Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξέρω ένα τόπο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξέρω ένα τόπο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

[Τώρα η καρδιά μου χτυπά]: Ποίημα από την ποιητική συλλογή :ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)


 

Τώρα, το ξέρω η καρδιά μου χτυπά,
για κείνο τον όμορφο τόπο,
για κείνη την γέρικη ιτιά,
πού ΄σπειρε η μάννα με κόπο.
 
Στης αυλής τη μεγάλη ροδιά,
κάποτε έκατσα λίγο.
Στη σκιά της να βρω τη δροσιά
και κατόπι σαν ξένος να φύγω.
 
Μα πάλι η καρδιά μου χτυπά
και γυρίζει η σκέψη στο σπίτι.
Στην πέτρινη εκείνη φωλιά
που πετούσα σαν το σπουργίτι.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

ΜΑΝΑ ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή ΄'ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)

  


 

Μανούλα μην κλαις. Στο υγρό προσκεφάλι
κουφέτα έχω απλώσει, νύχτα. Σφαίρες κενές.
Δεν μιλώ για ημέρες που θεός θα μας βάλλει
να χορεύουμε σπίθες, σ΄ απλωμένες φωτιές.
 
Αχ μανούλα… το κρυφό χτυποκάρδι,
είναι πόνος σε πόνο που δεν έχει γιατρειά.
Σαν την αύρα που απλώνει στα μαλλιά σου ένα χάδι
και πριν ξημερώσει  είναι στάλα, δροσιά.
 
Ναι μανούλα, μην κλαις. Ο γιός σου εχάθη
στου πολέμου την νίκη. Κι ένα άστρο που ήρθε,
λαβωμένο απ΄ του εχθρού την ολόχαρη σπάθη,
σαν χνώτο σε τζάμι, απ΄ το στόμα σου απήλθε.
 


Και τώρα; Τώρα μανούλα τα μαλλιά σου ασπρίσανε
και στα δάκτυλα μπλέξαν. Πόσο δύσκολο είναι
τους εχθρούς να δεχτείς, που κι αυτούς τους μισήσανε,
Κυριακή σε τραπέζι; Και πες: «Γιε μου αστέρι έλα δίπλα και μείνε,
 
χτένισε τον Χειμώνα κι άπλωσέ μου την λύπη
να στεγνώσει στο σύρμα, που κουρνιάζουν πουλιά.
Πριν μετρήσω τις σφαίρες και δω ποιο μου λείπει,
μία θα αστράψει και θα φύγουν μακριά».

ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή :ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)


 


Θα βρεθούμε στην γη που μας γέννησε.
Ωχ αδέλφια η ώρα μας φτάνει.
Κάποιον χρόνο το μάτι ατένιζε
μια γροθιά υψωμένη, στεφάνι.
 
Θα βρεθούμε στις γούβες που πίναμε,
το καθάριο νερό που κυλούσε,
με τις χούφτες στους άλλους το δίναμε,
με ψιθύρους σε μας τραγουδούσε.
 
Στις αυλές θα βρεθούμε που ζήσαμε,
στα σοκάκια που οι μνήμες χορεύουν,
στους χωμάτινους πύργους που στήσαμε
και οι θρόνοι, αδειανοί μας γυρεύουν.

ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή ΄'ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)


 

Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
 
Έτσι έρχονταν και οι γείτονες
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη.
Χρέη, τόκους ψεύδους, φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας.
 
Ποιος τα θυμάται πια;
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και στα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
Ότι  δύναμη της απόμεινε δηλαδή
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
ξωπίσω της έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και φτηνές εργάτριες
σκυφτές  από τους ανελέητους πόνους της μέσης
των σπονδύλων και του μεροκάματου
λίγες μπροστά στα δεκάδες τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της όμορφης Παναγιάς.
Ύφαιναν την πιεστική λύπη
κένταγαν το ατελείωτο χρέος
βελόνιαζαν τις συνεχείς πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
 
Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της
Στην τύχη της
Στον χρόνο της
Στην ζωή της
 
 
Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει  την νύχτα
χωρίς την πληρωμή να προκάμει να δώσει το φιλί της.
 
Και   οι γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας
το πιατάκι με το γλυκό πάλι πίσω.
Το πιατάκι της Κυριακής με τ  ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα, το κοκκινόχωμα,
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.
 

ΘΑΡΡΩ ΠΩΣ ΚΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΣΗ / / Ποίημα από την ποιητική συλλογή ΄'ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)


 

Κάποια μέρα
που στην σκέψη μου
ένα κουβάρι πίκρες ξετυλίγονται
φτάνει ένας λόγος από το χθες
καβάλα σε μια μνήμη.
 
«Τι ωραία που είναι η ζωή σήμερα»
 
Θαρρώ πως κι αυτό είναι ποίηση.
 
Κοίταξα πίσω και είδα τον παππού.
Κοίταζε το μέλλον να βρει ένα πρόσωπο που πρόδωσε.

ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ/ Ποίημα από την ποιητική συλλογή ΄'ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)

 

 
 

Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
 
Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανάμετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
 
Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού,
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
 
(η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές)
 
Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του,
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
 
Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: ήταν το θέλημά της.
 
Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους.
 
Ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
 
Τον πήρε και κείνον ο ύπνος.
 

Η ΚΑΠΝΟΠΟΥΛΗΣΗ / Ποίημα από την ποιητική συλλογή ΄'ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)


 
 

Χειμώνας. Κάπου στο σπίτι μια σόμπα ανάβει,
ο πατέρας κι η μάνα σκυφτοί σε μια κάσα,
ο παππούς με βελόνα, τα δέματα ράβει
κι εμείς στο σοφρά με κοφτή την ανάσα.
 
«Όταν θα έρθει ο έμπορας, βράδυ,
μάνα να βγάλεις το σπιτίσιο γλυκό,
να χορτάσει το μάτι». Δίνει στον άνδρα το αστείρευτο χάδι
πάει να γεμίσει το ποτήρι νερό.
 
Ο ήχος στην πόρτα, ένα τσίμπημα, πόνος.
Τα μάτια του θόλωναν, κοιτούσαν παντού.
Σαν να σταμάτησε στο σπίτι ο χρόνος.
«Έλα, έλα θα βρούμε μια άκρη  αλλού»
 
Πώς να του σφίξεις το χέρι; Κατράμι
στα δάκτυλα, μαύρο σαν πίσσα.
Ανείπωτος κόπος που πήγε χαράμι,
στα χείλη η γλυκύτητα, έγινε λύσσα.
 
«Μην απελπίζεσαι, του χρόνου η σοδειά σου,
θα είναι καλύτερη» την πλάτη χτυπάει.
«Για δες ομορφούλικα που ειν΄ τα παιδιά σου.
Είναι καλή η τιμή». Μα κανείς δεν γελάει.
 
Κλείνει η πόρτα, η ώρα κυλάει.
Ο πατέρας κι η μάνα ξανά παν΄  στην κάσα.
Ο παππούς σε μυριάδες κομμάτια. Την μοίρα κεντάει,
κι αφήνει να φύγει απ΄ το κορμί του η ανάσα.
 

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

ΟΣΟ ΔΙΑΡΚΟΥΣΕ Η ΞΕΝΙΤΕΙΑ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή ΄'ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)


 ΟΣΟ ΔΙΑΡΚΟΥΣΕ Η ΞΕΝΙΤΕΙΑ

 
Την έσυραν χιλιόμετρα μακριά
αιχμάλωτη της ξενιτιάς
και μιας Άνοιξης που την περίμενε χρόνια.
Από το γκρίζο πέτρινο σπίτι,
το μάτι του παιδιού έβλεπε τα χελιδόνια.
Δεν ήθελε να ξανάρθουν καμία Άνοιξη.
 
Την βάλανε γυμνή μπροστά στους δικαστές,
με τις άσπρες ρόμπες.
Θόλωσε για μια στιγμή
(τόσες δεκάδες παιδάκια σαν δικαστές)
Της κοίταξαν τα δόντια,
τα πόδια
και (αλλοίμονο) τα χέρια.
Ποιος θα έπαιρνε εργάτη χωρίς χέρια.
 
Το μόνο που δεν ζήτησαν ήταν να μιλήσει.
Την φωνή της δεν την άκουσε κανείς.
Την έκλεισε μέσα στα γράμματα της Άνοιξης
κι απλώθηκε στους χρόνους της ένα χειμώνας,
σαν σημαία στο πέτρινο σπίτι.
 
Τα χελιδόνια δεν ήρθαν όσο διαρκούσε η ξενιτιά.
Η Άνοιξη φευγαλέα,
μια ηλιαχτίδα
κι ύστερα ανάσα της
μέσα στην ανάσα του κόσμου.
Λίγο νερό, λίγο χώμα,
αυτό ήταν το τραπέζι της.
Λίγο νερό και λίγο χώμα.
 
Το χέρι του παιδιού που ζητούσε,
μ΄ ένα σπαθί το έκοψαν.
Ήταν άσκεφτο αυτό που πίστευε είπαν.
Ζητιάνευε την Άνοιξη.
 
Κι οι δικαστές;
Αχ αυτοί οι δικαστές
άλλαξαν τις ρόμπες τους
και χρόνια τώρα φορούν τα μαύρα
και κρατούν τα γρανάζια των εποχών.
«Πότε θα αλλάξει τούτο;
Δεν θα το μάθει ποτέ της » ψέλλισε.

Η φωτογραφία από την σελίδα: https://hellasjournal.com/

ΠΟΝΟΣ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή ΄'ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)

 


ΠΟΝΟΣ

Χρόνια φεύγω μακριά, τα μαλλιά μου ασπρίσανε.
Πάντα αφήνω κερί σ΄ ένα τάφο και κλαίω.
Η ζωή κι η αυγή σε δυο δρόμους  χωρίσανε.
Σ΄ ένα δάκρυ στη γη, μια βαρκούλα που πλέω.
 
Πάντα φτάνω αργά στην πατρίδα. Νυχτώνει.
Ένας ύμνος  κρυφός, της καρδιά μου στολίδι.
Το κερί που‘χα αφήσει ξημερώματα λιώνει
και γελάει πικρά του θανάτου το φίδι.
 
Επιστρέφω με θλίψη. Σε μια πέτρα ο ήλιος
καθρεφτίζει το φως του. Πρωινό του Απρίλη.
Ας πατήσω το χώμα στην αυλή που πονούσα.
Σαν πουλάκι ας κλείσω τα φτερά μου το δείλι.

ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ (Στρυμονικό Σερρών): Ποίημα από την ποιητική συλλογή ΄'ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)


 

Ξέρω ένα τόπο που ανεμώνες ανθίζουν,
κάπου ψηλά στο στερνό μεσοστράτι.
Τα μάτια μιας μάνας που σαν γέρνει δακρύζουν.
Μοναξιά ο αγέρας. Ειν΄ δικοί μου θανάτοι,
 
του πρωινού οι σταγόνες (σαν ανοίγει την βρύση)
που ραντίζουν το  χώμα. Μυρωδιά του βρεγμένου.
Ανατέλλει ο ήλιος να στεγνώσει την Δύση,
σαν σεντόνι μιας νύφης στα πλευρά του ανέμου.
 
Α! μην ξεχάσω: Μες στο βάζο οι ανεμώνες,
κόκκινες- κόκκινες σαν του αίματος χρώμα.
«Μας τελειώνουν» μας είπες κάποια μέρα «οι Χειμώνες»
Μα το χιόνι σκεπάζει τις καρδιές μας ακόμα.
 
Ξέρω ένα τόπο, που στη μέση του ρέει,
ένα ρέμα. Καράβια δεν δένουν σιμά του.
Σαν ο ήλιος προβάλλει το κορμάκι του καίει,
σαν τα στάχυα σκορπίζουν τα θολά όνειρά του.
 
Προχωράει το βήμα, στων ανθρώπων την σκόνη,
πριν να φύγουν κοιτάνε το ωραίο τους σπίτι.
Χελιδόνια που χτίσαν  φωλιές στης γωνιάς την αγχόνη,
σπουργιτάκια που βρήκανε ήλιο, στο βαθύ του φεγγίτη.
 
Ξέρω ένα τόπο, σε πλατάνια ζωσμένο,
κάποιων φίλων τα χέρια ακόμα να καίνε.
Ένα ψεύτικο δένδρο στην  πλατεία στημένο,
ψάχνουν να βρούνε αλήθειες, μόνο εκείνοι που φταίνε.
 
Με τα χνώτα ασθμαίνουν, δεν ζεσταίνουν τα χέρια.
Κάθε βράδυ στην πρέφα στα χλωμά καφενεία.
Από τόπους σε τόπο μεταφέρουν μαχαίρια,
μια στο χώμα και βγήκαν  μυγδαλιές στα σχολεία.
 

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

Ξέρω έναν Τόπο: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα / e-book / 2018 : Τέσσερα [4] Ποιήματα

 
 

ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ ΤΟΥ 80
 
Και οι σκαπανείς;
Που πάνε οι μεσήλικοι σκαπανείς
κάθε πρωί Σαββατοκύριακο;
Αγγαρεία της χούντας,
με τις τσάπες και τις τσουγκράνες στους κυρτούς ώμους
στοιβαγμένοι σε καμιόνια;
Προς τα μεγάλα νταμάρια με τις άσπρες κοτρόνες
αιχμάλωτοι των ταμάτων,
έρμαια της σκόνης και του πνιγηρού ανέμου.
 
Ανάμεσα σε αυτούς και ο ποιητής.

**

ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ
 
 
Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
 
Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανάμετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
 
Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού,
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
 
(η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές)
 
Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του,
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
 
Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: ήταν το θέλημά της.
 
Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους.
 
Ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
 
Τον πήρε και κείνον ο ύπνος.
 
***
 
ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΑΝΟΙΞΗΣ
 
 
Δεν ξέρω ποιο λόγο να γράψω πρώτα, αλλά σίγουρα γνωρίζω την κερασιά στο περιβόλι και το βουητό το ψάλτη από την εκκλησιά του Αγίου Αντωνίου. Μια κερασιά που γράφει.
 
Ακόμα και τώρα πριν από την πρόταση, η καμπάνα της Εκκλησιάς οδηγεί τα βήματα ενός μολυβιού, σ΄ ένα ξεχασμένο τετράδιο. Το σεντούκι φούσκωσε από μνήμες. 
 
Η μάνα πάντα κοιτάζει από το παράθυρο την κατηφόρα του Τσάλτεπε, μην δεν φανεί ο πατέρας. Ο φόβος την κρατά στην ζωή και την απομακρύνει.
 
Κοντά στον τοίχο και στην βρύση που στάζει έχουν σύναξη οι βάτραχοι του ξεροπόταμου και οι μέλισσες του κάμπου. Μπουχτίσαμε από μέλισσες που δεν τσιμπάνε.
 
Και με παίρνει ο ύπνος με το μολύβι στο χέρι, την κερασιά να γελάει, το σεντούκι ν΄ ανοίγει, να κοάζουν οι βάτραχοι κι μέλισσες και πάλι δεν τσιμπάνε.
 
Ο ήχος από την σκουριασμένη ρόδα του κάρου ακούστηκε. Ο πατέρας φάνηκε και ένας αέρας μυριστικός φύσηξε και άνοιξε το παράθυρο. Η μάνα χαμογελά. Σαν γυναίκα.

****

ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
 
Έτσι έρχονταν και οι γείτονες
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη.
Χρέη, τόκους ψεύδους, φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας.
 
Ποιος τα θυμάται πια;
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και στα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
Ότι  δύναμη της απόμεινε δηλαδή
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
ξωπίσω της έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και φτηνές εργάτριες
σκυφτές  από τους ανελέητους πόνους της μέσης
των σπονδύλων και του μεροκάματου
λίγες μπροστά στα δεκάδες τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της όμορφης Παναγιάς.
Ύφαιναν την πιεστική λύπη
κένταγαν το ατελείωτο χρέος
βελόνιαζαν τις συνεχείς πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
 
Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της
Στην τύχη της
Στον χρόνο της
Στην ζωή της
 
Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει  την νύχτα
χωρίς την πληρωμή να προκάμει να δώσει το φιλί της.
 
Και   οι γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας
το πιατάκι με το γλυκό πάλι πίσω.
Το πιατάκι της Κυριακής με τ  ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα, το κοκκινόχωμα,
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.


https://www.ebooks4greeks.gr/kserw-ena-topo