ΕΓΧΩΡΙΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ / Ανδρέας Τιμοθέου
Ο Dean Martin χαμήλωσε για λίγο
χωρίς φόβο, αλλά με βέβαιο πάθος
κατέθετε γεγονότα
απ΄ το ΄63 μέχρι το ΄74.
Τα Βαρώσια πρόβαλλαν περίλαμπρα
σαν καρτ ποστάλ που συναντάς
σε αποσκευές περαστικών.
Πιο πέρα είναι ο τόπος μας.
Ο τόπος μας…
Από παιδί ζήλευα
όσους είχαν το σπίτι της γιαγιάς για εξοχικό.
Το σπίτι στο βουνό
το σπίτι στη θάλασσα
το σπίτι που ήταν για όλους μια δεύτερη ευκαιρία.
Εγώ είχα μόνο το σπίτι στον συνοικισμό.
Παλάτι και Φρούριο
Καταφύγιο και Διωγμός
Χαρά και Βάσανο
ώσπου σκόνη έγινε
και περιμένει.
Η ρίζα χάθηκε ολότελα.
Ο τόπος μου, τσίμπι τζιαι κλώσι ραμμένο πάνω μου
εν η Σκάλα τζιαι τα Λεύκαρα που αγάπησα.
Η Καρπασία, χωσμένη μες στα σύννεφα
κάμνει πιπίλες τζιαι κεντήματα,
πλουμιά της βούφας
βουβά τζιαι ξηλωμένα.
Αννοίω το ερμάρι μου
τζιαι συντυχάνω με το χώμα της.
βούφα: αργαλειός
ΜΠΕΡE VERSUS… ΜΠΕΡΕ / Ιωάννας Παπαντωνίου
Βαραίνουν τις οθόνες μας…
Διάτρητο το σκοτάδι από τις σφαίρες.
Αιμορραγεί σε σεντόνια λευκά και είναι οι αλήθειες
ανάμεσα στους δύο κόσμους πληγές που δεν επουλώνονται.
Αδειάζουν οι σήραγγες και τα υπόγεια καταφύγια…
Υπέργειες γέφυρες ανυψώνονται για τη διαφυγή των άδειων μπόγων.
Δίχως προορισμό τα καραβάνια των αμάχων…
Τα πηγάδια στερεύουν.
Θρύμματα το ψωμί στα χέρια της μάνας.
Το μάννα εξ ουρανού δυσεύρετο στις μαύρες αγορές.
Ανάμεσα στα μπαχαρικά μιας άλλης Ανατολής
δηλώνεται προς πώληση…
Στη σκακιέρα με τα γυάλινα πιόνια
σε θέση μάχης τα στρατιωτάκια.
Παρατημένα τόπια και σβούρες στα χαλάσματα.
Σαν τα παιδιά πετροβολούν
χάρτινοι πύργοι γκρεμίζονται…
Μα τόσες λεπτομέρειες σε μια Γκουέρνικα;
Τα πινέλα ακολουθούν εκείνο το κορίτσι
με τα μεγάλα μάτια και τα λυτά μαλλιά…
Μια Μούσα αναζητούν, να’ ναι ο πίνακας αλλιώτικος.
Μα εγώ δεν είμαι ο Σιαγκάλ…
Και οι άγγελοι;
Αιχμάλωτοι κι αυτοί δηλώθηκαν στη λίστα της ανταλλαγής…
Ίσως για την επόμενη εκεχειρία…
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ / Αγγέλα Καιμακλιώτη
επί τόπου
κρατώντας πυξίδα
ένα μισοφέγγαρο ήλιο
που ανατέλλει και δύει
μαζί σου.
Φαύλη ανακύκλωση ευχών.
Του χρόνου στα σπίτια μας.
Του χρόνου στα σπίτια μας.
Του χρόνου!
Ποιου χρόνου;
Πορεύεσαι.
Εναποθέτεις ελπίδες.
Μνήμες ανακαλείς.
Πορεύομαι πλάι σου καιρό.
Δεν ξεχνώ
αλλά ούτε και θυμάμαι.
ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
βαθιά στην κοιμισμένη γη.
Σκορπίζονται όπως η ψυχή μας,
σαν στάχτη ενός άδοξου ποιητή.
και με των δένδρων τα ριζώματα.
Ανθούνε σαν καρποί, μες στ΄ αίματά μας
του φθινοπώρου τα φυλλώματα.
τα γέλια παν΄ στων τάφων την σιγή
και φτάνουν στις καρδιές όσων πονούνε
γιατί έχουν γίνει βράχοι μοναχοί.
πού κρύβεται το βόλι;
Σπουργίτια
ζητούν ελεημοσύνη
χελιδόνια
ψάχνουν φωλιές
περιστέρια
διψούν για την ειρήνη
αετοί
θηρεύουν στις κορφές.
απ’ του Άδη τα σύνορα:
Άστε τα πουλιά
ξέγνοιαστα να πετούν.
Ψάχνουν ήλιο
στην ανηφόρα του Θεού.
στις σκιές του δάσους
με την πρώτη φωτιά.