στο μουράγιο.
Κάθεται ο γέρος και αναζητά,
στο κουράγιο.
Λίγους χρόνους που του έμειναν
στη μαύρη γη.
Να διπλώσει, να μαζέψει
κάθε του πληγή.
Μη του λέει κάποιος, μη βαρυγκομας,
δεν σου πρέπει.
Πέτα από τη πίκρα που σε κυβερνά
κάθε λεπι.
Κι ύστερα ξεκινά για τη λευτεριά,
στα ουράνια.
Να γίνεις και συ, ένα απ' του Θεού
τα φεγγάρια.
Μάζεψε τα ρούχα του, της λασπουριας,
ξεφτισμενα.
Τα όνειρα που μείναν όνειρα,
τα πεταμένα.
Κι έκλεισε τα μάτια του, γλυκά
να ηρεμήσει.
Ποιος απ' όλους που ξε-μείνανε
θα τον ξυπνήσει;
Δίστασε για λίγο, έσταξε
πικρό το δάκρυ.
Έπιασε, του μπαστουνιού,
γυρτη την άκρη.
Μα κατάλαβε, ήταν σκιά , τον είχαν πάρει
Ήτανε ψηλά και ήτανε
ένα φεγγάρι!