Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

Χρειάζεται η ποίηση; του Δημητρίου Γκόγκα

Πολλές φορές αναρωτιόμαστε εύλογα: Χρειάζεται η ποίηση; Και αν ναι, γιατί χρειάζεται; Αβίαστα, νομίζω, πως ο καθένας θα απαντήσει: Ναι, η ποίηση απαιτείται να υπάρχει στον κόσμο, στην κοινωνία, στη ζωή του ανθρώπου. Είτε στο τραγούδι, είτε σαν κραυγή πολέμου, είτε ως ιαχή σε βουνά και σε κάμπους, η ποίηση πρέπει να δίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αναγνωρίζεται. Όπως ο θάνατος στη ζωή. 
Θα συμπληρώσω δε, πως η ποίηση θα πρέπει να προσφέρεται μέσα από την απλότητα και την πληρότητα του λόγου. Να προβληματίζει, μετακοινώντας από την στέρεα θέση τους του συνθέτες της, τους δημιουργούς της, τους ποιητές.  Και η απορία για την αναγκαιότητα της ύπαρξης της ποίησης, μπορεί να εκφραστεί και μ΄ ένα στιγμιαίο αλλά βαθύ επιφώνημα! Ένας αναστεναγμός αρκεί, από τα βάθη της ψυχής, μια άλλη διάφορη οπτική της Ελευθερίας, της Επανάστασης, της ίδιας της Ιστορίας του ανθρώπου. Εν τέλει της ίδιας της ζωής! 


Σημείωση: Ο πίνακας είναι του Πολωνού ζωγράφου: Jacek Yerka

Γ. Έντεκα [11] ποιήματα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών και από την ενότητα : Υγιή Προιόντα! ...του Δημητρίου Γκόγκα / (ISBN: 978-618-82188-6-4) / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)

 


ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

 

Όταν κοιμάσαι,

βλέπω ένα μικρό σπιτάκι με τριαντάφυλλα

και μια Στρελίτζια στην άκρη του κήπου.

 

Να ξέρεις εγώ

(ναι εκείνο το εγώ μου)

Δεν μπορώ να μετρώ τ΄ άστρα

και να ψάχνω την Αφροδίτη.

Είμαι ερωτευμένος

γιατί ξεχνώ στο μέτρημα.

Κι ύστερα πάλι απ΄ την αρχή

(τελετουργίες της νύχτας)

 

Να ξέρεις εγώ,

Έχω αρχίσει να ξεχνώ τις λέξεις.

Μιλώ όλο και λιγότερο.

Βυθίζομαι στην κινητή άμμο της σιωπής

και σηκώνω το χέρι για βοήθεια.

Αγκίστρι της αγάπης.

Πως η σιωπή είναι το δόλωμα

και πως, εγώ μετρώ τ΄ άστρα

στους γαλαξίες της.

(τελετουργίες της ποίησης)

 

 

ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η αφθονία του άρτου ήταν εμφανής,

ακόμα και σε περιόδους πολέμων.

Οι στρατιώτες δεν έσκαβαν χαρακώματα.

Έχτιζαν τοίχους με προζύμι.

 

Την μέρα ο ήλιος φούσκωνε το ζυμάρι.

Κάθε που έπεφταν βόμβες

χώριζε η κόρα από την ψίχα.

 

Ήτανε εκείνη η στιγμή

που έτρεχαν οι άνθρωποι κι άρπαζαν

άλλοι την κόρα και άλλοι την ψίχα.

Γέμιζαν οι αποθήκες ψωμί.

Πόσο ψωμί μπορεί να χωρέσει στις αποθήκες!

 

Οι καθ΄ όλα επιστάμενοι κατανόησαν και τούτο πρόβλημα.

Στην συνεδρίαση της ογδόης υπέγραψαν

-είναι αλήθεια με πόνο ψυχής-

να μην γίνει άλλο ψωμί.

 

Οι στρατιώτες τώρα δεν χτίζουν τοίχους με προζύμι.

Χτίζουν τοίχους με τα σώματα τους.

Κάθε που πέφτουν βόμβες, γεμίζουν τα χαρακώματα.

 

Οι άνθρωποι τώρα τρέχουνε να σκεπάσουν τα χαρακώματα.

-είναι αλήθεια με πόνο ψυχής-

 

Το λιγοστό ζυμάρι που απόμεινε

συνηθίζεται να το σταυρώνουν.


ΙΣΟΤΙΜΙΕΣ

 

Στα σώματα των νεκρών ηρώων,

που στέκονται ακίνητα από φτυαριές χωμάτων και άσπρα μάρμαρα.

Στα σώματα αυτά που κάποτε γερνούσαν, μα τώρα για δείτε

δείτε νεκροί μου άνθρωποι, δεν γερνούν μαζί μας,

θ΄ απλώσω τις ισοτιμίες της ζωής, νεκροσέντονα.

Ίση δικαιοσύνη, ίση εξουσία, ίσοι μπροστά σε όλα

Μα τούτες οι ισοτιμίες της ζωής ξεπεράστηκαν,

και μοιάζουν τόσο μακρινές ηδονές.

Τώρα οι άρχοντες εκπληρώνουν την εκπόρνευση

και ανασκάπτουν τους τάφους μας

και πετούνε τα άσπρα μάρμαρα

με μια  μαύρη απλή γραφή

και το πρόθεμα που μας πληγώνει : αν

 

αν- ιση δικαιοσύνη,

αν- ιση εξουσία,

αν- ισοι μπροστά σε όλα

 

 

 

ΑΣ ΦΥΛΛΟΜΕΤΡΗΣΟΥΜΕ

 

Ας φυλλομετρήσουμε

τους νεκρούς μας

και σήμερα

ταΐζοντας

τα πρόβατα

με παχιές

ειδήσεις

λίγο πριν

νηστέψουμε

και κοινωνήσουμε

με το αίμα

και το σώμα

του Κυρίου

Ημών και

Υμών.

Στο ένα χέρι

 κρατώ τον καφέ

στο άλλο

το μικρό παιδί.

Φύγαμε

για την παραλία.

 

Το μικρό παιδί

τραγουδούσε:

 

"Μια και είμαι εγώ παιδί

ξέρω πάντα να γελώ

 χαρωπά τα δυο μου

χέρια τα χτυπώ."

 

Μέχρι τώρα είχα μετρήσει είκοσι.

 

ΠΕΝΤΕ ΔΑΚΡΥΑ

 

 

Χιόνι

 

Σπογγισμένο αίμα

που στράγγιξε

κι έγινε λάβα που καίει

στα σπλάχνα της.

Κάποτε,

μέσα απ΄ τις ρωγμές του σώματος της, 

γίνεται γραμμή κόκκινου μολυβιού. 

Καίει ότι την πόνεσε.

Κι ύστερα

στάχτη

και χιόνι που πέφτει στο έρημο σπίτι.


 

Βροχή

 

Κάθε χρόνο

την ίδια μέρα,

μικρή ώρα δειλινού,

βρέχει.

Επέτειος θλίψης,

απώλειας

και χωρισμού.

 

Ρίγη στα μάρμαρα.

Μια ξαφνική μπόρα,

τον ύπνο των νεκρών ταράζει.

 

Ιδρώτας

 

Της πατρίδας το χρέος ξεπληρώθηκε.

Είπες : Με το παραπάνω

και –θυμούμαι- έκανες και μια κίνηση

με το χέρι, σαν να ΄ θελες να ξεφύγεις.

Τώρα ήρθε η σειρά της.

Βάλανε κάτω όλα τα ίχνη και τις υπογραφές,

οι πέτρες και τα σίδερα έτοιμα

-είχε καλούς σιδηρουργούς η Πατρίδα-

Τα καινούργια συμβόλαια έτοιμα.

Και πάλι χρέος.

Ο Ιδρώτας κυλούσε σαν τον κόμπο στο λαιμό σου.

 


Γάλα

 

Πίσω από αυτές τις βιτρίνες δούλευες.

Εγώ στους δρόμους.

Συναντιόμασταν στο ίδιο καφενείο

με άλλους συντρόφους και δεν

ανταλλάσαμε κουβέντα.

Χαρτιά έπαιζα μόνο με τον καφετζή.

Απορούσα βέβαια ,

καθώς είχαμε πιει από το ίδιο ποτήρι, γάλα.

 


Αίμα

 

Είναι στη μοίρα μας.

Έτσι να πεθάνουμε.

Σε κάποιο χρόνο ανομβρίας.

Όταν τα δένδρα θα διψούν,

θα μας φυτέψουνε στις ρίζες τους,

το αίμα  μας να πιούνε.

 


ΣΤΑΓΟΝΑ ΑΠΟ ΘΛΙΨΗ

 

 

Στο σπίτι υπάρχει πάντα μια αιώνια θλίψη. 

Η απαλή μυρωδιά της

απλώνεται  σαν διάφανο  ρούχο γυναίκας

σ΄ ένα ατσάλινο  σύρμα με δυο μαύρα μανταλάκια χελιδόνια

μα δεν στεγνώνει.

Κάθεται ανέμελη

πάνω στην φροντισμένη κεφαλή των λουλουδιών  του  κήπου μας

και άμοιρα εκείνα,  την αγκαλιάζουν 

έτοιμα από πανάρχαιο καιρό να θυσιαστούν, 

για το πρώτο γυάλινο βάζο σε κάποια γιορτή, σε κάποιο πένθος.

Όταν της ανοίγουμε τη ξύλινη πόρτα,

με το σιδερένιο πόμολο να χτυπά, 

ρυθμικά, 

σαν ήχος βαρύς και πένθιμος,

φεύγει και χάνεται

γίνεται,

φύλλο

ένα αστέρι,

σύννεφο

γίνεται χρόνος

χάνεται.

 

Τέτοιες παρόμοιες θλίψεις ζούνε στα σπίτια του κόσμου,

μικρές και μεγάλες πράσινες θάλασσες

άσπροι και γαλάζιοι ουρανοί χωρίς σύννεφα που κλαίνε.

Ταξιδεύουν με ξύλινα καράβια,

παίρνουν τις όμορφες πριγκίπισσες και τους ηρωικούς βασιλιάδες

απ΄ τα πανύψηλα κάστρα και τους μεταμορφώνουν σε όμορφους κύκνους

πάνω στις λίμνες, σε ήρεμους ποταμούς.


Μια σταγόνα κι η θλίψη πάνω στις λίμνες, στους ποταμούς. 

Μια δροσοσταλιά πάνω στις κεφαλές των λουλουδιών μας.

 

Κι ύστερα οι νεκρικές σπονδές,

στις αδειανές κάμαρες,

στους απελπισμένους δρόμους μας ,

στους τάφους των δωματίων μας.

 

Να ενδυθώ τη αιώνια θλίψη,

κόβοντας την κεφαλή των λουλουδιών ,

να κτυπήσω το σιδερένιο πόμολο της σεμνής κατοικίας

και να μου ανοίξει ένα χθες.

Να με υποδεχτεί με χνώτο που τρέμει.

 

Μα είναι η θλίψη!

Πως πάλι με πρόλαβε;

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ

 

Θρυμματισμένο το χαμόγελό σου.

Έρχεται χειμώνας μου είπες στα χείλη σου

και το φιλί σου θα ναι παγωμένο.

 

Θυμάμαι πως φοβόσουν πάντα τον χιονιά

κι έτρεμες σαν έβλεπες πουλιά καρφιτσωμένα, 

στους πάγους της λίμνης μας.

Όπου έπινε σιωπηλά νερό

το λαβωμένο ελάφι της Άρτεμης.

 

Βέβαια θνητή μου λυπημένη αγάπη,

σου εξήγησα όταν έβρισκα καιρό

και δραπέτευα από στίχους

και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου,

ότι ο χειμώνας περνά πάντα με υπομονή.

 

Κι ας μ΄ αγαπούσες επιτέλους λιώνοντας τους πάγους, 

στα χείλη σου, 

με ότι απόμεινε από το κορμί που πύρωσε,

από τον θάνατο του χρόνου.

 

 


ΕΛΠΙΔΑ

 

Επισκεπτήριο συνήθης ώρα χαράς θεού.

Μέρα Μεσημέρι!

Ένα σύννεφο λιπόσαρκο κοιμάται στη μέση τ΄ ουρανού,

έτοιμο να γίνει πούπουλο και στάχτη

κι όχι βροχή, όπως θα περίμενε ο κόσμος.

 

Ο αγέρας μουχλιασμένος μπαινόβγαινε στα σωληνάκια.

Αλίμονο μας κρύωνε και κλείναμε τα βλέφαρά μας.

Οι ασθενείς ξεψυχούσαν απ΄ την ανία της ζωής.

 

Το άσπρο σεντόνι πάντα αδιάβροχο.

 

Και κείνη η καυτή ανάσα

σαν σφύριγμα ζωής μέσα σε χαραμάδα.

 

Εσύ λες ελπίδα. Εγώ μια μέρα που έφυγε. Παγίδα του χρόνου.

Πέτρες οι ώμοι μου ουρανέ! Βουνά που κουβαλώ,

στον πόνο και την μοναξιά μας.

 

Τελειώνει η σκηνή. Πέφτει η αυλαία. Όλοι στον πρύμνη.

Μπαλώνουμε το δέρμα μας σήμερα.

 


ΦΟΒΟΣ

 

 

Λέω πως ζω

κι όταν με ρωτούν πως τα πάω

απαντώ

"σπίτι - δουλειά

δουλειά-σπίτι"

Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια

με προσοχή μην σχιστούν οι σακούλες

Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα

αποφεύγω τον σκύλο που μισώ

δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο

κατοικούν μέσα του Κέρβεροι

κι ένας Προκρούστης

που θέλει δουλειά.

Αν του την δώσω τι θα λέω

όταν με ρωτούν αν ζω;

Ζω σπίτι;

 

 

 

 

ΠΟΣΟ ΜΕ ΒΟΛΕΥΕ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΟΥ

 

Δεν ξεχώριζαν οι εποχές,

σαν μου έλεγες: θα πεθάνω.

Εγώ περίμενα υπομονετικά,

πίσω από την κρυφή συμπόνια μου

τον θάνατό σου.

Πόσο με βόλευε ο θάνατός σου!

 

 Η αγάπη μου ήταν τυλιγμένη

μέσα στο σάβανό σου,

πριν ακόμα πεθάνεις.

Και μ΄ αυτό σε έντυσα.

Με την αγάπη μου.

 

Θυμάσαι αγάπη μου, το σάβανό σου;

Άσπρο κεντημένο με εικόνες αγίων

από το παζάρι της Τρίτης. Κάθε Τρίτη

 στην Κεντρική πλατεία.

 

Πέμπτη μου έλεγες σταυρώθηκε

και εγώ σου ψιθύριζα:

 ναι αλλά και Πέμπτη πέθανε.

 

Δεν περίμενα ποτέ το Σάββατο

να σε αναστήσω.

 

Το χέρι μου, αχρεία προέκταση τι σου πρόσφερε;

 Μια φτυαριά χώμα και ένα χτύπημα πίκρας στον τάφο.

 

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΚΟΙΜΗΘΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

 

 

Όταν πλαγιάζει και κρυώνει

βάζει τα χέρια κάτω απ΄ το πάπλωμα

μην τ΄ αγγίξει η παγωνιά και τα σπάσει

Μερικές φορές κοιτά

με την άκρη του ματιού του την γυναίκα

που κοιμάται δίπλα του

και πιάνει την καρδιά του

Δεν θέλει να πεθάνει πρώτος

Θέλει να είναι δεύτερος όπως πάντα

 

Κάτω απ΄ την σκιά των σκεπασμάτων

μπορεί να δει πιο καθαρά

τους δικούς του που έφυγαν,

τους άλλους που κοιμούνται

και κείνους που έρχονται

για να γεράσουν μαζί του.

Όταν τον παίρνει ο ύπνος

είναι σίγουρος ότι έκανε το σωστό

αλλά πάντα στο βαθύ της ψυχής του

πεταρίζει ένα μικρό πουλί

έτοιμο να του κλείσει τα χείλη

να του αρπάξει με το ράμφος

την άκρη του σκεπάσματος.

 

Φοβάται πολύ

τρέμει μην πεθάνει πρώτος.

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021

Εις τον αφρό της θάλασσας... κείτεται η Αφροδίτη / του Δημητρίου Γκόγκα


Με στεναχωρεί ιδιαίτερα η άποψη που ορθώνεται από ορισμένους φίλους και φίλες της Κύπρου σχετικά με την Ελλάδα, την ελληνική σημαία, τον ελληνισμό γενικότερα, αλλά και τον χριστιανισμό. Αμφισβητούν την αναγκαιότητα του αγώνα του 55-59 θεωρώντας πως αν έμενε το νησί στην αγκάλη της Αγγλίας το πιο πιθανό, αν και μιλούν μετά βεβαιότητας, θα ήμασταν ανεξάρτητοι πλήρως ως την Μάλτα. Άποψη τους και δικαίωμα να την εκφράζουν. Διαβάζοντας όμως την ιστορία και τη θέση της Κύπρου δεν βρίσκω τίποτα άλλο παρά άρωμα Ελλάδας και ελληνισμού γενικότερα. Όσο για τον απελευθερωτικό αγώνα του 55-59 που είχε τη στήριξη του συνόλου του λαού της Κύπρου, μόνο να κλάψω μπορώ πάνω από τους τάφους τόσων ανθρώπων που έδωσαν τις ζωές τους για τούτη τη γη, για ένα όραμα που τελικά για πολλούς και διάφορους λόγους δεν ευοδώθηκε, και βλέπουν να αμφισβητείται η θυσία τους.
Όσο αφορά τη θρησκεία του Χριστιανισμού ας μας πούνε τι ακριβώς επιθυμούν; Αθεϊσμό; Συμπαντική θρησκεία;, Επιστροφή στο δωδεκάθεο; Ειδωλολατρικά συμπλέγματα; Κουμφουκισμο; Μωαμεθανισμό; Διότι αν αναζητούν τον καλό άνθρωπο θα τον βρούμε στην Αγία Γραφή...η επιλογή να μην είμαστε καλοί άνθρωποι είναι δική μας.
Χρόνια τώρα, αιώνες ελληνισμός και χριστιανισμός προχωρούν μαζί με όλα τα λάθη, τα μιση, τα πάθη, τους συμφεροντολογικους πολέμους, τους μεγάλους σταυρούς, την εκμετάλλευση κτλ όμως όλα αυτά κατακρίνονται από τον Χριστιανισμό και από τον ιδρυτή του. Στο χέρι μας είναι η διαμόρφωση της σωστής ανθρώπινης χριστιανικής πορείας.
Αυτά προς το παρόν...η ιστορία και η σκέψη...η ανταλλαγή των απόψεων συνεχιζεται

Β. Εννέα [9] ποιήματα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών και από την ενότητα : Υγιή Προιόντα! ...του Δημητρίου Γκόγκα / (ISBN: 978-618-82188-6-4) / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)

 



ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ

 

Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του

να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος

και προπαντός οι αποστάσεις.

 

Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.

Μετρούσε, ξανά μετρούσε τόσα τα έβγαζε

και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.

 

Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού

«μην ανησυχείς θα την προσέχω

κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»

 

Η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές.

 

Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του

μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.

 

Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι

το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού

πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό

και είπε: «ήταν το θέλημά της…»

 

Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους,

 

ύστερα βγήκε από το σπίτι

πήρε τον δρόμο για το χωράφι

ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.

 

Τον πήρε και κείνο ο ύπνος.

 

 

 

**

 

ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΜΙΑΣ ΑΥΛΗΣ

 

Αυτό το σπίτι μόνο του στέκετε στην μέση μιας αυλής

κι η μάνα πάει κι έρχεται από κάμαρη σε κάμαρη

χαζεύοντας τις φωτογραφίες.

Οι τοίχοι του ψηλότεροι από ποτέ

οι κουρτίνες στο ξεφτισμένο χρώμα του ήλιου.

Γιατί να ΄ναι τα παράθυρα  τόσο μεγάλα;

Πως μπαίνει το κρύο θεέ μου έτσι!

Μαζί με τον θάνατο

μπαίνει και το κρύο

κορνιζωμένοι θάνατοι

ο παππούς, ο πατέρας, οι ήρωες της ζωής μας.

 

Δίπλα από το σπίτι ήταν το περιβόλι

στο χώμα του έψαχνες το χρυσάφι

σαν γαύγιζαν τα σκυλιά

έτρεχες να κρυφτείς κάτω απ΄ το τραπέζι.

Αδελφέ μου!

Μετρούσες τα ρόδια

- είχε ο παππούς πολλές ροδιές-

Μετρούσες τα χρόνια.

Τα χρόνια γίνανε σήμερα

ένας  ακόμα θάνατος.

Σήμερα περιμένω να μπει

περισσότερο κρύο.

 

Κλείνω το παράθυρο

Τι εποχή είναι;

Ότι και να ναι έμεινε όξω

αλλά το κρύο - κρύο

Μήπως δεν κάνει κρύο την Άνοιξη;

 

 

***

 

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΑΠΕΜΕΙΝΕ;

 

Καθίσαμε στο τραπέζι.

Η μητέρα φορούσε ακόμα τον μποξά,

τον ίδιο που φόραγε όταν φύγαμε από το σπίτι.

Με το άκουσμα της σειρήνας.

«Πόλεμος» είχε πει.

 

Μα ο πόλεμος μητέρα ήτανε μέσα μας.

Δώδεκα κάνες του χρόνου, μας έστησαν στον τοίχο.

 

Μια ο Νιόβρης, μια ο Απρίλης, τώρα ο Ιούλης.

Πόσες τουφεκιές, ν΄ αντέξει τ΄ ασθενικό στήθος μας.

 

Και τώρα τι απέμεινε;

Ένας άγνωστος ήλιος, γνωστός στους άλλους

Ένα κουφό φεγγάρι, φωνάζει στις σημαίες

Και μια πούλια να αιωρείται

σε παντρειές κι αρραβωνιάσματα

με τον αυγερινό.

****

 

ΑΓΝΟΕΙΤΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

 

Κάθε μέρα το ίδιο δρομολόγιο

προς την περιοχή της Δροσιάς *

Το πρωί ευτυχώς ο δρόμος ήταν κενός

μα στην επιστροφή πάντοτε γεμάτος

από αυτοκίνητα και λίγους ανήμπορους ανθρώπους.

 

Εκείνη πάντα στην στροφή

με ένα βλέμμα καθισμένο στο παγκάκι

με ένα πόδι να κρεμιέται

και μια τσάκιση στην λερωμένη φούστα.

 

Δεν της μίλησε ποτέ, ποτέ δεν της είπε ένα

στερημένο γεια

μοναχά κουνούσε τον χρόνο

πέρα δώθε

κάπως έτσι όπως ο άνεμος

τα πανιά μιας βαρκούλας.

Πέρα δώθε

μπας και καταλάβει τις σκέψεις της

πίσω από την  τσάκιση της λερωμένης φούστας

και του κρεμασμένου ποδιού.

 

Πέρασαν κάμποσες μέρες

ο ουρανός έστω κι αργά θύμωσε

το χέρι επιμελώς κινήθηκε προς το μάγουλο

δεν ήθελε να δουν ένα δυο δάκρυα

ότι περίσσεψε

από το προσφάγι στο παγκάκι

Αργότερα έμαθα ότι ο άνδρας της

αγνοείτο από τον πόλεμο

και του στέρησαν την ειρήνη.

 

* Δροσιά: Περιοχή της Λάρνακας Κύπρου


*****

 

ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ

 

Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους

άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο

και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή

στην αυλή της.

 

Έτσι έρχονταν και οι γείτονες

σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.

Πότε για το γλυκό και

πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.

Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.

Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή

και χρέη, 

χρέη φόρους και υποθήκες.

Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας .

 

Ποιος τα θυμάται πια;

Ποιος τρέχει στις τράπεζες και τα κολαστήρια;

Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο

να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.

 

Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους

ξωπίσω του έκλειναν παράθυρα

σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες

και εργάτριες

σκυφτές  από τους πόνους της μέσης

λίγες μπροστά στα τάματα

και τ΄ αναμμένα καντήλια της Παναγιάς.

Ύφαιναν την λύπη

κένταγαν το χρέος

βελόνιαζαν τις πληρωμές

και τα γραμμάτια,

έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.

 

Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο

λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.

Στα όνειρά της,

Στην τύχη της,

Στον χρόνο της,

Στην ζωή της.

 

Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο

χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει  την νύχτα

να δώσει το φιλί της.

Και   οι γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας

το πιατάκι με το γλυκό

πάλι πίσω.

Tο πιατάκι της Κυριακής με τ  ασημοκέντητη σταυρό

και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.

Κολλά το χώμα

όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.

 

 

******

 

ΔΕΙΠΝΟ ΜΕ ΕΝΑ ΝΕΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

 

Σήμερα θα δειπνήσω μ΄ ένα νέο άγνωστο στρατιώτη.

Θα καθίσουμε απέναντι,  σ΄ ένα καλό εστιατόριο,

σαν αυτά που σερβίρουν με ευγένεια τη ακρίβεια,

κι΄  αλλοίμονο  θ΄ ανεχτούμε την υπεροπτική ματιά, 

του τελευταίου τραπεζοκόμου.

 

Θα παραγγείλουμε όλα εκείνα που μας αναγκάζουν

να καθόμαστε αμέριμνοι,  σαν τις καλαμιές

έτοιμες να καούν στους κάμπους της υπαίθρου

και μας καθιστούν ώρες- ώρες δειλινές, 

όμορφα αγάλματα στα σαλόνια των φυλακών μας.

 

Θα πιούμε ένα γλυκύ ηδύποτο,  κοιτάζοντας

ο ένας στα μάτια του άλλου,

μέχρι ότου κουραστεί κάποιος και

κατεβάσει σιγανά τα βλέφαρα.

 

Ο ήλιος θ΄ αρμενίζει στις καρδιές

και θα ξεκουράζεται στις αγκαλιές των νέων

που πέφτουν αμαχητί στα χαρακώματα της ραστώνης

και υποκλίνονται στις συνήθειες των σοφών.

Πατρίς, αγκαλιά με τη  Θρησκεία και λίγη οικογένεια.

Μην ταραχτεί η χρόνια τάξη.

Μην λησμονηθούν και οι άγνωστοι στρατιώτες, 

εκείνων των χρόνων που δεν θέλει να θυμάται κανείς.

Μα είναι τόσο καλά δομημένες οι παρελάσεις, 

της λεβεντιάς και της υπερηφάνειας.

 

Δεν θα τον πιέσω με οχλήσεις του κοινού νου.

Δεν θα σκιάσω αυτή την έξοδο

από τις σκοτεινές πύλες της πολιορκίας.

Έτσι τα βλέφαρα κάποιος θα τα σηκώσει.

Θ΄ αντικρύσουμε και πάλι ο ένας τα μάτια του άλλου

βαθειά για να βρούμε καθαρό νερό στο βυθό της ίριδας.

Και πριν υπογραφή το συμβόλαιο του.

Θα τον ρωτήσω: Γιατί κινήθηκε από την πολυθρόνα του;

Ήρωας θέλει να γίνει;

 

 

*******

ΜΥΡΙΖΩ

 

Ανοίγω το παράθυρο.

Μυρίζω τον αέρα.

Κλείνω  μέσα στα μάτια μου

λίγο απ΄  άρωμα της Πατρίδας,

που έφτασε ως εδώ χάμω.

 

Μα πως;

Με ποιο χελιδόνι;

Με πιο γερανό;

Με ποιο πουλί της ξενιτιάς;

 

Κλείνω το παράθυρο.

Το άρωμα πάνω μου κατοικεί.

Πυλός που χτίζει το όνειρο.

 

********

 

ΜΗ ΜΟΥ ΖΗΤΑΣ

 

Σκέφτομαι πως πρέπει και σήμερα

να σου πω σ΄ αγαπώ κι ανοίγω το παράθυρο

όλη η αγάπη μου είναι πάνω σ΄ ένα πουλί που πετά

και στο άνθος της γαρδένιας που πόθησες

όλη μου η αγάπη είναι δυο μαύρα φτερά

και πράσινα φύλλα σ΄ ένα μπαλκόνι

Μην μου ζητάς να κλείσω το παράθυρο

σαν κάμει κρύο

δεν  θα έβρει απάγκιο το πουλί

και στάλα η γαρδένια.

 

 

 

 

*********

 

1Η ΤΟΥ ΜΑΗ

 

 

1η του Μάη σήμερα.

Πήρα το αμάξι

κοίταξα να έχω βενζίνη

χρήματα στο πορτοφόλι

πέρασα από την κεντρική πλατεία

δεν είχαν μαζευτεί ακόμα οι εργάτες

έκρυψα το πανό στο πορτμπαγκάζ

και έκατσα να απολαύσω

τον καφέ.

 

1η του Μάη σήμερα

γεμάτες οι καφετέριες

τα εστιατόρια

οι δρόμοι

οι παραλίες

δεν είχαν μαζευτεί ακόμα οι εργάτες.

 

Κάποιοι εργάτες βεβαίως  δούλευαν

για να μην μαζευτούν ακόμα οι εργάτες.

 

1η του Μάη σήμερα

ωραία φάγαμε

ωραία ήπιαμε

 

μην ξεχάσω το πανό και πιάνει χώρο.

 

Στην τηλεόραση συζητούσαν για τους εργάτες

που δεν μαζεύτηκαν ακόμα.