου[Δ.Γκόγκας, Σ.Σκουλίκα, Α.Βλαχιώτης, Ε. Δράτσελος],
- 199 χρόνια Ελεύθερης Ζωής +1 (αφιέρωμα στην Ελληνική Επανάσταση του 1821)
Δευτέρα 4 Απριλίου 2022
ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ * / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
Τετάρτη 21 Απριλίου 2021
…άνθρωπος κι αυτός / Δημήτριος Γκόγκας
[1]
Έκλεισε τα μάτια του
για να εύρη γαλήνη
και δεν είδε τη θύελλα
που ερχότανε.
[2]
Κάποια στιγμή σταμάτησαν να χτίζουνε χωριά.
Όσα υπήρχαν ήσαν αρκετά
να στεγάσουν τις άνοες λαγνείες τους.
Άνθρωποι ήσαν, άνθρωπος κι αυτός.
[3]
Βαφτίστηκε οικονομικός μετανάστης στη χώρα του.
Κάθε τρεις άλλαζε πόλεις σα στέκια γωνιακά.
Στα μπαρ ήταν το νερωμένο ποτό που ξέβραζε χολή
από κοντά ποτέ δεν γνώρισε
το χέρι που έριξε αγιασμένο νερό στη κεφαλή του.
Αόριστα άκουγε πως ήταν μέρος ενός σχεδίου
χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει.
Προτιμούσε το όνομα: κανένας
που κανείς δεν του το έδωσε μα του το δείχνανε.
[4]
Να ακούς, να ακούς τους άλλους.
Είναι προτέρημα!
Μα κανείς τους δεν κατάλαβε πως ήτανε κουφός;
[5]
Κάποια στιγμή θα πρέπει να αφήσεις τη ζούγκλα στο σπίτι
Το λιοντάρι που βρυχάται στον καναπέ
Την τίγρη στη κρεβατοκάμαρα
Τις ύαινες γύρω από το τραπέζι.
Αν δεν μπορείς γίνε καμηλοπάρδαλη
και βγάλε το κεφάλι σου από τη καμινάδα.
Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019
Οι γυναίκες* που αγκάλιαζαν Κολόνες
Αισθάνονταν την ανία της ύπαρξής τους
Κάτω και πιο κάτω από τις γδαρμένες φτέρνες
πεζοδρομούσανε οι πικρίες μέσα στις γιομάτες κατράμι αυλακώσεις
Όσα χαμόγελα κι αν σκάζανε,
κόκκινα- κόκκινα μπουμπούκια στα ποτήρια
που δίναν τη θέση τους στα βάζα των ανθρώπων
οι πληρωμές άλλοτε αργούσαν κι άλλοτε κατατίθεντο μικρότερες από ποτέ.
Το καντηλάκι έσβηνε και άναβε μηχανικά με διαλλείματα
Μικρά και μεγάλα διαλλείματα κι αυτές επέμεναν
Αγκάλιαζαν την κούραση σαν το τρίτο στοιχείο στη ζωή τους.
Αποκούμπι η κούραση και η κολόνα.
καθώς καθάριζαν, έπλυναν, τίναζαν
Καθώς μαγείρευαν, τραγουδούσαν
Καθώς δούλευαν κρύβοντας το πρόσωπο με το τσεμπέρι
έπιαναν τη μέση με το ‘ να χέρι
και η κούραση έδερνε σαν καμουτσίκι την ανία,
έκαμε και την πανώρια εμφάνιση η κατάρα.