ΧΩΜΑΤΕΡΗ
Τα γερασμένα απορριμματοφόρα βογκούσαν τα πρωινά.
Εγκυμονούσες ματαιοδοξίες, πλαστικές σακούλες,
ξεραμένα αποφάγια, κενές συσκευασίες,
χαμένα πρωινά, χαλασμένες συσκευές,
θλιμμένους αποχαιρετισμούς, σχισμένα σεντόνια και
παπλώματα,
έρωτες που δηλώθηκαν φόνοι εκ προμελέτης, αγάπες που
αγνοήθηκαν
μέλισσες που βούιζαν γύρω από ένα πεταμένο γαρούφαλλο
πρωταγωνίστριες της σήψης και κάπου στο βάθος το τέλος
των όλων.
Εκεί, περπατούσε πεταμένος κι ο άνθρωπος
φορώντας για ρούχο μια Δύση.
Σαβανώθηκε όσο καλύτερα μπορούσε, ν΄ αντέξει τον θάνατο.
ΑΤΑΞΙΑ
Όταν ξεκινά η περίοδος του κυνηγιού
Τα πουλιά κρύβονται στις φτερούγες τους
Οι άνθρωποι καμώνονται τους ήρωες
Οι σκαντζόχοιροι ντύνονται κάκτοι
Στο σπίτι υπάρχει πάντα νερό σε λαγούμια με δηλητήριο
Και τροφή γιομάτη καρφίτσες για τη μάσηση
Ώρες – ώρες ο παρακλητικός φωνάζει τον μέντορα
Κι ο πνευματικός σηκώνει τα χέρια ελέω θεού
Νίπτοντας τα χείρας επί των υδάτων
Τι μέρες και κείνες, οι μέρες του κυνηγιού
Η πατέρας λιοντάρι
Η μάνα αλεπού
Οι γέροντες κόρακες
Τα αδέλφια περιπλανώμενες ύαινες
και η πολιτεία
νεκρωμένος ιστός αράχνης από κανόνες και νόμους.
Αταξία
Οι νεκροί με τους ζωντανούς και τανάπαλι.