Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανέκδοτη ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανέκδοτη ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ * / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ


* Γ΄Βραβείο στον 10ο λογοτεχνικό διαγωνισμό 
του ΕΠΟΚ στην κατηγορία: Μουσικός Στίχος



Γι αυτή τη πόλη του βορρά δείξτε συμπόνια, γιατί ένας μύθος μες στη θάλασσά της ζει.
Είναι ένας μύθος που κραδαίνει χίλια χρόνια  και αναβλύζει μία αύρα μυθική.
Κάποιο καράβι με τρεις- τέσσερις εμπόρους, πρωί σαλπάρισε με τ΄ άσπρα του πανιά.
Τριακόσιοι αμφορείς γεμάτοι σπόρους, στ΄ αμπάρι του  γλυκόπιοτα κρασιά.

Κακή του τύχη λίγο έξω απ΄ το λιμάνι, ο Ποσειδώνας με την τρίαινα χτυπά.
Η μαύρη θάλασσα την ψυχραιμία χάνει και καταπίνει ότι στη ράχη της πετά.
Δέκα αιώνες σ΄ ένα ύπνο βυθισμένο, από το σκότος λίγο ήλιο πεθυμά.
Το ξύλινο κορμί μονάχο, σαπισμένο και το κατάρτι σε κομμάτια ξεψυχά.

Ένας τενόρος βουτηχτής μ΄ ένα αγκίστρι, σε χρόνο διάφορο το βρήκε μιαν αυγή.
Δένει την πρύμνη και την πλώρη μ΄ ένα δίχτυ και τ΄ ανασταίνει η φωνή του ν΄ ακουστεί.
Οι ναυτικοί που χάθηκαν μαζί του, φαντάσματα στου κάστρου τις ρωγμές.
Μικρά αστέρια στην βαριά αναπνοή του, σαν ζωντανεύουν στο κατάστρωμα ψυχές.

Κι ο Ανδρέας* που το βρήκε να κοιμάται, με τη μάσκα του, του έδωσε πνοή.
Γι αυτή την πόλη που το δένει να λυπάσαι, γιατί βρίσκεται σε μαύρη κατοχή.
Το καράβι σου Κερύνεια θυμίζει, μια ειρήνη που βυθίστηκε νωρίς.
Μια ειρήνη που τη χώρα σου χωρίζει. Δυο κομμάτια που αιωρούνται επί γης.




*Ανδρέας Καριόγλου: Ανακάλυψε το ναυάγιο το Νοέμβριο του 1965 σε μια κατάδυσή του.Όταν αναδύθηκε δεν άφησε κάποια σημαδούρα με αποτέλεσμα να χάσει τα ίχνη του. Με το χρόνο  βούτηξε πολλές φορές  ώσπου κατάφερε να το ξαναβρεί το 1968.

Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

…άνθρωπος κι αυτός / Δημήτριος Γκόγκας

 



 

[1]

 

Έκλεισε τα μάτια του

για να εύρη γαλήνη

και δεν είδε τη θύελλα

που ερχότανε.

 

[2]

 

Κάποια στιγμή σταμάτησαν να χτίζουνε χωριά.

Όσα υπήρχαν ήσαν αρκετά

να στεγάσουν τις άνοες λαγνείες τους.

Άνθρωποι ήσαν, άνθρωπος κι αυτός.

 

[3]

 

Βαφτίστηκε οικονομικός μετανάστης στη χώρα του.

Κάθε τρεις άλλαζε πόλεις σα στέκια γωνιακά.

Στα μπαρ ήταν το νερωμένο ποτό που ξέβραζε χολή

από κοντά ποτέ δεν γνώρισε

το χέρι που έριξε αγιασμένο νερό στη κεφαλή του.

Αόριστα άκουγε πως ήταν μέρος ενός σχεδίου

χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει.

Προτιμούσε το όνομα: κανένας

που κανείς δεν του το έδωσε μα του το δείχνανε.

 

[4]

 

Να ακούς, να ακούς τους άλλους.

Είναι προτέρημα!

Μα κανείς τους δεν κατάλαβε πως ήτανε κουφός;

 

[5]

 

Κάποια στιγμή θα πρέπει να αφήσεις τη ζούγκλα στο σπίτι

Το λιοντάρι που βρυχάται στον καναπέ

Την τίγρη στη κρεβατοκάμαρα

Τις ύαινες  γύρω από το τραπέζι.

Αν δεν μπορείς γίνε καμηλοπάρδαλη

και βγάλε το κεφάλι σου από τη καμινάδα.

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Οι γυναίκες* που αγκάλιαζαν Κολόνες


Στις σκοτεινές γωνιές των ήχων και των λέξεων
Αισθάνονταν την ανία της ύπαρξής τους
Κάτω και πιο κάτω από τις γδαρμένες φτέρνες
πεζοδρομούσανε οι πικρίες μέσα στις γιομάτες κατράμι αυλακώσεις
Όσα χαμόγελα κι αν σκάζανε,
κόκκινα- κόκκινα μπουμπούκια στα ποτήρια
που δίναν τη θέση τους στα βάζα των ανθρώπων
οι πληρωμές άλλοτε αργούσαν κι άλλοτε κατατίθεντο μικρότερες από ποτέ.
Έτσι πορεύονταν, κάτω και πιο κάτω από τις πισσωμένες κολόνες
Το νερό στο ποτήρι έπαιρνε χρώμα από τη σήψη, από την σήψη τους.
Το καντηλάκι έσβηνε και άναβε μηχανικά με διαλλείματα
Μικρά και μεγάλα διαλλείματα κι αυτές επέμεναν
Αγκάλιαζαν την κούραση σαν το τρίτο στοιχείο στη ζωή τους.
Αποκούμπι η κούραση και η κολόνα.
Στους ήχους και τις λέξεις κραυγές
καθώς καθάριζαν, έπλυναν, τίναζαν
Καθώς μαγείρευαν, τραγουδούσαν
Καθώς δούλευαν κρύβοντας το πρόσωπο με το τσεμπέρι
έπιαναν τη μέση με το ‘ να χέρι
και η κούραση έδερνε σαν καμουτσίκι την ανία,
έκαμε και την πανώρια εμφάνιση η κατάρα.
Το βράδυ, έπρεπε να είναι και σύντροφοι.
*Για τις γυναίκες του Στρυμονικού Σερρών εκείνων των δύσκολων δεκαετιών 70-80